Κόκκινη Νύχτα τυου Ραφαήλ-Νικολάου Μπελενιώτη

Ήταν μια σκοτεινή και κρύα νύχτα. Η βροχή πολιορκούσε σαν μανιασμένη τα παράθυρα και τις πόρτες των σπιτιών κάνοντας τα να τρίζουν. Ο αέρας σφύριζε δαιμονικά προσκαλώντας τα κλαδιά των δέντρων να χορέψουν έναν αλλόκοτο μαγικό χορό από κάποιο αρχαίο βιβλίο. Οι αστραπές λικνιζόταν στον ρυθμό ενός αλλόκοσμου ρυθμού ξεχασμένου και απαγορευμένου από αυτούς που ήξεραν. Ήταν η νύχτα μιας άλλης μέρας, μια μέρας που με τον καιρό ξεχάστηκε. Χαιρέτησε τις πρωινές ηλιαχτίδες του ήλιου, προδομένη από τους ανθρώπους παραδόθηκε στα χέρια μιας ξένης νύχτας, τόσο σκοτεινής και διαφορετικής από τις άλλες. Μια νύχτα ζωγραφισμένη στο καμβά ενός ζωγράφου με κόκκινο χρώμα.


Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε.. Είμαι πλέον στα τελευταία της ζωής μου. Δεν είμαι ο γεμάτος πάθος και ζωντάνια νεαρός που υπήρξα κάποτε. Με τα χρόνια όμως απόκτησα μιαν ανάγκη που πηγάζει από την ωριμότητα και την σοφία των χρόνων , να μιλήσω. Οι βασιλικοί και αυλικοί θα ενοχληθούν ιδιαιτέρως από τα λεγόμενα που θα ειπωθούν. Θα προσπαθήσουν ψευδώς και δόλια με κάθε μέσο που διαθέτουν, να με βγάλουν παρανοϊκό, άρρωστο και επικίνδυνο, όπως έκαναν με όσους προσπάθησαν να δείξουν την αλήθεια. Σας διαβεβαιώνω πως μπορεί η σωματική μου ευρωστία να με έχει εγκαταλείψει καιρό τώρα, η μνήμη μου όμως παραμένει γυμνασμένη.
Τα γεγονότα που πρόκειται να σας εξιστορήσω περιέχουν την καθαρή αλήθεια. Συνέβησαν σε εμένα τον ίδιο, και η ανάμνηση που έχω από αυτά είναι τόσο ζωηρή σαν να είχαν λάβει χώρα μόλις χθες. Κατά την διάρκεια αυτών των είκοσι ετών δεν τα έχω διηγηθεί σε κανένα άλλο πρόσωπο. Τώρα ήρθε η ώρα. Τώρα που σε λίγο καιρό θα βρεθώ ενώπιων του Κυρίου την εξιστορώ με απροθυμία που δυσκολεύομαι να υπερβώ. Θα ήθελα μόνο, διαβάζοντας τα παρακάτω, να μην μου επιβάλλετε καμιάν άλλη εκδοχή η συμπέρασμα. Δεν ζητώ καμιάν εξήγηση, δεν αποζητώ διόλου επιχειρήματα. Η άποψη μου, είναι κατασταλαγμένη, και καθώς διαθέτω ως μάρτυρες τις αισθήσεις μου και τον εαυτό μου, προτιμώ να την διατηρήσω.


***
Γαλλία, Παρίσι 1571


Η ανακοίνωση της ομιλίας του βασιλιά ήταν ξαφνική, κάτω από άκρα μυστικότητα και υπό την επίβλεψη της νύχτας. Κανείς δεν ήξερε να πει με σιγουριά τον λόγο συγκέντρωσης τόσων στρατιωτικών μονάδων και για ποιο λόγο θελαν να μας μιλήσουν. Μόνο σκόρπιες φήμες, από κάποιους πλιατσικολόγους αυλικούς, πλανιόντουσαν στον αέρα για μια δήθεν θανατηφόρα αρρώστια που πρόσβαλε τον βασιλιά και για κάποιους ηγεμόνες που θα κληρονομούσαν την θέση του. Βέβαια η αλήθεια απείχε πολύ. Θυμάμαι ακόμα την προφητική αντίδραση του Αργίλου, ενός από τους στρατιώτες μου και πολύ καλός μου φίλος , όταν άκουσε την ανακοίνωση για την ξαφνική συγκέντρωση, «αν επιζήσουμε να είμαστε ευγνώμονες στους ουρανούς». Τον θεώρησα υπερβολικό και τον καθησύχασα με τα λόγια μου πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια απλή ενημέρωση, «άλλωστε, έχουμε και τους Άγγλους στα ανατολικά σύνορα, περί αυτού θα πρόκειται » του τόνισα.
