Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 49) "Our sad goodbye"

Lilith’s POV

Ανασηκώθηκα με κόπο. Το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει, ζαλιζόμουν σαν τρελή αλλά παρόλα αυτά προσπαθούσα πεισματικά να ανοίξω τα μάτια μου. Βλεφάρισα αρκετές φορές πριν να επιστρέψει η όραση μου και συνηθίσω το φως που έμπαινε από τις τραβηγμένες κουρτίνες και επιτέλους να καταφέρω να δω ξανά. Κουνήθηκα άτσαλα και το σώμα μου διαμαρτυρόταν σθεναρά. Ήμουν αναίσθητη αρκετές μέρες, για αυτό ήμουν σίγουρη. Θυμόμουν τον βράχο να πέφτει καταπάνω μου και τον θόρυβο που έκανε η σπονδυλική μου ενώ έσπαγε οπότε λογικό να είμαι εκτός για αρκετές μέρες. Θυμόμουν επίσης και κάποιες στιγμές που άνοιγα τα μάτια μου και όλο και κάποιος θα ήταν στο πλάι μου να προσπαθεί να με καλέσει φωνάζοντας το όνομα μου αλλά βυθιζόμουν πάλι σε κώμα ξανά και ξανά.. Τώρα ήμουν μόνη στο δωμάτιο μου άρα δεν υπήρχε και κανένας να με βοηθήσει να σταθώ στα πόδια μου. Δεν σκόπευα να φωνάξω κανέναν να με βοηθήσει γιατί στην τελική, ότι και αν είχα πάθει ήταν δική μου απόφαση.
Το δέρμα στα χέρια μου αναπλάθονταν αργά, υπήρχαν διχρωμίες εκεί που το νέο δέρμα συναντούσε το παλιό και είχα μελανιές παντού. Σίγουρα θα είχα και κανένα εναπομείναντα σπασμένο κόκκαλο. Μπορεί και παραπάνω. Αλλά για να είμαι ξύπνια σήμαινε ότι η διαδικασία ίασης μου είχε επικεντρωθεί στα βαρύτερα τραύματα μου. Όντας βρικόλακας η διαδικασία ίασης ήταν γρηγορότερη αλλά λόγω της ανθρώπινης φύσης όχι αρκετά γρήγορα για αυτό και δεν είχα γιατρευτεί πλήρως μέχρι τώρα. Παρόλα αυτά την ένιωθα να λειτουργεί ακόμα. Πάτησα στο σκληρό ξύλινο πάτωμα και προσπάθησα να στηριχτώ στα πόδια μου. Σωριάστηκα αρκετές φορές φαρδιά-πλατιά χτυπώντας τα ήδη χτυπημένα άκρα μου αλλά στο τέλος τα κατάφερα να σταθώ όρθια. Στηρίχτηκα στο κρεβάτι μου ανασαίνοντας κουρασμένα και κατάφερα να κάνω μερικά βαριά βήματα προς την πόρτα. Πήρα μια βαθιά, πονεμένη ανάσα και ίσιωσα την πλάτη μου. Άσχετα με το πόσο πόναγα και με το αίσθημα μουδιάσματος που κυριαρχούσε στο περισσότερο κορμί μου τώρα έπρεπε να τον δω. Να βεβαιωθώ ότι ήταν καλά και ήταν εδώ. Επίσης έπρεπε να ενημερωθώ. Βγήκα από το δωμάτιο και κατέβηκα στην κουζίνα αδιαφορώντας για το πώς έδειχνα εκείνη την στιγμή αλλά επειδή ήξερα ότι κατά ένα μεγάλο βαθμό ήμουν χάλια απέφυγα κάθε επαφή με καθρέφτες. Ήμουν σε διχασμό.
 Θυμόμουν κάποιον να μου λέει σε κάποιο σημείο που είχα τις αισθήσεις μου ότι οι νεότεροι σε ηλικία λύκοι είχαν παραδοθεί και έτσι είχαν σωθεί αρκετές ζωές. Ότι δεν δείξαμε έλεος ακόμα και όταν τα σώματα τους άλλαξαν πάλι, είδαμε τις ζημιές που προκαλέσαμε. Θυμάμαι ενώ με ανασύρανε από τα συντρίμμια το θέαμα. Πολλά παιδιά ανάμεσα στους νεκρούς. Δεν υπήρχε πλέον ίχνος λευκού χιονιού, είχε βαφτεί όλο με το αίμα των θυμάτων μας. Προσευχήθηκα τότε αθόρυβα στην Θεά να φέρει βροχή. Να ξεπλύνει το νερό το αίμα και έτσι να ξεπλυθεί και η αμαρτία μας. Ένιωσα τις σταγόνες στο δέρμα μου και ήξερα ότι η Θεά μου είχε κάνει το χατίρι.
