Ίντριγκες και Πάθη (Κεφάλαιο 15)


Πριν καν προλάβει να συνειδητοποιήσει την εικόνα που αντίκρισαν τα μάτια της, μια λέξη βγήκε από τα χείλη της και πρόδιδε επακριβώς τα ταραγμένα της αισθήματα.
  «Σταμάτα!».
  Ο Λεονάρντο της έριξε μια απορημένη ματιά, αλλά δεν υπάκουσε, κάτι που την έκανε να επαναλάβει τα λόγια της με μεγαλύτερη απαίτηση και στόμφο.
  «Είπα σταμάτα το αυτοκίνητο!».
  «Για ποιο λόγο;» τη ρώτησε, μεταφέροντας το βλέμμα του απ’ τον δρόμο σε εκείνη και πάλι απ’ την αρχή.
  «Η Έμμα… η Έμμα η φίλη μου είναι… είναι μαζί με τον Στίβενσον! Πρέπει να σταματήσεις αμέσως!» προσπάθησε να εξηγήσει, αλλά δεν ήξερε κατά πόσο τα λόγια της έβγαζαν νόημα. Είχε ανακαθίσει πάνω στο κάθισμα και κοίταζε προς τα πίσω, ελπίζοντας να δει κάτι που θα τη βοηθούσε να καταλάβει τι δουλειά είχε η κολλητή της με το πρώην αφεντικό της.
  Το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να σκεφτεί είναι ότι η Έμμα ήταν ανακατεμένη σε αυτές τις απίστευτες ίντριγκες… όμως εκείνη πίστευε ότι η φίλη της απλά προσπαθούσε να μάθει τι της είχε συμβεί.

  «Νοέλια, κάτσε καλά στο κάθισμά σου και ηρέμησε» άκουσε τον Λεονάρντο να λέει και η καρδιά της σφίχτηκε απ’ τον τρόπο που της μίλησε, λες και ήταν τρελή. Δεν σκόπευε φυσικά να υπακούσει.
  «Αν δεν πας πίσω στο εστιατόριο τώρα αμέσως, να ξέρεις πως δεν πρόκειται ποτέ ξανά να σε εμπιστευτώ…» Ήλπιζε ότι αυτό θα άγγιζε κάποια ευαίσθητη χορδή του.
  Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, κατά τη διάρκεια των οποίων εκείνη τον κατακεραύνωνε με ένα απειλητικό βλέμμα, ο Λεονάρντο έδειξε με μία κίνηση ότι είχε ακούσει τα λόγια της. Το αυτοκίνητο έκανε απότομη στροφή και μπήκε στην αντίθετη λωρίδα για να κατευθυνθεί προς το εστιατόριο Daniel.
  «Πάντως να ξέρεις ότι δεν αξίζει…» τον άκουσε να μουρμουρίζει. Η Νοέλια θέλησε να αγνοήσει τα λόγια του, αλλά αυτά παρέμειναν για λίγη ώρα στο μυαλό της, καταλαμβάνοντας ακόμα και τη σκέψη της Έμμα. Τι εννοούσε;
  «Σε ευχαριστώ» του αποκρίθηκε λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. Ήξερε πως δεν θα είχε υποκύψει αν δεν τον είχε απειλήσει, αλλά ένιωθε πραγματικά ευγνώμων που τελικά το έκανε.
  Όταν το αυτοκίνητο σταμάτησε λίγο πιο μακριά απ’ την είσοδο του εστιατορίου, ο Στίβενσον με την Έμμα ήταν άφαντοι. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της Νοέλια και ένιωσε την καρδιά της να σπάει σε χιλιάδες μικρά κομματάκια. Δεν ήταν ότι χάθηκε η μοναδική της ελπίδα να μιλήσει με τη φίλη της. Δεν ήταν ότι στάθηκε άτυχη για μια ακόμη φορά. Ήταν ότι μόλις συνειδητοποίησε τον λόγο που ο Λεονάρντο θέλησε να φύγουν τόσο ξαφνικά από εκεί λίγη μόλις ώρα πριν.
  «Δεν το πιστεύω» ψέλλισε απογοητευμένη.
  «Λυπάμαι, μάλλον θα έφυγαν». Αναστέναξε. «Ή ίσως να μην ήταν ποτέ εδώ» πρόσθεσε μετά.
