Η Κατάρα των Τεσσάρων 1: Μοχθώντας για την αλήθεια (Κεφάλαιο 8) - "Το κουτί της Πανδώρας"

«A scattered dream that's like a far-off memory... A far-off memory that's like a scattered dream... want to line the pieces up... Yours and mine.»
Shiro Amano, Kingdom Hearts

Είχε περάσει μία εβδομάδα από τότε που η Έλλα εμφανίστηκε σαν από μηχανής Θεός και έσωσε τις έφηβες και τη Γιοβάννα από τις δυνάμεις της Κόλασης. Η Κάσσι ξάπλωσε στο κρεβάτι του ξενώνα της Έλλα και ενός άλλου τυπά, βλέπετε η Έλλα συζούσε με κάποιον αλλά και πάλι ήθελε τέσσερα έφηβα κορίτσια να κόβουν βόλτες στο σπίτι της. Το μυαλό της πήγε κατευθείαν στα λεγόμενα της Μία, λίγες μέρες μόνο πριν…

«Δεν σε πιστεύω, ρε Μία!» άρχισε η Σαμ, «Αποκλείεται η κοπέλα να έχει γκόμενο στο σπίτι της και να μας έχει αναγκάσει να μείνουμε κι εμείς εδώ! Είναι περίεργη, μα…»
«Μα δεν νομίζω να είναι τόσο, ώστε να θέλει να την παίρνει μάτι όλο το σύμπαν!» Τελείωσε η Κάσσι, κοιτώντας τη Μία λες και είχε παραφρονήσει. Οι σκουρόχρωμοι τοίχοι έρχονταν σε αντίθεση με το χλωμό δέρμα της, ενώ το περιφρονητικό χαμόγελό της έκανε την κοκκινομάλλα να την κοιτάζει με ακόμα περισσότερη απορία.
«Κι όμως! Τους διέκοψα καταλάθος σε μια περίεργη φάση…»
«Ίου, κράτα το πορνό μακριά μας!»
«Μην κάνεις σαν βλαμμένη, Σαμ! Δεν εννοούσα αυτό! Απλώς, τα σώματά τους ήταν υπερβολικά κοντά για να πεις ότι είναι φίλοι και οι χειρονομίες που έκαναν πρόδιδαν ότι έχουν κάποια άλλη σχέση!»
Βλέποντας τη Μία να μιλάει με τόσο πάθος και απαξίωση, η Κάσσι ένιωσε σαν να έβλεπε τη μητέρα της φίλης της στα μάτια της. Αλήθεια, πόσο πονεμένη ήταν η Μία εξαιτίας των γονιών της; Ούτε εκείνη πραγματικά ήξερε.
«Μα και πάλι, δεν καταλαβαίνω… Αν ήμουν στη θέση της θα έβρισκα κάποια εναλλακτική!»
«Ακριβώς αυτό λέω ρε Κάσσι! Κάτι γίνεται με αυτή τη γυναίκα και δεν θα φύγω από εδώ μέχρι να ανακαλύψω τι είναι και γιατί ακριβώς μας κρατάει εδώ!»






Η Κάσσι αναρωτήθηκε πώς ακριβώς είχε φτάσει να μαθαίνει για την ύπαρξη μεταφυσικών όντων, πώς και μόνο η σκέψη του να ζει με έναν άγγελο ήταν απολύτως φυσική πλέον. Από εκεί που ήταν όλα ένα κακόγουστο αστείο, μία θολή ανάμνηση, άρχισαν να γίνονται πιο καθαρά με τις νέες γνώσεις για το θέμα. Και δυστυχώς, δεν ήξερε αν το ήθελε αυτό. Αλλά και πάλι, πότε εκτίμησε την άγνοια;


