Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 14) - "Ο Επόμενος Στόχος"

Κίεβο, Ιανουάριος 1020

Οι τρεις καβαλάρηδες έφτασαν νύχτα στα περίχωρα του Κιέβου. Δεν μπορούσαν φυσικά να εμφανιστούν στην αυλή τέτοια ώρα, οπότε αναζήτησαν κατάλυμα σ’ ένα πανδοχείο της κραταιάς πόλης.

Ο Στεφάν έπεσε να κοιμηθεί μα, οι σκέψεις τον βασάνιζαν, δεν τον άφηναν να βρει τη γαλήνη. Εκείνη την ήσυχη νύχτα, το μυαλό του τριγύριζε ξανά και ξανά στο ίδιο πρόσωπο. Σ’ εκείνα τα μάτια, που τον είχαν σημαδέψει. Ήλπιζε πως η ψυχή της είχε αναπαυτεί στους ουρανούς, και πως, όταν θα πέθαινε, θα την έβλεπε και θα της ζητούσε συγγνώμη. Εκείνη ήταν το προσωπικό του φάντασμα, όπου κι αν πήγαινε, ό,τι κι αν έκανε την κουβαλούσε πάντα μαζί του. Στην καρδιά του.
Αποφάσισε πως δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί, κι έτσι βγήκε για ιππασία. Σκόπευε να επιστρέψει στο πανδοχείο εγκαίρως, ώστε μέσα στην ημέρα να παρουσιαστούν στον Μεγάλο Πρίγκιπα. Εντούτοις, χωρίς να το καταλάβει απομακρύνθηκε αρκετά, μπήκε βαθιά μέσα στο δάσος.
Ξαφνικά, άκουσε σπαραχτικές κραυγές. Κοντοστάθηκε και αφουγκράστηκε, για να προσδιορίσει την προέλευσή τους. Κατεύθυνε το άλογό του, προς εκείνη την κατεύθυνση. Όσο πλησίαζε, τόσο πιο δυνατά άκουγε αυτό που ήταν ξεκάθαρα, ο θρήνος μιας κοπέλας. Τελικά την είδε, γονατισμένη στο σκληρό έδαφος, να κλαίει ασταμάτητα. Το πρόσωπό της ήταν χωμένο στα γόνατά της, το μόνο χαρακτηριστικό που ήταν διακριτό ήταν τα πυκνά μαύρα μαλλιά της. Θα μπορούσε να την αγνοήσει, μα κάτι τέτοιο δεν ταίριαζε στο χαρακτήρα του. Ξεπέζεψε και πήγε δίπλα της, να δει ποιο ήταν το πρόβλημα. Άδικα όμως, τη ρωτούσε για να μάθει, εκείνη δεν ήταν σε θέση να του απαντήσει.
«Θα την σκοτώσει.»
Μονάχα αυτή τη φράση επαναλάμβανε ασταμάτητα.
Ο Στεφάν λοιπόν, καταθορυβημένος, πήρε την απόφαση να ψάξει τη γυναίκα για την οποία μιλούσε. Κάπου εκεί γύρω θα βρισκόταν, σίγουρα.
Και πράγματι, έτσι ήταν. Αρκετά μέτρα από το σημείο που είχε δει την ταραγμένη νέα, αντίκρισε το πιο παράδοξο θέαμα. Ένας άντρας απειλούσε να σκοτώσει μια ανυπεράσπιστη γυναίκα. Κάτι τέτοιοι άνθρωποι τον εξόργιζαν. Δεν ήταν άξιοι να αποκαλούνται άντρες. Οι άντρες δεν τα έβαζαν με αδύναμες υπάρξεις, αλλά με ισάξιους αντιπάλους. Στη στιγμή, έτρεξε να βοηθήσει, προτού το έγκλημα ολοκληρωθεί μπροστά στα μάτια του.
Ξεσπάθωσε και με μία αποφασιστική κίνηση, έκοψε το κεφάλι του αδίστακτου δολοφόνου. Δεν του άρεσε να αφαιρεί ανθρώπινες ζωές μα, στην προκειμένη περίπτωση ήταν απαραίτητο. Ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου.
Έτεινε το χέρι του στην άγνωστη γυναίκα, η οποία θα ήταν βέβαια κατατρομαγμένη από την αγριότητα της σκηνής. Ήθελε να της δείξει ότι μπορούσε να τον εμπιστευτεί, δε θα της έκανε κακό.
Δεν άρθρωσε όμως, ούτε λέξη. Γιατί, όταν εκείνη έπιασε το απλωμένο χέρι του και αντίκρισε το πρόσωπό της, τον χτύπησε κεραυνός. «Νάντια!», ψιθύρισε εμβρόντητος, μην μπορώντας να πιστέψει στα μάτια του.
