Girl Can you Keep my Secret? (Κεφάλαιο 5)

Εδώ και λίγη ώρα βρίσκομαι στο εσωτερικό του σπιτιού που γίνεται το πάρτι. Έχουμε δει πολλά παιδιά από το σχολείο και τα περισσότερα χαιρετούν την Scarlett. Εγώ δίνω ένα από τα γνωστά βλέμματα αμηχανίας και συνεχίζουμε να περπατάμε. Ιδρωμένα κορμιά χορεύουν στον ρυθμό της μουσικής, γεμάτα αλκόολ και αδρεναλίνη. Ο χώρος είναι γεμάτος με καπνό και χαμηλό φωτισμό.
«Γεια σας κορίτσια, πως σας φαίνεται το πάρτι;» Ο Simon έρχεται κοντά μας και κάνει μία πολλά υποσχόμενη αγκαλιά την Scarlett. Μάλλον κάτι παίζεται μεταξύ τους.
«Πολύ ωραίο το μέρος Si ευχαριστούμε για την πρόσκληση.» Απαντά η Scarl για μένα. Λες και θα έκανα κάποιο σχόλιο έτσι κι αλλιώς.
«Βλέπω έφερες και την φίλη σου. Γεια σου Olivia χαιρόμαστε όλοι εδώ να βλέπουμε την άγρια παρουσία σου.» Μου κλείνει το μάτι. Μα τι έχουν αυτοί οι τύποι επιτέλους; Περιστρέφω τα μάτια μου περιφρονητικά και δεν σχολιάζω τον τρόπο του.
«Πάω να μας φέρω κάποια ποτά με τον Simon, δεν αργούμε.» Μου κλείνει το μάτι και απομακρύνεται μαζί του προς την κουζίνα.
Κατάλαβα με μιας ότι μόνο για ποτά δεν πήγαιναν. Το ότι μου έκλεισε το μάτι είναι σήμα κατατεθέν ότι θα αργούσαν και πολύ μάλιστα. Γύρισα την πλάτη μου και κατευθύνθηκα προς το καθιστικό να κάτσω και να περιμένω. Μόνο να περιμένω. Ήξερα ότι αυτό το πάρτι θα ήταν μία αποτυχία, κανείς δεν μιλούσε στο τρομακτικό κορίτσι με τις περίεργες ανταύγειες. Έκατσα στον άδειο καναπέ. Αφουγκράστηκα το περιβάλλον. Μεθυσμένοι απολάμβαναν την μουσική, ζευγαράκια έτοιμα για όλα και κοπέλες σχεδόν ημίγυμνες με τα μικρά στενά ρούχα τους.
«Hey.» Αιφνιδιάστηκα μόλις τον είδα να κάθεται δίπλα μου. Την όρεξη του είχα.
«Τι θες Jason;» Με κοιτάει και μου δίνει ένα αηδιαστικό φιλί στο μάγουλο.
«Χμ να πω ένα γεια, εσύ τι νόμιζες;» Με κοίταξε με το ηλίθιο προκλητικό του βλέμμα. Αν έχω καταλάβει σωστά ο Jason με φλερτάρει.
«Δεν έχω την όρεξη σου. Φύγε μακριά μου Jason. Δεν μπλέκω με κακά αγοράκια." Σηκώνομαι όσο πιο γρήγορα μπορώ και φεύγω από εκεί.