Σχεδόν ξημερώματα Κυριακής, βρισκόμουν στον χώρο ξιφασκίας και προπονούμουν στην βαλλιστική, όταν ήχησαν οι καμπάνες της εκκλησίας. Το σύνθημα για την συγκέντρωση είχε δοθεί. Εξήλθα από τον χώρο σχεδόν τρέχοντας για να ετοιμάσω το σύνταγμα μου πριν αναχωρήσουμε. Όταν έφτασα στους στρατώνες βρήκα τους στρατιώτες σε πλήρη εξάρτηση έτοιμους για αναχώρηση. Ήταν ολοφάνερο στα μάτια τους ότι αγωνιούσαν να μάθουν τον λόγο της ομιλίας. Αργά η γρήγορα σκέφτηκα, θα μάθουμε όλοι. Χωρίς να το θέλω μου ξέφυγε ένα γέλιο, αλλά δεν έγινε αντιληπτό λόγο του πυκνού σκοταδιού. Περίμενα άλλα πέντε λεπτά ,προτού δώσω την εντολή βηματισμού για να ξεκινήσουμε, ήμασταν δεύτεροι στον σχηματισμό πίσω από το πεζικό που προπορευότανε. Απαγορευόταν αυστηρά σε όλους μας να ανάψουμε κάποια δάδα η κάποιον πυρσό προκειμένου να φωτίσουμε τον δρόμο, όποτε δεν ήταν λίγοι αυτοί που σκόνταψαν πολλές φορές και επίσης δεν ήταν λίγες οι φορές που χρειάστηκε να ξαναπάρουμε σχηματισμό ,πράγμα πολύ δύσκολο χωρίς να βλέπουμε. Ακολουθήσαμε τον σύντομο δρόμο για τα ανάκτορα περνώντας μέσα από την πόλη.
Μια παράξενη ηρεμία επικρατούσε στους δρόμους. Την προηγούμενη μέρα είχε εκδοθεί απαγόρευση κυκλοφορίας. Όλο το τοπίο της διαδρομής θύμιζε καμβά καταραμένου ζωγράφου, μια πόλη υπό το σκότος, αφύσικα ήσυχη, να αφουγκράζεται ελεύθερη τους πόνους και τα όνειρα, το μέλλον και το παρελθόν της απαλλαγμένη από την παρουσία των ανθρώπων, έρημη και μοναχική. Ίσως ,σκέφτηκα, αυτή να είναι η πρώτη φορά, από μικρό παιδί ακόμα, που μου δίνεται η ευκαιρία να θαυμάσω την πόλη μου το βράδυ. Το σκοτεινό Παρίσι. Μόνο εγώ και αυτό.. Ήθελα να του ψιθυρίσω τα μυστικά μου και αυτό να μου εμπιστευτεί, όπως θα έκανε ένας καλός φίλος, τα δικά του.. Την αγαπούσα την πόλη μου πραγματικά. Ακόμα την αγαπάω.
Φτάσαμε στα ανάκτορα και ο Βασιλιάς Κάρολος βρισκόταν στο βήμα του μπαλκονιού μαζί με την Αικατερίνη και κάποιους ακόμα άνδρες στο πλάι του, λογικά συμβούλους, κοιτώντας προς το μέρος μας, περιμένοντας να παραταχθούμε. Όταν συγκεντρωθήκαμε όλοι, έκλεισαν οι πύλες των ανακτόρων της αυλής αφήνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο να πλανιέται στον αέρα. Πρώτος πήρε τον λόγο ο Βασιλιάς Κάρολος με ένα διάγγελμα που το θυμάμαι ακόμα, ένα διάγγελμα που με στιγμάτισε για την υπόλοιπη ζωή μου. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να προλάβω τους δύσπιστους αναγνώστες μου, και να τους τονίσω πως μπορεί να πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε, αλλά τα παρακάτω δεν είναι ούτε προϊόν της φαντασίας μου ούτε ένα πολιτικό ψεύδος. Θα διαπιστώσετε πως όσα λέω είναι βάσιμα και αποδεδειγμένα μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια.
“Στρατιώτες της Άγιας Γαλλίας. Θεματοφύλακες της πίστης και της ελπίδας. Αιώνιοι προστάτες του στέμματος και της πατρίδας. Πριν χρόνια οι προγονοί μας, μας άφησαν μια κληρονομιά απαράμιλλης ομορφιάς και κάλους που όμοια της δεν έχει αντικρίσει η Γαλλία. Tώρα, τούτη την ιστορική στιγμή, δεν σας μιλώ σαν βασιλιάς, αλλά σαν ένας ευσεβής καθολικός χριστιανός που επιζητεί την στήριξη σας στις έσχατες στιγμές που μας προσμένουν. Αδελφοί, Χριστιανοί, μια μεγάλη πρόκληση απειλεί την βασιλεία του Κυρίου μας, που αλίμονο μας, θα φανούμε αχάριστοι εάν δεν ανταποκριθούμε στο κάλεσμα του. Έφτασε η ώρα να φανεί το μεγαλείο του αληθινού Χριστού! Εμείς οφείλουμε να είμαστε δίπλα με ευσέβεια και ταπεινοφροσύνη να βοηθήσουμε να πραγματοποιηθεί. Αδελφοί μου, πάνε χρόνια τώρα που αυτοί οι Ουγενότοι, οι βλάσφημοι και ιερόσυλοι, που λερώνουν και αλλοιώνουν το νόημα της θρησκείας μας, έχουν εδραιώσει μια απαράδεκτη, επαίσχυντη θρησκεία, διαστρεβλωμένη από το αληθινό νόημα, και χωρίς ηθικούς φραγμούς. Στρατολογούν ανθρώπους τάζοντας τους πλούτοι και δόξα, πράγματα του σατανά, αψηφούν τον θεό και έχουν οι ανίδεοι την πεποίθηση πως είναι ανώτεροί του. Ήγγικεν η ώρα όμως που ο θείος πέλεκυς θα πέσει στα κεφάλια τους.
