Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 16) "β΄ μέρος"


  «Λιλιάνα?»  άκουγα την φωνή σαν ψίθυρος να με καλεί. Πάλευα να ανταποκριθώ αλλά δεν μπορούσα. Μια άλλη φωνή με τραβούσε και εκείνη προς το μέρος της και βρισκόμουν στην μέση. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ο ψίθυρος μεγάλωνε, η φωνή αναγνωρίστηκε και πλέον ήμουν σίγουρη ότι ο Άαρον προσπαθούσε να με ξυπνήσει. Όμως δεν μπορούσα να ξυπνήσω ακόμα. Ήθελα να δω ποια ήταν η άλλη φωνή. Αυτή η απαλή, πονεμένη και μελαγχολική φωνή που με καλούσε. Ο Άαρον δεν το έβαλε κάτω και συνέχιζε πιο δυνατά ενώ εγώ πάλευα να κρατηθώ ακόμα σε κατάσταση ύπνου. Τα βλέφαρα μου άνοιξαν αυτόματα όταν ένιωσα ένα δυνατό φως να απλώνεται πάνω μου. «Την βρίσκεις τελευταία με το να με τρομάζεις. » πρόφερε απαλά όταν με είδε να ανακάθομαι.

  «Τι ώρα είναι?» ρώτησα με βαθιά φωνή από τον ύπνο.
  «Εφτά και μισή. Δεν έχεις συνάντηση σήμερα.» Πήγα να τον ρωτήσω πως το ήξερε αλλά μετά θυμήθηκα ότι ήξερε τους κωδικούς της ηλεκτρονικής μου ατζέντας όπως και το που την έκρυβα. Ανασηκώθηκα με κόπο και  τον κοίταξα.
  «Δεν πρέπει να ετοιμάζεσαι για τον αγώνα σου?»
  «Ο αγώνας μου είναι στις έντεκα. » μου απάντησε χωρίς να με κοιτάει. Έκανα να σηκωθώ αλλά με σταμάτησε βάζοντας το χέρι του μπροστά μου μπλοκάροντας με. «Θα μου πεις τι συμβαίνει με εσένα?» Απομάκρυνα το χέρι του χωρίς κόπο και σηκώθηκα.
   «Άμα το έχανα...» ξεκίνησα να λέω χαμηλόφωνα. «Τι θα έκανες?» του είχα γυρισμένη την πλάτη και δεν μπορούσα να δω την έκφραση του αλλά σίγουρα δεν ήταν χαρούμενη. Ακολούθησε μια μεγάλη παύση πριν απαντήσει.
   «Θα σε στήριζα. Όπως πάντα.» Χαμογέλασα χωρίς να το δει. Αυτή την απάντηση περίμενα αλλά ήθελα να βεβαιωθώ.
   «Όταν γυρίσω, θέλω να μιλήσουμε.» Θα του τα έλεγα όλα. Και ας με περνούσε για τρελή. Θα του έλεγα ότι είχα μάθει και ότι είχα ζήσει αυτές τις τελευταίες μέρες. Θα προλάβαινα όμως? Το βάρος στο στήθος μου δεν έλεγε να φύγει και εγώ αισθανόμουν πιο εκτεθειμένη από ποτέ στο αβέβαιο μέλλον που μου επιφυλασσόταν. Ήθελα να του τα πω τώρα. Να κάνω κοπάνα από το Ντέστινι, να κάτσω σπίτι και να του πω όλη την αλήθεια. Αλλά είχε τον αγώνα και έπρεπε να είναι ήρεμος. Δεν ήθελα να τον φορτώσω και εγώ με παραπανίσιες έγνοιες.  «Πάω να ετοιμαστώ.» είπα. Έβαλε το χέρι του μπροστά μου και μου μπλόκαρε τον δρόμο. Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα.
  «Δεν θες να μου πεις τώρα?» Δεν είχε ιδέα πόσο πολύ ήθελα να το κάνω αυτό. Έγειρα προς το μέρος του και τον φίλησα απαλά. Ένιωσα το σώμα του να σφίγγεται και να προσπαθεί να κρατηθεί ατάραχος. Αυτό θα του αποσπούσε την προσοχή από το θέμα συζήτησης μας.
