Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 20) "Sure father"

Damien POV

Δίστασα να μπω στο σπίτι. Ήξερα τι με περίμενε και δεν ήμουν καθόλου έτοιμος και δεν είχα καθόλου όρεξη. Είχε καταφέρει για ακόμα μια φορά ο πατέρας μου να μου χαλάσει την βραδιά. Και δεν μιλάω για την διακοπή του τετ-α-τετ μου με την ωραία ύπαρξη στην λίμνη. Για την ακρίβεια, αυτό ήταν το μόνο ωραίο σε μια βδομάδα που πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Δεν την ήξερα, δεν με ήξερε, πράγμα που σήμαινε ότι δεν χρειαζόταν να υποκρίνομαι κάτι που δεν είμαι γύρω της. Και ανάθεμα και αν δεν με είχε κάνει να ξεχάσω τα προβλήματά μου.
Τουλάχιστον μέχρι να χτυπήσει το κινητό μου. Τώρα δεν ήξερα αν θα την ξανασυναντούσα ποτέ. Μπορεί το Mystic Falls να ήταν μικρό αλλά ποιος μου έλεγε εμένα ότι δεν ήταν περαστική? Ώρες, ώρες ο πατέρας μου ήταν ο χειρότερος εφιάλτης μου. Μπήκα μέσα με ξινισμένα μούτρα, περπάτησα στον μεγάλο χώρο υποδοχής και κατέληξα στο δυτικό σαλόνι. Το σπίτι μου ήταν εκνευριστικά μεγάλο ορισμένες φορές. Πέταξα το μπουφάν μου στον καναπέ και βολεύτηκα στην πολυθρόνα. Δεν μπήκα στον κόπο να φωνάξω. Ήξερα ότι με είχε ακούσει. Ένα από τα προτερήματα του να είσαι υπερφυσικό ον. Η φωτιά που σιγόκαιγε πίσω μου ήταν το μόνο που με χαλάρωνε τα νεύρα μου. Άκουσα τα βήματα του πατέρα μου στην μεγάλη σκάλα -ακόμα και ο ήχος των βημάτων του φάνταζε απειλητικός- καθώς και ένα ζευγάρι ακόμα. Τέλεια! Πάλι θα είχαμε και την γκόμενά του τριγύρω. Ουπς! Την ‘μνηστή’ του ήθελα να πω. Δεν είχα πρόβλημα με την Σάρα αλλά κάποιες στιγμές δεν ήθελα να μοιράζομαι τον πατέρα μου μαζί της. Ή τουλάχιστον αυτά που λέω στον πατέρα μου.
«Ντέιμιεν.» Η φωνή του πατέρα μου με έβγαλε από τις σκέψεις μου.
«Πατέρα.» του απάντησα λίγο ειρωνικά ενώ τον κοίταξα.
«Μυρίζεις άρωμα. Δεν πιστεύω να διέκοψα τίποτα?» με ρώτησε με περιέργεια. Πήρα μια βαθειά ανάσα πριν του απαντήσω. Ναι, τον σεβόμουν και τον εμπιστευόμουν αλλά μερικές φορές πραγματικά ήθελα να τον πυροβολήσω με μια κυνηγετική καραμπίνα. Μια από αυτές ήταν όταν γινόταν περίεργος για την προσωπική μου ζωή.
«Ότι ήταν να διακόψεις, το διέκοψες. Γιατί με ήθελες πίσω?» Σοβαρός και ειλικρινής. Έτσι με είχε μάθει να είμαι όταν του μιλούσα. Δεν είχε σημασία για ποιο πράγμα. Σχολικοί βαθμοί, άδεια εξόδου, καινούργιο αυτοκίνητο. Πάντα σε αυτό το ύφος. Η Σάρα ήρθε και κάθισε ακριβώς πίσω μου με τα μάτια της κολλημένα στην αριστερή πλευρά του προσώπου μου ενώ ο πατέρας μου με πλησίαζε απειλητικά.
«Δεν θέλω να τσακωθούμε.» μου είπε σιγά και γέλασα.