Εδώ λοιπόν, από στρατιώτες του Γαλλικού στέμματος σας κηρύσσω στρατιώτες ελαίου Θεού. Αδελφοί, ο πόλεμος μόλις ξεκίνησε. Εσείς πρέπει να φανείτε αντάξιοι της μεγαλοσύνης του Κυρίου και να εκδικηθείτε τους Ουγενότους προτεστάντες, τις πόρνες της Ιερουσαλήμ.. Ανακηρύσσω κάθε προτεστάντη, αμαρτωλό και αποκηρύσσω τον προτεσταντισμό ως μια τεράστια προσβολή στο πρόσωπο του Ύψιστου. Ο μόνο καλός προτεστάντης είναι ο νεκρός. Κάψτε τα σπίτια τους, είναι αμαρτωλά και η πράξη σας θα θεωρηθεί πράξη αγιοσύνης την ημέρα της κρίσης. Βιάστε και κάψτε τις γυναίκες του και στείλτε τες για εξαγνισμό ενώπιων του θεού. Η περιουσία κάθε προτεστάντη ανήκει χωρίς κανένα περιορισμό στην χριστιανική κοινότητα. Μόνο έτσι θα εξαγνιστεί η λερωμένη περιουσία τους. Αυτό είναι το θέλημα του Θεού. Ας γίνει η Γαλλία ο τάφος τους. Χαίρε Ύψιστε.”


Το πλήθος ζητωκραύγαζε, μαζί του και εγώ. Μας είχαν συνεπάρει τόσο τα λόγια του που πειστήκαμε πως θα πράτταμε κάτι αντάξιο των βιβλικών γραφών. Πως αυτός ήταν ο ιερός σκοπός μας πλέον ως στρατιώτες ελαίου Θεού. Θα καταλαμβάναμε μια θέση ανάμεσα στους αγγέλους του ουρανού, ποιητές θα συνέθεταν για εμάς έργα και θα εξυμνούσαν τον ηρωισμό και την τόλμη μας. Οι επόμενες γενιές θα ένιωθαν περήφανοι για την καταγωγή τους. Θα γινόμασταν θεάνθρωποι, σωτήρες τις πίστης. Ο όχλος υποσχόταν να αφανίσει τους προτεστάντες με κάθε τίμημα, άλλοι σταυροκοπιόντουσαν ασταμάτητα και ορκιζόταν να θάψουν τους βλάσφημους με τα ίδια τους τα χέρια. Κάποιοι με μαχαίρι έκοψαν την παλάμη τους αφήνοντας το αίμα να κυλήσει στο πάτωμα ως ένδειξη ιερής υπόσχεσης και εκπλήρωση του καθήκοντος τους. Έπειτα από αυτό η εντολή, μας ήταν ποια ξεκάθαρη. Στις 24 Αυγούστου θα ξεκινούσαμε. Ήταν θέμα ωρών πλέον. Εκείνη την νύχτα, χωρίς να το καταλάβαμε είχαμε συμφωνήσει να συμμετάσχουμε σε έναν εφιάλτη δίχως τέλος. Έναν εφιάλτη που θα μας βάραινε αιώνια..
Μια ημέρα έπειτα από την ομιλία του Βασιλιά μας, συντελέσθηκε μια τεράστια αλλαγή στον τρόπο συμπεριφοράς των στρατιωτών. Στα καθημερινά γυμνάσια σπαθιού δεν έλειπε κανείς. Όλοι τους με τεράστιο ζήλο και αφοσίωση μάθαιναν καινούργιες τακτικές επίθεσης και άμυνας, αποφυγής χτυπήματος, με τέτοια όρεξη που πρώτη φορά έβλεπα στα μάτια τους. Πρώην λιποτάκτες, προσήλυτοι, αλλά και αιχμάλωτοι πολέμου, εκπαιδευόντουσαν σαν να πρόκειται να δώσουν μάχη για την ζωή τους. Ήταν ολοφάνερο. Πλέον δεν ήμασταν «στρατιώτες του Γαλλικού στέμματος» αλλά «στρατιώτες ελαίου Θεού». Έναν στόχο και μια υποχρέωση είχαμε στο μυαλό μας. Να ανταποκριθούμε στο κάλεσμα του Θεού μας. Να γίνουμε αθάνατοι.
