Παιχνίδια Εξουσίας (Κεφάλαιο 14)

Τζόναθαν

Το σκεφτόμουν εδώ και μια βδομάδα. Το είχα πια αποφασίσει.
Θα έχανα το στοίχημα. 
 Δεν ήθελα πια να στέκεται ανάμεσα σε εμένα και την Αναλύζα. Στην πραγματικότητα ήθελα να της κάνω τόσο πολύ έρωτα που μια ανύπαρκτη επιχείρηση για μετάξια έμοιαζε ασήμαντη  πια. Ήθελα κάτι παραπάνω και θα το έπαιρνα. Την είχα καλέσει για δείπνο και ύστερα θα πηγαίναμε στην κρεβατοκάμαρα. Όπως πάντα. Όλα θα ήταν φυσιολογικά μέχρι που να μην ήταν. 
Είχα βάλει τους υπηρέτες να φτιάξουν πουρέ γλυκοπατάτας, σαλάτα άγριων χόρτων και πουτίγκα δαμάσκηνου. Είχα καταλάβει ότι ήταν χορτοφάγος αφού κάθε φορά που δειπνούσαμε απέφευγε να ακουμπήσει το κρέας. Ήθελα να δει ότι την πρόσεχα και ήθελα αυτή η μέρα να μην είναι σαν όλες τις άλλες. Γέλασα καθώς περίμενα στο τραπέζι. Ποιος να το έλεγε πως ο Τζόναθαν Ράιντερ να τα ήθελε όλα αυτά; Μια κανονική σχέση. 
Άκουσα το γέλιο της από την απέναντι πλευρά της τραπεζαρίας, ένας από τους φρουρούς μου την συνόδευε, σηκώθηκα και έσπρωξα την καρέκλα δίπλα μου για να την βοηθήσω να κάτσει. Με κοίταξε στα  μάτια, υπήρχε κάτι στο βλέμμα της που με έκανε να ανησυχήσω. Είχε μια απελπισία.
Διέτρεξα ένα δάχτυλο στο μπράτσο της αλλά δεν γύρισε να με κοιτάξει. Την είδα όμως να χαμογελάει.
«Πουτίγκα δαμάσκηνο;»
«Ήθελα να μάθω τη γεύση είχε» ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Έχει γεύση δαμάσκηνο» γέλασε και πρόσεξα τους ώμους της να χαλαρώνουν. «Είναι το αγαπημένο μου επιδόρπιο» πήρε ένα κουτάλι και έκανε έφοδο στο γλυκό. Σήκωσε το χέρι της προς το μέρος μου.
«Άνοιξε το στόμα σου»
Είχε όντως γεύση δαμάσκηνου, ήταν κρεμώδες και γευστικότατο. Έσκυψα και την φίλησα, απαλά και ήρεμα. Η Αναλύζα απομακρύνθηκε, έσκυψε το κεφάλι της και άφησε την υπηρέτρια που είχε πλησιάσει να της γεμίσει το πιάτο. Έγειρα το κεφάλι μου σκεφτικός. Τι συνέβαινε; Τι είχε στο μυαλό της; Γιατί ήταν τόσο απόμακρη; 
Αφοσιώθηκα σιωπηλός στο φαγητό μου και της έδωσα χρόνο. 
Πέρασαν είκοσι λεπτά, η Αναλύζα σκούπισε το στόμα της με την πετσέτα.
«Πρέπει να σου μιλήσω» ακούμπησε το χέρι της πάνω στην παλάμη μου.  Να πάλι εκείνο το βλέμμα,  το βράδυ δεν πήγαινε όπως το είχα σχεδιάσει.
«Αφεντικό!» η χοντροκομμένη φωνή του Λάρικ ήχησε σαν καμπάνα μέσα στην τραπεζαρία. Έσφιξα το χέρι μου σε γροθιά και έστρεψα το κεφάλι μου. Πρώτα είδα την πεταχτή κοιλιά του και ύστερα το πρόσωπο του. Ήταν γλυκός και πιστός άνθρωπος αλλά πάντα επέμβαινε τις πιο ακατάλληλες ώρες. O Λάρικ υποκλίθηκε, όπως έκανε πάντα και με εκνεύριζε ακόμα περισσότερο.