«Αυτό έπρεπε να το σκεφτείς προτού μου ανακοινώσεις ότι θα με κάνεις νταντά ενός βρικόλακα.» του είπα θυμωμένα ενώ σηκωνόμουν και χτύπαγα το χέρι μου στο τραπέζι μπροστά μου.
«Την θεωρείς απαραίτητη όλη αυτή την σκηνή?» με ρώτησε ενώ με κοιτούσε με το ένα φρύδι του σηκωμένο.
«Γιατί μου το κάνεις αυτό?» Ήμουν εκνευρισμένος, θλιμμένος και φοβερά εξουθενωμένος. Δεν θα άντεχα και δεύτερο καυγά σε λιγότερο από 5 ώρες. Ήξερα όμως ότι ήταν αναπόφευκτο. Εγώ τους είχα αρχίσει και τους δυο και πάντα τελείωνα ότι άρχιζα.
«Γιατί μόνο εσένα εμπιστεύομαι. Ξέρω ότι δεν θα με απογοητεύσεις, δεν θα την αφήσεις να πάθει κάτι κακό και ξέρω το ότι λέω το ακολουθείς κατά γράμμα.» Ήξερα ότι έλεγε την αλήθεια. Ανά τα χρόνια, τις ελάχιστες φορές που επέτρεψε κάποια τρυφερότητα απέναντί μου, αυτή ήταν να μου λέει ότι ήταν περήφανος για εμένα και ότι με εμπιστευόταν.
«Και το ότι δεν θέλω δεν έχει καμία σημασία?» τον ρώτησα απελπισμένα. Μου κούνησε το κεφάλι αρνητικά και μου γύρισε την πλάτη του.
«Όχι, Ντέιμιεν. Θέλω εγώ και φτάνει.»
«Φυσικά. Πάντα ότι θες εσύ. Το ξέρεις ότι αυτό θα σου γυρίσει μπούμερανγκ έτσι? Θα έρθει η στιγμή που εσύ θα υποκύψεις στα θέλω κάποιου άλλου.» Ήξερα ότι το να τον απειλώ ή ότι και αν έκανα αυτή την στιγμή δεν οδηγούσε πουθενά. Κούφια λόγια που χάνονταν στον αέρα. Ήξερα καλύτερα από τον καθένα ότι κανένας δεν μπορούσε να τον βλάψει. Πόσο μάλλον να τον κάνει υποχείριό του.
«Αμφιβάλλω γιέ μου.» Φυσικά. Εγωισμό μεγαλύτερο από το ηλιακό σύστημα. Χαρακτηριστικό που είχα κληρονομήσει. Γύρισα τα μάτια μου και αρπάζοντας το μπουφάν μου προχώρησα βαθύτερα στο εσωτερικό του σπιτιού με σκοπό να φτάσω στο επάνω πάτωμα και στο δωμάτιό μου.
«Ντέιμιεν, δεν τελείωσα.» μου πέταξε και σταμάτησα ακριβώς μπροστά από την αρχή της σκάλας. Δεν γύρισα να τον κοιτάξω αλλά ήξερα ότι με είχε ακολουθήσει. «Ξέρω ότι θα το κάνεις και θα το κάνεις καλά. Γιατί λοιπόν πρέπει πάντα να αντιδράς έτσι?» Αυτό με έβγαλε έξω από τα ρούχα μου.
«Πάντα? Με κοροϊδεύεις? Από τότε που γεννήθηκα κάνω ότι μου λες!» του φώναξα ρίχνοντας τα χέρια μου μπροστά δραματικά.
«Και από τότε ικανοποιώ και εγώ κάθε επιθυμία σου.» μου απάντησε ήρεμα. Πως μπορούσε να κρατάει την ψυχραιμία του ενώ εγώ ήμουν έτοιμος να του ξεριζώσω τον λαιμό? Θα ήμουν βέβαια ξαπλωμένος στο πάτωμα πολύ πριν προλάβω να τον πλησιάσω αλλά θα το προσπαθούσα. Το είχα κάνει μια φορά μικρότερος αλλά είχα βρεθεί να με κρατούν δυο υβρίδια και το χέρι του να προσγειώνεται με δύναμη στο πρόσωπό μου. Κούνησα το κεφάλι προσπαθώντας να διώξω την σκέψη και το αίσθημα κατωτερότητας που απειλούσε να με κατακλύσει.