 Η χαρά μου όταν τον αντίκρισα ζωντανό ήταν απερίγραπτη. Όπως και ο θυμός μου όταν είδα την κατάσταση στην οποία βρισκόταν, αλλά ευτυχώς όλα ήταν παρελθόν τώρα. Τώρα όλα ήταν όμορφα και χαρούμενα όπως έπρεπε να είναι. Χαμογέλασα μόνη μου καθώς σκεφτόμουν το όμορφο πρόσωπο του και το πόση ευχαρίστηση του έδωσα όταν εμφανίστηκα να τον πάρω από εκείνο το βρωμερό κελί. Μπήκα στην κουζίνα κουτσαίνοντας αλλά με την ευτυχία να με κατακλύζει για να αντικρίσω τα σκυθρωπά πρόσωπα των παρευρισκομένων. Συνοφρυώθηκα καχύποπτα κοιτώντας τους. Τι συνέβαινε? Θα έπρεπε να έχουμε γιορτή, μπαλόνια, φαγητά και ποτά, όχι κατήφεια και στεναχώρια. Υπέθεσα ότι θα έφταιγε ο απολογισμός.
«Πόσοι και ποιοι?» ρώτησα ενώ προσπάθησα να καθίσω στην καρέκλα μπροστά μου και ο πατέρας μου έσπευσε να με βοηθήσει.
«Ξύπνησες κορίτσι μου?» με ρώτησε η θεία Κάρολαιν ενώ σκούπιζε φευγαλέα τα μάτια της και ήρθε πλάι μου. Κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ.
«Δεκαπέντε νεκροί Λίλιθ. Η Ίρινα, ο Τζόναθαν και η Σάρα ανάμεσα τους.» με ενημέρωσε ο Κλάους, έσκυψα το κεφάλι και θρήνησα βουβά. Προσευχήθηκα η Θεά να τους πάρει κοντά της και να τους προσέχει. «Μείναμε εκεί, να βλέπουμε το αίμα να παρασύρεται σε ορμητικά ποτάμια και να εξαπλώνεται στο δάσος. Αφήσαμε τους λύκους, ο Κλάους έδωσε και μερικά από τα υβρίδια του κιόλας, να συλλέξουν τους νεκρούς τους και να τους κηδέψουν και εμείς αποχωρήσαμε αθόρυβα. Ήταν πολύ για μας αυτό το κύμα πένθους που είχαμε προκαλέσει, αν και κανείς από τους επιζήσαντες δεν μας έριξε το φταίξιμο αντίθετα υποστήριξαν ότι στην θέση μας θα έκαναν το ίδιο.» Ο πατέρας μου έσπευσε να μου δώσει ένα σωρό άχρηστες πληροφορίες. Κάτι μου βρωμούσε εδώ και δεν μου άρεσε. Η θεία Κάρολαιν δεν σταματούσε να κλαίει και εκείνη δεν θρηνούσε για τους νεκρούς μας.
«Θεία τι συμβαίνει? Τι μου κρύβετε?» ρώτησα κοιτώντας τους. Η Μπόνι, η μαμά και ο μπαμπάς, ο Κλάους, η Καρ και ο θείος Στέφαν ήταν εκεί. «Που είναι ο Ντέιμιεν?» ρώτησα για να λάβω ένα διστακτικό χαμόγελο.
«Γλυκιά μου άκου...» συνέχισε η Καρ αλλά την διέκοψα.
«Που είναι ο Ντέιμιεν ρώτησα!» φώναξα ενώ ένιωθα την πίεση μου να ανεβαίνει και χτύπησα το χέρι μου στο τραπέζι. Το σώμα μου αντέδρασε και διπλώθηκα στα δυο από τον πόνο. Άκουσα έναν θόρυβο από πάνω και έμεινα να κοιτάω το ταβάνι ενώ η θεία μου με σήκωνε αργά.