  Επικράτησε για λίγο ησυχία, με τη Νοέλια να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο να ξεσπάσει ή να διατηρήσει τη ψυχραιμία της. Η πρώτη επιλογή της φαινόταν πιο ελκυστική, αλλά η δεύτερη έμοιαζε η σωστή.
  Τα επόμενα λόγια του Λεονάρντο, διέγραψαν το εσωτερικό της διχασμό.
  «Γιατί το έκανες αυτό;» είχε το θράσος να τη ρωτήσει. Ήθελε να τη βγάλει ψεύτρα, τρελή, αλλά δεν θα του έβγαινε.
  «Εγώ; Εγώ γιατί το έκανα αυτό ή εσύ; Δεν ήθελες να συναντηθώ με τον Στίβενσον, γι’ αυτό ήθελες να φύγουμε έτσι ξαφνικά, έτσι δεν είναι; Φοβόσουν μη καταστραφούν τα σχέδιά σου!» σχεδόν ούρλιαξε οργισμένη. Η ανάγκη της να φωνάξει ήταν πολύ έντονη για να περιορίσει τις αντιδράσεις της απέναντι στα ψέματά του.
  «Ορίστε;» έκανε τον αθώο.
  «Μη κάνεις τον ανήξερο, δεν είμαι ηλίθια!».
  Ο Λεονάρντο αναστέναξε βαριά και βάζοντας μπρος τη μηχανή άρχισε να απομακρύνεται. Ήταν πολύ εκνευριστικό να αγνοεί τις κατηγορίες που του απέδιδε, αντί να προσπαθεί να απολογηθεί ή έστω να δικαιολογηθεί.
  «Πες κάτι» του είπε. Δεν άντεχε τη σιωπή του, ιδίως αφού εκείνη έβραζε μέσα της και επιθυμούσε όσο τίποτα να ξεκαθαρίσει τα πράγματα.
  «Δεν έχω κάτι να πω» της απάντησε απλά. Είχε τα μάτια του καρφωμένα ευθεία μπροστά και το πρόσωπό του καλυπτόταν από ουδετερότητα. Μέσα στο μυαλό του γινόταν σίγουρα καταιγισμός σκέψεων, όπως και στο δικό της.
  «Μ’ αυτό, να ξέρεις, επιβεβαιώνεις τους ισχυρισμούς μου».
  «Κάνεις λάθος».
  Η Νοέλια γύρισε να τον κοιτάξει την ίδια στιγμή με εκείνον και τα βλέμμα τα τους διασταυρώθηκαν. Το στομάχι της σφίχτηκε και όλες τις οι σκέψεις εξανεμίστηκαν.
  Κανείς δεν έπαιρνε το βλέμμα του, ώσπου εκείνος αναγκάστηκε να στραφεί στον δρόμο για να μη συγκρουστούν με κανέναν άλλο αμάξι. Η Νοέλια άφησε μια ανάσα που δεν είχε καταλάβει ότι κρατούσε.
  «Μακάρι να έκανα λάθος. Ειλικρινά, θέλω να είσαι αθώος, το θέλω τόσο πολύ» παραδέχτηκε, ρίχνοντας το βλέμμα της στα δεμένα της χέρια. Τι ένιωθε για αυτόν τον μυστήριο άντρα;
  «Λυπάμαι» τον άκουσε να ψιθυρίζει και δεν μπορούσε παρά να αναρωτηθεί σε τι αναφερόταν.
  «Τι θα μου έλεγες στο εστιατόριο;» τον ρώτησε.
  «Δεν θυμάμαι» της αποκρίθηκε παγερά. Έλεγε ψέματα.
  «Καλά λοιπόν, τότε είναι σειρά μου να κάνω μια ερώτηση».
  Γύρισε να την κοιτάξει, σαν να ήθελε να δει αν σοβαρολογούσε. Το ήξερε και η ίδια ότι ήταν γελοίο να συνεχίσουν αυτό το ανόητο παιχνίδι ερωτήσεων, αλλά έπρεπε οπωσδήποτε να μάθει κάτι.
  «Ακούω» της είπε μόλις κατάλαβε ότι δεν του έκανε πλάκα.
  «Ωραία… θέλω να μου πεις πως ήξερες το όνομά μου». Αμέσως μόλις έκανε αυτή την ερώτηση, άρχισε να προσεύχεται από μέσα της να απαντήσει.
  Έπειτα από πέντε εκνευριστικά δευτερόλεπτα, μίλησε.
  «Τι εννοείς;».