Εγώ και ο Jason; Αλήθεια τώρα; Η λέξη χάος ακούγεται καλύτερη απ' αυτό. Περπατάω προς μία άγνωστη κατεύθυνση μέσα στο σπίτι και βλέπω ένα μικρό bar. Λοιπόν είμαι τυχερή. Πηγαίνω προς τα εκεί. Αρπάζω ένα ποτήρι βότκα στα χέρια μου και βγαίνω γρήγορα έξω στον κήπο. Όσο περπατάω για να βρω ένα ήσυχο μέρος να κάτσω παρατηρώ και πάλι το πλήθος. Εκτός από μαθητές λυκείου υπάρχουν και μεγαλύτερα παιδιά. Απόφοιτοι και παιδιά από το πανεπιστήμιο βρίσκονται ανάμεσα μας. Λοιπόν ο Simon έχει καλές γνωριμίες ή απλά έβαλε το χεράκι του ο μεγάλος του αδερφός . Βρίσκω ένα απόμερο μέρος κοντά στα δέντρα που δεν έχει σχεδόν καθόλου κόσμο και κάθομαι στο σημείο αυτό. Εδώ δεν θα με ενοχλήσει κανείς ή μάλλον δεν θα ενοχλήσω εγώ κανέναν και μπορώ να πιω το ποτό μου άνετα μακριά από το χαμηλό φωτισμό και τους γεμάτο τρέλα έφηβους.
Περνάει λίγη ώρα ώσπου πλησιάζει ένα αγόρι κοντά μου. Κάθεται δίπλα μου χωρίς να μιλάει. Είναι εμφανώς μεγαλύτερός μου. Τα μαλλιά του είναι ατημέλητα και δείχνουν υπέροχα. Τα μάτια ένα ατέλειωτο σκοτάδι. Ενώ έχει γεροδεμένο σώμα, το σώμα του βρίσκεται σε αναστάτωση.
’Έχεις αγαπήσει κάποιον και να μην υπάρχει ανταπόδοση;» Με ρωτάει ξαφνικά.
Για ένα λεπτό τα χάνω γιατί τον κοίταγα τόσο έντονα που φοβάμαι πως με κατάλαβε.
«Όχι ,βασικά δεν ξέρω τι πάει να πει αγάπη.» Του λέω χαμηλόφωνα και βγάζω το πακέτο με τα τσιγάρα μου έξω.
Με κοιτάει ενώ ανάβω τον γλυκό μου θάνατο.
«Θες ένα;» Τον ρωτάω και κουνάει αρνητικά το κεφάλι του.
«Δεν καπνίζω, πως μπορείς να βάζεις ένα τέτοιο θάνατο στο στόμα σου;» Η σειρά του να με ρωτήσει.
«Κάποια στιγμή θα πεθάνουμε, και δεν θέλω να περιμένω να συμβεί. Θέλω να ζήσω και να κάνω τρελά πράγματα και μου αρέσει αυτός εδώ ο θάνατος.» Του λέω με πάθος.
«Με λένε Stefan.» Μου δίνει το χέρι του και για ένα λεπτό μένω σκεπτική.
«Olivia το κορίτσι που φοβάται να εμπιστεύεται τους άλλους.» του δίνω το δικό μου και κάνουμε μια σύντομη χειραψία.
«Ενδιαφέρον. Τι κάνεις εδώ μακριά από τους φίλους σου;» Με ρωτάει εξεταστικά.
«Κοίτα τους. Χαμογελούν, πίνουν, διασκεδάζουν και το παίζουν χαρούμενοι για λίγο. Μα μετά όταν γυρίζουν στο σπίτι τους δείχνουν ποιοι πραγματικά είναι εκεί που κανείς δεν μπορεί να τους δει. «Του απαντάω ενώ κοιτώ προς το πλήθος.
«Το έχεις μελετήσει το θέμα βλέπω.» Με κοιτάει ξανά.
«Για πες για ποια κοπέλα μιλάγαμε πριν;» Τον ρωτάω για να αλλάξω θέμα.
Με το χέρι του μου δείχνει μία καστανομάλλα κοπέλα.
«Για την κολλητή μου. Είμαι ερωτευμένος μαζί της και ενώ κάνω κινήσεις αυτή με αποφεύγει τόσο πολύ» Κατσουφιάζει.
Τους κοιτάω για λίγο που είναι αγκαλιασμένοι και φιλιούνται παθιασμένα.
