Ζωή γεμάτη θαύματα του Γιώργου Γιώτσα


      Έχω ένα παιδί δεκαοκτώ χρονών.
   Δεν έχει διανοητική καθυστέρηση ούτε κάποιου είδους κινητικά προβλήματα. Έχει διαταραχές συμπεριφοράς όμως... Άσχημα ξεσπάσματα…

   Κάνει πράγματα που με τρομάζουν...

   Κάνω ότι μπορώ αλλά φοβάμαι πως και αυτό δεν είναι αρκετό... Κάτι κακό θα γίνει...

   “Γαμώτο!” φώναξε, περισσότερο ξαφνιασμένος παρά θυμωμένος που ηχογραφούσε αυτές τις σκέψεις. Πάτησε το κόκκινο κουμπάκι με το “stop”  και άφησε το μαγνητόφωνο πάνω στο κρεβάτι. Έκλεισε τα μάτια του.
   Ξάπλωσε έτσι, δίπλα στο μεταλλικό κουτάκι στο οποίο είχε εμπιστευτεί το μυστικό  που τον βασάνιζε και έτριψε νευρικά το μέτωπό του.

  Ο Ηλίας, ο μοναχογιός του, έπρεπε να πάρει καινούρια φάρμακα.
   Καινούρια πανάκριβα φάρμακα του υπενθύμισε χαιρέκακα μια φωνούλα μέσα του.
   “Και πού υποτίθεται ότι θα βρω τόσα λεφτά;”
   To σκοτεινό δωμάτιο δεν του απάντησε.
   Θυμήθηκε ξαφνικά τα λόγια εκείνου του γλοιώδη μαλάκα που του έδωσε δουλειά, του μάνατζερ, του “κυρίου” Κωστή. Τον είχε κοιτάξει κατάματα και του είχε πει -σχεδόν γελώντας- “Είσαι πια 45 χρονών! Είσαι τυχερός που σε προσλαμβάνουμε! Kαι ναι, με το minimum των αποδοχών, δες το σαν μια εμπειρία για ένα μεγαλύτερο μισθό στην επόμενη δουλειά που θα βρεις!”
 
   ...Ωραία... Ευχαριστώ!.. Δηλαδή εσείς δε θα με κρατήσετε για πολύ, ενώ εγώ θα δουλεύω για τα λίγα κόκαλα που θα μου πετάτε…

   “Και πως θα πληρώσω τα φάρμακα;”
   Καμία απάντηση. Το δωμάτιο δεν είχε όρεξη για κουβέντα σήμερα.


  Το καλό είναι ότι είχε μαζέψει κάποια λεφτά που έφταναν για να βγάλουν τις γιορτές. Ένα ωραίο γεύμα και ένα αξιοπρεπές δώρο... Ναι, αυτά θα μπορούσε να τα αγοράσει στο γιο του. (Αρκεί να μην του ζητούσε πάλι κανένα γαμημένο λάπτοπ γιατί τότε ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΤΟΥ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΙ).

   Και με το άλλο θέμα όμως τι θα γινόταν; Αν δεν έπαιρνε ο Ηλίας τα φάρμακα που έπρεπε, ήξερε ότι ο “συγκάτοικος” του θα έβγαινε στην επιφάνεια και τότε τα πράγματα θα ήταν πολύ άσχημα. Γνώριζε πολύ καλά τι ήταν ικανός να κάνει.

   “Διάολε, τι θα κάνω;” ρώτησε και πάλι το δωμάτιο. 
   Το σκοτάδι παρέμεινε βουτηγμένο στη σιωπή και έτσι ο Nίκος αποφάσισε να ανοίξει τα μάτια του και να αποδεσμευτεί απ’ τις σκέψεις αυτές –έστω και για λίγο.
  

