Η Μελωδία του Λύκου και της Λέαινας (Κεφάλαιο 6)

Βορράς, Κάστρο των Λάικανς

Η διαμονή της στο Βορρά ήξερε καλά ότι δε θα ήταν και μια απ'τις αγαπημένες της εμπειρίες. Το ότι τον έβλεπε μπροστά της συνέχεια και προσπαθούσε να μην του μιλάει, αυτό ήταν άλλος ένας παράγοντας απ' τους πολλούς.
Κλεισμένη στο δωμάτιό της για ώρες, προσπαθούσε να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι πλέον δεν ήταν σπίτι. Ότι σύντομα, το όνομα Λάναστερ δε θα το χρησιμοποιούσε παντού, ενώ στη θέση του θα ήταν το Λάικαν. Θα γεννούσε διαδόχους, κοριτσάκια με μακριά καστανά μαλλιά και μάτια, και αγοράκια με μαύρα μαλλιά και περίεργα μάτια. Και εκείνος... Εκείνος θα στεκόταν στο πλάι της σαν σύζυγος. Αλλά ποτέ σύντροφος. Θα ήταν βασίλισσά του, στεμμένη με ένα πανέμορφο στέμμα με λύκους και λιοντάρια και καλυμμένη με παχείς ζεστές γούνες. Μια βασίλισσα στον τίτλο, μια Λάικαν στο όνομα, μια σύζυγος από υποχρέωση και μια μητέρα από το αίμα. Όμως, ποτέ γυναίκα και σύντροφος.
Είχε κάνει υπόσχεσή στον εαυτό της να μην πέσει ξανά. Να μην ενδώσει ποτέ σε εκείνον. Δε του άξιζε. Δεν άξιζε σε εκείνη τέτοια μοίρα.
Ξαφνικά, ένα χτύπημα στην πόρτα τράβηξε ξανά την προσοχή της στον πραγματικό κόσμο.
'' Περάστε. '', φώναξε, κοιτώντας προς την πόρτα.
Καθώς η μεγάλη ξύλινη είσοδος του δωματίου της άνοιξε, από πίσω ξεπρόβαλε η κυοφορούσα βασίλισσα. Αμέσως, σηκώθηκε απ'την θέση της στο παράθυρο και υποκλίθηκε με σεβασμό.
'' Βασίλισσά μου. '', ψέλλισε, κρατώντας το βλέμμα της στο πάτωμα.
Εκείνη την πλησίασε. '' Νεαρή μου. Πάει τόσος καιρός. '', είπε. Της άγγιξε μαλακά το πρόσωπο, αναγκάζοντάς την να την κοιτάξει.
Η ματιά της συνάντησε το περίεργο, γεμάτο γλύκα και κατανόηση, βλέμμα της βασίλισσας. Είχε καιρό να κοιτάξει αυτά τα μάτια. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της ήταν μαζεμένα σε έναν περίτεχνο κότσο στο κεφάλι της, αφήνοντας τα μισά να κρέμονται στην πλάτη της. Το παράστημά της σοβαρό, γλυκό, βασιλικό και πειθαρχημένο. Πήγαζε μια ζεστασιά που είχε να την νιώσει από τότε που έχασε την μητέρα της, παιδί ακόμα. Έμοιαζε τόσο πολύ με τον πρίγκιπα. Από ότι φαίνεται, όλη την ομορφιά την είχε πάρει από την ίδια, μαζί και το χρώμα του δέρματος, το οποίο ήταν περίεργο για τον κρύο Βορρά. Αλλά ο χαρακτήρας του... Αυτός έμοιαζε τόσο στον πατέρα του, κατά την γνώμη της.
Αν και αρχοντική και πανέμορφη, αυτό που τη μάγευε πάνω της ήταν τα μάτια της. Μπορούσε να διακρίνει πολλά χρώματα μέσα τους. Πράσινο, μπλε, γαλάζιο, γκρι... Ίσως και λίγο χρυσό. Σαν τα δικά του...
'' Πράγματι, βασίλισσά μου. '', της απάντησε τελικά εκείνη.
Το χαμόγελο συνέχισε να κοσμεί τα χείλη της βασίλισσας. Το εξεταστικό βλέμμα της δεν έλεγε να αφήσει τα νεανικά χαρακτηριστικά της αρχόντισσας μπροστά της. '' Τι σε προβληματίζει, γλυκιά μου; '', απόρησε φωναχτά, τραβώντας για άλλη μια φορά την προσοχή της νεαρής κοπέλας.
Αμέσως, έσπευσε να αρνηθεί, πράγμα ανώφελο. '' Τίποτα, βασίλισσά μου. ''
Εκείνη χαμογέλασε αχνά ξανά. '' Μπορείς να με εμπιστευτείς, νεαρή μου. Ήμουν και εγώ κάποτε στην θέση σου. Εξάλλου, αν σε βοηθά, ήμασταν φίλες με την μητέρα σου, κάποτε. '', την πληροφόρησε, κάνοντάς την να την κοιτάξει με έκπληξη.
'' Ποτέ δε μίλησε για εσάς. Όχι, από όσο την θυμάμαι. '', είπε, φέρνοντας στο μυαλό της στιγμές με την μητέρα της, προσπαθώντας να θυμηθεί μια μικρή λεπτομέρεια, όπου της έλεγε για την φιλία της με την βασίλισσα.