Το μυαλό του δεν μπορούσε να χωρέσει την αποκάλυψη. Νόμισε πως το είχε φανταστεί, πως απλά της έμοιαζε. Δεν ήταν, δεν ήταν δυνατό να ήταν η Νάντια. Η εμμονή του μαζί της είχε φτάσει σε εντελώς καινούργιο επίπεδο. Τώρα έβλεπε και οφθαλμαπάτες. Αφού η Νάντια είχε πεθάνει εννιά χρόνια πριν!
Όταν όμως, η γυναίκα τράβηξε απότομα το χέρι της, με τόση αηδία, που θα έλεγε κανείς ότι άγγιζε λεπρό, η καρδιά του σταμάτησε. Τον είχε αναγνωρίσει κι εκείνη, δεν ήταν όλα μέσα στο κεφάλι του. Ήταν όντως, η Νάντια.
Τον κοίταξε με απαξίωση, περιφρόνηση, ακόρεστο μίσος καθρεφτιζόταν στα μαγευτικά της μάτια. Και τότε ο Στεφάν συνειδητοποίησε πως τίποτα δεν είχε αλλάξει από την τελευταία φορά που την είδε. Τόσα χρόνια, κι εκείνη ήταν το ίδιο οργισμένη, το ίδιο έτοιμη να του ανοίξει το κεφάλι με μια βαριά πέτρα.
Η συντετριμμένη κοπέλα που είχε συναντήσει πρωτύτερα, που δεν ήταν άλλη από την Αναστασία, τους πλησίασε. Είχε καταφέρει να συνέλθει, πιστεύοντας ότι ο άγνωστος άντρας θα έσωζε τη Ναντέζντα. Είδε ότι ήταν καλά κι η καρδιά της ήρθε στη θέση της. Θα την αγκάλιαζε αν δεν ήταν βέβαιη πως θ’ αντιδρούσε άσχημα. Θυμήθηκε ξαφνικά τους καλούς της τρόπους και ευχαρίστησε τον καλοντυμένο ξένο.
Ο Στεφάν όμως, δεν την άκουγε, μόλις που είχε διαισθανθεί την παρουσία της. Κάθε κύτταρο της ύπαρξής του ήταν επικεντρωμένο στη γυναίκα που ήξερε ως Νάντια Βλαντιμίροβα. 
Ούτε εκείνη είχε δώσει σημασία στην Αναστασία. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι δεν άντεχε ούτε να τον βλέπει. Γύρισε την πλάτη κι έκανε να απομακρυνθεί. Δεν την ενδιέφερε τίποτα, παρά μόνο να φύγει μακριά του. Άλλο ένα δευτερόλεπτο  και θα χιμούσε πάνω του, και θα του ξέσκιζε το πρόσωπο με τα νύχια της, σαν κάποιο άγριο ζώο, χωρίς ίχνος λογικής. Κι επειδή ακριβώς η Ναντέζντα είχε την απαραίτητη αυτοσυγκράτηση, επέλεξε τη φυγή.
Το σώμα της όμως, την πρόδωσε, οι δυνάμεις της εξαντλήθηκαν. Το σωματικό και το συναισθηματικό σοκ που είχε υποστεί ήταν υπερβολικό για να το αντέξει ο οργανισμός της. Γύρω της όλα σκοτείνιασαν, έχασε την ισορροπία της. Είχε λιποθυμήσει.
Κι ο Στεφάν βρισκόταν εκεί, για να την πιάσει, να την πάρει στην αγκαλιά του και να την προστατεύσει. Όπως την πρώτη φορά που την είδε, σ’ ένα άλλο δάσος, ενώ ο πόλεμος μαινόταν γύρω τους, σε απόσταση αναπνοής. Μόνο που αυτή τη φορά δε θα την άφηνε να πέσει.

* * *
Η Αναστασία επέμενε να περιθάλψει η ίδια τη Ναντέζντα. Δεν ήθελε να αφήσει κανέναν άλλο να τη φροντίσει, ούτε καν το γιατρό της αυλής. Επέμενε ότι ήξερε πολλά από γιατροσόφια, βότανα και αλοιφές. Την είχε διδάξει η μητέρα της η οποία είχε μελετήσει όλα τα κείμενα αρχαίων γιατρών, του Ιπποκράτη και του Ασκληπειού, τότε που ήταν νέα στο Ιερό Παλάτι.