   Πόση ώρα καθόταν έτσι;
   Δεν είχε σημασία... Προλάβαινε να ετοιμάσει βραδινό και να μιλήσει ήρεμα με τον Ηλία που ήταν κλεισμένος στο άλλο δωμάτιο.
   Κοίταξε τριγύρω, χωρίς να ξέρει τι ψάχνει. Το μαγνητόφωνο ήταν ακόμα δίπλα του, σαν πιστό σκυλί. Παραπέρα, ένα δελτίο του ΛΟΤΤΟ για πολλές κληρώσεις, μάζευε σκόνη. Το παρατήρησε για μια στιγμή και ένα αμυδρό χαμόγελο φώτισε περίεργα το πρόσωπο του. Έπαιζε τυχερά παιχνίδια όχι γιατί περίμενε πως θα κερδίσει, απλά μόνο και μόνο για να επιτρέπει στον εαυτό του να κάνει γελοία όνειρα. “Αν θα κερδίσω θα πάω τον Ηλία στους καλύτερους γιατρούς” σκεφτόταν πολλές φορές, και “θα του αγοράσω λάπτοπ και ότι άλλο του αρέσει” και ακόμα ότι “θα πάω σε κάποιον ειδικό να δει την τενοντίτιδα στα χέρια μου, που με πεθαίνουν κάθε μέρα στη δουλειά”. Τα σκεφτόταν αυτά και πάντα χαμογελούσε για μια στιγμή, πριν η πραγματικότητα μουδιάσει και πάλι τα χείλη του.
   Ξαφνικά σκέφτηκε κάτι και κοίταξε το ηλεκτρονικό ρολόι που τρεμόφεγγε νωχελικά πράσινους αριθμούς δίπλα στο δελτίο.
Εννιά παρά πέντε.
   “Προλαβαίνω”
   Άνοιξε την τηλεόραση και περίμενε.
   Στην οθόνη εμφανίστηκε η αναγγελία για τη σημερινή κλήρωση. Δευτερόλεπτα μετά, μια ξανθιά με τηλεοπτικό χαμόγελο χαιρέτησε τους τηλεθεατές και αφού απηύθυνε ένα σύντομο λόγο, άρχισε να γυρίζει η λοταρία. Ο Νίκος παρακολουθούσε με τις σκέψεις να χορεύουν σαν σκοτεινά ξωτικά στο μυαλό του.
   “...Έχω ένα γιο με σοβαρό πρόβλημα, μια δουλειά που δεν μου δίνει σχεδόν τίποτα και μια γυναίκα που με παράτησε και τώρα πρέπει να πηδιέται με κάποιον λεφτά... Χα!.. Ε, λοιπόν λίγη τύχη θα μου χρειαζόταν επιτέλους!” είπε στον εαυτό του και γέλασε.
   Στην τηλεόραση, η ξανθιά κοπέλα -τώρα την παρατήρησε, είχε ένα πανέμορφο προκλητικό μπούστο- άρχισε να ανακοινώνει τους τυχερούς αριθμούς.



   Λίγα δευτερόλεπτα μετά τα μάτια του Νίκου έμοιαζαν με τσιχλόφουσκες έτοιμες να σκάσουν ενώ το στόμα του είχε γίνει ένα λεπτό μισοφέγγαρο που είχε ξαπλώσει τρεμουλιαστό κάτω από την μύτη του.
“Κέρδισα” είπε με σιγανή φωνή και κοίταξε πάλι τους αριθμούς που είχε γράψει σε ένα χαρτάκι και μετά στο τυχερό δελτίο. Όλοι οι  αριθμοί ταίριαζαν! Όλοι. “Κέρδισα!...” κλαψούρισε τώρα και δάκρια καυτά σαν λάδι άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια του και να αφήνουν ζεστά ίχνη στα μάγουλα του.
   Ναι.
Είχε κερδίσει.
6 στα 6 νούμερα.
Μπίνγκο!
Ναι!
Εκατομμυριούχος!

   Οι λέξεις είχαν κολλήσει στο λαιμό του σαν βάρκες μετά από πλημμυρίδα και το μόνο που σκεφτόταν ήταν “Τώρα θα του αγοράσω αυτό το μαραφέτι! Και ας μην το θέλει πια, το θέλω εγώ να του το αγοράσω, αυτό και ότι άλλο στερήθηκε τόσα χρόνια! Και θα μας εξασφαλίσω κανονικό γεύμα για τα Χριστούγεννα! Ναι, ναι θα φάμε πολύ! Και... Ναι... Θα του πάρω και τα φάρμακα, θα τα παίρνει κανονικά πια, όλα, κάθε μέρα, όχι όπως τώρα που δεν μπορεί, όχι, όχι τέλειωσαν αυτές οι εποχές! Και θα... Θα...”
Άρχισε να κλαίει.