Απόγευμα της ίδια μέρας, όταν επέστρεψα στον στρατώνα μου ένα μαχαίρι ήταν καρφωμένο στην εξώπορτα. Αμέσως κατάλαβα πως τα σκαλισμένα σύμβολα πάνω στο μαχαίρι δεν ήταν του στέμματος άρα δεν άνηκε στο στρατό του βασιλείου. Το ξεκάρφωσα με μεγάλη δυσκολία καθώς το μισό και παραπάνω είχε βυθιστεί μέσα στο ξύλο της πόρτας. Θέλοντας να αποφύγω τα αδιάκριτα βλέμματα μπήκα στο δωμάτιο μου και ασφάλισα την πόρτα πίσω μου, για να σιγουρευτώ πως δεν θα με ενοχλήσει κανείς. Το περιεργάστηκα για λίγα λεπτά. Στην λαβή του είχε χαραγμένα δύο γεωμετρικά εργαλεία έναν χάρακα και έναν διαβήτη. Πρώτη φορά έβλεπα αυτό το σύμβολο. Στο υπόλοιπο μέρος δεν αναγραφόταν τίποτα. Η νύχτα άρχισε να πλησιάζει και το φως λιγόστεψε. Άναψα δύο κεριά και κάθισα στο γραφείο τοποθετώντας το μαχαίρι μπροστά μου. Εκείνο το βράδυ δεν είχα ύπνο. Δεν μπορούσα να ησυχάσω αν δεν αποκωδικοποιούσα πρώτα το μήνυμα.
Πέρασαν ώρες προσπαθώντας να βγάλω κάποιο συμπέρασμα αλλά μάταια. Τα βιβλία που είχα διαθέσιμα στο δωμάτιο μου ήταν λίγα και περιοριζόντουσαν μόνο σε τεχνικές πολέμου. Τίποτα για σύμβολα. Στην βιβλιοθήκη της αυλής θα έβρισκα εύκολα απάντηση αλλά θα έπρεπε να περιμένω μέχρι το άλλο πρωί.. Δεν γινόταν να περιμένω τόσο. Ίσως ήταν κάτι σημαντικό.
Χτύπησα την πόρτα δύο φορές αλλά δεν απάντησε κανείς. Μάλλον ο δάσκαλος έλειπε. Τέτοια ώρα όμως ήταν αρκετά περίεργη η απουσία του. Ξαναχτύπησα δίχως να λάβω και αυτήν την φορά κάποια απάντηση. Δοκίμασα να ανοίξω μόνος μου την πόρτα αλλά ήταν κλειδωμένη. Ο δάσκαλος δεν κλειδώνει ποτέ! Ξεθηκάρωσα το σπαθί μου και έκανα δυο βήματα πίσω. Θα έμπαινα μέσα. Ίσως να χρειαζόταν την βοήθεια μου.. Η πόρτα έπεσε στο πάτωμα μαζί με ένα δυνατό γδούπο. Σύννεφα σκόνης κάλυψαν τον αέρα.. Πέρασα το κατώφλι και γύρισα όλο το σπίτι ψάχνοντας για τον δάσκαλο ή για κάποιον απρόσκλητο επισκέπτη. Μάταια. Το εσωτερικό του σπιτιού έμοιαζε απόλυτα φυσιολογικό, το λιτό ξύλινο τραπέζι διαχώριζε τα δύο δωμάτια , και η μικρή κουζίνα στο βάθος του σπιτιού παρατηρούσε από μακριά, το γραφείο του στον δεύτερο όροφο ερμητικά ασφαλισμένο. Ίσως του έτυχε κάποια αναπάντεχη συνάντηση που δεν μπορούσε να αναβάλει.. Φταίω και εγώ σκέφτηκα, όλα αυτά με το μαχαίρι και την ομιλία του βασιλιά με έχουν αναστατώσει.. Έπρεπε όμως να μάθω τι σήμαινε το σκαλισμένο σύμβολο στο μαχαίρι.
Ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο γραφείο του δασκάλου και βάλθηκα να ψάχνω το κλειδί της πόρτας. Άφαντο. Συνήθως το τοποθετούσε σε ένα σημείο που μόνο εγώ και αυτός ξέραμε αλλά αυτή την φορά δεν υπήρχε πουθενά. Ξαφνικά ένας ήχος ακούστηκε από πίσω μου και γύρισα απότομα να δω τι είναι. Ένιωσα έναν δυνατό πόνο στο κεφάλι με αποτέλεσμα να ζαλιστώ και να χάσω την ισορροπία μου. Το τελευταίο πράγμα μου θυμάμαι από εκείνη την βραδιά είναι το πρόσωπο του δασκάλου μου να με κοιτάει από ψιλά μαζί με δύο μαυροφορεμένους άνδρες.
Δεν έχω καταλάβει, ακόμα και σήμερα, για πόσες ώρες ήμουν αναίσθητος. Συνήλθα την επομένη έχοντας αφόρητους πόνους στην περιοχή του κρανίου μου. Μου ήταν αδύνατον να θυμηθώ το οτιδήποτε από τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας, εκτός του ότι βρισκόμουν στο σπίτι του δασκάλου μου. Ήμουν ξαπλωμένος και προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου αλλά αντίκρισα μόνο σκοτάδι. Το σώμα μου ήταν πιασμένο με αποτέλεσμα να μην μπορώ να κάνω την παραμικρή κίνηση. Τότε κατάλαβα. Με είχαν δέσει. Στο κεφάλι φορούσα κουκούλα ή κάτι παρόμοιο.
