Τζόναθαν
«Πιες αυτό μικρέ»
«Είμαι μια χαρά γιατρέ»
«Μην μου αντιμιλάς Τζόνυ. Θα σε ηρεμήσει» ο άντρας με τα
γκρίζα μαλλιά μου έδωσε ένα ποτήρι.
«Μια καράφα με ουίσκι θα με ηρεμήσει» πήγα να παραμερίσω ότι
ήταν και αυτό που θα μου έδινε, αλλά ο γιατρός με έπιασε δυνατά.
«Πιες το» τώρα ήταν απόλυτα σοβαρός. Αναστέναξα και πήρα το
ρόφημα.
«Ναι είσαι τόσο καλά που άρχισες να τα σπας όλα εδώ μέσα και
ο αδερφός σου ανησύχησε τόσο πολύ που με έφερε εδώ και όσο για την καράφα
ουίσκι... Την είχες ήδη κατεβάσει!» με μάλωσε. Ο γιατρός Νιλ ήταν οικογενειακός
φίλος μας εδώ και πολλά χρόνια. Όταν πέθανε ο πατέρας μας, τον αντικατέστησε σχεδόν.
«Θα χρειαστεί να κοιμηθείς. Τι ήταν αυτό που σε τάραξε
τόσο;»
Γέλασα με πίκρα και κράτησα το ποτήρι στο μέτωπο μου. Άνοιξα
το στόμα μου έτοιμος να τα πω όλα όταν άκουσα ανθρώπους να τρέχουν.
«Κύριε Τζόναθαν!!!» αναγνώρισα τη φωνή του φρουρού μου. Τεντώθηκα
αμέσως, κάτι είχε συμβεί, ήμουν σίγουρος.
«Η δεσποινίς..Νόρμαν!»
Έσφιξα τα χέρια μου σε γροθιές και σηκώθηκα από την καρέκλα μου.
«Τι δουλειά έχει εδώ; Της είπα να μην ξανάρθει!»
«Τζον....»
«Όχι Γουίλ, σου εξήγησα και τώρα θα της δώσω να καταλάβει
ότι εννοούσα ότι είπα» βγήκα από το γραφείο μου.
Ο φρουρός κόντεψε να
πέσει πάνω μου, έκανε ένα βήμα πίσω ξαφνιασμένος. Το πρόσωπο του ήταν χλωμό και
τα χαρακτηρίστηκα τεντωμένα από ανησυχία.
«Δεν μας αφήνει να την βοηθήσουμε»
Ο θυμός εξανεμίστηκε και σούφρωσα μπερδεμένος τα φρύδια μου.
Δεν μας αφήνει να την βοηθήσουμε; Παραμέρισα
το φρουρό μου και προχώρησα προς το χολ.
Η Αναλύζα είχε το χέρι της στη κοιλιά της. Το φόρεμα στο
χρώμα του απαλού ροζ είχε γίνει κόκκινο. Δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλα της. Παρόλα
αυτά μόλις με είδε χαμογέλασε.
Πρέπει να έτρεξα, δεν
το κατάλαβα, τα πάντα έμοιαζαν θολά έπειτα από αυτό που αντίκρισα. Η Αναλύζα
παραπάτησε, την έπιασα πριν πέσει.
«Τον κ...κατέστρεψα» ακούμπησε εξασθενημένη το κεφάλι της
στον ώμο μου.
«Ποιος στο έκανε αυτό;» έσκυψα και πέρασα το χέρι μου γύρω
από τα πόδια της και τη σήκωσα όσο πιο μαλακά μπορούσα. Έβγαλε ένα βουβό λυγμό.
«Θα γίνεις καλά Άνα» δεν ήξερα ποιος από τους δυο μας
προσπαθούσα να καθησυχάσω.
«Πάρε αυτό» προσπάθησε να σηκώσει το χέρι της αλλά ήταν πολύ
αδύναμη. Ο Γουίλιαμ το πήρε από το χέρι της.
