Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 24) - "Μέλος της Οικογένειας"

Κίεβο, Μάρτιος 1020

Η Ναντέζντα περίμενε ότι μετά την επίσημη αναγνώρισή της ως μέλος της οικογένειας του Μεγάλου Πρίγκιπα, θα άλλαζε η θέση της στο παλάτι. Μα, δεν περίμενε να συμβεί τόσο γρήγορα.
Ο Σβιατοπόλκ ήθελε η Ναντέζντα να αποκατασταθεί ως εξαδέλφη του το συντομότερο δυνατό, κι έτσι ανέθεσε στη σύζυγό του, μετά το πέρας του συμποσίου,  να την οδηγήσει στα νέα της διαμερίσματα, τα οποία είχαν από κοινού διαλέξει νωρίτερα μέσα στην ημέρα.

Η Ναντέζντα είχε εκπλαγεί με την επιλογή των διαμερισμάτων της. Μπορεί να μην ήταν τα πιο πλουσιοπάροχα επιπλωμένα σε ολόκληρο το κάστρο, όμως βρίσκονταν σε πολύ κεντρικό σημείο, μόλις ένα διάδρομο μακριά από τα διαμερίσματα του πριγκιπικού ζεύγους και ήταν πολύ ευρύχωρα. Αποτελούνταν από τρεις κάμαρες, τον  προθάλαμο, το καθιστικό, και την κρεβατοκάμαρα. Όλοι οι τοίχοι καθώς και τα πατώματα ήταν ντυμένα με παχιές γούνες, ενώ πορφυρά παραπετάσματα κρέμονταν από το παράθυρο της ιδιωτικής της κάμαρας. Τα έπιπλα φαίνονταν καλής ποιότητας. Την προσοχής της κοπέλας τράβηξε ο κρυστάλλινος καθρέφτης και το φαρδύ κρεβάτι με μαλακό στρώμα που στόλιζε πλήθος μαξιλάρια. Αυτό όμως, που περισσότερο ενδιέφερε τη Ναντέζντα ήταν ότι δε ήταν πια αναγκασμένη να διαμένει μαζί με τις θεραπαινίδες της Αναστασίας, αλλά θα αποκτούσε τον ιδιωτικό χώρο που τόσο της έλειπε.
Τότε, η Μίρα άνοιξε μπροστά της δίφυλλη καρυδένια ντουλάπα η οποία ήταν ήδη γεμάτη με καινούργια ρούχα και κοσμήματα, κατάλληλα για τη νέα της θέση. Η Ναντέζντα τα έχασε με τη φροντίδα και τη φιλόξενη στάση τους και ευχαρίστησε την ηγεμονίδα για τη γενναιοδωρία της.
Η μεγαλύτερη γυναίκα έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της, αλλά στο βλέμμα της δε διακρινόταν η παραμικρή φιλική διάθεση. «Δε χρειάζεται να με ευχαριστείς. Όπως εσύ η ίδια ισχυρίζεσαι, είμαστε οικογένεια…» Η Μίρα σιώπησε για λίγο, λες «Από εδώ και στο εξής η Νατάσα, η Ανφίσα, η Γκαλίνα και η Ντούνια, κοπέλες από τη δική μου υπηρεσία θα σε συντροφεύουν και θα σε υπηρετούν όσο πιστά υπηρετούσαν κι εμένα μέχρι τώρα.»
«Μεγαλειοτάτη, σας διαβεβαιώ, δεν είναι ανάγκη.»
«Επιμένω!», δήλωσε εκείνη αυταρχικά. «Είναι επιθυμία του Μεγάλου Πρίγκιπα και δική μου επίσης.»
«Και πάλι λοιπόν, σας ευχαριστώ.», είπε η Ναντέζντα με προσποιητή ταπεινοφροσύνη και υποκλίθηκε κομψά.