Η κοκκινομάλλα ανησυχούσε. Ανησυχούσε για τη σωματική και πάνω απ’ όλα ψυχική της ακεραιότητα, για τις ζωές των φίλων της, για τις ζωές των μελών της οικογένειάς της, ανησυχούσε ακόμη και για το καταραμένο το σχολείο, που το είχε παρατήσει στη μέση! Παρότι η Γιοβάννα την είχε διαβεβαιώσει πως θα τακτοποιούσε το θέμα και θα την κάλυπτε στη μητέρα και στον διευθυντή της, ήξερε πως όλα είχαν και κάποια όρια: οι αδιάκριτες ερωτήσεις θα άρχιζαν σύντομα, ο χρόνος θα λιγόστευε και θα έπρεπε όλα να έρθουν στο φως.
Αλλά ειλικρινά τώρα, πόσο μακριά ήταν το φως; Δεν ήξερε όλη την αλήθεια, και κατάλαβε πως ίσως και να μην τη μάθαινε ποτέ. Κάποιος της είχε πει ότι όσα περισσότερα ξέρεις, τόσο πιο λυπημένος γίνεσαι, και εκείνη τη στιγμή δεν θα μπορούσε να συμφωνήσει περισσότερο.
Εκτός αυτών, φοβόταν και την ίδια τη γιαγιά της, συνειδητοποίησε με λύπη. Όταν θα ερχόταν εκείνη η ώρα, που θα μαθεύονταν διάφορα πράγματα που ακόμα και εκείνη δυσκολευόταν να αποδεχτεί, ποιος ξέρει τι θα έκανε για να επιβραδύνει την υπόθεση… Ίσως να χρησιμοποιούσε εκείνη τη… Δύναμη.
Αναστέναξε για πολλοστή φορά και έφερε τα χέρια της πάνω από τα μάτια της. Ήταν ανοιχτά και της φαίνονταν ίδια με τα χέρια που είχε πριν εφτά ημέρες, πριν ένα μήνα… Πριν ζήσει την παραίσθηση της φωτιάς, έργο της σκοτεινής πλευράς όπως είχε πλέον σιγουρευτεί.
Και όντως ήταν. Μα σοβαρά, ήταν ηλίθια; Τι περίμενε να βγαίνουν από αυτά, τώρα που ήξερε πως ήταν απόγονος των μαγισσών του Σάλεμ, φωτιές ή κάποιος διαβολικός καπνός; Θα έπρεπε να φοράει εκείνα τα καπέλα σε στυλ Χόγκουαρτς και να καβαλάει σκούπες τώρα ή κάτι τέτοιο;
Κατσούφιασε, έχοντας την επίγνωση ότι πάλι απασχολούσε το μυαλό της με βλακείες.
Έτσι όπως κοίταζε τα χέρια της, ήρθε στο μυαλό της εκείνο το σπασμένο όνειρο. Ο πόνος ήταν όλα όσα γνώρισε εκεί…
Φυσικά, η γυναίκα δεν θα μπορούσε να λείπει από την ανάμνηση που είχε αρχίσει να ανακτά. Μερικές φορές, η Κάσσι απορούσε ειλικρινά με τον εαυτό της και τον τρόπο που χειριζόταν τις καταστάσεις. Ήξερε πως δεν ήταν η ομορφότερη -και μεταξύ μας- η εξυπνότερη κοπέλα του σύμπαντος, μα ο εντελώς ανόητος τρόπος προσέγγισης που είχε σε όλα τα θέματα, ξεπερνούσε και τον Θεό τον ίδιο. Για την αγάπη του Θεού είχε σχεδόν πνιγεί και φέρθηκε σαν ένα σαρκαστικό κακομαθημένο σε μια άγνωστη, που την επισκέφτηκε μετά από εκείνη την περιπέτεια… Παρά το γεγονός ότι ακόμα και η ίδια είχε εγκαταλείψει τον εαυτό της, η μαυροντυμένη γυναίκα της έδειξε κάποια… αλληλεγγύη. Η Κάσσι είχε νιώσει κάπως ζεστά μαζί της, γνωρίζοντας ωστόσο ότι ο σκοπός της γυναίκας ήταν να την κάνει να βρει εκείνη την αναθεματισμένη φλόγα.
