Παιχνίδι Εμπιστοσύνης (Κεφάλαιο 9)


Η Ζωή με τον Μάρτιν φτάνουν σ’ ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι στη μέση του δάσους. Μπαίνουν και κλειδώνονται μέσα. Η Ζωή κοιτάει τριγύρω τον χώρο, ο οποίος είναι γεμάτος με παλιά αντικείμενα, βρώμικα έπιπλα, αράχνες και μπόλικη σκόνη.

Ο Μάρτιν κοιτάει απ’ το παράθυρο αν έρχεται κανείς.
«Ευχαριστώ πολύ που μ’ έσωσες, Μάρτιν. Αν δεν ήσουν εσύ…» λέει η Ζωή αλλά τη διακόπτει, «Κάποιος πρέπει να σώσει την πριγκίπισσα» της λέει και της χαμογελάει. Η Ζωή παίρνει κάτι εφημερίδες παλιές και τις βάζει στον σκονισμένο πράσινο καναπέ για να κάτσει. Ο Μάρτιν γελάει κοιτάζοντάς την.
«Τι; Τι γελάς;» ρωτάει η Ζωή και κοιτάει να δει αν έχει κάτι στο πρόσωπό της. «Τίποτα, παρατηρώ που έβαλες τις εφημερίδες για να μη λερώσεις το φόρεμα, ενώ είναι ήδη βουτηγμένο μέσα στις λάσπες» λέει.
«Εκείνο ήταν ατύχημα, Μάρτιν. Δε κλωτσάμε κι άλλο αυτόν που σκοντάφτει» του λέει και μετά από λίγο γελάει κι η ίδια μ’ αυτό που είπε. «Το ξέρω, ακούστηκε χαζό, αλλά είμαι ακόμα συγχυσμένη» αναστενάζει και τότε αυτός κάθεται πιο δίπλα της και μπλέκει τα δάκτυλά του νευρικά.
«Ο Ρικ φαίνεται να με μισεί πάρα πολύ κάθε φορά που με βλέπει» μουρμουρίζει ο Μάρτιν κι αυτή του χαμογελάει. «Απλά όλα αλλάξανε τόσο γρήγορα στη ζωή του, Μάρτιν, και χρειάζεται να κατηγορήσει κάποιον. Κι εσύ ξέρεις τη Μέριλιν πιο πολύ καιρό από εκείνον, ε και ζηλεύει που είσαι και ωραίος…» λέει η Ζωή και σταματάει αμέσως. Αυτός χαμογελάει και την κοιτάει.
«Α ναι; Πιστεύεις είμαι ωραίος;» τη ρωτάει. «Είσαι εμφανίσιμος ρε παιδί μου πώς το λένε; Έχεις κάτι μυστήριο» του λέει. «Ναι, ρε παιδί μου, έτσι το λένε» την κοροϊδεύει και τον χτυπάει στον ώμο γελώντας.
Ξαφνικά ακούγεται ένα παράθυρο να σπάει απ’ το δίπλα δωμάτιο. Αμέσως, σηκώνονται και ανοίγουν την πόρτα για να φύγουν και βλέπουν το Φάντασμα μπροστά τους με το μαχαίρι στο χέρι. Τρέχουν τότε στο δίπλα δωμάτιο όπου βλέπουν ένα ακόμα Φάντασμα που μπήκε μόλις απ’ το παράθυρο. «Κι άλλο;» φωνάζει η Ζωή κλαίγοντας.
«Τι θέλετε; Αφήστε την ήσυχη!» φωνάζει ο Μάρτιν. Τότε η Ζωή παίρνει κάτι βιβλία με σκόνη πάνω τους και τα πετάει στο ένα Φάντασμα και μπαίνει σκόνη μέσα απ’ τη μάσκα κι αρχίζει να βήχει βαριά. Το άλλο επιτίθεται θυμωμένο και αρχίζει να παλεύει με τον Μάρτιν. Πέφτουν στο πάτωμα, και προσπαθεί να του μπλοκάρει το μαχαίρι. Το άλλο πάει να επιτεθεί στη Ζωή, η οποία καταφέρνει και τρέχει έξω.