Η Μίρα της χαμογέλασε συγκαταβατικά, και την πλησίασε. Πήρε τα χέρια της μέσα στα δικά της και την κοίταξε κατάματα με βλέμμα που έσταζε δηλητήριο. «Ξέρεις, μπορεί να τους έχεις μαγέψει όλους, με το γλυκό χαμόγελο και το δήθεν αθώο βλέμμα, αλλά εμένα δε με πείθεις.», ψιθύρισε, ώστε να την ακούσει μονάχα η Ναντέζντα.  «Ξέρω ότι κάτι κρύβεις, και δε θα ησυχάσω μέχρι να σε ξεσκεπάσω.»
Η απειλή ήταν ξεκάθαρη, μα η θυγατέρα της Ρογκνέντα, δε δείλιασε. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε… Εγώ το μόνο που ζητώ είναι μια ευκαιρία να αποκτήσω ξανά οικογένεια, και να στηρίξω τον μεγαλειότατο, τον θετό αδερφό μου.»
Κι ήταν τόσο πειστική ώστε ακόμα και η Μίρα για μια στιγμή αμφέβαλε για τις υποψίες της. Μόνο για μια στιγμή.
* * *
Οι τέσσερεις θεραπαινίδες της Ναντέζντας επιφορτίστηκαν με το καθήκον να μεταφέρουν τα λιγοστά της υπάρχοντα από τον κοινόχρηστο κοιτώνα στα ιδιωτικά της διαμερίσματα. Όταν όμως επιδίωξαν να τη βοηθήσουν να φορέσει το νυχτερινό της ένδυμα, εκείνη της απέτρεψε απότομα. Τις συμβούλευσε να αποσυρθούν, καθώς  δεν είχε ανάγκη τις υπηρεσίες τους άλλους. Οι νέες παραξενεύτηκαν, αλλά δε σχολίασαν την παράδοξη συμπεριφορά της και αφού υποκλίθηκαν σεμνά, αποχώρησαν.
Μόλις έφυγαν, η Ναντέζντα ένιωσε επιτέλους ότι μπορούσε να αναπνεύσει. Είχε αντιληφθεί ότι οι κοπέλες βρίσκονταν εκεί απλά για να μεταφέρουν στη Μεγάλη Πριγκίπισσα την κάθε της κίνηση, κι αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Βέβαια, η Ναντέζντα ήταν πολύ κουρασμένη για να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει για να αμυνθεί ενάντια στη «νύφη» της. Η πίεση και ή ένταση της ημέρας είχαν κερδίσει τη μάχη ενάντια στις  αντοχές της.
Ήταν έτοιμη να γδυθεί, όταν άκουσε το χερούλι της πόρτας να τρίζει καθώς και ξεκάθαρους ήχους βημάτων στο θάλαμο υποδοχής. Κατευθυνόμενη προς τα εκεί, αντίκρισε με έκπληξη την ετεροθαλή αδερφή της.
Η Αναστασία εδώ και μέρες πάσχιζε να συνειδητοποιήσει τη νέα πραγματικότητα. Ένα μέρος του εαυτού της αρνιόταν να δεχτεί την αλήθεια της αποκάλυψης. Μετά όμως από εκείνο το φαγοπότι και το γλέντι προς τιμήν της μέχρι πρότινος ασήμαντης θεραπαινίδας της, έπρεπε να πάψει να εθελοτυφλεί. Είχε εισέλθει στα ξένα διαμερίσματα χωρίς να χτυπήσει, καθώς ήθελε να ξεκαθαρίσει μερικά πράγματα με τη Ναντέζντα.  Η πολυτέλεια όμως, που αντίκρισε τη βρήκε προ εκπλήξεως.