Κούνησε το κεφάλι της, αρνούμενη να πιστέψει τις ίδιες της τις σκέψεις. Εκείνο το σπασμένο όνειρο και εκείνη η γυναίκα δεν έπρεπε να είχαν καμία εμπλοκή στη ζωή της.
Όμως, η μαυροντυμένη ακουγόταν απελπισμένη… Ίσως ήταν ένα θύμα που χρειαζόταν βοήθεια…
Αναστέναξε. Όσο περισσότερο χρόνο περνούσε κοντά στην Έλλα, τόσο περισσότερο προβληματιζόταν. Δεν ήξερε για πόσο καιρό θα μπορούσε να αποφεύγει τα θέματα που την έκαιγαν, για πόσο καιρό θα μπορούσε να κρυφτεί… Γιατί δεν μπορείς να κρυφτείς από την αλήθεια ούτε από το πρόσωπο του κακού.
Θυμόταν κάποια πράγματα που είδε σε εκείνη τη διάσπαρτη ανάμνηση. Ακόμα κι έτσι όμως, πρώτον δεν μπορούσε να είναι σίγουρη ότι σήμαινε κάτι και δεύτερον -και πιο σημαντικό- ποιον θα μπορούσε να εμπιστευτεί; Ο Ντάνιελ ήταν εκτός, είχε γυρίσει στο πανεπιστήμιο της Βοστώνης όπου σπούδαζε και οι γονείς της δεν θα την πίστευαν ούτε γι' αστείο. Η Μία σκαρφιζόταν μονίμως θεωρίες συνωμοσίας -αν και σίγουρα θα έπρεπε να έχει από κοντά την Έλλα, γιατί λίγο περίεργα της τα 'λεγε- και η Σαμ βρισκόταν στην ίδια κατάσταση με εκείνη, έχοντας πάθει ένα μικρό ψυχολογικό σοκ. Και η Γιοβάννα… Η Γιοβάννα, όπως αποφάσισε η Κάσσι, την τάιζε τόσα χρόνια ψέματα. Δεν ήταν άξια εμπιστοσύνης, και ένας θεός ήξερε τι θα έκανε αν μάθαινε για την άκρως τραυματική εμπειρία που είχε ζήσει η εγγονή της.
Δεν είχε κανέναν, συνειδητοποίησε με θαυμασμό.
Χριστέ μου, πώς τα είχε κάνει έτσι;
Τοποθέτησε τις παλάμες της πάνω από τα πράσινα και ελαφρώς κόκκινα μάτια της και πήρε μια μικρή ανάσα. Δεν θα άφηνε τον εαυτό της να κλάψει, τα δάκρυά ποτέ δεν έλυσαν κανένα της πρόβλημα. Ποτέ δεν σταμάτησαν τη μητέρα της από το να ξημεροβραδιάζεται στο νοσοκομείο των Κρυστάλλινων Νερών, αφήνοντας τον Ντάνιελ να είναι μάνα και αδερφός για τη μικρότερη αδερφή του. Ποτέ δεν σταμάτησαν τον πατέρα της από το να αρνείται να μπει σε κάποια θέση γραφείου και να είναι μονίμως απών στις ζωές της οικογένειάς του και παρών σε διάφορες εμπόλεμες ζώνες.
Τα δάκρυά της ήταν άχρηστα και δεν θα τα άφηνε να κυλήσουν επειδή ήταν σε συναισθηματικό αδιέξοδο. Θα έπαιρνε άλλη μια βαθιά ανάσα, άλλη μια ευκαιρία να σκεφτεί πώς θα αποφύγει την κατάσταση με όλα τα υπερφυσικά τέρατα και θα έμενε δυνατή, για χάρη του αδερφού της.
Του το χρωστούσε.
Με μία απότομη κίνηση σηκώθηκε από το κρεβάτι. Αρνούνταν να κλαίγεται λες και ήταν ένα κοριτσάκι που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Ψάχνοντας στα τυφλά για τον διακόπτη, σκόνταψε πάνω σε κάτι και άφησε ένα εκνευρισμένο μουγκρητό. Βρίζοντας σιγανά, ψηλάφισε τον τοίχο ώστε να βρει τον διακόπτη, να δει σε τι σκόνταψε, να βλασφημήσει -ως συνήθως- και μετά να πάει να τηλεφωνήσει στον Ντάνιελ.