   Αφού έκλαψε χωρίς ενοχές, ανακάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Χίλιες σκέψεις βούιζαν στο κεφάλι του, σαν παγιδευμένες μέλισσες σε βάζο, αλλά κατάφερε να απομονώσει μια που του άρεσε. “Ναι. Αυτό θα κάνω!”
   Αμέσως σηκώθηκε και ντύθηκε. Έβαλε ζεστά ρούχα γιατί έξω χιόνιζε. Έσκυψε κάτω από το κρεβάτι και τράβηξε μια φθαρμένη παπουτσοθήκη. Μέσα σε ένα παλιό και λερωμένο ζευγάρι Adidas υπήρχε καλά κρυμμένο, ένα μασούρι με χαρτονομίσματα - όλες του οι οικονομίες. Ήταν τα χρήματα που κρατούσε για τα Χριστούγεννα και αυτά που μάζευε για τα βαριά φάρμακα που έπαιρνε ο Ηλίας συν λίγα ακόμα που είχε κρατήσει για ώρα ανάγκης. Τα πήρε όλα. Αφού τα έχωσε με ανυπομονησία στην τσέπη του μπουφάν του, βγήκε σχεδόν τρέχοντας από το δωμάτιο. Ξέχασε την τηλεόραση ανοιχτή.

   Έριξε μια βιαστική ματιά στο δωμάτιο του Ηλία. Η πόρτα ήταν κλειστή και κλειδωμένη από μέσα. Μάλλον κοιμόταν. “Είναι απίστευτο αλλά σήμερα δεν έχει ξυπνήσει φωνάζοντας ούτε μια φορά... Είναι σίγουρα η τυχερή μας μέρα!” σκέφτηκε νιώθοντας μια ακατανίκητη επιθυμία να ουρλιάξει από χαρά, να του χτυπήσει την πόρτα, να χορέψουν τρελά -αλλά δεν το έκανε. Αντίθετα βγήκε από το σπίτι κλείνοντας την εξώπορτα προσεχτικά για να μην κάνει καθόλου θόρυβο. Κατέβηκε τα σκαλιά μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας με μεγάλες δρασκελιές και όταν βγήκε στο δρόμο απόλαυσε μια παγωμένη ριπή ανέμου που τον χτύπησε στο πρόσωπο.
   Ήταν ωραίο βράδυ και ο Νίκος άρχισε να περπατά ζωηρά με τα χέρια χωμένα στις ζεστές τσέπες του μπουφάν του. Ο αέρας ήταν κρύος αλλά υπέροχος, ενώ ο ουρανός είχε μια απόχρωση βιολετί, σχεδόν μαγική. Όσοι περπατούσαν στα υγρά πεζοδρόμια ή στέκονταν στα κατώφλια των στολισμένων καταστημάτων, κοίταζαν τον άνδρα που χαμογελούσε και έμοιαζαν να του χαμογελούν και αυτοί. Ο δρόμος που διάλεξε τον οδήγησε στο μεγάλο εμπορικό κέντρο που ήταν ακόμα ανοικτό. Εορταστικό ωράριο!
 Ο Θεός να έχει καλά όποιον το αποφάσισε! σκέφτηκε ο Νίκος και σκούντηξε κατά λάθος μια κυρία που περνούσε από δίπλα του.
   “Συγνώμη!” είπε βιαστικά με ένα μεγάλο χαμόγελο και στράφηκε ξανά προς το εμπορικό. Η έκφραση του έκανε την κυρία να χαμογελάσει αντί να διαμαρτυρηθεί. Ψώνια της τελευταίας στιγμής για τους δικούς του, σκέφτηκε.
  