Τα διαμερίσματα της Ναντέζντας ήταν τρεις φορές μεγαλύτερα από τη δική της στενόχωρη και καταθλιπτική κάμαρα, ήταν διακοσμημένα καλαίσθητα σε ενώ εκείνης ήταν η προσωποποίηση της λιτότητας, και βρίσκονταν σε πολύ πιο κεντρικό σημείο. Δεν αντιλαμβανόταν την αιτία της ολοφάνερης διάκρισης μεταξύ τους. Ήταν κι οι δυο  θυγατέρες του Βλαντιμίρ, εξαδέλφες και θετές αδερφές του Σβιατοπόλκ, γιατί λοιπόν στην ίδια φέρονταν σαν αιχμάλωτη, ενώ στη Ναντέζντα σαν επίτιμη προσκεκλημένη και κάτι παραπάνω;
«Αναστασία!», αναφώνησε τότε, η πέτρα του σκανδάλου. «Αναρωτιόμουν πότε θα σε ξανάβλεπα… Τι θέλεις;» Ήταν τόσο συγκροτημένη και ψύχραιμη που δεν ήταν δυνατό να καταλάβει κανείς αν είχε δυσαρεστηθεί με την εμφάνιση της Αναστασίας. Ο λόγος, ότι περίμενε την στιγμή που κόρη της  Άννας θα επέμενε να πάρει απαντήσεις.  Φυσικά, δεν είχε σκοπό να της μιλήσει με ειλικρίνεια. Θα κατέφευγε είτε στη σιωπή είτε στα ψέματα.
«Δεν ήξερα ότι ήσουν μια βδέλλα που ψάχνει για πλούτη και δύναμη!», φώναξε αγανακτισμένη.
«Βδέλλα;», επανέλαβε η Ναντέζντα περισσότερο σοκαρισμένη παρά ενοχλημένη.
«Με εξαπάτησες, με γελοιοποίησες και όλα για να αποκτήσεις τίτλο, λούσα και χρήματα! Δεν το πιστεύω! Είσαι πραγματικά ρηχή και αξιολύπητη!»
Είχε αρχίσει να μπαίνει σε επικίνδυνα χωράφια. Κινδύνευε να προκαλέσει πραγματικά τη Ναντέζντα, η οποία αρκέστηκε σε μια αδιόρατα απειλητική προειδοποίηση. «Πρόσεχε πώς μιλάς…»
«Γιατί; Εσύ δεν το έχεις κάνει ποτέ! Εγώ ξέρω ότι σε εμπιστευόμουν, σε θεωρούσα φίλη. Εσύ μόνο ψέματα και υποκρισία. Και φαινόσουν τόσο ειλικρινής στην αρχή… Όμως είσαι απατεώνας! Πώς αλλιώς θα άντεχες αυτό το τέρας; Είναι αδελφοκτόνος, στυγερός εγκληματίας, και τύραννος!  Κι εσύ δεν είσαι καλύτερη αφού στέκεσαι πλάι του και δέχεσαι τα βαμμένα με αίμα αθώων δώρα του. Έγινες ένα με αυτούς που λεηλατούν τη χώρα μας! Μία εγκληματίας κι εσύ!»
Η Αναστασία μιλούσε χωρίς παύσεις, σχεδόν χωρίς ν’ ανασαίνει λες κι ένας ορμητικός χείμαρρος ισοπέδωσε κάθε φραγμό. Και η Ναντέζντα που τόση ώρα είχε συγκρατηθεί, έχασε την υπομονή της. «Πάψε!», ξέσπασε. Δεν μπορούσε πια να δέχεται στωικά  τα πυρά της Αναστασίας. «Δεν έχεις ιδέα για ποιο πράγμα μιλάς!»
«Αλήθεια; Για εξήγησε μου, να καταλάβω.»
«Δεν έχω τίποτα να σου πω.»
«Βλέπεις, να, το κάνεις πάλι!», ξεφώνισε. «Όταν η συζήτηση γίνεται αληθινή, υψώνεις τοίχους, φράγματα και δεν σε αγγίζει κανείς. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που βρήκες την αδερφή ψυχή σου στον Καταραμένο. Ίδιοι είστε.»
«Τον μισώ όσο τον μισείς κι εσύ.», τη διαβεβαίωσε χωρίς επιτυχία. Η Αναστασία δεν μπορούσε να δει τα συναισθήματα που καθρεφτίζονταν στο βλέμμα της. Ή μάλλον τα έβλεπε αλλά δεν τα εμπιστευόταν. 