«Νοιάζεσαι. Νοιάζεσαι πολύ κι αυτό σε σκοτώνει. Κοίτα τους, τι μπορείς να προσφέρεις όταν το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;» Σκύβει το κεφάλι.
«Δεν δίνω δεκάρα. Απλά δεν μπορώ να την βγάλω από το μυαλό μου» Μου λέει.
«Δεν ξέρεις τι γίνεται με το μυαλό, αυτό το αόρατο σύμπαν γεμάτο σκέψεις και μπερδεμένα όνειρα.» Του λέω όσα σκέφτομαι.
Εκείνη την στιγμή μου έρχεται μήνυμα από την Scarlett.
“ Βρες με κάποιον να γυρίσεις , με σώζεις. Θα τα πούμε αύριο xx Scarl. “
«Τουλάχιστον η δική σου κολλητή δεν σε παρατάει ολομόναχη σε ένα πάρτι χωρίς να ξέρεις με ποιον θα γυρίσεις πίσω.» Γελάω και τον κοιτάω ενώ έχει σκύψει το κεφάλι του.
«Αν θες σε πάω εγώ, δεν έχω αμάξι γιατί ήρθα με το αμάξι ενός φίλου αλλά μπορούμε να περπατήσουμε και να πιούμε και καμία μπύρα στο δρόμο.» Με κοιτάει με την ελπίδα στα μάτια και ένα βλέμμα που φωνάζει να πω ναι.
“Η κολλητή σου;» Τον ρωτάω ενώ σκέφτομαι αν είναι σωστό να φύγω με κάποιον που γνώρισα τώρα. Αλλά ποιον κοροϊδεύω, σίγουρα δεν με ενοχλεί αυτό.
« Δεν θα έχει θέμα. Έλα πάμε.» Μου δίνει το χέρι του και με σηκώνει όρθια.
«Το ορκίζομαι ότι δεν είμαι δολοφόνος και προέρχομαι από καλή οικογένεια .» Με πειράζει και με τραβάει προς το μέρος του. Νεύω και βγαίνουμε έξω από το σπίτι , μακριά από τους μεθυσμένους έφηβους, την ψεύτικη ζωντάνια και την υπερβολικά δυνατή μουσική. Στρίβουμε στην γωνιά και θέλω να του πω τόσο πως το σπίτι μου είναι από την άλλη πλευρά αλλά δεν βγάζω λέξη. Περπατάει δίπλα μου με αργό βήμα κοιτώντας τον ουρανό.
«Ωραία βραδιά.» Του λέω και ξεφυσάω ελαφρώς. Είναι όμορφα. Τα αστέρια λάμπουν πάνω από το μαύρο πέπλο του ουρανού και το αεράκι είναι απαλό. Υπάρχει λιγοστό φως κι αυτό κάνει την βραδιά μοναδική.
«Ναι είναι. Άρα σου αρέσει η νύχτα.» Διαπιστώνει.
«Έχει κάτι. Κρύβει τόσο μυστήριο, το βράδυ όλα τα τέρατα γυρίζουν στους δρόμους, όλοι γίνονται αυτό που πραγματικά είναι κι αυτό με εξιτάρει.» Του λέω.
«Μιλάς με τόσο πάθος για τόσο μικρά πράγματα.» Μου αναφέρει και κοιτά τον ουρανό μαγεμένος από την ανάλυση μου.
«Stefan , πόσο χρονών είσαι;» Τον ρωτάω μετά από λίγο.
«22 εσύ;’ Τον κοιτάω που έχει καρφώσει τα μάτια του στα δικά μου.
«Είμαι 17, φέτος τελειώνω το λύκειο.» Του αναφέρω και εκπλήσσεται.
«Δεν σου φαίνεται ότι είσαι τόσο μικρή.» Μου λέει.
«Τέλος πάντων εδώ πιο κάτω υπάρχει ένα mini market, όποιος φτάσει τελευταίος πληρώνει τις μπύρες.» Τον αιφνιδιάζω και αρχίζω να τρέχω γρήγορα προς το mini market.
