Η λύκαινα και το κοράκι (Κεφάλαιο 8)

Το επόμενο πρωί ξύπνησε στα ίδια χάλια. Το ίδιο και το μεθεπόμενο και όσα ακολούθησαν. Σημάδια κόκκινα και σκούρα κάλυπταν όλο της το σώμα. Εκτός από το πρόσωπο. Ήταν το μόνο που έμενε ακάλυπτο από τα σημάδια του άντρα της. Κάτι της έλεγε ότι δε θα διαρκούσε πολύ.
Ο Μαρτίνος είχε φύγει, αφήνοντάς την εκεί.
«Κάνε το καθήκον σου. Δώσε του διαδόχους». Αυτά ήταν τα λόγια του, καθώς την φίλησε, δήθεν, τρυφερά στο μέτωπο, εγκαταλείποντάς τη στο στόμα του λύκου.

Ίσως να μπερδεύτηκε, σκέφτηκε αργότερα. Ίσως, το παρατσούκλι μου μού ταίριαξε τόσο πολύ που νόμισε ότι και εγώ η ίδια ήμουν μια από αυτούς.
Προσπαθούσε να αποφύγει να κοιτάξει τα σημάδια. Το στομάχι της γινόταν κόμπος και μια τάση προς εμετό την κυριαρχούσε. Έπλενε μανιασμένα το λευκό δέρμα της, λες και προσπαθούσε να σβήσει τα σημάδια του, ενώ δεν άφηνε την υπηρέτριά της να την ακουμπήσει στο ελάχιστο.
«Υψηλοτάτη; Είστε καλά;» τη ρώτησε μια μέρα, βλέποντάς τη να κοιτά την αντανάκλασή της στον τεράστιο καθρέφτη, λες και κοιτούσε ένα φάντασμα.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια της και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ναι, Μελωδία. Είμαι καλά». Ο τόνος της φωνής της έδειχνε το ακριβώς αντίθετο από τη σιγουριά. Έδειχνε ότι προσπαθούσε και η ίδια να καταλάβει αν ήταν καλά ή υπήρχαν και χειρότερα.
Η μελαχρινή κοπέλα την πλησίασε, με δειλά και μικρά βήματα. Η –φαινομενικά– δυναμική γυναίκα μπροστά της, πλέον έδειχνε σαν μια εύθραυστη πάνινη κούκλα, σαν αυτές που συνήθιζε να παίζει παλιά, κοριτσάκι τότε. Από στιγμή σε στιγμή, μπορούσε να διαλυθεί σε κομμάτια μπροστά της. Όλες οι δυνάμεις της θα την εγκατέλειπαν και δάκρυα θα ξέφευγαν μαζί με δυνατούς λυγμούς από τα κόκκινα χείλη και τα μαύρα μάτια της.
Την ακούμπησε απλά στον ώμο, προσπαθώντας να την κάνει να καταλάβει ότι έχει κάποιον αν χρειαστεί. Και τον χρειαζόταν. Χρειαζόταν κάποιον να τη βγάλει από εκεί που την είχαν ρίξει.
Ένα μικρό δάκρυ κύλησε ξαφνικά από τα μάτια της γυναίκας μπροστά της. Ένα μοναδικό μικρό δάκρυ που έπεσε από το πρόσωπό της και προσγειώθηκε στο σκληρό πάτωμα. Δεν έκανε κίνηση να το σκουπίσει. Ήθελε να το αφήσει. Χρειαζόταν να το αφήσει. Εφόσον δε μπορούσε να φύγει εκείνη, ας έφευγε με κάποιο τρόπο το δάκρυ της. Έπρεπε να της φύγει ένα μικρό βάρος.
Η καστανομάλλα υπηρέτρια με τα γλυκά και ζεστά καστανά μάτια, τύλιξε τα χέρια της γύρω από την πληγωμένη βασίλισσα, προσπαθώντας με έναν δικό της μοναδικό τρόπο να της κολλήσει όλα εκείνα τα κομμάτια που κάθε βράδυ έβγαζε ένα ένα ο σύζυγός της.
Και έτσι πέρασε όλο το πρωί. Με τις δυο γυναίκες αμίλητες και να προσπαθούν μαζί να κολλήσουν τα κομμάτια της βασίλισσας.

