Μοιραία Συνάντηση (Κεφάλαιο 7)

Δύο εβδομάδες μετά...

Βλέποντας τον Θάνο να ντύνεται μπροστά μου δάγκωσα τα χείλη μου. Ήταν τόσο όμορφος με τα μαλλιά του ανακατωμένα ακόμα από τον ύπνο, τα βαθυγάλανα μάτια του ένας μικρός παράδεισος και το κορμί... αχ αυτό το κορμί, που όσο και αν το άγγιζα τον τελευταίο καιρό, δεν μπορούσα να ξεκολλήσω από πάνω του.

Ναι, ήμουν πολύ ερωτευμένη μαζί του, μα αυτό δεν είναι το νόημα; Να τα δίνεις όλα, έστω και αν θα ξέρεις πως θα πληγωθείς· να τολμάς να ανοίξεις την καρδιά σου σε αυτόν που ξέρεις πως αξίζει. Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που κάναμε έρωτα και τα λόγια του. Στο μυαλό μου στριφογύριζαν αρκετά πράγματα γύρω από το τι μπορούσε να μου κρύβει, μα αποκλείεται να ήταν κάτι κακό. Εκείνος δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει κακό ή να πει ψέμματα. Βέβαια δεν ήθελα και να ανοίξω αυτή τη συζήτηση, καθώς ήταν αδύνατο να απαιτήσω την αλήθεια από εκείνον τη στιγμή που εγώ έκρυβα ποια ήμουν· τη στιγμή που έκρυβα από τον άντρα που αγαπούσα το σκοτεινό κομμάτι του εαυτού μου, μια κοπέλα η οποία εκτελούσε συμβόλαια θανάτου τα τελευταία χρόνια. Όσο και να ήθελα ή θέλω ακόμα και σήμερα να πείσω τον εαυτό μου πως το «επάγγελμά» μου δεν είναι τόσο κακό ξέρω πως είναι ψέμα.

Όταν σκοτώνεις κάποιον δεν έχει σημασία εάν είναι ωραίος ή άσχημος, άντρας ή γυναίκα, λευκός ή έγχρωμος, χριστιανός ή μουσουλμάνος. Είναι μια ψυχή, μια οντότητα, η οποία για κάποιον λόγο υπάρχει στη ζωή. Την ίδια ζωή που εγώ παίρνω με ψυχρό τρόπο, χωρίς να μπορώ να κάνω πίσω. Μα είμαι ήδη αρκετά μεγάλη για να αλλάξω και τα εγκλήματά μου είναι υπερβολικά μεγάλα, σε σημείο που ορισμένες φορές κάθομαι στο μπάνιο και κλαίω.

Κλαίω σαν να είναι η τελευταία μου μέρα, σαν να ξέρω πως κάποια στιγμή θα με σκοτώσουν. Έχω πολλούς εχθρούς, οι οποίοι θα έκαναν τα πάντα για να με βγάλουν από τη μέση. Έχω ακούσει τόσες απειλές όμως που είμαι αναίσθητη πλέον... Έχουν πει πως θα με σκοτώσουν –έμενα ή την οικογένειά μου- πως θα με κάψουν ζωντανή, πως θα μου ανατινάξουν το σπίτι, ακόμα και πως θα με βρουν και θα με βιάσουν.

Αλλά όχι, δεν θα κάνω πίσω. Γιατί όσο λάθος και να είναι όλα όσα έχω κάνει, ποτέ δεν σκότωσα αθώο. Ποτέ δεν άγγιξα αθώα ψυχή· μόνο δολοφόνους, εμπόρους ναρκωτικών, βαρόνους, διεστραμμένους που πήγαιναν με παιδιά. Για αυτό και με φοβούνται. Ξέρουν πως εάν θέλω μπορώ να τους βγάλω από τη μέση. Μπορεί να είμαι κορίτσι αλλά έχω πιο πολλά κότσια από έναν άντρα και αυτό το έχω αποδείξει.

Μόνο που... Βλέποντας αυτόν τον υπέροχο άντρα δίπλα μου, αναρωτιέμαι για πόσο θα κάνω αυτό το επάγγελμα. Πόσο ακόμα θα αντέξω; Και τι θα γίνει όταν ο Μπαρίσνικοφ με βρει και πάρει με το ζόρι μαζί του;

«Μωρό μου είσαι καλά;» ρώτησε ο Θάνος και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού κοιτάζοντάς με.