Με όλη της την δύναμη και όση αντοχή της απέμεινε, διασχίζει όλο το δάσος, αφού σχίζει τις άκρες του φορέματος, και πέφτει πάνω της ένα ψόφιο ποντίκι και αυτή ουρλιάζει από αηδία και πέφτει στο γρασίδι προσπαθώντας να ξεμπλέξει το πτώμα από τα μαλλιά της. Εκεί νιώθει κάτι να σκαρφαλώνει στο χέρι της, γυρνάει και βλέπει έναν μεγάλο μαύρο σκορπιό να περπατάει με την ουρά να δείχνει στο πρόσωπό της. Αυτή σηκώνεται, έντρομη, και πετάει τον σκορπιό μακριά και προτού αρχίσει να τρέχει το Φάντασμα την φτάνει και πέφτει πάνω της προσπαθώντας να την πνίξει.
Αυτή μάχεται να αναπνεύσει και προσπαθεί να ελευθερωθεί, και λίγο πριν πεθάνει από ασφυξία, απλώνει το χέρι της στο χώμα, αρπάζει τον σκορπιό και με νευρικές κινήσεις τον πετάει στην μάσκα και ο σκορπιός μπαίνει στη σχισμή της μάσκας και το Φάντασμα τινάζεται μακριά και ουρλιάζει.
Η Ζωή βλέπει το άλλο Φάντασμα να τρέχει από απόσταση κι έτσι αυτή τρέχει μακριά και φτάνει πάλι πίσω στην πλατεία. Αρχίζει να κοιτάει τριγύρω για τον Ρικ. «Ρικ! Ρικ!» φωνάζει απελπισμένη και τότε παραλίγο να την πατήσει ένα αμάξι αλλά σταματάει εγκαίρως. Στη θέση του οδηγού είναι ο πατέρας της, ο οποίος την κοιτάει κατάπληκτος.
«Μπαμπά!!!» ουρλιάζει γεμάτη ανακούφιση και μπαίνει στο αυτοκίνητο και τον αγκαλιάζει. «Πρέπει να βρούμε τον Ρικ! Κάνε Πρέπει να τον βρούμε!» φωνάζει η Ζωή και προτού ξεκινήσουν το Φάντασμα πέφτει πάνω στο παράθυρο του μπαμπά της και το σπάει με το μαχαίρι. Ο Μπράντλεϋ σοκαρισμένος ξεκινάει το αμάξι με τη Ζωή να ουρλιάζει δίπλα του. Οδηγούν ανάμεσα στα κτίρια τα παλιά και προσπαθώντας να μην πατήσουν τους διάφορους μεθυσμένους μασκαρεμένους και στα στενάκια χωρίς να βρουν τον Ρικ. Η Ζωή φωνάζει το όνομα του Ρικ απ’ το παράθυρο αλλά τίποτα.
Το πρωί, τα μάτια του Ρικ ανοίγουν και βρίσκεται σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο χωρίς παράθυρα. Πιάνει το κεφάλι του που πονάει πολύ και προσπαθεί να καταλάβει πού είναι. Κοιτάει στις τσέπες του και ευτυχώς βρίσκει το κινητό του και πέφτει στο πάτωμα και αρχίζει να σέρνεται, καθώς ζαλίζεται πολύ για να σηκωθεί.
Καθώς προχωράει με το φως του κινητού μπροστά η ανάσα του κόβεται και ξεροκαταπίνει όταν διακρίνει στάμπες από αίμα. Φέγγει πάλι στο ίδιο σημείο και αποκαλύπτει μια λίμνη αίματος πιο δίπλα στην οποία μέσα είναι βουτηγμένο το δακτυλίδι αρραβώνων που είχε περάσει στη Μέριλιν. Το παίρνει στα τρεμάμενα χέρια του, το τινάζει λίγο και το φέρνει κοντά για να επιβεβαιώσει ότι είναι αυτό. «Μέριλιν…Μέριλιν!» φωνάζει τρομοκρατημένος.
Τότε ανοίγει η πόρτα και ανάβει το φως η Λίλι, στη στολή της δουλειάς. «Ρικ;; Τι δουλειά έχεις εδώ; Τι συνέβη;;» φωνάζει, πανικόβλητη, βλέποντας το αίμα. «Δε ξέρω, Λίλι, πραγματικά! Πού βρίσκομαι;» ρωτάει ο Ρικ, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Είσαι στην κλινική, Ρικ! Δε θυμάσαι πώς ήρθες εδώ; Και τι ‘ναι αυτό το αίμα;;» ξαναφωνάζει κι αυτός κρατάει πάλι το κεφάλι του που κοπανάει σα τύμπανο.