Βάλθηκα να σκέφτομαι διάφορα με το μυαλό μου για το πώς μπορεί να βρέθηκα σε αυτήν την κατάσταση. Δεν έπρεπε να πανικοβληθώ. Απλά να θυμηθώ τι έγινε προτού καταλήξω εδώ πέρα.. Τότε, εντελώς ξαφνικά και αμυδρά, μου ήρθε η εικόνα του δασκάλου μου να με κοιτάζει αυστηρά προτού εγώ χαθώ στον λήθαργο μου.. Ένας ξαφνικός πόνος ήρθε αντί απάντησης στην προσπάθεια μου να θυμηθώ κατακλύζοντας το κεφάλι μου… Ήταν αφόρητος. Σχεδόν ούρλιαζα.. Εκείνη την στιγμή ένας θόρυβος ακούστηκε, σαν σούρσιμο. Δύο χέρια με πιάσανε από τους ώμους και με σηκώσανε από το πάτωμα. Ο πόνος συνεχιζόταν αμείωτος. Δίχως να μπορώ να σκεφτώ, να μιλήσω ή να προβάλω αντίσταση αφέθηκα στο έλεος αυτών των δύο χεριών σαν ένα φύλλο δένδρου που το παρασέρνει ο φθινοπωρινός αέρας.
Με λύσανε από τα δεσμά μου χωρίς όμως να μου αφαιρέσουν την κουκούλα από το κεφάλι. Με αφήσανε και εγώ έπεσα πάλι κάτω, καθώς δεν ήμουν σε θέση ούτε όρθιος να σταθώ. Τότε μια φωνή είπε δυνατά «σήκω όρθιος». Η ακοή μου είχε παραληρήσει. Η τραχιά δυνατή προσταγή του, ακούστηκε σε εμένα σαν ψίθυρος. Προσπάθησαν να με ξανασηκώσουν χωρίς αποτέλεσμα. Ήμουν ερείπιο του εαυτού μου. Άρχισαν να με κλοτσάνε νομίζοντας πως θα υπακούσω αυτή τη φορά. Πλέον δεν ένιωθα ούτε τον πόνο. Όταν σταμάτησαν να με χτυπάνε βλέποντας πως ακόμα αρνιόμουν να σηκωθώ με έπιασαν από τα χέρια και με σύρανε σε ένα διάδρομο και από εκεί διαβήκαμε κάτι σκάλες. Ξαφνικά σταματήσαμε . Με έσερναν καθ’ όλη την διαδρομή. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου. Με αφήσανε σωριασμένο στο πάτωμα και μετά από λίγο μου αφαιρέσανε την κουκούλα. Άνοιξα τα μάτια μου με δυσκολία. Ο χώρος γύρω μου ήταν σκοτεινός και φωτιζόταν από κάποια λιγοστά κεριά..
Βρισκόμουν αναμφίβολα σε μια αίθουσα, τριγύρω μου υπήρχαν κάποιοι μαυροφορεμένοι άνδρες με κουκούλες. Μάλλον σαν αυτούς που με έσυραν ως εδώ. Μπροστά μου, σε έναν μεγαλοπρεπή θρόνο και κρατώντας ένα σκήπτρο καθόταν ένας άνδρας. Εκείνος σήκωσε το σκήπτρο του και με έδειξε. Τότε θυμήθηκα το μαχαίρι. Τα σύμβολα στο σκήπτρο ήταν ίδια με αυτά που ήταν σκαλισμένα στο μαχαίρι. Αμέσως δύο ψηλοί μαυροφορεμένοι που στεκόντουσαν δίπλα του με άρπαξαν και με έσυραν μπροστά του. Σχεδόν ακουμπούσα με το στόμα μου τα πόδια του.. Τότε εκείνος άρχισε να απαγγέλλει κάποια λόγια από έναν πάπυρο..


«Όπου υπάρχουν άνθρωποι συναθροισμένοι στο όνομα του θα τους ευλογεί. Στο όνομα του μαζευτήκαμε και ικετεύουμε την ευλογία του σε κάθε μας πράξη, ώστε να γνωρίζουμε ότι υπηρετούμε το δίκαιο και ότι όλες οι πράξεις μας, μας οδηγούν στη δόξα στη γνώση και την αρετή. Και σε ικετεύουμε Ω! Κύριε και Θεέ, να ευλογήσεις την συνάθροιση αυτή και να μας φωτίσεις μέσα από τον Υιό του Δικαίου, να πορευόμαστε στο φως. Αμήν. Αυτός εδώ ο δούλος σου είναι έτοιμος για εσένα».