«Αγάπη μου ο Ντέιμιεν δεν είναι καλά.» Ένιωθα τον κόσμο να διαλύεται γύρω μου όμως προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Το ήξερα. Ήξερα ότι δεν γινόταν να υπάρξω ευτυχισμένη για πάνω από δέκα λεπτά.
«Τι εννοείς θείε?» Δεν ήθελα να ακούσω αλλά δεν είχα και επιλογή. Έπρεπε να ξέρω.
«Η δαγκωνιά του Τάιλερ... Δεν μπορεί να γιατρευτεί για κάποιο λόγο. Δηλητηριάζει τον οργανισμό του.» μου απάντησε ο θείος μου και κατάπια με κόπο.
«Πεθαίνει?» πρόφερα χαμηλόφωνα νιώθοντας πανικό να με καταβάλλει. Δεν ήταν δυνατόν! Είχαμε καταφέρει να τον σώσουμε από εκείνο το μπουντρούμι και όμως αυτός ο καταραμένος είχε καταφέρει να του κάνει την ζημιά!
«Ναι.» απάντησε ο Κλάους βραχνά.
«Μα είναι υβρίδιο, όχι βρικόλακας. Δεν έπρεπε να τον επηρεάζει.» προσπάθησα να καταλάβω αλλά δεν έβγαζε νόημα. Έκλαιγα ενώ πάλευα να μιλήσω. Ένιωθα την κρίση πανικού να μου χτυπάει την πόρτα και ήταν όλοι έτοιμοι να επέμβουν σε περίπτωση ανάγκης.
«Πιστεύουμε επειδή γεννήθηκε μισός-μισός λειτουργεί αλλιώς σε εκείνον. Έχει αυτή την αδυναμία των βρικολάκων από ότι φαίνεται.» Σηκώθηκα και άρχισα να βηματίζω νευρικά αγνοώντας τον πόνο.
«Δεν γίνεται! Θα υπάρχει κάποιος τρόπος. Ο πατέρας μου είχε γιατρευτεί στο παρελθόν με το αίμα σου.» Γύρισα στον Κλάους παρακαλώντας νοητά για ένα θετικό σημάδι. Έκλεισε τα μάτια του και αναστέναξε.
«Υπάρχει.» μου απάντησε για να δεχτεί τα απειλητικά βλέμματα των γονιών μου αλλά τα είδα.
«Τι τρέχει εδώ?» ρώτησα με θυμό.
«Λίλιθ, η Μπόνι βρήκε έναν τρόπο να σώσουμε τον Ντέιμιεν.» είπε η θεία Καρ ψιθυριστά.
«Ωραία. Ας το κάνουμε!» είπα αποφασισμένη έτοιμη να φτάσω και στην άκρη της γης για το καλό του. Είδα όμως τον δισταγμό τους και μαζεύτηκα ελαφρά. «Τι?»
«Δεν είναι τόσο εύκολο Λίλιθ.» Η θεία Μπόνι τώρα είχε πάρει τον λόγο.
«Γιατί όχι? Δεν υπάρχει κάτι που να μην μπορώ να κάνω.»
«Το ξέρω γλυκιά μου. Αυτό φοβόμαστε.» Διέκοψε η μαμά μου.
«Ορίστε?» Δεν καταλάβαινα λέξη από ότι έλεγαν και την κοίταξα καχύποπτα. Θα έκανα τα πάντα θέλανε δεν θέλανε.
«Λίλιθ, ο μόνος τρόπος να σωθεί ο Ντέιμιεν είναι να αφαιμάξει το αίμα της αδερφής ψυχής του.» Αυτό χρειαζόταν λίγη σκέψη. Για να ζήσει ο Ντέιμιεν έπρεπε να πεθάνει μια κοπέλα. Η ανθρώπινη ζωή είχε μεγάλη σημασία για μένα και με είχαν διδάξει να την έχω ως προτεραιότητα πάνω από όλα αλλά ο Ντέιμιεν είχε ακόμα μεγαλύτερη σημασία για μένα. Δεν είχα όμως επιλογή. Δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς εκείνον. Ήταν μια δύσκολη αλλά συνάμα και εύκολη απόφαση.
«Εντάξει. Πάμε να την βρούμε και να την φέρουμε εδώ.» Με κοιτάξανε με γουρλωμένα μάτια χωρίς να πιστεύουν την ευκολία με την οποία ήμουν διατεθειμένη να αφαιρέσω μια ανθρώπινη ζωή για τον Ντέιμιεν.