«Δυσκολεύομαι να το πιστέψω… Βλέπεις σκότωσε τους δυο αδερφούς μου και με κρατά εδώ αιχμάλωτη σαν λάφυρο πολέμου.  Αντίθετα εσύ επωφελείσαι από τα δώρα, την προστασία και την εύνοιά του. Τι βλακείες λες; Για πόσο ηλίθια με περνάς;»
«Και το δικό μου αδερφό σκότωσε!», φώναξε με όλη την πίκρα, το θυμό, και τον πόνο που δυνάστευαν τη ζωή της από τη στιγμή που τον είδε να πέφτει στο πεδίο της μάχης. «Σκότωσε τον αδερφό μου.», επανέλαβε και θα αναλυόταν σε δάκρυα πένθους και μοναξιάς, αν δεν την εμπόδιζε η σιδηρά αυτοπειθαρχία της. Η φωνή της όμως έσπασε και η Αναστασία αισθάνθηκε πως για πρώτη φορά την έβλεπε να πονά πραγματικά. Πως τα συναισθήματά της ήταν γνήσια.
Συγκινημένη και παρασυρμένη από την –κατά την άποψή της– τραγική όψη της πήγε να την αγκαλιάσει, να την παρηγορήσει. Μα, η Ναντέζντα τραβήχτηκε λες και η Αναστασία είχε ανίατη, μολυσματική ασθένεια.
«Εγώ θέλω να τον σκοτώσω, όχι να γίνω μέλος της οικογένειάς του.», την ενημέρωσε με καθαρό, άσβεστο μίσος ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. Ήταν αδύνατο να μην τη πιστέψει κανείς. Ακόμα και κάποιος που γνώριζε για το ταλέντο της στο ψέμα και την απάτη.
«Και τώρα φύγε. Τώρα.», δήλωσε με ύφος βλοσυρό που δε χωρούσε αντίρρηση.
Κι έτσι δεν έμεινε άλλη επιλογή στη Αναστασία από το να την αφήσει μόνη, στο χρυσό δωμάτιο που ήταν για τη Ναντέζντα η χειρότερη και πιο πνιγηρή φυλακή. Ίσως χειρότερη και από το μπουντρούμι του Ραντοσλάβ.
Οι δυο αδερφές δε θα μπορούσαν ποτέ να επικοινωνήσουν. Όπως το φεγγάρι δεν μπορεί ποτέ να συνυπάρξει με τον ήλιο. Όχι, όταν η Ναντέζντα ήταν τόσο προσηλωμένη στο στόχο της που δεν έβλεπε τους ανθρώπους μπροστά της. Θα καταλάβαινε τι θυσίαζε στο βωμό της εκδίκησης, ή το μίσος την είχε τυφλώσει οριστικά;
* * *
Την ίδια στιγμή σε ένα άλλο σημείο του κάστρου, ένα κοφτό χτύπημα στην πόρτα αναστάτωσε την ηγεμονίδα του Κιέβου, που έπινε τσάι με την πιστή της ακόλουθο αναλύοντας τα τεκταινόμενα της ημέρας. Ήταν η Ανφίσα, που είχε σημαντικά νέα για την κυρά της.  Οι ντρουζίνικ που φυλούσαν σκοπιά έξω από την πόρτα της Μεγάλης Πριγκίπισσας την γνώριζαν, κι έτσι της επέτρεψαν να χτυπήσει.
Η Κριστιάνα συνιστώντας στη Μίρα να μείνει ήρεμη, σηκώθηκε για να δει τι συνέβαινε. Επέστρεψε στην εσωτερική κάμαρα συνοδευόμενη από τη νεώτερη κοπέλα.
«Περί τίνος πρόκειται η νυχτερινή επίσκεψη, Ανφίσα;», ρώτησε η σύζυγος του μονάρχη. «Τι δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι αύριο;»

«Μεγαλειοτάτη, με συγχωρείται. Όμως, αφορά την αδελφή του ανδρός σας. Πολύ φοβάμαι ότι αυτό που θα ακούσετε δε θα σας αρέσει…»

Σοφία Γκρέκα