Είπε σ’ εκείνον τον άντρα που τις είχε σώσει να ξαπλώσει την ακόμα λιπόθυμη Ναντέζντα στο δικό της κρεβάτι, στο προσωπικό της διαμέρισμα. Μετά τον έδιωξε, γιατί είχε πολλά να κάνει. Έπλυνε τις πληγές της με ελληνικό κρασί για να τις απολυμάνει. Μετά απέθεσε πάνω τους ένα κατάπλασμα δικής της παρασκευής, για να βοηθήσει το δέρμα να επουλωθεί. Έδεσε τα τραύματα με καθαρούς επιδέσμους. Όμως, δεν έπαυε στιγμή να ανησυχεί για την τύχη της. Είχε χάσει πολύ αίμα, κι είχε καταπονηθεί. Ήταν δυνατόν, να μην ξυπνήσει ποτέ;
Δεν έφυγε στιγμή από το προσκεφάλι της, κοντά οχτώ ώρες τώρα. Ακουμπούσε το δέρμα της κι ανησυχούσε, γιατί έμοιαζε να φλεγόταν. Την ήξερε αυτή την αντίδραση του οργανισμού, το σώμα της πάλευε ν’ αντιμετωπίσει κάποια μόλυνση με τον πυρετό. Φοβόταν όμως, γιατί η θερμοκρασία της ολοένα και ανέβαινε. Αποφάσισε να τη δροσίσει με πετσέτες βουτηγμένες σε νερό, έβαλε ένα ειδικό βότανο με αντιφλεγμονώδη δράση,  πάνω στ’ ανοιχτά τραύματα.
Και συνέχισε να περιμένει, να τη δει ν’ ανοίγει τα μάτια και να μπορέσει ν’ αναπνεύσει ξανά.
Είχε πια ξημερώσει η επόμενη μέρα, κι η Αναστασία εκεί, στην ξύλινη καρέκλα δίπλα απ’ το κρεβάτι. Δεν είχε κοιμηθεί ούτε μια στιγμή τη νύχτα, κι ας ήταν εξαντλημένη. Ήταν συνεχώς ξύπνια, ν’ αλλάζει επιδέσμους, να της βρέχει το μέτωπο με πετσέτες. Κι ο πυρετός ακατέβατος. Όμως, δεν τα παρατούσε. Η Ναντέζντα θα ζούσε, έπρεπε να ζήσει. Της είχε σώσει τη ζωή, αν πέθαινε, το φταίξιμο θα ήταν δικό της.
Όμως, η Ναντέζντα δεν την έβαλε σ’ αυτή τη δοκιμασία. Κάποια στιγμή, μετά από τις επίπονες προσπάθειες της κοπέλας, ο πυρετός έπεσε και τα καταπράσινα μάτια, όμοια με βρύα του δάσους, άνοιξαν.
Μια ζεστασιά πλημμύρισε την καρδιά της Αναστασίας. Δεν είχε πια καμιά αμφιβολία, η Ναντέζντα ήταν εκτός κινδύνου. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη χαρά της μετά από την πολύωρη αγωνία κι έπεσε πάνω της, αγκαλιάζοντάς τη σφιχτά. «Είσαι καλά! Δόξα τω Θεώ, είσαι καλά.»
Ένα βογκητό ξέφυγε από τη Ναντέζντα, εξαιτίας της πίεσης που άσκησε η Αναστασία στις πληγές της. Εκείνη το κατάλαβε κι αμέσως αποτραβήχτηκε. «Συγγνώμη!», είπε και της χαμογέλασε θερμά.
Το μυαλό της Ναντέζντα ήταν ακόμα θολωμένο από τον πόνο και το σοκ εκείνης της ημέρας. Ακόμα κι έτσι όμως, ήταν ικανή να ενοχληθεί από την συμπεριφορά της Αναστασίας. Δεν ήταν πια εμφανές ότι απλά την αντιπαθούσε; Δεν είχε κάτι συγκεκριμένο εναντίον της, μα ήταν θέμα αρχής. Ήταν η κόρη της Άννας. Μια φιλία μεταξύ τους ανήκε στη σφαίρα του μεταφυσικού.
«Τι κάνεις εδώ;», ρώτησε με δυσφορία. «Βασικά τι κάνω εγώ εδώ;», συμπλήρωσε μόλις συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στο διαμέρισμα της Αναστασίας.
«Ήθελες να σε αφήσω στον κοιτώνα με τις κάργιες της Μίρα, όπως τις αποκαλείς;»
Εκείνη τη στιγμή πραγματικά δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει τι ήταν χειρότερο.
«Τι θα έλεγες να μεσολαβήσεις, για να πάρω μονόκλινο;»
Η Αναστασία χαμογέλασε και δεν απάντησε. Είχε μάθει πια ότι όταν η Ναντέζντα δεν ήξερε τι να πει κατέφευγε στο σαρκασμό και τις προσβολές. Ήταν η ασφαλιστική της δικλίδα.
