Ποίηση Ραφαήλ-Νικόλας Μπελενιώτης


Θα ξανάρθουμε

Θα ξανάρθουμε κάποια στιγμή
εμείς, της Γης οι λησμονημένοι.

Να περπατήσουμε για άλλη μια φορά,
στους χαλκόστρωτους δρόμους της ζωής.

Να σαλπάρουμε πάνω σε ένα
παλιό πειρατικό, στις ελπίδας το ακρωτήριο,
τις βροχερές μέρες που η φουρτουνιασμένη
Θάλασσα, λυσσομανάει τα βάσανα του Ποσειδώνα,
να πίνουμε καυτό ρούμι ως το ξημέρωμα στο αμπάρι.

Μετά, σε κρύους τόπους, μακριά να φύγουμε,
κάπου στην Σκοτία, χρόνια πίσω μακρινά,
να χριστούμε περήφανα ιππότες
και με παρρησία και τόλμη στην ψυχή μας,
να πολεμήσουμε για την ανεξαρτησία.

Αφού ντυθούμε, ένα φεγγάρι, με γκριζωπούς μανδύες,
και φορώντας τις κουκούλες τις σοφίας θα χαράξουμε δρόμο
για εκεί που γράφτηκε η ιστορία.

Στη γη των Μεδίκων και στα ανάκτορα του αυτοκράτορα,
λαμπρά, θα πιούμε και θα φάμε, σαν αφέντες.

Και μια νύχτα κρύα, με οδηγούς μας τα αστέρια,
φορώντας κουρέλια ξεσκισμένα
και με μισό σβόλο ψωμί στην χούφτα,
θα κρύψουμε βιβλία από την πυρά της λογοκρισίας.

Το ξημέρωμα, βαστώντας, σπαθιά και μαχαίρια,
θα τραγουδάμε ηρωικά και θα ορμήσουμε,
σαν λαϊκή οργή, στους φεουδάρχες αφέντες.

Και από τους δρόμους της Αλλαγής,
μακριά θα πετάξουμε, περήφανα σαν αετοί,
προς μια αυτοκρατορία μεγάλη.

Στην Ρώμη την λαμπρή θα κοιμηθούμε ένα βράδυ,
και στα λουτρά παρέα με γυναίκες και κρασί θα μεθύσουμε για πάντα.

Προτάσσοντας το γυμνό κορμί μας,
τον Αντώνιο να προστατέψουμε,
από το δόλο της Κλεοπάτρας.

Στα σοκάκια της Ανατολής θα βρεθούμε ξαφνικά,
και θα χαθούμε στους δρόμους των θαυμάτων ενός λαού μεγάλου.

Ρούχα από μεταξύ θα φορέσουμε,
και θα μπούμε στην Αγία Σοφιά,
να αντικρίσουμε το μεγαλείο της δημιουργίας,
κάποιον ημίθεων ανθρώπων για μια τελευταία φορά.

Έτσι , ταπεινοί μετά, θα γυρίσουμε πίσω στην αιώνια λησμονιά.



Ραφαήλ-Νικόλαος Μπελενιώτης