Η μελωδία του λύκου και της λέαινας (Κεφάλαιο 8)


Βορράς, κάστρο των Λάικαν (Διαμερίσματα του Μπράντον)
Βλέποντας την αιθέρια ομορφιά να κοιμάται δίπλα του γαλήνια, ήξερε ότι ήταν ευλογημένος απ'τους Θεούς να έχει ένα τέτοιο θηλυκό να κοσμεί το κρεβάτι του. Τα ξανθά μακριά μαλλιά της έφταναν μέχρι τους γοφούς της, όπου μετά από αυτούς εμφανιζόταν το σεντόνι, σκεπάζοντάς τη. Όλο το υπόλοιπο κορμί της, το πάνω μέρος του τουλάχιστον, ήταν σχεδόν σε κοινή θέα, καθώς κοιμόταν μπρούμυτα. Το γαλακτώδες δέρμα της φωτιζόταν στον ήλιο, ενώ τα πράσινα εντυπωσιακά μάτια της, παρέμεναν ερμητικά κλειστά. Η ανάσα της ρυθμική και τα χείλη της ζουμερά, προκαλώντας σε να τα φιλήσεις. Μια οπτασία ήταν και εκείνος μαγεμένος απ'το εκθαμβωτικό θέαμα μπροστά του.
Ακόμα θυμόταν τη χθεσινή νύχτα. Τα φιλιά της... Τα χάδια της... Το κορμί της που τον προσκαλούσε τόσο άψογα, κάνοντάς τον να διψάει για την ζεστασιά της... Και τέλος, όταν έτρεμε στην αγκαλιά του από ηδονή, τότε αισθάνθηκε ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου. Τα πράσινα σμαράγδια της έλαμπαν από πόθο, ενώ το σώμα της τον είχε αγκαλιάσει, λες και τον καλωσόριζε σαν ένα χαμένο κομμάτι ή έναν παλιό φίλο. Και, μα τους Θεούς, ένιωθε μέσα του συναισθήματα τόσο πρωτόγνωρα για αυτόν!
Δεν ήταν η μόνη γυναίκα που είχε πλαγιάσει, αυτό ήταν σίγουρο! Χάρις την ομορφιά, μα και τα λεφτά και τη φήμη, ήταν ένας αρκετά ποθητός άντρας. Μερικές, τον είπαν αλαζόνα, μα τελικά, δεν αντιστάθηκαν σε αυτόν. Η Κύρα, απ'την άλλη... Ωωω η νεαρή Τίγρης ήταν γη στην φωτιά του και φωτιά στον αέρα του... Ήταν λες και τον συμπλήρωνε. Μα, πώς μπορούσε φυσικά να την κρίνει από μόνο μια μέρα που την ήξερε; Δεν ήξερε πώς να το αποκαλέσει. Μερικοί το έλεγαν προαίσθημα. Άλλοι, μοίρα. Ποτέ δεν του άρεσαν αυτοί οι όροι. Πίστευε ότι αυτές οι λέξεις χειραγωγούσαν πολλούς. Πόσοι ήρωες, πέθαναν στο όνομα της μοίρας; Πολλοί, για αυτό ήταν σίγουρος.
Η Κύρα δεν αντιστάθηκε καθόλου. Η Τίγρης ήταν αντάξια του Λιονταριού, και το γνώριζε. Έπαιζε με τα όριά της, λες και ήταν κλωστές που έπλεκε τα υφαντά της. Δεν φοβόταν, τολμούσε. Του έμοιαζε σε αρκετά. Μα, του διέφερε σε αρκετά επίσης. Ήταν γυναίκα εξάλλου!
Κάποτε, ένας σοφός άνθρωπος του είχε πει: ''Το σώμα μιας γυναίκας μπορείς να το έχεις. Αυτό είναι το πιο εύκολο. Μα, μπορείς να την κάνεις ολοκληρωτικά δικιά σου; Ποτέ δε θα είσαι σίγουρος στην απάντηση''.
Όφειλε τα πάντα σχεδόν σε αυτόν τον άνθρωπο. Μα, οι συμβουλές του... Μπορεί να τον θεωρούσαν γυναικά, ακόμα και καλοπερασάκια, μα οι συμβουλές του ανθρώπου αυτού είχαν κτίσει από την αρχή όλον τον ψυχικό του κόσμο. Είχε δίκιο, όμως. Η Κύρα, έδωσε το σώμα της σε εκείνον επειδή το ήθελε. Μα, το μυαλό της... Εκείνη... Δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε ποτέ να την κατακτήσει, ολοκληρωτικά. Μα, ποτέ δε θα μάθαινε αν δεν προσπαθούσε...