Οι παρευρισκόμενοι σηκώθηκαν όρθιοι με το δεξί τους χέρι στην θέση της καρδιάς και άρχισαν να ψέλνουν κάποια λόγια κοιτώντας προς το ταβάνι. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετή ώρα ενώ εγώ βρισκόμουν στο πάτωμα. Μόλις τελείωσαν κάθισαν στις θέσεις τους. Ο Άνδρας στον θρόνο σηκώθηκε όρθιος με έπιασε από τους ώμους και με σήκωσε από το πάτωμα έπειτα με αγκάλιασε λέγοντας «αδερφέ μου, καλωσόρισες». Το σώμα μου πονούσε ακόμη, τα μάτια μου τα ένιωθα βαριά, ο πονοκέφαλος είχε επιστρέψει με αμείωτη ένταση. « Αδερφέ μου, προχώρησε για την τελευταία σου δοκιμασία», ασυναίσθητα δοκίμασα να περπατήσω αλλά αμέσως έχασα την ισορροπία μου και έπεσα ξανά στο πάτωμα. Τότε ο άνδρας με το σκήπτρο ξανακάθισε στον θρόνο και οι δύο μαυροφορεμένοι ψηλοί άνδρες που βρισκόντουσαν δίπλα του με σήκωσαν και με πήραν από την αίθουσα, ακολουθώντας την διαδρομή προς το κελί μου. Πριν φτάσουμε στις σκάλες –που λογικά ήταν εκείνες που διάβηκα όταν με σέρνανε- στρίψαμε δεξιά και βρεθήκαμε μπροστά σε μια ξύλινη πόρτα. Ο ένας εκ των δύο χτύπησε την πόρτα και ακούστηκε από μέσα μια φωνή, η πόρτα άνοιξε, περάσαμε μέσα και με έβαλαν να καθίσω σε μια καρέκλα.
Βρισκόμουν στα πρόθυρα λιποθυμίας, οι αισθήσεις μου είχαν μπερδευτεί, τότε άνοιξα τα μάτια μου και μπροστά μου αντίκρισα ένα γνώριμο πρόσωπο. Τον δάσκαλο μου. Εικόνες κατέκλυσαν το μυαλό μου, μπερδεμένες εικόνες, εικόνες από ένα μαχαίρι και ένα σύμβολο, το πρόσωπο του δασκάλου μου να με παρατηρεί από απόσταση, και μετά σκοτάδι, δεν θυμόμουν τίποτα. « Έφτασε το τέλος λοιπόν αδερφέ μου» τα λόγια του αντήχησαν οικεία στα αυτιά μου, λόγια ενός άνδρα που θυμάμαι από όταν ήμουν μικρός, λόγια που με δίδαξαν πολλά κατά την διάρκεια της ζωής μου. «Δάσκαλε..» κατάφερα να ψιθυρίσω με μεγάλη δυσκολία. Σηκώθηκε όρθιος και μου πρόσφερε με το χέρι του μια κούπα με κρασί «Πιες το, έλα μαζί μας». Το έφερε σε μικρή απόσταση από το στόμα μου και εγώ άνοιξα τα χείλια μου για να το δεχτώ. Το ήπια με ευχαρίστηση παρ’ όλη την άθλια κατάσταση στην οποία βρισκόμουν. Η γεύση του δεν ήταν όμοια με των υπόλοιπων κρασιών, ήταν η γεύση του λάθους, της προδοσίας και της καταστροφής. Δροσερή και αναζωογονητική.


Γαλλία, Παρίσι 1572.


Μήνας Αύγουστος, ο ήλιος έκαιγε το χώμα και ζέστανε το νερό. Τα ζώα αγκομαχούσανε στα μεγάλα ταξίδια τους. Έμποροι από την ανατολή είχαν φτάσει στην πόλη για να πουλήσουν την πραμάτεια τους. Σοφιστές και όλων των ειδών προφήτες κήρυτταν τον λόγο του θεού. Κληρικοί ευλογούσαν τους πιστούς. Το Παρίσι έμοιαζε με ένα επίγειο παράδεισο. Μόνο που δεν θα κρατούσε για πολύ. Κάποιοι είχανε ορκιστεί να το μετατρέψουν σε κόλαση. Εκείνη την ημέρα αυτή η υπόσχεση θα έπαιρνε σάρκα και οστά. Θα έπιανε σπαθί και ασπίδα και θα ξεχυνόταν στους δρόμους.
«Η ώρα έφτασε αδερφοί μου, πριν ένα χρόνο δώσατε τον λόγο της τιμής σας στον επουράνιο πατέρα μας. Όλοι μας πλέον ανήκουμε στο αγγελικό τάγμα επί της Γης. Κληθήκαμε και ανταπεξήλθαμε, διαβήκαμε ένα τραχύ μονοπάτι μέχρι την ολοκλήρωση της δοκιμασίας μας. Πριν ένα χρόνο, πριν μου δοθεί η ευλογία της σοφίας, όταν ακόμα οι οφθαλμοί μου ήταν κλειστοί, βρισκόμουν σε αυτό το μέρος από το οποίο σας μιλώ τώρα, σε άθλια κατάσταση βλέποντας την ζωή να φεύγει από μπροστά μου. Ήμουν στο πάτωμα. Τώρα στέκομαι όρθιος. Το σώμα μου πονούσε, μα η ανταμοιβή το πόνου είναι παντοτινή. Όπως εσείς έτσι και εγώ, πέρασα μια σειρά δοκιμασιών αλλά πλέον είμαι φωτισμένος μαζί με τους αδερφούς μου. Έφτασε η ώρα. Σήμερα το βράδυ δεν θα κοιμηθείτε, αλλά θα διαβείτε τον δρόμο για την αιώνια ζωή, για την εκπλήρωση του ονείρου μας. Ο Θεός είναι μαζί μας.»