«Θα έκανε έφοδο στις αποθήκες σας, αυτό είναι το σχέδιο. Δεν
το είχε δώσει στους αρμόδιους από τι ξέρω»
«Μην ανησυχείς για αυτά, κράτα τις δυνάμεις σου»
«Η μητέρα μου... Είναι ακόμα εκεί» είχαμε φτάσει κοντά στην κρεβατοκάμαρα μου, ο
γιατρός ήταν δίπλα μου.
«Ακούμπησε την στο κρεβάτι. Γουίλ φέρε μου τα σύνεργα μου,
τα έχω αφήσει στο γραφείο»
«Θα τη σκοτώσει» η Αναλύζα με τράβηξε από το πουκάμισο μου αναγκάζοντας
με να την κοιτάξω στα μάτια. «Θα την σκοτώσει»
«Θα την πάρουμε από εκεί»
κούνησε το κεφάλι της φανερά ανακουφισμένη, τα μάτια της έκλεισαν και
αφέθηκε αναίσθητη στην αγκαλιά μου. Την
άφησα στο κρεβάτι.
«Βγες έξω» ο γιατρός πέρασε το χέρι του πάνω από το μέτωπο
της Αναλύζας.
«Δεν υπάρχει περίπτωση!»
Ο Σον γύρισε προς το μέρος και με έπιασε από τα μπράτσα. Τα
δάχτυλα του χώθηκαν στο δέρμα μου.
«Αυτή η κοπέλα είναι
πληγωμένη, αναίσθητη. Θα την γδύσω για να δω τι ζημιά τις έχουν κάνει
και θα προσπαθήσω να της σώσω τη ζωή. Είναι ευάλωτη Τζόναθαν και δεν νομίζω να
σε ήθελε μπροστά σε κάτι τέτοιο. Είναι προφανές ότι νοιάζεσαι πολύ για εκείνη,
οπότε κάνε αυτό που σου λέω και ποιες αυτό που σου έδωσα» με χτύπησε φιλικά
στον ώμο και ύστερα με έσπρωξε για να απομακρυνθώ. Βγήκα έξω και έπιασα το
κεφάλι μου. Μπορεί να πέθαινε, η Αναλύζα μπορεί να πέθαινε.
Μπήκα μέσα στο γραφείο, ο Γουίλιαμ σήκωσε το κεφάλι του από
το χαρτί που διάβαζε.
«Τζος» κινήθηκε προς το μέρος μου. «Η Αναλύζα είχε δίκιο, το
χαρτί περιγράφει ακριβώς πως θα μας έκλεβαν. Θα σκότωναν τους φρουρούς μας. Θα
μας κατέστρεφαν, είχαμε τα πάντα εκεί»
«Η μητέρα της Αναλύζα» έπιασα ξανά το κεφάλι μου. «Πρέπει να
την σώσουμε αλλά θα δεν μπορώ να φύγω» προσπάθησα να κρατήσω την φωνή μου
επίπεδη «Δεν μπορώ να την αφήσω»
Ο Γουίλ έβαλε το χαρτί στη τσέπη του.
«Εγώ θα πάω να την φέρω, της το χρωστάμε» τον άδραξα από το
καρπό πριν προλάβει να φύγει.
«Πάρα τους φρουρούς, μπορεί να είναι επικίνδυνο»
«Μην ανησυχείς αδερφέ, θα προσέχω» με έσφιξε στον ώμο και με
άφησε μόνο μου.
Η ησυχία που έπεσε ήταν βασανιστική, πήρα το ποτήρι με το
φάρμακο και το πέταξα στο τοίχο.
Ένα πράγμα ήξερα. Αν πέθαινε η Αναλύζα θα σκότωνα τον Κάιν
με τα ίδια μου τα χέρια.
Αγγελίνα Παντελή
Αγγελίνα Παντελή