Μόνο τότε, εκείνη μόνο τη μέρα τις είχε δει μαζί. Και οι δύο μητέρες, περήφανες για τα μικρά τους, έτοιμες να τα προστατέψουν με κάθε τρόπο. Μια Λέαινα και μια Λύκαινα. Ποτέ ξανά, όμως, δεν είχε την ευκαιρία να τις δει να στέκονται αντικριστά και περήφανες, αρχοντικές. Μετά, δεν είχε κάν την ευκαιρία να αποχαιρετήσει τη μητέρα της... Λίγες μέρες μετά, έχασε και τη μοναδική φίλη που είχε.
'' Έγιναν πολλά. Ήμασταν παιδικές φίλες. Ήμασταν σαν αδελφές. '', την ενημέρωσε, κάνοντάς την να θέλει να μάθει τι έγινε και δεν συνέχισε η φιλία τους. Όμως, δεν ρώτησε. Καταλάβαινε ότι δεν ήθελε να μιλήσει η βασίλισσα. Όχι τώρα, τουλάχιστον. Έστρεψε ξανά το ανοιχτό βλέμμα της σε εκείνη. '' Είμαι από τον Οίκο των Μάρελ. Ο αδελφός μου, ο Λέστιν, είναι διάδοχός του Οίκου μας. Εγώ, σαν μικρότερη και κόρη, στάλθηκα για να παντρευτώ τον διάδοχο του θρόνου. Τη μητέρα σου την πρωτογνώρισα σε ένα ταξίδι μου στο Νότο, πριν παντρευτώ ακόμα. Της μοιάζεις πολύ. '', της είπε, λέγοντάς της πράγματα που δε της είπε κανείς ποτέ. Από την άλλη, το ότι της μοιάζει, ήταν ένα συχνό κομπλιμέντο από εκείνους που την ήξερα, πριν πεθάνει.
Κοιτώντας τώρα την βασίλισσα, που άκουγε στο όνομα Αλίνα, καταλάβαινε ότι όλη η ξεχωριστή ομορφιά της ήταν χάρις την Ανατολή. Φημίζονταν οι γυναίκες της Ανατολής για την ξακουστή ομορφιά τους, και φωτεινό παράδειγμα, ήταν η ίδια η βασίλισσα.
'' Καταλαβαίνω τις ανησυχίες σου. Και ξέρω τι φοβάσαι. '', μίλησε, τραβώντας ξανά την προσοχή της νεαρής κοπέλας. '' Όμως, σε διαβεβαιώνω, ότι ο Ραλφ δεν μοιάζει στον πατέρα του. Είμαι σίγουρη ότι έχεις ακούσει ιστορίες, ίσως και να το έχεις δει και με τα μάτια σου, όμως, ό,τι και αν έχεις ακούσει για τον βασιλιά Γκένεθ δεν ισχύει και για τον γιο μου. '', της είπε, όμως τα λόγια της, αν και έφτασαν στο μυαλό της, δύσκολα εισέβαλαν στην καρδιά της.
Δυσκολευόταν να το πιστέψει, μετά από εκείνη την μέρα. Κοίταξε το πάτωμα, ανίκανη να κοιτάξει την βασίλισσα. Τι να έλεγε;
Εκείνη την πλησίασε ξανά. '' Ξέρω ότι σου είναι δύσκολο να το καταλάβεις. Όμως, δεν έφταιγε εκείνος τότε. '', της είπε, ξαφνιάζοντάς την. Αμέσως την κοίταξε έκπληκτη, ανίκανη, όμως, να το πιστέψει. Εκείνη έγνεψε το κεφάλι της. '' Δεν έφταιγε εκείνος. '', επανέλαβε ξανά. '' Ο γιος μου είναι ένας καλός και έντιμος άντρας. Ξέρει τις ευθύνες του, ποτέ δε θα έλεγε ψέματα. Όμως, όσο και καλός να είναι, πάντα θα χρειάζεται κάποια για να τον κρατά μακριά απ'το σκοτάδι. Και αυτή είσαι εσύ. ''
Εκείνη την κοίταξε, νιώθοντας τα πρώτα δάκρυα να εμφανίζονται στα μάτια της. '' Και αν έχω βυθιστεί ήδη σε αυτό το σκοτάδι; '', αναρωτήθηκε φωναχτά, κοιτώντας την. Είχε ανάγκη αυτή την απάντηση. Η βασίλισσα την κοίταξε απορημένα και έτσι συνέχισε. '' Ο χρόνος δε γυρίζει πίσω. Ο γιος σας ποτέ δε θα είναι αυτός που ήταν κάποτε για μένα. ''
Η μεγάλη και σοφή γυναίκα την κοίταξε με γνήσια κατανόηση. '' Υπάρχει ακόμα χρόνος. '', της είπε απλά και έφυγε, εγκαταλείποντάς την με τις σκέψεις της.
Δεν έφταιγε εκείνος... Δεν είναι σαν τον πατέρα του... Χρειάζεται κάποια για να τον κρατά μακριά από το σκοτάδι... Αυτή είσαι εσύ...
Όλες αυτές οι λέξεις στριφογύριζαν στο κεφάλι της, χωρίς να μπορεί να τις βάλει σε μια σειρά. Δεν ήταν ικανή ακόμα να γιατρέψει τις πληγές της. Και δε μπορούσε να τον σώσει αν δεν έσωνε πρώτα τον εαυτό της.  


Despoina Andreou