*****

«Γιατί απλά δε τη σώζει και να φύγουν; Και ποια είναι αυτή η Ανίκα;» ρώτησε ο Φοίβος με γνήσια περιέργεια, καθώς η γιαγιά Αντιγόνη είχε σταματήσει, ώστε να πιει λίγο απ’ το ζεστό τσάι της, που βρισκόταν στο ξύλινο τραπεζάκι δίπλα της.
Τοποθετώντας το ξανά εκεί κοίταξε τα παιδιά. «Γιατί θα ήταν πολύ εύκολο. Σε κανέναν δεν αρέσουν τα εύκολα» του απάντησε την πρώτη και πιο ενδιαφέρουσα ερώτηση. Τη δεύτερη θα τους άφηνε να την ανακαλύψουν μόνοι τους, έτσι και αλλιώς.
«Ναι, αλλά μας λες ιστορία! Μπορούμε να κάνουμε μια εξαίρεση!» πέταξε το επιχείρημά του ο νεαρός έφηβος, καθώς μια ελπιδοφόρα λάμψη εμφανίστηκε στο ανοιχτό βλέμμα του.
Η ηλικιωμένη γυναίκα χαμογέλασε, διασκεδάζοντας με το ύφος του νεαρού. «Ειδικά στις ιστορίες και στα παραμύθια, το εύκολο δε το σκέφτονται καν. Εκεί βλέπουν οι χαρακτήρες το σκληρότερο πρόσωπο της ζωής με τον πιο μαγικό τρόπο» του εξήγησε και εκείνος αναστέναξε, κάνοντάς τη να χαμογελάσει.
«Συνεχίζουμε;» ρώτησε ανυπόμονα η Αγγέλα, η οποία είχε πασαλειφτεί με το γάλα και τα μπισκότα.
«Ναι» απάντησε η Αντιγόνη και πήρε μια πιο βολική θέση στην καρέκλα της, ξεκινώντας ξανά την ιστορία. 