Αυτά τα λόγια είναι δικά μου. Είχα μυηθεί στο τάγμα, χωρίς την θέλησή μου, μα κάτι μέσα μου, μου έλεγε να συνεχίσω. Καθόμουν στην καρέκλα που πριν έναν χρόνο καθόντουσαν κάποιο άγνωστοι άνθρωποι, ενώ εγώ βρισκόμουν στο πάτωμα σε άθλια κατάσταση, μεταξύ ζωής και θανάτου μπροστά στο μέγα διδάσκαλο -όπως τον αποκαλούσαμε τότε- περιμένοντας την “ θεία φώτιση”. Ήμουν ένας από αυτούς. Και είχαμε να εκπληρώσουμε μια υπόσχεση. Αποχωρίσαμε από την στοά, μόλις τελείωσε η σύσκεψη. Η στοά στεγαζόταν στο υπόγειο μέρος της κεντρικής Εκκλησίας της πόλης. Ένα χέρι με έπιασε από το μπράτσο όταν πια βρισκόμουν στο προαύλιο της εκκλησίας « Έλα μαζί μου» . Γύρισα απότομα το κεφάλι μου σχεδόν τρομαγμένος και είδα τον δάσκαλο μου να με κοιτάει στα μάτια.. « Ναι, μάλιστα» του απάντησα. Με κρατούσε ακόμα από το μπράτσο σαν να στηριζόταν επάνω μου και μπήκαμε στο εσωτερικό της εκκλησιάς. Προχωρήσαμε προς τον άμβωνα και γονατίσαμε λίγα μέτρα πιο μακριά. Κοίταξα τον δάσκαλο μου, είχε φέρει τα χέρια του μπροστά στο μέτωπο του και είχε κλείσει τα μάτια του με τόση δύναμη σαν να μην ήθελε να τα ξανανοίξει «Δάσκαλε, πρόκειται να προσευχηθούμε; Δεν υπάρχει λόγος για μια τέτοια πράξη, είμαστε υπεράνω προσευχής πλέον» Εκείνος δεν μου έδωσε σημασία. Συνέχισε να προσεύχεται. Σηκώθηκα αμέσως όρθιος και άρχισα να περπατάω προς την έξοδο αφήνοντας τον δάσκαλο μου πίσω. Δεν την χρειαζόμουν την προσευχή, ο θεός βρισκόταν μέσα μου εδώ και καιρό, είχα λάβει την φώτιση.
Η εντολή δόθηκε. Η αρχή μιας κατάρας μόλις ξεκινούσε. Βράδυ, ξημέρωνε η αυριανή μέρα, μέρα γιορτινή, η μέρα του Αγίου Βαρθολομαίου, αλλά για εμάς ήταν η αρχή μιας άλλης εποχής.. Το στράτευμά μου ήταν το πρώτο που ξεκίνησε τις επιθέσεις. Κατεβήκαμε από τα ανάκτορα όπου είχε ορισθεί ως σημείο εκκίνησης και μέχρι την κεντρική πλατεία της πόλης. Με μια πολεμική ιαχή και τίποτα περισσότερο ξεκίνησαν οι σφαγές. Κάθε στράτευμα είχε αναλάβει και ένα μέρος της πόλης το οποίο θα το καθάριζε από τους προτεστάντες. Στο πρώτο σπίτι όπου μπήκα αντίκρισα μια μητέρα με το νεογέννητο μωρό της αγκαλιά στην γωνία του σπιτιού. Χωρίς δεύτερη σκέψη σήκωσα το σπαθί μου στον αέρα σφάζοντας την μητέρα και κόβοντας στα δύο το μωρό. Ήταν το πρώτο αίμα προτεστάντη που χύθηκε από το σπαθί μου και θα ακολουθούσε πάρα πολύ ακόμα. Όσους βρίσκαμε στο δρόμο τους σκοτώναμε και τους φορτώναμε σε άμαξες με προορισμό το ποταμό Σηκουάνα. Την τελευταία τους κατοικία. Η σφαγή συνεχίστηκε και την επομένη. Τα σπίτια κάηκαν ολοσχερώς και τα πτώματα στους δρόμους άρχισαν να σαπίζουν. Λόγο της έντονης μυρωδιάς, διαταχτήκαμε να καλύψουμε τα πτώματα με πίσσα ώστε να μην φεύγει η μυρωδιά στον αέρα. Έπειτα από καιρό έμαθα πως η οσμή έφτασε μέχρι μια γειτονική πόλη του Παρισιού.