   Το μεγάλο εμπορικό έμοιαζε με βουερό μελίσσι. Κόσμος περπατούσε από και προς όλες τις κατευθύνσεις, άνθρωποι προσπερνούσαν το ένα ράφι για να σταθούν μπροστά στο επόμενο, διάλεγαν ή άφηναν προϊόντα -συνήθως παιχνίδια αλλά και βιβλία και ηλεκτρονικά- και τεράστιες ουρές είχαν σχηματιστεί σαν αχόρταγα φίδια μπροστά από τα ταμεία. Πριν χαθεί μέσα στην τρέλα του κόσμου, ο Νίκος, ρώτησε έναν υπάλληλο και πήγε στο τμήμα με τα ηλεκτρονικά. Γύρω του φωνές, κουδουνίσματα τηλεφώνων και γέλια έκαναν τις άσχημες σκέψεις που είχε πριν από ώρα να ξεθωριάσουν.
   Βρήκε έναν νεαρό πωλητή ο οποίος πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι και φορούσε μια τσαλακωμένη κόκκινη μπλούζα. Το ψευτο-ταμπελάκι που είχε καρφιτσωμένο στο σημείο της καρδιάς ενημέρωνε πως το όνομα του ήταν “Άγγελος”.
   “Γεια σου Άγγελε!” του είπε με ανυπομονησία και παίρνοντας μια ανάσα, συνέχισε. “Θέλω να αγοράσω το καλύτερο λάπτοπ που έχετε στο κατάστημα! Το καλύτερο και το ακριβότερο!”
   Ο νεαρός που παραδόξως είχε σακούλες κάτω από τα μάτια, τον κοίταξε για μια στιγμή. Ένας ιδρωμένος και βιαστικός πενηντάρης που είχε ραντεβού με το έμφραγμα σε πέντε χρόνια.. σκέφτηκε βιαστικά και άστοχα.
Παρόλα αυτά ο άντρας απέναντι του ήταν χαρούμενος..
   Συνοφρυώθηκε.
   “Εεε... Συγνώμη αλλά δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε, πρέπει να μου πείτε τι ακριβώς θέλετε.”
   Ο Νίκος σάστισε.
    “Τι ακριβώς θέλω;..”
    “Nαι, είπατε λάπτοπ αλλά τι μάρκα να είναι, με τι σκληρό θα τον πάρετε, τι κάρτα γραφικών και τι προγράμματα θέλετε να  συμπεριλάβουμε μέσα στο πακέτο.. Έχουμε γενικά πολλές εναλλακτικές επιλογές σε όλα, άλλες ακριβές και άλλες όχι, οπότε πρέπει να μου διευκρινίσετε...”
  “Κοίταξε με παλικάρι μου!” με μια κίνηση έβγαλε από την τσέπη του τα χρήματα που είχε και τα ακούμπησε σε ένα πάγκο δίπλα τους. “Μέτρησε τα! Είναι αρκετά το ξέρω.. Μέτρησε τα λοιπόν, φέρε μου αυτό που σου ζήτησα και κράτα....” με το δείκτη και τον μέσο του ενωμένους ξεχώρισε ένα χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ από το υπόλοιπα “...και αυτό για εσένα. Τι λες λοιπόν;”
   O Άγγελος δεν είπε τίποτα λοιπόν, παρά μόνο κοίταξε στιγμιαία γύρω του, πήρε προσεκτικά τα πενήντα ευρώ λες και ήταν κάποιος επικίνδυνος εκρηκτικός μηχανισμός, τα έβαλε σχεδόν δισταχτικά στην τσέπη και έφυγε για να ετοιμάσει αυτά που του ζήτησε ο θεόσταλτος πελάτης.

   Τριάντα-τρία λεπτά μετά ο Νίκος έβγαινε από το εμπορικό με δύο μεγάλες σακούλες -μια στο κάθε χέρι- και ένα ακόμα μεγαλύτερο χαμόγελο στο κουρασμένο του πρόσωπο. Δε θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που πήρε δώρο στον Ηλία. Ήταν πέρυσι τα Χριστούγεννα; Μπορεί... Στα γενέθλια του δεν ήταν σίγουρα γιατί τότε τον είχαν κλεισμένο σε εκείνη την κλινική για τους ανθρώπους “με ψυχικές βλάβες” όπως έλεγαν οι απρόσωποι γιατροί στους συντετριμμένους γονείς. Οπότε είχε πολύ καιρό να..
   Ξαφνικά σταμάτησε έξω από ένα ανθοπωλείο.
   Πίσω από τη βιτρίνα απλώνονταν πανέμορφα καλάθια με πολύχρωμα λουλούδια. Κόκκινα και κίτρινα τριαντάφυλλα, πορτοκαλί ζέρμπερες, ανοικτά άνθη ορχιδέας και καταπράσινα φυλλώματα που συνέθεταν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό. Ανάμεσα στα καλάθια υπήρχαν παιδικά αρκουδάκια  ντυμένα με χαριτωμένες στολές Αη-Βασίλη. Έμοιαζαν να τον κοιτάνε.
    Άνοιξε μηχανικά την πόρτα και μπήκε μέσα.
   Τα τριαντάφυλλα και οι φορτωμένες ανθοδέσμες του θύμισαν κάτι που του είχε πει ο γιος του μερικά χρόνια πριν. “Μπαμπά τα αγαπάω τα λουλούδια. Είναι... Είναι τα μόνα όντα του κόσμου που είναι αθώα, τα μόνα που δε θα μας κάνουν κακό” έτσι του είχε πει και εκείνος είχε χαμογελάσει κοιτώντας τη γυναίκα του σε ένα δικό τους βλέμμα και μετά είχε χαϊδέψει τα ανακατεμένα μαλλιά του μικρού.
Ήταν λίγο καιρό πριν εκδηλωθούν καθαρά τα πρώτα σημάδια της σχιζοφρένειας του.