*****

Τα φουστάνια της χάιδευαν το σκληρό πάτωμα, καθώς προχωρούσε προς την αυλή. 
Χαμένη στις σκέψεις της, δεν κατάλαβε πότε ή ποιανού ήταν το γεροδεμένο χέρι που τυλίχτηκε γύρω από το μπράτσο της. Η πλάτη της προσγειώθηκε μαλακά ενάντια στον άσπρο τοίχο και μια κρύα λεπίδα ακούμπησε τη λευκή επιδερμίδα του λαιμού της. Ταραγμένη και σοκαρισμένη άνοιξε το στόμα της να ουρλιάξει, όταν η παλάμη του δράστη έκλεισε απότομα το στόμα της, πνίγοντας κάθε κραυγή της.
«Σσσς ήρεμα. Εγώ είμαι» είπε και έβγαλε την κουκούλα που κάλυπτε το πρόσωπό του, αποκαλύπτοντας τα χαρακτηριστικά του.
Αμέσως εκείνη στένεψε τα μάτια της. «Εσύ» έφτυσε εξαγριωμένη. «Τι πλάκες είναι αυτές, παλιό ανώριμο γουρούνι!» απαίτησε να μάθει, σπρώχνοντάς τον από πάνω της και στρώνοντας τα κόκκινα φουστάνια της, τα οποία είχαν τσαλακωθεί.
Ένα χαμόγελο τρεμόπαιζε στα χείλη του νεαρού Στρατηγού, καθώς έβαζε τη λεπίδα του πίσω στο θηκάρι της ζώνης του. «Πρώτον, είμαι ο εκπαιδευτής σου και όχι ένα ανώριμο γουρούνι. Δεύτερον, να μου θυμίσεις να σου φτιάξω έναν σουγιά να τον κουβαλάς. Και τρίτον...» συνέχισε, ξύνοντας σκεπτικά το αξύριστο πιγούνι του. «Βασικά, δεν υπάρχει τρίτο. Απλά, είσαι απρόσεκτη και αφηρημένη» είπε, ανασηκώνοντας τους ώμους του.
Εκείνη τον κοίταξε με γουρλωμένα τα μάτια της. «Πώς τολμάς και μου μιλάς έτσι; Είμαι η βασίλισσά σου!» του φώναξε, έξω φρενών με τη χαλαρή στάση του. Μόλις χθες και προχθές έκανε λες και δεν υπάρχει και τώρα έκανε πλάκες με το φόβο της! Δε θα του περνούσε έτσι, αυτό ήταν σίγουρο!
«Πρέπει, επίσης, να είσαι ευγνώμων για το ότι ήμουν εγώ και όχι κάποιος κλέφτης ή χειρότερα, ένας δολοφόνος. Μπορούσαν να γίνουν πολύ χειρότερα πράγματα και ο τίτλος σου δε θα έπιανε μία σε αυτούς τους αδίστακτους άντρες» της είπε, σηκώνοντας αδιάφορα τα φρύδια του, ζεσταίνοντας περισσότερο τα καζάνια της οργής της.
Έριξε μια αστραπιαία ματιά στο σουγιά που κρεμόταν απ’ το θηκάρι στο παντελόνι του. Θα πήγαινε στην κρεμάλα για προδοσία και φόνο, αλλά ήταν στα όριά της με αυτόν τον άνθρωπο. Η αλαζονεία, ο σαρκασμός και το χαλαρό ύφος του της την έδιναν στα νεύρα. 
Πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας με κάποιο τρόπο να χαλαρώσει τα τεντωμένα νεύρα της.
«Αν έχεις όρεξη να παίξεις, εγώ δεν έχω» τον πληροφόρησε κουρασμένη, τρίβοντας τους κροτάφους της.
Ένα μικρό γελάκι ξέφυγε απ’ το βάθος του λαιμού του. «Να παίξω; Χα! Για αυτό υπάρχουν οι άντρες μου και οι γυναίκες». Με τούτο το σχόλιο, για άλλη μια φορά, πυρπόλησε την οργή της, κερδίζοντας ένα θανατηφόρο αγριοκοίταγμα. «Με εσάς, έχω μια δουλειά να κάνω» συνέχισε, αδιαφορώντας για το βλέμμα της και την κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια. «Μάλλον πρέπει να αλλάξεις, γιατί δε σε βλέπω να τα καταφέρνεις με αυτό το φόρεμα» της είπε, καθώς στο πρόσωπό του ζωγραφιζόταν η αυταρχικότητα και η ερώτηση: «θα τα καταφέρεις;»
Αυτό και μόνο ήταν μια πρόκληση για αυτήν. Και ποια ήταν αυτή για να μη δέχεται τις προκλήσεις του εκνευριστικού μελαχρινού Στρατηγού;
Αναστενάζοντας αργά, έστρεψε το μαύρο βλέμμα της προς αυτόν. «Ξεκινάμε...»  άρχισε και εκείνος έγνεψε και πήγε να απομακρυνθεί, αλλά τον άρπαξε από το μπράτσο, «από αύριο» κατέληξε και εκείνος έσμιξε τα φρύδια του.
«Γιατί παρακαλώ;» τη ρώτησε περίεργος, στρέφοντας όλη την προσοχή του σε αυτήν.
Αναστέναξε εκνευρισμένη. «Επειδή το λέω» του φώναξε σχεδόν και έφυγε, αφήνοντάς τον εκεί να την κοιτά.
Τα δυνατά βήματά της ακουγόντουσαν σε όλο τον διάδρομο, καθώς κατευθυνόταν προς την κρεβατοκάμαρά της. Η πόρτα πίσω της έκλεισε με έναν δυνατό θόρυβο και εκείνη πλησίασε το μεγάλο τραπέζι που υπήρχε μες στο δωμάτιο. Πιο εκνευριστικός και να ήθελε, δεν υπήρχε περίπτωση να γινόταν! Ο αυταρχικός χαρακτήρας του την έφερνε στα όρια να χάσει τον έλεγχο! Για κάποιον λόγο, από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε, φαινόταν να ξέρει ακριβώς τι πρέπει να κάνει, ώστε να την εκνευρίσει. Και τα κατάφερνε τέλεια μέχρις στιγμής!
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, άρπαξε το κύπελλό της και πλησίασε το παράθυρο. 
Είχε πάρει την απόφαση να μην τον αφήσει άλλο να την εκνευρίζει. Είχε μάθει ότι όταν κάποιος σε εξοργίζει, σε ελέγχει. Εκείνη δεν επρόκειτο να άφηνε κανέναν, πόσο μάλλον έναν αλαζόνα άντρα, να την ελέγχει.
Στεκούμενη μπροστά απ’ το μεγάλο γυάλινο παράθυρο και πίνοντας μια γουλιά απ’ το νερό της, κοίταξε στην αυλή. Αυτό που αντίκρισε έκανε για άλλη μια φορά τα νεύρα της να υψώνονται. Η Ανίκα ήταν στην αγκαλιά του Αρθούρου και αστειευόντουσαν μαζί με τον Λεωνίδα. Το αίμα της έβραζε, όσο και να προσπαθούσε να το αγνοήσει. Με μιας, βρέθηκε μπροστά στη ντουλάπα και έβγαζε έξω την πουκαμίσα της και το παντελόνι της. Βάζοντας το σπαθί της στο θηκάρι της, έριξε μια τελευταία ματιά στην αυλή και έφυγε με γρήγορα και γοργά βήματα.
Είχε αλλάξει γνώμη. Θα έκανε τώρα εκπαίδευση. Και θα συμφωνούσε και εκείνος με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Despoina Andreoy