«Σίγουρα, πατέρα.» κατάφερα να ψελλίσω και ανέβηκα αργά την σκάλα. Έφτασα στο δωμάτιό μου και άρχισα να το διαλύω. Ξέρω ότι είχε κάνει τα πάντα για εμένα. Με είχε πάρει όταν η μάνα μου με είχε δώσει τόσο άνετα χωρίς δεύτερη σκέψη. Με μεγάλωσε, με φρόντισε, μου έκανε όλα τα χατίρια αλλά δεν μου είχε καταφέρει να μου καλύψει ποτέ τα συναισθηματικά μου κενά. Δεν τον κατηγορούσα γι’ αυτό. Πώς να καλύψει κάποιος τα κενά σου όταν έχει τα ίδια? Αλλά δεν είχε καν προσπαθήσει. Και αυτό ήταν κάτι που δεν θα του συγχωρούσα ποτέ. Κάθε καυγάς μας είχε βαθύτερα αίτια και ας ξεκινούσε από κάτι τόσο απλό όσο το να πάω στην Νέα Υόρκη με την κακομαθημένη Ημίαιμη. Θα την κρατούσα αλυσοδεμένη στο υπόγειο και όλα καλά. Έπεσα πίσω στο κρεβάτι και έτριψα το πρόσωπό μου με τα χέρια μου. Άκουσα βήματα έξω από την πόρτα μου καθώς και ένα απαλό χτύπημα και αναστέναξα ενοχλημένος.
«Όποιος και αν είσαι πάρε δρόμο γιατί εσύ θα την πληρώσεις.» γρύλισα ενώ οι φλέβες κάτω από τα μάτια μου άρχιζαν να κάνουν την εμφάνισή τους.
«Ντέιμιεν?» Η Σάρα άνοιξε την πόρτα μου και μπήκε μέσα. Μα γιατί κανείς δεν μπορούσε για μια φορά να κάνει αυτό που του λένε? Και αυτή σαν πολύ θάρρος δεν είχε πάρει?
«Ξέρω ότι δεν είσαι κουφή. Αλλά θα το πω άλλη μια φορά. Δρόμο!» γρύλισα ξανά ενώ σηκωνόμουν και άνοιγα την πόρτα. Με αγνόησε όμως και αυτό με τσάντισε περισσότερο.
«Ξέρω ότι είμαι το τελευταίο άτομο που θες να δεις τώρα..»
«Σωστά.» την διέκοψα αλλά συνέχισε.
«Αλλά… θέλω να ξέρεις ότι ο πατέρας σου το κάνει αυτό μόνο και μόνο γιατί είναι απολύτως σίγουρος ότι μπορεί να βασιστεί σε εσένα. Ξέρει ότι δεν θα κάνεις κάτι που θα τον ντροπιάσει ή να τον προσβάλλει.» Ποιός την είχε βάλει δερβέναγα στην ζωή μας? Ποιός της είχε ζητήσει την γνώμη της? Και προπάντων ποιος της είχε δώσει την άδεια να ανακατεύεται?
«Και εσένα σαν τι σε έστειλε? Πρέσβειρα καλής θελήσεως?» της είπα ειρωνικά καθώς στεκόμουν με την πλάτη μου στην ντουλάπα.
«Δεν με έστειλε ο πατέρας σου. Το ξέρεις ότι σας αισθάνομαι οικογένεια. Θέλω απλά να βοηθήσω.» μου είπε δήθεν αθώα και κούνησα το κεφάλι μου.