   “Καλησπέρα σας”.
   H φωνή της κοπέλας τον επανάφερε στο τώρα. Γύρισε και αντίκρισε μια όμορφη εικοσιπεντάρα με πυρόξανθα μαλλιά που τα είχε δέσει με λαστιχάκια σε δύο πρόχειρες κοτσίδες. Το πρόσωπο της ήταν γεμάτο φακίδες ενώ τα καστανά μάτια της έμοιαζαν να χαμογελούν. Φορούσε μια κίτρινη καρό πουκαμίσα, με κόκκινα κουμπιά (τα τέσσερα πάνω ήταν ανοιχτά και άφηναν ακάλυπτη την αρχή του καμπυλώματος από το στήθος της). Ο Νίκος ένιωσε ξαφνικά μια ενέργεια να τον ζεσταίνει - ένιωσε νεότερος, πιο δυνατός και πιο αισιόδοξος.
   “Λοιπόν;” μίλησε πάλι η κοπέλα, “Τι σας αρέσει;”
   Δεν ήξερε.
   “Εσύ τι θα μου πρότεινες για ένα όμορφο δώρο;”
   “ Μμμ... Αν θέλετε τη γνώμη μου, για μια γυναίκα ταιριάζει...”
   “Δεν είναι για γυναίκα. Είναι για το γιο μου”
   “Α... Ωραία.. Προτείνω λοιπόν, ένα ωραίο μπουκέτο από λίλιουμ και χρυσάνθεμα - Μαζί με το καλαθάκι του και ένα μπουκάλι ποτό ίσως, είναι ότι πρέπει! Ούτε πολύ επίσημο για να τον ξενερώσει ούτε και πολύ φθηνό για να σας στραβοκοιτάζει μετά!”
   Ο Νίκος γέλασε με το αστείο και γέλασε και η κοπέλα μαζί του.
Γλυκιά μου δε θα με στραβοκοιτάξει ποτέ ξανά γιατί θα τον φροντίσω όπως πρέπει. Και όταν όλα θα είναι καλά, μπορεί να έρθω καμιά βόλτα από εδώ να σου αγοράσω και εσένα λουλούδια.. Και ποιος ξέρει, μπορεί να βγούμε και ραντεβού μετά.
   Στερέωσε με προσοχή το μπουκέτο στο διαθέσιμο χώρο που είχε μείνει στην μια σακούλα και έφυγε από το ανθοπωλείο χαιρετώντας την με ένα χαμόγελο. Εκείνη σήκωσε πρόθυμα το λεπτό της χέρι και κούνησε χαριτωμένα τα δάχτυλα της.



   O δρόμος μέχρι το σπίτι του φάνηκε ατελείωτος, παρόλο που δεν ήταν πάνω από ένα τέταρτο απόσταση. Ανυπομονούσε  να αγκαλιάσει το γιο του, να του δώσει τα δώρα, να του πει τα νέα, να δει τη χαρά που θα εμφανιζόταν στο πρόσωπο του, να γελάσουν μαζί -και για πρώτη φορά να κάνουν σχέδια! Να κάνουν σχέδια σαν κανονικοί άνθρωποι, σχέδια για ένα μέλλον που μέχρι σήμερα τους είχε τσαλακώσει η αρρώστια του Ηλία. Τώρα όμως τα ακριβά φάρμακα του δε θα ήταν εμπόδιο για τίποτα και θα μπορούσαν να αγωνιστούν μαζί για να γεμίσουν τις άδειες στιγμές της ζωής τους, που τόσα χρόνια είχαν χάσει.
   Η ανακούφιση που ένιωθε ήταν οικουμενική στην καρδιά του – Σαν να τον είχαν χτίσει μέσα σε έναν τοίχο για χρόνια και επιτέλους κάποιος έβγαζε γρήγορα τα τούβλα της φυλακής του.
   Έφτασε στην πολυκατοικία τους και αφού μπήκε, ανέβηκε σβέλτα τα σκαλιά παρά την κούραση του μέχρι τον τρίτο. Οι σακούλες χτυπούσαν στα  πόδια του και το περιεχόμενο τους χόρευε κροταλίζοντας ρυθμικά σε κάθε βήμα. Έφτασε έξω από την πόρτα τους αναψοκοκκινισμένος και ασθμαίνοντας. Ακούμπησε τις σακούλες για λίγο κάτω, έβγαλε το κλειδί με βιάση και σχεδόν αστόχησε όταν πήγε να το βάλει στην κλειδαριά. Τελικά τα κατάφερε. Ακούστηκε ένα ξερό 'κλικ' και μετά ο Νίκος μπήκε μέσα.
   “ΗΛΙΑ! ΗΛΙΑ! ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ! ΣΟΥ ΕΧΩ ΜΙΑ ΕΚΠΛΗΞΗ! ΣΟΥ ΕΦΕΡΑ ΚΑΤΙ!”