  Η ερώτησή του… ήταν… την έκανε να στριφογυρίσει τα μάτια της απηυδισμένη.
  «Εννοώ την πρώτη μέρα που συναντηθήκαμε, πως ήξερες ότι με λένε Νοέλια Σαβιόνε;» του εξήγησε αναστενάζοντας.
  «Έκανα έρευνα για εσένα» της απάντησε αμέσως.
  Η Νοέλια ρουθούνισε ενοχλημένα. «Αυτό δεν είναι απάντηση, Λεονάρντο. Και επιπλέον, από πού με ήξερες για να κάνεις έρευνα για εμένα;».
  Άργησε να απαντήσει, λες και έψαχνε να βρει μια απάντηση που θα ήταν αδύνατον να αμφισβητηθεί από μέρους της.
  «Σε παρακολουθούσα μέρες πριν πας στη δημοπρασία» της απάντησε τελικά.
  «Πάλι δεν απαντάς στην ερώτηση μου, πως με ήξερες;» τον πίεσε.
  Οι απαντήσεις που της έδινε ήταν σύντομες και διόλου κατατοπίστηκες, ήταν ολοφάνερο πως τον είχε πιάσει απροετοίμαστο.
  «Δεν…» ξεκίνησε να λέει, αλλά δεν ολοκλήρωσε. Αυτό ήταν λοιπόν, με μια ερώτηση τον είχε ξεσκεπάσει.
  «Δεν υπάρχει βίντεο που να με ενοχοποιεί.» του είπε, «Ποτέ δεν πήγα στο ατελιέ. Το ήξερα βέβαια από την αρχή ότι ήταν ένα ψέμα, αλλά νόμιζα ότι κάποιος είχε προσποιηθεί ότι ήμουν εγώ για να με ενοχοποιήσει. Τελικά όλη αυτή η πλεκτάνη είναι σχεδιασμένη από εσένα».
  Ο Λεονάρντο της έριξε μια πλάγια ματιά κι έπειτα πάτησε με δύναμη το γκάζι του αυτοκινήτου. Η Νοέλια συγκρούστηκε με δύναμη στην πλάτη του καθίσματος, αφήνοντας ένα επιφώνημα έκπληξης.
  «Τι κάνεις;!» τσίριξε τρομαγμένη και έκπληκτη συνάμα. Τράβηξε γρήγορα τη ζώνη της και έπειτα γαντζώθηκε στην κυριολεξία από το κάθισμά της. Ο φόβος αναδυόταν μέσα της ολοένα και περισσότερο.
  «Σου χαρίζω μερικές στιγμές ελευθερίας» της απάντησε δυνατά, για να ακουστεί πάνω απ’ το θόρυβο της μηχανής. Το αυτοκίνητο άρχισε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, καθώς ο Λεονάρντο συνέχισε να πιέζει το γκάζι.
  «Σταμάτα!» ούρλιαξε η Νοέλια. Ήθελε να σφραγίσει τα μάτια της και να προσευχηθεί να πάνε όλα καλά, αλλά η αγωνία και ο πανικός που την διακατείχαν δεν την άφηναν.
  Τα λόγια της δεν είχαν αντίκρισμα, καθώς ο οδηγός αγνοούσε επιδεκτικά τις εκκλήσεις της. Αν δεν σταματούσε να φέρεται σαν τρελός, θα σκοτώνονταν σίγουρα εκείνη τη νύχτα.
  «Σε ικετεύω, Λεονάρντο, σταμάτα, θα τρακάρουμε» τον παρακάλεσε, προσπαθώντας να διατηρήσει τον τόνο της πιο ήρεμο, αλλά αποτυγχάνοντας παταγωδώς. Η καρδιά της παλλόταν ξέφρενα μέσα στο στήθος της, καθώς ο φόβος της για την κατάληξη τους δεν έλεγε να κοπάσει.
  «Πάψε!» της φώναξε και η οργή ήταν έκδηλη στη φωνή του.
  Η Νοέλια αποφάσισε να υπακούσει, παρά να τον εκνευρίσει περισσότερο. Κατάφερε να πάρει το βλέμμα της από τον δρόμο και να σφραγίσει με δύναμη τα ματόφυλλά της, καταπνίγοντας τον φόβο της. Η εικόνα της νεκρής μητέρας της, εμφανίστηκε απροσδόκητα μες στο μυαλό της και προσπάθησε να την κρατήσει εκεί, ώσπου να μαζέψει αρκετό κουράγιο.