«Την βρήκαμε γλυκιά μου. Χρησιμοποιήσαμε το αίμα του Ντέιμιεν για να την εντοπίσουμε στον χάρτη.» απάντησε η θεία Μπόνι χαμογελαστά.
«Φέρτε την τότε, τι περιμένουμε? Είναι πολύ μακριά?»
«Αγάπη μου...» Η μαμά μου προχώρησε προς το μέρος μου με τα χέρια της ανοιχτά.
«Εσύ είσαι Λίλιθ. Ο Ντέιμιεν πρέπει να αφαιμάξει εσένα.» Η βροντερή φωνή του Κλάους με έπιασε απροετοίμαστη, το ίδιο και τα λόγια του. Δεν ήξερα τι ακριβώς έπρεπε να νιώσω τώρα. Ευτυχισμένη που ήμουν η αδερφή ψυχή του Ντέιμιεν ή τρομοκρατημένη γιατί έπρεπε να χάσω την ζωή μου για εκείνον? Κοίταξα τους παρευρισκομένους μια φορά και κάρφωσα το βλέμμα μου στον πατέρα μου. Τρόμος χαράχτηκε στο πρόσωπο του και ούρλιαξε το όνομα μου την στιγμή που έφευγα σφαίρα για το δωμάτιο του Ντέιμιεν...

Damiens POV

Είχα νιώσει έναν δυνατό πόνο στην καρδιά μου και είχα πέσει στο πάτωμα. Είχα σηκωθεί παρόλα αυτά και τώρα προσπαθούσα να βολέψω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι χωρίς να ακουμπήσει κάποιο τμήμα του μολυσμένου δέρματος μου γιατί τότε ο πόνος γινόταν αφόρητος. Προσπάθησα να πιάσω το ποτήρι με το αίμα που μου είχαν φέρει αλλά οι δυνάμεις μου εξασθενούσαν ώρα με την ώρα. Τέσσερις μέρες τώρα από την στιγμή που με είχε δαγκώσει ο Τάιλερ και ένιωθα να σβήνω όλο και περισσότερο. Οι πόνοι μου δεν κόπαζαν και δεν ήταν μόνο οι δικοί μου. Ένιωθα και εκείνους της Λίλιθ. Άκουγα τα ουρλιαχτά της ενώ προσπαθούσαν με μάγια και βοτάνια να επιταχύνουν την διαδικασία ίασης της ενώ την ίδια στιγμή προσπαθούσαν να φέρουν τα κόκκαλα της στην αρχική τους θέση. Με έσκιζε στα δυο περισσότερο ο δικός της πόνος. Ο καταραμένος είχε καταφέρει να με τελειώσει τελικά καλύτερα από ότι σχεδίαζε. Τουλάχιστον θα πέθαινα με τους δικούς μου όρους. Η πόρτα μου άνοιξε βίαια για να κλείσει ξανά στο δευτερόλεπτο. Αυτό που πρόλαβα να δω είναι τα μάτια της Λίλιθ να γίνονται λευκά και μια ασημόσκονη να σκεπάζει την πόρτα μου ενώ οι δικοί μας την χτυπούσαν μανιασμένα από την άλλη πλευρά και φώναζαν το όνομα της. Με κοίταξε αποφασιστικά, ευθεία στα μάτια και ήξερα στην στιγμή ότι ήξερε.
«Ένα πράγμα τους ζήτησα να κάνουν οι άχρηστοι, ούτε αυτό!» φώναξα ενώ σηκώθηκα και βημάτιζα νευρικά με τα χέρια μπλεγμένα στα μαλλιά μου. Όταν καταλάβαμε την μόλυνση και είδαμε ότι το αίμα του πατέρα μου δεν βοηθάει, επισκεφτήκαμε την Μπόνι με την ελπίδα ότι θα κατάφερνε με τα μαγικά της να βρει έναν τρόπο να ζήσω. Κάνοντας λοιπόν τα δικά της μας ανακοίνωσε λίγο αργότερα ότι θα έπρεπε να σκοτώσω την υποτιθέμενη αδερφή ψυχή μου. Δεν θα ήταν και δύσκολο, οπότε είπα εντάξει, σκεφτόμενος ότι δεν θα ήταν η πρώτη φορά που θα σκότωνα κάποιον. Όταν όμως έκανε ένα ξόρκι εντοπισμού με το αίμα μου και βρήκε ότι η Λίλιθ ήταν εκείνη που έπρεπε να της αφαιρέσω την ζωή είχα ουρλιάξει όχι. Δεν είχα επιλογή από το να αρνηθώ και να τους ικετέψω να σεβαστούν την τελευταία μου επιθυμία και να μην της που τίποτα. Αλλά σιγά μην το έκαναν οι άχρηστοι!