  «Το βράδυ.» του υποσχέθηκα και πέρασα κάτω από το χέρι του. Έμεινε στην ίδια θέση όση ώρα εγώ ντυνόμουν και ετοιμαζόμουν για το μαγαζί. Πιάνοντας την τσάντα μου τον πλησίασα από πίσω. Είχα σκοπό να μην τον προκαλέσω καθόλου απόψε καθώς ο αγώνας που θα έπαιζε απόψε ήταν κρίσιμος αλλά δεν μπορούσα να κρατηθώ. «Τα λέμε απόψε νικητή.» τον φίλησα απαλά πίσω από το αυτί και προχώρησα προς την έξοδο. Τον είδα να γυρνάει να με κοιτάζει καθώς έκλεινα την πόρτα πίσω μου. Περπάτησα με τον παγωμένο αέρα της Νέας Ορλεάνης να μου μαστιγώνει το πρόσωπο. Ναι ακόμα ένιωθα σαν κάτι να πήγαινε απίστευτα στραβά και το σφίξιμο στο στομάχι μου δεν έλεγε να υποχωρήσει αλλά δεν ήθελα να το αφήσω να με επηρεάζει άλλο. Ίσως να έφταιγε ο καιρός. Ίσως το πόσα πολλά μου είχαν πέσει μαζεμένα. Ή πάλι, ίσως πραγματικά να χρειαζόμουν διακοπές. Τύλιξα πιο σφιχτά το κασκόλ γύρω από τον λαιμό μου. Δεν ήθελα το αυτοκίνητο. Πλησίαζαν οι γιορτές και ήδη ο κόσμος είχε αρχίσει να μπαίνει στο mood και γινόταν το αδιαχώρητο στους δρόμους.  Μπήκα στο μαγαζί και πέταξα το μπουφάν μου στον Στέφαν τον μπάρμαν μας.
  «Το κρύο δεν σε πτοεί έτσι?» Το κοντό πλεκτό μου φόρεμα μπορεί να ήταν κάπως ελαφρύ για την εποχή και την θερμοκρασία που είχε πέσει κατακόρυφα μέσα σε δυο μέρες αλλά εγώ ποτέ δεν αντιμετώπιζα τέτοια θέματα. Ποτέ δεν είχα αρρωστήσει, ποτέ δεν είχα νιώσει κρύο ή ζέστη. Ίσως τώρα να καταλάβαινα τον λόγο.
  «Τίποτα δεν με πτοεί.» του απάντησα ενώ προχωρούσα προς το καμαρίνι μου. Μπήκα μέσα και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Προς έκπληξη μου όμως δεν ήμουν μόνη μου.
  «Χαίρεται.» Η Ζόι καθόταν στον καναπέ έχοντας απλώσει τα πόδια της στο τραπεζάκι και κρατώντας ένα ποτήρι λευκό κρασί στο χέρι της.
  «Ο γιατρός ξέρει ότι συνεχίζεις να πίνεις?» την ρώτησα ενώ την προσπερνούσα και πήγαινα στην ντουλάπα μου.
  «Ένα ποτήρι δεν ενοχλεί την αγωγή.» μου απάντησε.
  «Άρα όχι.» συμπέρανα ενώ περνούσα το φόρεμα μου πάνω από το κεφάλι μου. Την Ζόι δεν την ντρεπόμουν για τα σημάδια μου. Εξάλλου τα είχε δει όταν είχα περάσει από υποτιθέμενη οντισιόν. Την είχα συναντήσει σε έναν αγώνα του Άαρον καθώς η κόρη της υπήρξε ένα φεγγάρι ερωμένη του και μου είχε πει ότι είχε αυτό το κλαμπ. Μου πρότεινε το ίδιο βράδυ να δουλέψω για εκείνη καθώς όπως είχε πει : «Ένα τέτοιο πρόσωπο, θα τα φέρει χοντρά.» Άδικο δεν είχε. Όταν είχα έρθει και της είχα πει να χορέψω δεν χρειάστηκε. «Και τα πόδια σου να μην μπορείς να πάρεις, εμένα μου κάνεις.» Όταν δε είχε δει και τις ικανότητες μου στον στύλο η αμοιβή μου είχε τριπλασιαστεί κάνοντας τις κοπέλες να παραιτούνται η μία μετά την άλλη. Όταν όμως υπάρχει τέτοια ανάγκη και το μαγαζί ήταν από τα λίγα που είχαν τρελά έσοδα δεν είχαμε αργήσει να βρούμε άλλες και καλύτερες.