Οι δρόμοι είχαν βαφτεί κόκκινοι, αδυνατούσε το χώμα να απορροφήσει όλο το αίμα. Σε ορισμένες περιοχές δόθηκε εντολή να παύσουν οι σφαγές λόγο κίνδυνου πλημμύρας σε περίπτωση βροχής. Τις γυναίκες έγκυες τις βιάζαμε με κάθε τρόπο και στο τέλος τις σφάζαμε. Βγάζαμε τα βρέφη από τις κοιλιές τους και τα χαράζαμε στον αυχένα με το σπαθί τραβώντας με δύναμη λωρίδες ως τις φτέρνες, έτσι βγάζαμε το δέρμα το οποίο έπειτα το καίγαμε στους δρόμους. Όσοι προτεστάντες κατείχαν υψηλές θέσεις, τους συλλαμβάναμε ζωντανούς και τους ξαπλώναμε καταγής γυμνούς, δεμένους χειροπόδαρα με ανοιγμένα σκέλια. Ύστερα ένας στρατιώτης αναλάμβανε να σκίσει το παντελόνι και με το μαχαίρι να φαρδύνει την τρύπα του απευθυσμένου, τέλος έχωνε τη σούβλα αλειμμένη με λίπος για να γλιστρά και χτυπώντας σιγανά προσέχοντας να μη βλάψει βασικά όργανα όπως τα έντερα, καρδιά, την έβγαζε από το πίσω μέρος της δεξιάς πλάτης αφήνοντας τον να ξεψυχήσει. Είχαμε στήσει περίπου τριακόσιες σειρές με παλουκωμένους. Καμιά φορά το βράδυ τους ακούγαμε να αργοπεθαίνουν βογκώντας. Άλλους τους κρεμούσαμε με τροχαλία πάνω σε καζάνια με κοχλαστή πίσσα και τους αφήναμε, χαλαρώνοντας τα σχοινιά, να βυθιστούν λέγοντας πως τους βαφτίζαμε στη νέα θρησκεία τους.
Πέρασε αρκετός καιρός και οι σφαγές συνεχιζόντουσαν με αμείωτη ένταση. Γρήγορα επεκτάθηκαν και σε άλλες πόλεις της Γαλλίας. Πλέον, μετά από πολλούς μήνες αιματηρών σφαγών το Παρίσι καθάρισε από τους προτεστάντες. Πλέον αποτελούσαν μειονότητα και σίγουρα όχι υπολογίσιμη δύναμη. Εμείς περιμέναμε την διάκριση, την μέρα της ανταμοιβής για το έργο μας. Ένα έργο που θα μας έδινε αιώνια ευγνωμοσύνη και αθανασία. Μια ανταμοιβή που σύμφωνα με τους βασιλικούς δεν θα αργούσε.
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν χρόνια διχόνοιας, δολοπλοκίας και σκοτωμών. Χριστιανοί αλληλοσκοτώνονταν, ο ένας υποπτευόταν τον άλλον. Πόλεις άρχισαν να αποστατούν από το στέμμα εγκαθιδρύοντας τοπικούς άρχοντες και στελεχώνοντας στρατό. Οι συγκρούσεις με την κεντρική εξουσία δεν άργησαν και ένας εμφύλιος μόλις είχε ξεκινήσει. Ο βασιλιάς προσπάθησε για λόγους κατευνασμού να απομακρύνει από σημαντικές θέσεις όσους ανθρώπους κατείχαν ηγετικούς ρόλους την νύχτα της σφαγής. Άλλοι πάλι βρέθηκαν νεκροί στα κρεβάτια τους. Η αιτία θανάτου ήταν για όλους αδιευκρίνιστη. Με κυνήγησαν ανελέητα. Προσπάθησαν να με σκοτώσουν τρεις φορές. Έφυγα βράδυ από την Γαλλία. Αφήνοντας την λατρεμένη μου πόλη, το Παρίσι, για πάντα στο παρελθόν μου. Ο βασιλιάς της Αγγλίας με υποδέχτηκε με τιμές παραχωρώντας μου άδεια να παραμείνω στην Αγγλία όσο έκρινα αναγκαίο. Γνώριζα πολλά για να πάω χαμένος και θα αποτελούσα ισχυρό όπλο στα χέρια της Αγγλίας εναντίων της Γαλλίας. Τον Αργίλο δεν τον ξαναείδα από τότε. Δεν έχω πλέον καμία αμφιβολία πως η εντολή αυτή, καθώς και όλες οι εντολές εκκαθάρισης, δόθηκαν από τα ανάκτορα.


***
Γνωρίζω, πολύ καλά μάλιστα, πως έχουν γραφτεί πολλά για την νύχτα εκείνη. Μια νύχτα που οι άνθρωποι ξέχασαν την υπόσταση τους, το πνεύμα τους και ακολούθησαν τα ζωώδη ένστικτα τους. Όμως όπως θα ξέρετε αγαπητοί μου, τα ζώα αν όχι όλα έχουν κάποια κριτήρια αρχής και τέλους. Εμείς δεν είχαμε. Δεν ξέραμε που να σταματήσουμε, ήμασταν πιο άγριοι και από άγρια θεριά του δάσους. Επίσης, γνωρίζω πως βρίσκομαι στα χρόνια μου που ο ακατανόμαστος από τους ανθρώπους θα με επισκεφτεί. Άραγε θα συναντήσω τον δημιουργό μου; Θα λογοδοτήσω ενώπιον του; Θα φύγω από τούτο τον κόσμο όμως με ανάλαφρη συνείδηση. Εδώ τελειώνουν όλα. Διαφυλάξτε αυτό το κείμενο με την ζωή σας. Αν όχι για τους εαυτούς σας, για τους επόμενους.


Ραφαήλ-Νικολάου Μπελενιώτη