«Ντέιμιεν...» προσπάθησε να με πλησιάσει αλλά απομακρύνθηκα από κοντά της.
«Δεν έχει ‘Ντέιμιεν’ Λιλ! Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να σε αφαιμάξω.» Εκείνη βέβαια είχε άλλη γνώμη και δεν ήταν διατεθειμένη να παραδώσει τα όπλα έτσι εύκολα.
«Μπορεί, αν πιείς αρκετό, να κάνει την δουλειά.» είπε τρυφερά και σταύρωσε τα χέρια της μπροστά της.
«Δεν νομίζω μικρή. Αν ήταν έτσι η Μπόνι θα το είχε βρει.» Το αίμα της με καλούσε. Ο αέρας είχε γεμίσει με το άρωμα της και οι παλμοί στις φλέβες της χτυπούσαν σαν τύμπανα στα αυτιά μου. Δεν είχα ξανανιώσει σε τέτοια ένταση την επιθυμία για το αίμα της και με τρόμαζε. Οι αισθήσεις μου είχαν οξυνθεί σε ότι αφορούσε τις κινήσεις της, το άρωμα της, την παρουσία της. Υπέβαλα τον εαυτό μου σε τρελό μαρτύριο γιατί εκτός από την επιθυμία για το αίμα της, είχα και τον πόθο που μου ξυπνούσε. Ήμουν καταδικασμένος και χαμένος από χέρι.
«Ας το δοκιμάσουμε. Δεν έχουμε να χάσουμε κάτι.» Ήταν τόσο γλυκιά και αθώα και δεν είχε προφανώς καμία ιδέα για το τι ήταν έτοιμη να κάνει.
«Έχουμε! Την ζωή σου!» της φώναξα αλλά δεν αντέδρασε καθόλου, συνέχισε να με κοιτάζει έντονα. «Λίλιθ, ρίσκαρες την ζωή σου ήδη αρκετές φορές για μένα με αποκορύφωμα την εκστρατεία σου να με σώσεις από τον Τάιλερ. Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω να το κάνεις ξανά.»  Το μόνο που ήθελα τώρα ήταν να περάσω τις τελευταίες μου στιγμές μαζί της αλλά δεν φαινόταν να παρατούσε τα όπλα τόσο απλά.
«Σε έσωσα μια φορά. Θα το ξανακάνω.» είπε απλά και έτρεξε προς το μέρος μου. Την απέφυγα ξανά αλλά δεν ήθελε να με πλησιάσει. Έπιασε το ποτήρι με το αίμα από το κομοδίνο μου και το έσπασε στην άκρη του. «Όχι!» είπα με στόμφο αλλά εκείνη δεν με άκουσε. Πήρε το σπασμένο κομμάτι γυαλιού και χάραξε βαθιά την παλάμη της.
«Μπορεί να μην θες να το κάνεις. Το σέβομαι. Αλλά μπορώ πάντα να σε αναγκάσω.» Χαμογέλασε σαρδόνια και ξεροκατάπια, με τρόμαζε αυτή της η συμπεριφορά. Ήταν σαν να απολάμβανε τον πόνο στον οποίο επέβαλλε τον εαυτό της και φαινόταν χαρούμενη που ήταν έτοιμη να τελειώσει την ζωή της για μένα. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά μανιασμένα και σταμάτησα να αναπνέω. Το αίμα έτρεχε αργά από την πληγή της και γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη για να μην βλέπω. «Θέλω να σου δώσω την ζωή μου. Μην αρνείσαι το δώρο μου. Δεν είναι ευγενικό.» Ήταν αποφασισμένη για αυτό αλλά εγώ θα της χαλούσα τα σχέδια. Δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσω να το κάνει αυτό για μένα όσο και να με κολάκευε που ήταν έτοιμη να θυσιάσει την ζωή της για μένα. Αν αυτός ήταν για εκείνη ένας τρόπος για να δείξει την αγάπη της για μένα, με το να αρνηθώ ήλπιζα ότι θα καταλάβαινε ότι την αγαπούσα και εγώ.