  Έπειτα από μερικά ακόμη δευτερόλεπτο αγωνίας, το αυτοκίνητο άρχισε να μειώνει ταχύτητα. Η Νοέλια δεν άνοιξε τα μάτια της, πεπεισμένη πως αν το έκανε ο εφιάλτης της θα άρχιζε ξανά.
  Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι το αυτοκίνητο σταμάτησε, ώσπου ο Λεονάρντο την ακούμπησε στον ώμο, λέγοντας: «Είναι εντάξει τώρα».
  Τα λόγια του πυροδότησαν τον θυμό της. Άνοιξε τα μάτια της και τον αγριοκοίταξε, πριν ξεσπάσει για άλλη μια φορά εκείνο το βράδυ.
  «Να πας στο διάολο, Λεονάρντο Μελέντεζ!» ούρλιαξε και βγήκε φουρκισμένη απ’ το αυτοκίνητο.
  Ο αέρας μαστίγωσε αμέσως το πρόσωπό της, αλλά δεν την ενόχλησε καθόλου. Αντιθέτως, της ήταν ευχάριστη η αίσθηση μετά από όλη αυτή την περιπέτεια.
  «Νοέλια». Τον άκουσε να βγαίνει απ’ το αυτοκίνητο. Αυτόματα άρχισε να απομακρύνεται, επιθυμώντας λίγες στιγμές ηρεμίας. Ήταν σίγουρη πως από στιγμή σε στιγμή θα έβαζε τα κλάματα και δεν ήθελε με τίποτα να του δείξει ότι όλο αυτό την επηρέασε βαθύτατα.
  «Περίμενε» τον άκουσε να φωνάζει.
  «Παράτα με!» του φώναξε με τη σειρά της και τάχυνε το βήμα της. Αυτός ο άντρας έπαιζε μαζί της με τον χειρότερο τρόπο.
  «Γαμώτο, είπα σταμάτα!», την άρπαξε από το μπράτσο και την τράβηξε προς το μέρος του. Παραλίγο να συγκρουστεί με το στέρνο του. Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της και για μια στιγμή το βλέμμα του την αποσυντόνισε. Ήξερε άραγε πόσο πολύ την επηρέαζε η ματιά του;
  «Συγγνώμη» της ψιθύρισε, λες και αυτό θα έλυνε τα πάντα.
  Η Νοέλια τράβηξε απότομα το χέρι της και τον κοίταξε με όση απέχθεια μπορούσε να βγάλει απέναντι του.
  «Μου κατέστρεψες τη ζωή και τώρα παραλίγο να μας σκοτώσεις! Είσαι τρελός!». Είχε πολλά περισσότερα να πει, αλλά η λυπημένη έκφραση του την έκανε να περιορίσει την οργή της.
  «Η ζωή σου ήταν ήδη κατεστραμμένη» της είπε, κοιτώντας την σταθερά μέσα στα μάτια.
  «Κάνεις λάθος! Η ζωή μου ήταν μια χαρά πριν αποφασίσω να δεχθώ εκείνη την ηλίθια πρόταση και καταλήξω δούλα ενός ψυχοπαθή!». Αυτή τη φορά δεν συγκράτησε τα νεύρα της.
  «Έλα τώρα, Νοέλια… κατά βάθος χαίρεσαι που η ζωή σου πήρε τέτοια τροπή. Είσαι μακριά από τον πατέρα σου, έχεις βρει μια καλή δουλειά και ζεις σε μια βίλα με έναν ακαταμάχητο εργένη. Τι άλλο θα ήθελες πια;».
  Ούτε η ίδια κατάλαβε τι έκανε, όταν σήκωσε το χέρι της και με μια γρήγορη κίνηση τον χαστούκισε. Ένιωσε πόνο στην παλάμη της και το πρόσωπό του γύρισε ελάχιστα προς τα δεξιά. Σταμάτησε να αναπνέει για λίγο, μη πιστεύοντας τι είχε μόλις κάνει.
  Όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Ο Λεονάρντο την άρπαξε από τα μαλλιά και την έσυρε με τη βία στο αυτοκίνητο. Την έβαλε μέσα, αλλά ο ίδιος έμεινε έξω. Ακούμπησε πάνω στο αυτοκίνητο και έβαλε το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του.