«Πάω να πω στην Ιουστίνη να φέρει τη σούπα σου.»
Η Ναντέζντα ήταν εξαντλημένη και πονούσε φριχτά κι έτσι απλά έκλεισε τα μάτια˙ χωρίς να κοιμάται αλλά και χωρίς να σκέφτεται.
Σε λίγη ώρα η Αναστασία επέστρεψε μ’ ένα ξύλινο δίσκο, με τον οποίο μετέφερε τη χορτόσουπα, ένα κομμάτι φρέσκο ψωμί, λίγο τυρί κι ένα εκχύλισμα βοτάνων με αναλγητική δράση.
Πίσω της ήταν η Ιουστίνη και η Κάτια. Η μικρή δεν ήθελε να μένει μακριά από την αδερφή της, οπότε επέμενε να τις ακολουθήσει. Η Αναστασία δεν έβλεπε για ποιο λόγο να της το απαγορέψει.
«Θέλω να φας ό,τι έχει ο δίσκος σε παρακαλώ. Πρέπει να πάρεις δυνάμεις.»
Η εξάντληση είχε πια νικήσει τη Ναντέζντα και συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις της. Έπειτα, την άφησε να της αλλάξει τους επιδέσμους και προσθέσει κι άλλη αλοιφή. Και η ίδια γνώριζε αρκετά από ιατρική και βοτανολογία και είδε ότι η ποιότητα του εκχυλίσματος και του καταπλάσματος ήταν καλή. Ήταν το ίδιο αποτελεσματικά με αυτά που  θ έφτιαχνε η ίδια. Δεν έκανε φωναχτά αυτήν την παρατήρηση, γιατί ούτε να δώσει εξηγήσεις για τις γνώσεις της ήθελε, ούτε να κάνει φιλοφρόνηση στη Αναστασία.
«Τώρα που βλέπεις ότι είμαι καλά, θα φύγεις;», είπε εριστικά.
«Το διαμέρισμα αυτό ανήκει στην αδελφή μου. Εσύ είσαι η παρείσακτη.», παρενέβη η Κάτια με τη χαρακτηριστική επιθετικότητα των παιδιών που είχαν μάθει από νωρίς πως τίποτα στον κόσμο δε θα τους χαριζόταν.
Η Ναντέζντα δεν μπόρεσε να βρει κάτι να πει. Δε θέλησε να λογομαχήσει μ’ ένα παιδί. Ποιο θα ήταν το νόημα; Έτσι, έμεινε σιωπηλή.
«Ξέρεις, θέλω να σ’ ευχαριστήσω για ό,τι έκανες για μένα. Μου έσωσες τη ζωή. Ήσουν πολύ θαρραλέα.», είπε άξαφνα η Αναστασία αργότερα, όταν ήταν η ώρα για το δείπνο και ήταν ξανά μόνες.
Ξαφνιάζομαι, από την εκδήλωση των συναισθημάτων της. Αυτή η Αναστασία είναι τόσο περίπλοκος άνθρωπος. Δεν μπορώ να την εκτιμήσω γιατί βλέπω σ’ αυτήν την αδυναμία και τη μοιρολατρία. Καταλαβαίνω πόσο σκληρή είναι  διαμονή της στο αρχοντικό, κι όμως δεν κάνει κάτι για να το αλλάξει αυτό. Μα, δεν μπορώ να μη δω πόσο αγνή και καθαρή είναι η ψυχή της. Δε μισεί κανέναν, δε λέει κακό λόγο για κανένα, ενώ είναι μια πολύ στοργική αδερφή για τη Μαρία. Σχεδόν όσο και ο Γιαροσλάβ ήταν για μένα.
Κι όμως, έχω πει επανειλημμένα πως δεν πρέπει ν’ αγαπήσω αυτό το κορίτσι.
Θέλω να μείνω μόνη με τις σκέψεις μου.
Στεφάν.
Ο Στεφάν είναι εδώ, είμαι απολύτως βέβαιη γι’ αυτό. Πώς συνέβη αυτό; Τι στην ευχή γυρεύει στο Κίεβο; Ελπίζω τουλάχιστον να μη με αναγνώρισε. Γιατί, αν με αναγνώρισε και μιλήσει για μένα, τα σχέδια μου θα ναυαγήσουν.
Βέβαια, θα υπάρξει κάποια αποζημίωση σε αυτή την περίπτωση. Αν μιλήσει, τότε σαφέστατα δε θα μπορέσω να σκοτώσω τον Καταραμένο. Θα είμαι ελεύθερη όμως, να προχωρήσω στον επόμενο μου στόχο…
Θα σκοτώσω  τον Στεφάν. Κι αυτός υπεύθυνος δεν είναι;


Σοφία Γκρέκα