................................................................................................................................................................

  “ΗΛΙΑ! ΗΛΙΑ;..”

................................................................................................................................................................


“...Μπαμπά;..”


. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ..


“Hλία;”


.   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .  .


“Εεε!.. Μπαμπά!..”  
 

.                    .                    .                   .                    .                   .                   .               .                .


“Που είσαι γιε μου; Έλα να...”


.                          .                            .                   .                           .                        .                             .


 “Ξύπνα... ΞύπναξυπναξυπναΞΥΠΝΑΑΑΑΑ


.                                      .                                                 .                                      .                              .


   Ο Νίκος άνοιξε αργά τα μάτια του.
Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και η φιγούρα του γιου του πλησίαζε και έμοιαζε με σκιά ξεχασμένη από κάποιο κακό όνειρο.
   “Χριστέ μου!.. Όχι...”
   Το κεφάλι του πονούσε καθώς είχε κοιμηθεί για αρκετή ώρα. Το ηλεκτρονικό ρολόι στο κομοδίνο έδειχνε πως είχε συμπληρωθεί ένα τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα. Δίπλα του υπήρχε ανέγγιχτο ένα  χαρτάκι του ΛΟΤΤΟ που μάζευε σκόνη .
Η τηλεόραση ήταν κλειστή.
   “Όχι... ΟΧΙ!” ούρλιαξε ο Νίκος και κάλυψε το πρόσωπο του με τα χέρια. Ένιωσε να συσπώνται όλοι οι μυς του. “ΟΧΙ!...” δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. Όλα στριφογύριζαν και τον έστελναν στο κενό.
Και τότε μια φωνή, απαλή,:
   “Μη φοβάσαι άλλο μπαμπά...”

   Kατέβασε τα χέρια και κοίταξε τον γιο του -που τον παρατηρούσε ανέκφραστος. Η ματιά του έπεσε αμέσως στο αριστερό χέρι του Ηλία.
   Κρατούσε σφιχτά ένα μαχαίρι κουζίνας, ίσως το μεγαλύτερο που είχαν στο σπίτι. Η λάμα του έλαμπε σαν άστρο στο σκοτάδι. Οι κόμποι στα δάχτυλα του είχαν ασπρίσει από τη δύναμη που το έσφιγγε.
  “Μη φοβάσαι...”
   “Παιδί μου... Εγώ... Εγώ... Αχ Ηλία...”
   Δε φοβόταν. Όχι δε φοβόταν άλλο πια.
Έκλεισε απαλά τα μάτια και άφησε το σώμα του να ξαπλώσει και πάλι, στο ήδη άστρωτο κρεβάτι. Το κεφάλι του βυθίστηκε στο μαξιλάρι χωρίς να έχει πονοκέφαλο τώρα. Ηρέμησε μέσα στο σκοτάδι, πίσω από τα κλειστά βλέφαρα. Γλυκό, όμορφο σκοτάδι.
Λίγα εκατοστά μακριά του το μαχαίρι έσκιζε τον αέρα βουτώντας πάνω του σαν τρελός ερωμένος.

   Για μια μόνο στιγμή είδε μες το μυαλό του το γιο του όπως ήταν μικρός. Ένα αγοράκι, όμορφο και δυνατό που του χαμογελούσε με αγάπη.
   Του χαμογέλασε και αυτός.


Γιώργος Γιώτσας


**Ο Γιώργος Γιώτσας είναι ο συγγραφέας του μυθιστορήματος "Εκ Νεκρών", το οποίο κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις ΛΥΚΟΦΩΣ. Μπορείτε, επίσης, να διαβάσετε τη συνέντευξη που παραχώρησε ο ίδιος στο Moonlight Tales ΕΔΩ**