Παιχνίδια Εξουσίας (Κεφάλαιο 9)

Χρυσές κορδέλες παντού.
 Ανέμιζαν γύρω μου, με περιγελούσαν.
Σήκωσα το βλέμμα μου σε μια γυναίκα με ροζ φόρεμα και στενό κορσέ. Η κορδέλα ήταν τυλιγμένη γύρω από το καρπό της σαν ελισσόμενο χρυσό φίδι. Μια άλλη νεαρή με καστανά μαλλιά και ένα ψηλό λαιμό είχε δεμένη τη κορδέλα γύρω από το μπράτσο της. Έριξε ένα βλέμμα στο χέρι του Τζόναθαν, το οποίο με κρατούσε από τη μέση. Στην αρχή δεν ήξερα τι να νιώσω. Έκπληξη, θυμό, αδιαφορία; Ποιο ήταν το κατάλληλο συναίσθημα που έπρεπε να έχω για τις παλλακίδες του Τζόναθαν;
«Για αυτό με έφερες εδώ;» ρώτησα με σφιγμένο το σαγόνι. Ο Τζόναθαν έγειρε προς το μέρος μου και χαμογέλασε.
«Τι εννοείς;»
Με όργιζε ακόμα περισσότερο όταν έκανε τον ανήξερο.
«Ήθελες να μου κάνεις επίδειξη; Να δω πόσες παλλακίδες είναι διαθέσιμες για εσένα;» τα δάχτυλα του σφίχτηκαν γύρω από το κορσέ μου.
«Δεν είναι παλλακίδες» είπε απότομα. «Και δεν σε έφερα εδώ για να σου δείξω τίποτα. Σε ήθελα εδώ, σε ήθελα μαζί μου. Εσύ είσαι η συνοδός μου και καμία άλλη» αναστέναξε και έσυρε το βλέμμα του στο χώρο.
«Δεν είναι δικό μου το φταίξιμο που φοράνε την κορδέλα. Δεν τις κάλεσα εδώ γιατί ήθελα να πάρω κάποια από αυτές. Ίσα, ίσα σε αυτού του είδος χορού που διοργανώνω καλώ και πολλούς εργένηδες. Πολλές από τις δεσποινίδες εδώ μπορεί να είναι τυχερές και να βρουν το μέλλοντα σύζυγο τους»
«Ακόμα και αυτές που φοράνε τις χρυσές κορδέλες; Γιατί μου φαίνεται ότι το μόνο που σκέφτονται είναι το κρεβάτι σου»
Ο Τζον μειδίασε. «Ζηλεύεις;»
Είχαν τη παρόρμηση να τον χτυπήσω. Αντίθετα, παρέμεινα σιωπηλή και απέφυγα το βλέμμα του, όμως όπου και να κοίταζα έβλεπα τις γυναίκες του.
«Σου είπα ότι σου πάνε τα κόκκινα; Κάνουν την επιδερμίδα σου να μοιάζει πιο λευκή από τι είναι και το τα μαλλιά σου πιο μαύρα» ανασήκωσα τα φρύδια μου με την παρατηρητικότητα του αλλά δεν γύρισα να τον κοιτάξω. Μια γυναίκα με σκούρα ξανθά μαλλιά ερχόταν προς το μέρος μας. Είχε μεγάλα μπλε μάτια. Όταν πλησίασε αρκετά υποκλίθηκε προς το Τζόναθαν αγνοώντας με εντελώς.
«Τζον, σου έπεσε αυτό χθες» μουρμούρισε με ένα πονηρό χαμόγελο και του έδωσε ένα κουμπί. Το διαπεραστικό της βλέμμα στάθηκε για λίγο πάνω μου.
«Δεν το θυμάμαι» ο Τζόναθαν καθάρισε το λαιμό του που είχε πάρει ένα κόκκινο χρώμα.
«Ποιος θα θυμόταν ότι του έπεσε ένα κουμπί μετά από μια νύχτα σαν και αυτή;» ακούμπησε το χέρι της στο στέρνο και το διέτρεξε ως κάτω, μέχρι το παντελόνι του. Πήρα μια κοφτή, σοκαρισμένη ανάσα και απέστρεψα το βλέμμα μου την άκουσα όμως να του ψιθυρίζει: «Δεν θα σταματήσω ποτέ να τη φοράω»
Όταν έφυγε, πήρα μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσω την αναπνοή μου και ολόκληρο το είναι μου που έτρεμε από θυμό και μίλησα.

«Ωραία, κέρδισες. Ας κάνουμε τη συμφωνία»

Αγγελίνα Παντελή