Κάιν
Κοίταξα το πάτωμα. Η Νάιλα ήταν αναίσθητη, ακόμα και έτσι
ήταν εκπληκτικά όμορφη.
«Ξαναπές το μου από την αρχή» στάθηκα μπροστά από το
γραφείο, πήρα μια πένα και έπαιξα με την άκρη της. Ο Κάρτερ βρισκόταν δίπλα στη
πόρτα.
«Την βρήκαμε πριν προλάβει να φτάσει στο Τζόναθαν Ράιντερ
αφεντικό» ο Σον έριξε μια κλεφτή ματιά στη πόρτα, αβέβαιος. «Θα μας έδινε το
χαρτί με την προϋπόθεση ότι θα φέρναμε
την μητέρας της. Πήγα να το πάρω αλλά μου επιτέθηκε και αμύνθηκα.»
«Την μαχαίρωσες» δήλωσα, έχοντας το βλέμμα μου στην πένα.
«Που;»
«Τ..τι εννοείς;» ο Σον ξεροκατάπιε.
«Σε ποιο σημείο του σώματος τη μαχαίρωσες;»
«Οπότε έχει χρόνο» μουρμούρισα σκεφτικός. Σήκωσα το βλέμμα
μου. «Κάρτερ πήγαινε να φωνάξεις το γιατρό» περίμενα μέχρι να φύγει, έπειτα
γύρισα να κοιτάξω τον υπάλληλο μου. Το πρόσωπο του ήταν γεμάτο με ξεραμένο
αίμα. Η Αναλύζα το είχε κάνει αυτό, δεν μπόρεσα να μην νιώσω περήφανος.
«Πρέπει να μάθεις
κάτι για εμένα Σον» έκανα ένα βήμα μπροστά.
«Τι είναι αφεντικό;» η φωνή του Σον τρεμούλιασε.
Σήκωσα τη πένα και άφησα το θυμό μου, την απελπισία να με
καθοδηγήσει. Την έχωσα βαθιά στο λαιμό του. Ένας πίδακας αίμα πιτσίλισε το
πρόσωπο μου αλλά δεν έκανα πίσω. Ο Σον έβγαλε ένα ήχο γουργουρίσματος.
«Αγαπώ την κόρη μου» έστριψα βάναυσα την πένα και τον
στήριξα για να μην καταρρεύσει. Ήθελα να δω τη ζωή να χάνεται από τα μάτια του
πρώτα. Ύστερα από λίγο άφησα το άψυχο
σώμα του κάτω. Σηκώθηκα και πήρα στην αγκαλιά μου τη Νάιλα, δεν άξιζε να είναι
στο ίδιο χώρο με αυτόν που είχε τραυματίσει το παιδί του. Παραμέρισα μια τούφα
από το πρόσωπο της. Μπορεί να της είχα πει ότι θα τη σκότωνα, αλλά δεν το ήθελα
πραγματικά. Πάντα όμως έχανα τον έλεγχο μαζί της, πως δεν είχε συνειδητοποιήσει
ως τώρα τον έλεγχο που είχε πάνω μου; Ήταν δικιά μου, μόνο δικιά μου. Γιατί δεν
μπορούσε να το καταλάβει;
Την άφησα στο κρεβάτι.
«Πάω να φέρω τη κόρη μας στο σπίτι»
Τζόναθαν
«Γιατρέ
είμαι καλά.»
«Δεν
αμφιβάλω Τζον αλλά σου προτείνω να το πιείς αυτό»