«Λίλιθ, δεν θα σε σκοτώσω.» Ένιωθα ήδη όμως να χάνω τον έλεγχο. Μπορεί να μην κοίταγα το αίμα ή να είχα σταματήσει να αναπνέω αλλά ήξερα ότι δεν σταματούσε. Με πλησίασε χωρίς να το πάρω είδηση και έπιασε το πρόσωπο μου στα χέρια της. Άφησε το ματωμένο αποτύπωμα της στο μάγουλο μου και ένιωσα τις φλέβες να πετάγονται στα μάτια μου και σάλιο να μαζεύεται στο στόμα μου. Προσπαθούσα να μην θυμάμαι πόσο ονειρική ήταν  η γεύση της αλλά ασυναίσθητα έγλυψα τα χείλη μου και ανοίγοντας τα μάτια μου την είδα να χαμογελάει.
«Πιες. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς εσένα σε αυτόν τον κόσμο έτσι και αλλιώς.» είπε χαμηλόφωνα. Οι αντιστάσεις μου έπεφταν και δεν είχε μείνει πολύ από τον αυτοέλεγχο μου.
«Δεν θέλω να σε βλάψω.» Η φωνή μου βάθυνε και την κοίταξα στα μάτια.
«Θέλω να είσαι καλά.» Μου χάιδεψε απαλά το μάγουλο κοιτώντας με.
«Θα είμαι. Θα είμαι μαζί σου μέχρι τις τελευταίες στιγμές μου.» Δάγκωσε το χείλος της . Θεέ μου, μου είχε λείψει περισσότερο από όσο πίστευα. Μου είχαν λείψει τα πάντα πάνω της. Ο τρόπος που δάγκωνε τα χείλη της όταν ντρεπόταν, ο τρόπος που κοκκίνιζε, που υπερασπιζόταν με πάθος τα θέλω και τα πιστεύω της. Αλλά πάνω από όλα, ο τρόπος που με κοιτούσε. Με τόση αγάπη, αφοσίωση και πάθος. Αναστέναξε και άφησε ένα δάκρυ να κυλήσει στο μάγουλο της και με φίλησε απαλά στα χείλη. Δεν είπε τίποτα άλλο. Έγδαρε τα πλάγια του λαιμού της με το γυαλί τώρα και όλα είχαν τελειώσει. Το κτήνος βγήκε από μέσα μου γρηγορότερα από όσο περίμενα. Την άρπαξα απότομα και βύθισα τα δόντια μου στην πληγή της. Ρούφηξα βαθιά νιώθοντας την δύναμη να επιστρέφει στο σώμα μου και χάθηκα στην αίσθηση της παραμυθένιας γεύσης της. Άκουσα έναν αναστεναγμό ανακούφισης να βγαίνει από τα χείλη της και ένιωσα το χαμόγελο της να πλαταίνει. Το άρωμα της εισέβαλλε βίαια τώρα στα ρουθούνια μου και μούγκρισα ευχαριστημένος. Όλα χάθηκαν τώρα, φωνές, αισθήσεις, τα πάντα. Ένιωσα ένα χέρι να χαϊδεύει τα μαλλιά μου αλλά το αγνόησα. Συνέχισα να ρουφάω δυνατά και ένα σύννεφο ευχαρίστησης κάλυψε τα πάντα. Έπεσα στα γόνατα, κρατώντας σφιχτά τον λαιμό της χωρίς να σταματάω να πίνω από εκείνη. Δεν μπορούσα να σταματήσω, είχα χάσει κάθε έλεγχο αλλά την ίδια στιγμή ένιωθα σαν να ήμουν στον Παράδεισο οπότε δεν με ένοιαζε. Το σώμα της άρχισε να βαραίνει στα χέρια μου και ο λαιμός της να γλιστράει από το στόμα μου. Βύθισα και άλλο τα δόντια μου στην σάρκα της και το χέρι που με χάιδευε έπεσε στο πλάι. Μου ψιθύριζε διάφορα αλλά δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ στο να την ακούσω. Οι φωνές απέξω άρχισαν να γίνονται πιο έντονες ενώ πάλευαν να εισέρθουν.

«Σ’ αγαπάω.» ήταν το τελευταίο πράγμα που πρόλαβα να διακρίνω να βγαίνει από τα χείλη της πριν αφαιρέσω και την τελευταία σταγόνα από μέσα της...

 Nadia