«Δεν είσαι η μάνα μου. Σταμάτα να προσπαθείς να παίξεις αυτόν τον ρόλο. Πάρε το απόφαση. Είσαι απλά αυτή που κρατάει το κρεβάτι του πατέρα μου ζεστό. Μόνο αυτό.» Ήξερα ότι ήμουν ένας αναίσθητος και κακότροπος μισογύνης λέγοντάς της αυτά τα πράγματα αλλά με είχε φέρει στα όρια μου. Δεν ήταν η μάνα μου και έπρεπε να το καταλάβει όμως. Σιχαινόμουν τις γυναίκες που προσπαθούσαν να μου το παίξουν μαμάδες. Ευτυχώς ο πατέρας μου τις εντόπιζε γρήγορα και τις έδιωχνε αλλά αυτή ήταν αλλουνού παπά Ευαγγέλιο. Την είδα να σκύβει το κεφάλι και για μια στιγμή ήλπιζα ότι θα σηκωθεί και θα φύγει βρίζοντάς με κατάμουτρα. Αλλά πάλι με εξέπληξε.
«Μην του πηγαίνεις κόντρα Ντέιμιεν. Είσαι το μόνο που έχει σημασία για εκείνον πλέον. Μην τον πληγώνεις.» Είχε παραβλέψει το σχόλιο μου και είχε επιστρέψει στο προηγούμενο θέμα μας. Γέλασα δυνατά με την αφέλειά της. Ο πατέρας μου? Πληγώνεται από εμένα? Αυτός δεν πληγώνεται καθόλου!
«Δεν πληγώνεται τόσο εύκολα ο πατέρας μου.» κατάφερα να πω ανάμεσα στα γέλια μου. Με κοίταξε με ένα θλιμμένο χαμόγελο και σηκώθηκε από το κρεβάτι μου που καθόταν τόση ώρα.
«Μην είσαι τόσο σίγουρος.» μου είπε σιγά και προχώρησε προς την πόρτα. «Καληνύχτα Ντέιμιεν.» είπε και εξαφανίστηκε. Έμεινα να κοιτώ την κλειστή πόρτα για λίγο. Αυτά που είχε πει δεν μου άρεσαν για κάποιο λόγο. Και τι εννοούσε με αυτά που έλεγε για τον πατέρα μου? Ήξερα για την ιστορία με τους γονείς και τα αδέρφια του. Στην μάνα μου αναφερόταν σπάνια για να μην πω καθόλου. Και τα δυο του είχαν δημιουργήσει βαθιές πληγές και ήξερα ότι είχε προτιμήσει να μένει αποστασιοποιημένος από οτιδήποτε πλέον μπορούσε να τον πονέσει. Εγώ όμως μπορούσα να τον πληγώσω? Πως? Πάντα τσακωνόμασταν και ποτέ δεν έδειχνε να πληγώνεται από αυτά που του έλεγα. Ακόμα και όταν μιλούσα για την μάνα μου και την αδερφή του. Μπήκα στο μπάνιο μου και έβγαλα τα ρούχα μου έχοντας αποφασίσει να αφήσω το ζεστό νερό να με βοηθήσει να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Αλλά ακόμα και μετά από όλα αυτά το μυαλό μου ακόμα ταξίδευε στην μυστηριώδη κοπέλα του δάσους. Είχα νιώσει τόσο όμορφα μαζί της και τόσο οικεία. Δεν είχα ξανανιώσει έτσι και ήταν παράξενο. Ήταν τόσο όμορφη και το δέρμα της τόσο απαλό και δεν είχα σκεφτεί καθόλου όταν την είχα ξαπλώσει στο γρασίδι. Κούνησα το κεφάλι μου και γέλασα μόνος μου. Τι μου είχε κάνει αυτή η κοπέλα? Ακούμπησα το κεφάλι μου στο κρύο πλακάκι της ντουζιέρας και έκλεισα τα μάτια μου. Ήλπιζα αύριο το πρωί να το είχα ξεχάσει και ο ύπνος ίσως βοηθούσε να απαλλαγώ γρηγορότερα από την σκέψη της. Αλλά ακόμα και όταν ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, τόσα χιλιόμετρα μακριά από την λίμνη, μπορούσα να μυρίσω ακόμα το άρωμά της στον αέρα…


Nadia