«Ίσιωσε την πλάτη σου Λάρικ, να σου γνωρίσω την Αναλύζα Νόρμαν» ο Λάρικ έβγαλε το καπέλο του για να χαιρετίσει την Αναλύζα που έστρεψε το σώμα της για να τον χαιρετίσει. Το χαμόγελο χάθηκε από τα χείλη της καθώς αναγνώριζε τον υπάλληλο μου. Ο Λάρικ γούρλωσε τα μάτια του και κοκκίνισε ολόκληρος.
«Κυρία μου... Χάρηκα» μου έριξε ένα λοξό βλέμμα και κατάλαβα. Άφησα κάτω το πιρούνι, έχοντας χάσει την όρεξη μου.
«Λάρικ θα μιλήσουμε μετά»
«Αφεντικό...»
«Άσε μας μόνους σε παρακαλώ» 
«Τζον..» η Αναλύζα με κοίταξε ανήσυχη. Δεν νομίζω ότι είχε καταλάβει ότι την είχα ανακαλύψει.... Έσκυψα κοντά της και της κάλυψα την παλάμη της .
«Με πρόδωσες» έσφιξα τον καρπό της τόσο πολύ που τα νύχια μου χώθηκαν στο δέρμα της.
«Πήρες το πρόγραμμα από τον Λάρικ και μου έστησες παγίδα. Γιατί;» την ένιωσα να τραβιέται αλλά την κράταγα καλά.
«Τζον...»
«Γιατί;;» σηκώθηκα. Χτύπησα με τόση δύναμη το τραπέζι που αναποδογύρισε. Τα πιάτα έσπασαν, τα φαγητά σκορπίστηκαν. Η Αναλύζα που ήταν ακόμα καθισμένη σήκωσε το βλέμμα της προς το μέρος μου. Φοβόταν.
«Δεν σου έστησα εγώ παγίδα αλλά είναι η αλήθεια ότι πήρα το πρόγραμμα» πρόσθεσε αμέσως καθώς είδε ότι ήμουν έτοιμος εκραγώ.
«Τι το έκανες;»
«Το έδωσα στον πατέρα μου» η Αναλύζα σηκώθηκε και με πλησίασε. «Άσε με να σου εξηγήσω» με παρακάλεσε.
«Μην με αγγίζεις!» τινάχτηκα μακριά της.
«Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς... Τζον, θα την χτύπαγε...θα..θα την σκότωνε» η Αναλύζα με έπιασε από το μπράτσο.  Σήκωσα το χέρι μου και το τύλιξα γύρω από το λαιμό της.
«Δεν συγχωρώ προδότες και εσύ είσαι η χειρότερη από όλους. Χρησιμοποίησες  το σώμα σου για να πάρει αυτό που θες. Τόσο φτηνή είσαι τελικά;»
«Δεν είναι... Δεν είναι έτσι, το έκανα για την μητέρα μου. Θα την πλήγωνε Τζον»
«Δεν με νοιάζει γιατί το έκανες. Με νοιάζει το αποτέλεσμα, η προδοσία σου. Εσύ, Αναλύζα Νόρμαν είσαι ένα ελαττωματικό εμπόρευμα και εγώ είμαι  ο καλύτερος έμπορος γιατί πετάω αυτού του είδους τα εμπορεύματα» την έσπρωξα προς τα πίσω.
«Δεν θέλω να σε ξαναδώ, μην ξαναπεράσεις από το σπίτι μου, γιατί αν περάσεις θα σε σκοτώσω» απομακρύνθηκα περισσότερο γιατί δεν εμπιστευόμουν καθόλου τον εαυτό μου σε αυτήν την κατάσταση.
«Φρουροί! Συνοδεύσε την έξω από το σπίτι και μην την ξαναφήσετε να μπει!»
«Μα.. είμαι ερωτευμένη μαζί σου» οι λέξεις βγήκαν απελπισμένες, σαν να ήταν το μόνο πράγμα από το οποίο κρατιόταν.
Στράφηκα προς το μέρος της και έβαλα τα γέλια. «Ανόητη, τι νομίζεις ότι ήταν όλο αυτό, πέρα από ένα στοίχημα;» απομακρύνθηκα, καθώς οι φρουροί έπιασαν την Αναλύζα και την έσυραν προς την έξοδο.
Κλείστηκα με στο δωμάτιο μου και άρχισα να σπάω ότι έβρισκα μπροστά μου.

Αυτό ήταν λοιπόν, είχε τελειώσει. 


Αγγελίνα Παντελή