Τον ακούω πίσω μου να με φωνάζει και γελάω γιατί ούτε που τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο και ήδη έχω αρχίσει να κάνω χαζομάρες μαζί του.


{...}
Λίγη ώρα αργότερα και ενώ έχω φτάσει στο mini market βλέπω τον Stefan να καταφτάνει λαχανιασμένος και να με κοιτάει φανερά εκνευρισμένος.
«Αυτό δεν ήταν δίκαιο. Είχες ήδη ξεκινήσει να τρέχεις.» Σταματάει και παίρνει βαθιές ανάσες.
«Καλά, καλά πριγκίπισσα πήγαινε τώρα να πάρεις μπύρες και πλήρωσε κιόλας.» Του κλείνω το μάτι και γελάω.
Περιμένω να αγοράσει τις μπύρες. Λίγο αργότερα βλέπω την κοπέλα στο ταμείο να με κοιτάει με απαξίωση και να στέλνει φιλιά στον Stefan.
«Πιάσε.» Μου πετάει μία μπύρα και την πιάνω πριν γίνει κομμάτια.
Αρχίζουμε να περπατάμε ξανά και ο προορισμός μας είναι μία μικρή πλατεία. Αυτή η πλευρά της πόλης μου φαίνεται τόσο όμορφη και ήρεμη. Όταν πια είμαστε στην πλατεία και πίνουμε από τα γυάλινα μπουκάλια κάνω την ερώτηση που μου ήταν καρφωμένη στο κεφάλι εδώ και τόση ώρα.
«Γιατί αυτή με κοίταγε λες και της σκότωσα την γάτα;» Με κοιτάει και μου σκάει ένα χαμόγελο.
«Μου την έπεφτε ξεδιάντροπα , και για να την αποφύγω της είπα ότι είσαι το κορίτσι μου. Η τύπισσα κοκκίνισε από το κακό της και μου έδωσε αυτά λέγοντάς μου καλή συνέχεια.» Μου δείχνει τις συσκευασίες και βάζω τα γέλια.
«Δεν σε ξέρω ούτε μία ημέρα .»Αρχίζει να γελάει σπαστικά και να χτυπάει τα χέρια του σαν φώκια.
«Σταμάτα να γελάς.» Του λέω. Συνεχίζει ακάθεκτος και εγώ τον σπρώχνω έτσι ώστε να πέσει κάτω.
«Αυτό πόνεσε.» Μου λέει μουτρωμένος.
«Ήσουν υπερβολικός.» Κάθομαι πιο καλά στην κούνια μου και πίνω μια γουλιά.
«Βοήθησε με να σηκωθώ.» Μου λέει ενώ κάνει προσπάθειες να σηκωθεί. Αφήνω το μπουκάλι στην κούνια και του δίνω το χέρι μου. Με τραβάει πάνω του. Βγάζω μία κραυγή από τον τρόμο μου.
«Σςς θα ξυπνήσεις ολόκληρη την γειτονιά.» Βγάζει το χέρι του από το στόμα μου ενώ εγώ συνεχίζω να κλαψουρίζω με την τόση κοντινή απόσταση μας .
«Πολύ γκρινιάρα μας βγήκες εσύ.» Του ρίχνω μία μπουνιά στο χέρι και σηκώνομαι από πάνω του όσο πιο γρήγορα μπορώ.
«Δεν είμαι γκρινιάρα.» Παίρνω το μπουκάλι και πίνω λίγο.
Σηκώνεται και έρχεται προς το μέρος μου.
«Δεν κάνει να πιούμε άλλο.» Μου λέει και πετάει στην άκρη τα άδεια πλέον μπουκάλια.
«Θέλω να πάω σπίτι.» Του λέω νυσταγμένα.
«Στις διαταγές σας , δεσποινίς.» Μου χαμογελάει και πιάνει σφιχτά το χέρι μου ενώ περπατάμε τον δρόμο για τον γυρισμό.


Night.Dreamer