Απλό σχέδιο, σωστά;
Μόλις βρήκε τον διακόπτη άναψε το φως και τυφλώθηκε για λίγες στιγμές, εξαιτίας της προηγούμενης έλλειψης φωτός.
«Αμάν μωρέ Έλλα, αυτή την εμμονή σου με το σπίτι να έχει φώτα που ανασταίνουν και νεκρούς δεν την καταλαβαίνω…» μουρμούρισε νευριασμένη. Αποφασίζοντας να δει τι ήταν αυτό που παραλίγο προκάλεσε μια πολύ θεαματική πτώση -που αν την έβλεπε η Σαμ θα τη δούλευε για χρόνια- κάρφωσε τα μάτια της σε ένα αντικείμενο, το οποίο σίγουρα δεν ανήκε στο κρύο πάτωμα.
Κάθισε στο δάπεδο και κοίταξε με απορία το μαύρο κουτάκι. Πήγε να το σηκώσει, μα όταν τα χέρια της βρίσκονταν μόλις λίγα εκατοστά μακριά του, ένιωσε το σώμα της να ανατριχιάζει. Ως αποτέλεσμα του ξαφνιάσματος που δέχτηκε, τράβηξε το χέρι της μακριά του απότομα και χτύπησε το κεφάλι της στην τουαλέτα ομορφιάς. Το κουτί φαινόταν βαρύ εξαιτίας του υλικού του, μα περίτεχνα διακοσμημένο, με δερμάτινη επίστρωση σε μερικά σημεία, κάτι που κίνησε την περιέργεια της κοκκινομάλλας. Το άνοιγμά του ήταν απλό, χωρίς κλειδαριά ή κάποια σοβαρή μορφή ασφάλειας και η Κάσσι απόρησε με το πώς δεν είχε ανοίξει όταν το είχε χτυπήσει όχι και τόσο απαλά.
Φαινόταν τόσο μικρό… Μα τόσο συναρπαστικό και μυστήριο…
Να άνοιγε το τρομακτικό κουτί ή να μην το έκανε;
Να ξαναζούσε την τρομακτική περιπέτεια του πνιγμού ή να καθόταν στα αυγά της;
Μα το κουτί ήταν δελεαστικό…
«Βρε δεν πάει στον διάολο… Θα το κάνω!» έβρισε φωναχτά και έβαλε το χέρι της πάνω στο “κούμπωμα” του κουτιού.
Αν δεν άνοιγε το κουτί -που η τελευταία φορά που είχε ανοιχτεί ήταν πριν εκατοντάδες χρόνια, από μία κοπέλα που ήθελε να βοηθήσει τους δαίμονες να διαβούν στις Πύλες του Ελέους- ίσως τώρα να μην είχαμε φτάσει εδώ: εγώ στο Άδυτο και εκείνη περιπλανώμενη σε καταραμένα χώματα, γεμάτα με το αίμα της.
«Κάσσι, μόνη σου μιλάς; Πάλι;» ακούστηκε η φωνή της Έλλα, μα η έφηβη δεν την άκουσε. «Σου 'χω πει πως είναι το πρώτο στάδιο της παράνοιας…» συνέχισε αλλά πάγωσε μόλις κατάλαβε τι εξελισσόταν σε αργή κίνηση μπροστά της.
«Όχι, μην το κάνεις!» ούρλιαξε η Έλλα και τα μάτια της έχασαν επαφή με την Κάσσι, για λίγες μόνο στιγμές, εξαιτίας μιας ανεξήγητης ποσότητας καπνού, προερχόμενης από το αναθεματισμένο κουτί.
Η ξανθιά εκπεσούσα άγγελος θα αναγνώριζε οπουδήποτε εκείνο το κουτί, αν και το είχε δει μόνο μία φορά στη ζωή της.


Η Κάσσι, ένα από τα κορίτσια με την τεράστια κρυμμένη υπερφυσική δύναμη, είχε ανοίξει το κουτί της Πανδώρας, και η Έλλα δεν ήξερε τι να κάνει για να βρει την εξαφανισμένη πλέον κοπέλα και το μισητό αντικείμενο.


Jinx Hallens