Μετά από λίγες στιγμές, άκουσε την ανάσα της να αλλάζει, ένδειξη ότι είχε ξυπνήσει. Άνοιξε τις πράσινες σφαίρες της και κοίταξε εκείνον. ''Αν συνεχίσεις να με κοιτάς τόσο επίμονα, θα σε χαστουκίσω'' τον προειδοποίησε μεταξύ αστείου και σοβαρού, κάνοντάς τον να γελάσει αχνά.
''Είμαι σίγουρους για αυτό'' σχολίασε, συνεχίζοντας να την κοιτά, με ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη του.
Συνεχίζοντας και η ίδια να έχει το βλέμμα της σταθερό πάνω του, ανέβηκε στην αγκαλιά του, χωρίς εκείνος να προλάβει να αντιδράσει. Τι να έκανε, εξάλλου...
Ξάφνου, τα χείλη της βρέθηκαν στα δικά του, διεκδικώντας ένα τρυφερό φιλί, το οποίο σύντομα μετατράπηκε σε άγριο και γεμάτο πάθος. Μεταξύ τους ξεδιπλώθηκε ένα παιχνίδι κυριαρχίας και υποταγής. Τα χέρια του έσφιγγαν τη μέση της και τους γοφούς της, προσπαθώντας να τη φέρει όσο πιο κοντά του ήταν δυνατόν. Τα μακριά δάχτυλά της μπλέκονταν στα μαλλιά του, ενώ είχε ρίξει πίσω το κεφάλι της, δίνοντάς του άμεση πρόσβαση στον λαιμό της, ώστε να της μοιράσει ελεύθερα φιλιά.
Το παιχνίδι είχε αρχίσει να παίρνει άλλη τροπή, μέχρι που εκείνη τον σταμάτησε απότομα και σηκώθηκε από πάνω του, λες και καιγόταν μόνο που τον άγγιζε. Εκείνος, έκπληκτος και μπερδεμένος με την αλλόκοτη συμπεριφορά της, έμεινε να την κοιτά, καθώς εκείνη, γυμνή όπως όταν βγήκε απ'την μητέρα της, έτρεχε στο δωμάτιο, ψάχνοντας τα ρούχα της.
''Τι έγινε;'' τόλμησε να τη ρωτήσει, βλέποντάς τη να περιφέρεται μπροστά του, σαν κινούμενος πειρασμός, βάζοντάς τον στην διαδικασία να σκέφτεται σοβαρά αν πρέπει να σηκωθεί, να την αρπάξει στην αγκαλιά του και-
''Πρέπει να φύγω! Είπα στην Λεάννα ότι θα την έβλεπα σήμερα το πρωί'' απάντησε, χωρίς να τον κοιτά και κάνοντας γρήγορες κινήσεις για να ετοιμαστεί.
Καθώς είχε καταφέρει να ντυθεί και τώρα προσπαθούσε να φτιάξει λίγο το παρουσιαστικό της μπροστά απ'τον καθρέφτη, η δεύτερη ερώτηση βγήκε χωρίς να προλάβει να τη σταματήσει απ'το στόμα του. ''Θα ξαναβρεθούμε;" τη ρώτησε, νιώθοντας την αγωνία μέσα του να του προκαλεί σχεδόν ταχυκαρδία.
Εκείνη χαμογελώντας αχνά, γύρισε προς αυτόν. ''Φυσικά! Εδώ μένω!'' του απάντησε, τάχα ότι δεν καταλάβαινε το πραγματικό νόημα της ερώτησής του.
Εκείνος την αγριοκοίταξε, ανυπόμονος. ''Δεν εννοούσα αυτό και το ξέρεις'' της είπε, κάνοντάς τη να χαμογελάσει περισσότερο.
Περνώντας για άλλη μια φορά από μπροστά του, έβαλε τα παπούτσια της, νιώθοντας το έντονο βλέμμα του γεμάτο αγωνία να την ακολουθεί. ''Μπορεί ναι... Μπορεί και όχι...'' του απάντησε αόριστα, κάνοντάς τον να αμφιβάλει τόσο με τον εαυτό του, όσο και για εκείνη.
''Τι σημαίνει αυτό;'' συνέχισε τις ερωτήσεις, μην αντέχοντας τα παιχνίδια της.
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, γύρισε να τον κοιτάξει. ''Σημαίνει ότι αυτό ήταν ένα απλό βράδυ. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο'' του απάντησε, οδεύοντας προς την πόρτα. ''Καλημέρα, Άρχοντά μου'' τον χαιρέτησε με ένα αγνό και γλυκό χαμόγελο και έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

Μπορεί εκείνος να έβρισκε πόνο στα λόγια της, μα εκείνη ύψωνε τείχη για το καλό τους... 

Despoina Andreou