  «Καινούριο μεικ απ?» με ρώτησε ενώ κοιτούσε την πλάτη μου. Είχα ξεχάσει εντελώς ότι τα σημάδια μου είχαν χαθεί. Για μια στιγμή τα έχασα αλλά γρήγορα της απάντησα:
  «Ναι. Πανάκριβο αλλά φαίνεται σαν να μην υπάρχει τίποτα.»
  «Ισχύει.» απάντησε και μπόρεσα να αναπνεύσω ξανά.
  «Να ρωτήσω τι κάνεις εδώ?» ρώτησα ενώ κούμπωνα το δερμάτινο κορμάκι μου.
  «Εσύ να μου πεις.» Πάντα μιλούσε έτσι. Πίστευε ότι της έδινε έναν αέρα μυστηρίου. Η αλήθεια είναι ότι δεν το χρειαζόταν. Έδειχνε πανέξυπνη και υπερβολικά πονηρή.
  «Εγώ δεν έχω ιδέα.»
  «Το ξέρεις ότι με το να το παίζεις χαζή δεν κερδίζεις τίποτα?»
  «Ούτε με το να μιλάς με γρίφους.» Γύρισα και την κοίταξα. Με κοιτούσε έντονα αλλά εγώ δεν ήμουν από τις κοπέλες που κομπλάρανε με αυτό της το βλέμμα. Την είδα να γυρίζει τα μάτια της
  «Τι έχεις? Τελευταία δεν είσαι εδώ.» Είχε παρατηρητικότητα. Της το αναγνώριζα αυτό.
  «Απλά νομίζω ότι χρειάζομαι ένα διάλειμμα.» παραδέχτηκα.
  «Από την δουλειά? Μια άδεια?» Το σκέφτηκα λίγο. Τώρα που το έλεγα δυνατά καταλάβαινα ότι ίσως ήταν λίγο πιο σημαντικό. Ήθελα να φύγω μακριά, κάπου που οι αμαρτίες του πατέρα μου και η κληρονομιά που μου είχε περάσει δεν θα μπορούσαν να με βρουν.
  «Μια άδεια. Να πάω κάπου μακριά. Να ηρεμήσω. Θα μου δώσεις?» Με κοίταξε και χαμογέλασε στοργικά.
  «Είσαι σκυλί ξέρεις. Δουλεύεις ασταμάτητα εδώ και τρία χρόνια κοντά. Ακόμα και τα σκυλιά κουράζονται όμως. Χόρεψε απόψε και μετά πάρε έναν μήνα άδεια. Αν χρειαστείς και άλλο, πάρε με τηλέφωνο και το συζητάμε.» Σηκώθηκε ευχαριστημένη που της είχα ανοιχτεί και της είχα πει τι με απασχολεί. Αυτό πίστευε τουλάχιστον.
  «Ευχαριστώ.» Ήρθε προς το μέρος μου και με φίλησε στοργικά στο μέτωπο. Το πιο κοντινό σε μητρική φροντίδα που είχα λάβει ποτέ.  Βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντας με να βαφτώ για να βγω. Περίμενα υπομονετικά στο καμαρίνι μου μέχρι να μου χτυπήσει ο υπεύθυνος. Βγήκα στην σκηνή και άρχισα να λικνίζομαι στον στύλο με δυσκολία. Η ανάσα μου έβγαινε ακανόνιστη και ίδρωνα απίστευτα πολύ. Προσπάθησα να το αγνοήσω όμως ένας οξύς πόνος στην κοιλιά μου με έκανε να διπλωθώ στα δυο πάνω στην πίστα. Οι κοπέλες έσπευσαν στο πλάι μου μαζί με την ασφάλεια. Πανικός επικράτησε στους θεατές ενώ άκουγα φωνές και ποτήρια να σπάνε από κάπου μακριά. Το προαίσθημα μου έβγαινε αληθινό. Κάτι κακό συνέβαινε. Αλλά όχι εδώ. Ύψωσα το βλέμμα μου στον ουρανό και το επόμενο που θυμάμαι είναι ένα λευκό φως να καλύπτει τα πάντα και να με τραβά. Και εγώ σαν αιχμάλωτος του, το ακολούθησα...



Nadia