  Η Νοέλια έτρεμε από φόβο, σύγχυση, οργή και λύπη. Τον έβλεπε και όσο κι αν δεν ήθελε, της μάτωνε η καρδιά. Πως μπόρεσε να τον χαστουκίσει; Κι εκείνος όμως πως μπόρεσε να της μιλήσει έτσι; Και κυρίως, πως μπόρεσε να της φερθεί τόσο βίαια; Δάκρυα αυλάκωσαν τα μάγουλά της. Ένιωθε τέτοιο ψυχικό πόνο που της ήταν αδύνατον να συγκρατηθεί.
  Ο Λεονάρντο μπήκε στο αμάξι, αλλά παρέμεινε σιωπηλός. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη και κανείς από τους δύο δεν είχε το θάρρος και τη δύναμη να μιλήσει πρώτος.
  Ξαφνικά…
  Γύρισε προς το μέρος της και την κοίταξε μετανιωμένος. Περίμενε να μιλήσει, αλλά εκείνος έκανε κάτι αναπάντεχο. Πήρε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια του και ένωσε τα χείλη του με τα δικά της. Μέσα σε μια στιγμή οι σκέψεις της Νοέλια έγιναν σκόνη. Όλα τα αρνητικά της συναισθήματα, αντικαταστάθηκαν με ένα πολύ πιο έντονο και δυνατό. Πάθος.
  Ένιωσε στο στομάχι της να φτερουγίζουν χιλιάδες πεταλούδες, καθώς εκείνος την φιλούσε στην αρχή διστακτικά και έπειτα αποφασιστικά και κτητικά. Της ήταν αδύνατον να απομακρυνθεί, όσο κι αν ήξερε πως το φιλί τους ήταν ένα μεγάλο λάθος.
  Τελικά ήταν εκείνος που σταμάτησε. Χώρισε τα χείλη τους και ακούμπησε το μέτωπό του  πάνω στο δικό της, διατηρώντας τα μάτια του κλειστά. Η αναπνοή και των δύο έβγαινε ακανόνιστη.
  Έμειναν για λίγη ώρα έτσι, ώσπου εκείνη αποφάσισε να αποτραβηχτεί για να τον κοιτάξει. Ήλπιζε να δει στα μάτια του αυτό που αισθανόταν. Πράγματι, μόλις απέκτησαν οπτική επαφή, η Νοέλια είδε ότι τα μαύρα μάτια του έλαμπαν. Άραγε ένιωσε κι εκείνος αυτό το δυνατό συναίσθημα όταν φιλήθηκαν;
  «Τι ήταν αυτό;» τον ρώτησε ψιθυριστά.
  «Δεν έχω ιδέα» της απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους, αλλά χαρίζοντάς της ένα πελώριο χαμόγελο. Ήταν από τις λίγες φορές που το χαμόγελό του έμοιαζε αυθεντικό.
  «Πόνεσες;» τη ρώτησε ξαφνικά και το πρόσωπό του σοβάρεψε.
  «Τι;».
  «Λέω, πόνεσες που… σε τράβηξα απ’ τα μαλλιά;».
  Η Νοέλια χαμογέλασε άθελά της. «Λιγάκι μόνο».
  «Συγγνώμη, δεν ήθελα να κάνω κάτι τέτοιο… απλά είσαι η μοναδική γυναίκα που τόλμησε να με χαστουκίσει».
  «Κι εγώ συγγνώμη που σε χαστούκισα» απολογήθηκε κι εκείνη. Όλη αυτή η τρυφερότητα και έγνοια του Λεονάρντο την έκανε να ξεχάσει τα πάντα: Την απαγωγή, την αγορά της, τον εγκλεισμό της. Μήπως αυτό επιδίωκε κι εκείνος;
  «Καλύτερα να πηγαίνουμε τώρα» του είπε, υιοθετώντας μια πιο σοβαρή έκφραση. Έπρεπε να είναι επιφυλακτική απέναντί του. Δεν μπορούσε να του έχει εμπιστοσύνη.
  «Έχεις δίκιο». Φάνηκε να αντιλαμβάνεται την αλλαγή στη στάση της, αλλά δεν έκανε κανένα σχόλιο. Ίσως δεν τον συνέφερε κιόλας.
  Η Νοέλια πήρε μια βαθιά ανάσα και βούλιαξε στο κάθισμα της. Τώρα έπρεπε απλά να περιμένει να φτάσουν σπίτι. Εκεί, ίσως ξεκαθάριζαν τα πράγματα.

Δέσποινα Χρ.