Η μάχη του έρωτα (Κεφάλαιο 16)

Το επόμενο πρωί την βρήκε αναμαλλιασμένη να προσπαθεί να βρει το κινητό της που δονούσε σαν τρελό. Σύρθηκε σχεδόν ως το μπάνιο και με πολύ κόπο κατάφερε να κάνει ένα ντους. Φόρεσε ότι πιο όμορφο βρήκε στα πράγματά της και βάφτηκε σε απαλούς τόνους για να μην μοιάζει με μισοπεθαμένη. Μάζεψε μια κοτσίδα τα μαλλιά της και ήταν σχεδόν έτοιμη.

«Μα που τα έβαλα;» μούγκρισε μέσα από τα δόντια, ψάχνοντας για τα σταράκια της.
Η πόρτα χτύπησε ελαφρά.
«Περάστε», μουρμούρισε άκεφα και εκνευρισμένη που την διέκοπταν από την αναζήτησή της.
«Νεφέλη σε δέκα λεπτά φεύγουμε, είσαι έτοιμη;» άκουσε την φωνή της Ξένιας και μετά από λίγα δευτερόλεπτα την είδε να στέκεται ολόλαμπρη μπροστά της, μέσα σε ένα πανέμορφο φόρεμα.
«Είστε... πανέμορφη», άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να εκφραστεί, αφού είχε δει πόσο φιλικά της είχε φερθεί χθες.
«Κι εσύ κορίτσι μου! Ετοιμάσου γιατί θα αργήσουμε!» γύρισε να φύγει, αλλά σα να το μετάνιωσε έστρεψε ξανά το βλέμμα της στην Νεφέλη. «Να βάφεσαι πιο συχνά, σου πάει»
«Αν δεν φορέσω παπούτσια λέτε να με παρεξηγήσουν;» της ξέφυγε της Νεφέλης και μετά από το πρώτο σοκ ξέσπασαν κι οι δύο στα γέλια.
«Νομίζω πως ο κύριος Μέγας δεν θα το προσέξει καν», της έκλεισε το μάτι και την άφησε να συνεχίσει την αναζήτησή των χαμένων παπουτσιών.
Αφού κατάφερε να τα εντοπίσει κάτω από το κρεβάτι, φόρεσε λίγο άρωμα πίσω από το αυτί της και ήταν έτοιμη να τον συναντήσει. Φυσικά και δεν έμοιαζε σε τίποτα στο φρέσκο πλουσιοκόριτσο που ήταν κάποτε, αλλά τουλάχιστον είχε μια αξιοπρεπή εμφάνιση σε σχέση με τις υπόλοιπες μέρες που το μοναδικό στολίδι επάνω της ήταν η σκόνη.
Βγήκε στο σαλόνι όπου την περίμενε η Ξένια με ένα τεράστιο χαμόγελο. Βγήκαν ως το αμάξι και έφυγαν για το νοσοκομείο. Προς έκπληξη της Νεφέλης πήγαν με σπορ αμάξι και οδηγούσε η Ξένια.
«Η λιμουζίνα χάλασε;» σήμερα δεν ήταν η μέρα της. Ρωτούσε ότι της ερχόταν στο κεφάλι.
«Το πάρκινγκ στο νοσοκομείο δεν διαθέτει ειδική λωρίδα για λιμουζίνες. Προτιμώ τα πιο απλά πράγματα στην ζωή», της απάντησε κελαηδιστά.
«Ξέρετε τι με θέλει ο κύριος;»
«Μην φοβάσαι! Δεν πας για κρέμασμα, ηρέμησε! Να σε ευχαριστήσει θέλει απ' ότι κατάλαβα», της χαμογέλασε.
Η αλήθεια είναι πως αν πήγαινε για κρέμασμα θα είχε πολύ λιγότερο άγχος και οι παλμοί της ίσως ήταν πιο φυσιολογικό απ' ότι τώρα. Το βράδυ μετρούσε τα δευτερόλεπτα και όσο πλησιάζει η ώρα μετράει τις ανάσες της. Δεν της ήταν εύκολο να συγκρατήσει τον εαυτό της, ούτε να το παίξει αδιάφορη. Τελικά ίσως κι να προτιμούσε να την έστελναν στο απόσπασμα για εκτέλεση.
«Ναι σίγουρα», διαβεβαίωσε φωναχτά τον εαυτό της.
«Τι είπες;» η Ξένια την κοίταξε που μιλούσε μόνη της.
«Μην μου δίνετε σημασία. Πότε φτάνουμε;»
«Φτάσαμε! Κατέβα και πηγαίνεις στο 2 Α κτίριο στον τρίτο όροφο, δωμάτιο 309»
«Μόνη μου;»
«Θα σε πήγαινα εγώ αλλά έχω μερικές δουλειές στο κέντρο και καταλαβαίνεις...» πάτησε το κουμπί από την ζώνη για να την απελευθερώσει και της έκανε νόημα για καλή τύχη. Ήταν σίγουρη πως θα την χρειαζόταν με τον Ντίνο, αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και όσο περνούσε ο καιρός τόσο το πίστευε όλο και περισσότερο.
Η Νεφέλη δεν άργησε να βρει το κτίριο που της είχε πει η Ξένια και μέσα σε λίγα λεπτά είχε φτάσει ήδη έξω από το δωμάτιο 309, όπου δεν θα ήταν δύσκολο να το εντοπίσει έτσι κι αλλιώς. Έξω από την πόρτα υπήρχαν καμιά δεκαριά σωματοφύλακες. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τους πλησίασε.