«Σε παρακαλώ, Λίλι, μη φωνάζεις, το κεφάλι μου! Το τελευταίο που θυμάμαι είναι που μπήκα σ’ ένα δωμάτιο με καθρέφτες στο Τσίρκο και…» λέει, τρίβοντας το καρούμπαλο. Η Λίλι τον κοιτάει μπερδεμένη και ακόμα σαστισμένη. «Ρικ, παίρνεις ναρκωτικά; Τι λες;» τον ρωτάει κι αυτός καταφέρνει και σηκώνεται και αρχίζει να απομακρύνεται γρήγορα.
«Πρέπει να φύγω. Πρέπει να μιλήσω με τη θεία μου» λέει στη Λίλι κι αυτή τον ενημερώνει ότι τυχαίνει να είναι στο δωμάτιο της Λαρίσα. Μπαίνει στο δωμάτιο της μητέρας του και βλέπει τη Μέρεντιθ να κάθεται δίπλα στη Λαρίσα. Καμία απ’ τις δυο δε χαμογελούν και τον χαιρετούν, γεμάτες ενοχή και λύπη. Αυτός δε μιλάει, κλείνει την πόρτα πίσω του καλά και κάθεται στο κρεβάτι δίπλα τους, οργισμένος, αλλά κρατώντας τη ψυχραιμία του.
«Έμαθα ότι ήσουν κι εσύ εκεί όταν η μαμά σκότωσε τον πατέρα μου» λέει απότομα ο Ρικ και τον κοιτάνε, έντρομες. «Θέλω την αλήθεια και τη θέλω τώρα αλλιώς…» ξεροκαταπίνει προσπαθώντας να κρατήσει τη ψυχραιμία του. «Όχι απλά δε τη σταμάτησες, αλλά της είπες ότι έπρεπε να το κάνει, και τώρα σκέφτομαι εγώ. Μήπως εσύ την επηρέασες να τον σκοτώσει, θεία Μέρεντιθ, μήπως εσύ πέρασες το δηλητήριο της γλώσσας σου στο αυτί της ευάλωτης μητέρας μου, επειδή δε συμπαθούσες τον πατέρα μου; θέλω να μου πεις τώρα…» της λέει κι αυτές δε μιλούν.
«Ρικ, δε ξέρεις τι συνέβη…» του λέει η μητέρα του και πάει να τον αγκαλιάσει αλλά αυτός τη διώχνει και σηκώνεται οργισμένος. «Όχι, όχι, δε θέλω να μ’ αγγίζεις. Αν δε μου πείτε τώρα γιατί το κάνατε αυτό, δε ξέρω κι εγώ τι θα κάνω, δε με νοιάζει αν είστε αίμα μου!» τους φωνάζει, κι η Μέρεντιθ σηκώνεται και παίρνει το κινητό της Λαρίσα, και του το δίνει παρά τις αντιρρήσεις της Λαρίσα.
«Αυτό ίσως εξηγήσει κάτι» του λέει η Μέρεντιθ κι αυτός κοιτάει την ίδια εικόνα της Μέριλιν που ήταν δεμένη στην καρέκλα με το Φάντασμα δίπλα της. Ύστερα διαβάζει και το μήνυμα από κάτω: «Ο γιος σου έχει 24 ώρες να σκοτώσει τη Ζωή Φιτζ για να σώσει την αρραβωνιαστικιά του» και στο επόμενο μήνυμα: «Έχεις τώρα την επιλογή να τον βγάλεις απ’ το δίλημμα αν πας και σκοτώσεις τον Ντον. Μην καλέσεις την αστυνομία. Έχεις 24 ώρες». Το κινητό τού πέφτει και τις κοιτάει, σοκαρισμένος. Η Λαρίσα τον κοιτάει με κλαμένα μάτια ενώ η Μέρεντιθ έχει πάει στο παράθυρο και κοιτάει έξω στο απέναντι κτίριο, απεγνωσμένη, όπου διακρίνει να τους παρακολουθεί από μακριά το Φάντασμα το οποίο εξαφανίζεται στο σκοτάδι μετά από λίγο. 



ΣταύροςkS