«Τι;» ρώτησε ένας χοντρός κύριος που στεκόταν ακριβώς μπροστά στο χερούλι.
«Ο κύριος Μέγας με περιμένει», του είπε σταθερά και με πειθώ.
«Περίμενε», έβγαλε τον ασύρματο και μόλις βεβαιώθηκε για την καλεσμένη, της άνοιξε την πόρτα να περάσει.
Η Νεφέλη του χαμογέλασε και πέρασε μέσα στο δωμάτιο. Ένα πολυτελές σαλόνι απλωνόταν μπροστά της και έναν μικρό διάδρομο που οδηγούσε σε ένα κρεβάτι. Πλησίασε, μέχρι που είδε τον Φίλιππο να την κοιτάζει χαμογελαστός.
«Καλώς την!» την χαιρέτησε εγκάρδια παρά τους πόνους που ένοιωθε στα πλευρά του. Αν κι τον είχαν βεβαιώσει πως δεν είχε φάει ξύλο, εκείνος ένοιωθε λες κι είχε περάσει νταλίκα από πάνω του.
«Κύριε Μέγα... ε... δηλαδή...»
«Μην κουράζεσαι, κάθισε να τα πούμε!»
«Νοιώθετε καλύτερα;»
«Πονάω λίγο αλλά είμαι ζωντανός, αυτό έχει σημασία!»
«Θα μπορούσατε να μην...» ο τρόμος ήταν εμφανής στο πρόσωπό της.
«Μην φοβάσαι! Όλα είναι μέσα στην ζωή, ειδικά στην δουλειά μας», προσπάθησε να της εξηγήσει τα ανεξήγητα. Στην πραγματικότητα ούτε εκείνος καταλάβαινε το τι ακριβώς της έλεγε. Προσπαθούσε μονάχα να καλύψει την σιωπή με βλακείες για να μην φανεί η ταραχή του.
Την περιεργάστηκε για λίγα δευτερόλεπτα από πάνω μέχρι κάτω. Αυτή η κοπέλα δεν ήταν απλά όμορφη, είχε στυλ, είχε τρόπο. Ήξερε να τον τρελαίνει μόνο με την παρουσία της. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα μάτια του, ούτε το μυαλό του που έτρεχε με ιλιγγιώδης ρυθμούς. Ήθελε να πετάξει τον ορό από πάνω του και να την αγκαλιάσει, να μυρίσει το άρωμά της που είχε διασκορπιστεί σε όλο το δωμάτιο και τον είχε λιώσει.
«Η κυρία Ξένια μου είπε πως θέλατε κάτι να μου πείτε. Αν σας ενόχλησε η συμπεριφορά μου εκείνο το βράδυ σας ζητώ συγγνώμη και θα υποβάλω εγώ την παραίτησή μου...»
«Ε, σταμάτα! Πήρες φόρα! Τι είναι αυτά που λες;» της χαμογέλασε και της άπλωσε το χέρι του. Η Νεφέλη διστακτικά του έδωσε το δικό της, ενώ σηκώθηκε όρθια από την καρέκλα όπου είχε στρογγυλοκαθίσει. Ο Ντίνος την τράβηξε απότομα κοντά του και της έκανε χώρο στο κρεβάτι του να καθίσει.
«Κύριε Μέγα... ε, καλύτερα να...», είχε χάσει τα λόγια της, δεν ήξερε καν που βρισκόταν. Τον έβλεπε εκεί ξαπλωμένο, να της μιλάει με τόση τρυφερότητα και δεν μπορούσε ούτε καν να αντισταθεί στην γοητεία του, ούτε να προβάλει την λογική μπροστά.
Ο Ντίνος έμοιαζε να μην την ακούει, απλά την κοιτούσε μεθυσμένος από την ομορφιά της. Σχεδόν την είχε γδύσει με τα μάτια του και κυρίως εκείνα τα χείλη ήταν που ήθελε να γευτεί. Έβαλε όση δύναμη χρειαζόταν για να καταφέρει να τα πλησιάσει, να τα μυρίσει, να τα κάνει δικά του. Η λογική δεν είχε καμία θέση εκείνη την στιγμή ανάμεσά τους. Εξάλλου έβλεπε στα μάτια της πως κι εκείνη ένοιωθε το ίδιο. Τύλιξε το ελεύθερο χέρι από ορό, γύρω από την μέση της και απλά ένωσε τις ανάσες τους.
«Είμαστε πάτσι», της ψιθύρισε γλυκά στο αυτί και εκείνη χαμογέλασε. Την κοίταξε που είχε σκυφτό το κεφάλι της, σαν να ντρεπόταν και της χάιδεψε το μάγουλο. «Δεν ήθελες;»
«Εγώ δουλεύω για εσάς κι έχω ανάγκη αυτή την δουλειά... δεν θέλω να γίνει αιτία...»
«Σς, δεν θα χάσεις την δουλειά σου», της είπε όσο πιο γλυκά μπορούσε. Η επιρροή που είχε αυτή η γυναίκα πάνω του ήταν καταλυτική. Το συμβάν αυτό όμως έπρεπε να μείνει κρυφό, ειδάλλως θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την γκρίνια της Χριστίνας, του Γιώργου ή ακόμα χειρότερα των ανωτέρων. Ούτε που ήθελε να σκεφτεί την αντίδρασή τους, αλλά την δεδομένη στιγμή δεν ήταν αυτό που τον απασχολούσε.


Βασιλική Κυργιαφίνη