«Ναι, απλά σκεφτόμουν. Ξέρεις τώρα,  διαγωνίσματα, εξετάσεις... δεν είναι το φόρτε μου.» απάντησα με το κεφάλι κατεβασμένο.

«Ξέρεις πως εγώ θα είμαι δίπλα σου ό,τι και να γίνει, σωστά;»

Το χέρι του βρέθηκε στα μάγουλά μου και με μια κίνηση έπεσε πάνω μου φιλώντας με. «Μη σταματήσεις.» είπα ξέπνοη, πλήρως παραδομένη στα φιλιά του.

Το βλέμμα του έγινε διερευνητικό και ένα χαζό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του. Τα χέρια μου άγγιξαν την καλογυμνασμένη πλάτη του, το γενναίο του στήθος.

«Μη σταματήσεις να με αγαπάς. Ποτέ. Ό,τι και να γίνει.»

«Το ξέρεις αυτό μωρό μου. Μάλιστα έχω να σου προτείνω κάτι. Αν το θέλεις και εσύ...» Τα λόγια βγήκαν με δυσκολία από το στόμα του. «...Θέλω να παντρευτούμε γρήγορα. Σε μια εβδομάδα.»

Αμέσως σταμάτησα ό,τι έκανα και τον κοίταξα με παγωμένη έκφραση.

«Συμβαίνει κάτι;»

«Σε δέκα μέρες θα πρέπει να φύγω για ένα συνέδριο στο εξωτερικό. Μα πριν από αυτό θέλω να σε παντρευτώ. Να ξέρουν όλοι ότι είσαι επίσημα δική μου. Μόνο δική μου.» Τα χέρια του σκαρφάλωσαν πάλι πάνω μου σε μια προσπάθεια να με ηρεμήσει.

«Ποτέ δεν σε ρώτησα...» άρχισα να λέω με τα δάχτυλά μου να κάνουν κύκλους στο στέρνο του. «Αυτές οι ουλές στο στήθος σου από πού είναι; Μοιάζει σαν να είχες ένα σοβαρό ατύχημα στο παρελθόν.» τόνισα με χαμηλωμένα μάτια.

Για μια στιγμή τον ένιωθα να παγώνει από πάνω μου και να αναπνέει βαριά... Μήπως αυτό είναι που ήθελε να μου αποκαλύψει; «Το έπαθα στον στρατό αλλά δεν είναι τίποτα. Όπως βλέπεις είμαι ζωντανός και το μόνο που θέλω είναι να είμαι μαζί σου.» απάντησε αμέσως και σηκώθηκε από το κρεβάτι.

«Είσαι σίγουρος, Θάνο;»

«Είμαι, Εύα.»

Μέσα στην απόλυτη ησυχία άκουσα το κινητό μου να χτυπά και το σήκωσα ασυναίσθητα, χωρίς να κοιτάξω. Η βαριά φωνή στην άλλη γραμμή δεν είναι παρά του Νικολάι. Βγήκα αμέσως στο μπαλκόνι και φώναξα.

«Σου έχω πει να μην καλείς σε αυτό το νούμερο.»

«Σε πήρα στα άλλα νούμερα, μα είναι απενεργοποιημένα. Σε χρειάζομαι!» είπε με βαριά φωνή, χωρίς να μου αφήνει περιθώριο για οτιδήποτε. «Επέστρεψε!» συνέχισε με ελαφρώς τσιριχτή φωνή και το αίμα μου πάγωσε για τα καλά.

Το βλέμμα μου πλανήθηκε μέσα στο σπίτι, όπου είδα τον Θάνο να μιλά στο κινητό ελαφρώς θυμωμένος.

«Δεν γίνεται αυτό. Κατά πρώτον, είναι θρύλος.» Τα λόγια μου βγήκαν με τρομερή δυσκολία.

«Εύα, είναι στην Ελλάδα.»

«Ωραία, έμενα τι με χρειάζεσαι; Έχεις τόσους ανθρώπους για να κάνουν τις βρώμικες δουλειές σου, υποταγμένους σε σένα.»

«Είσαι η μόνη που μπορεί να τον νικήσει. Κανείς άλλος δεν έχει καταφέρει να τον βγάλει από τη μέση.» συνέχισε από την άλλη πλευρά της γραμμής και τον ένιωσα φοβισμένο... κάτι το όποιο ήταν παράξενο.

«Όχι, μην μου το κάνεις αυτό. Τέλειωσα με όλα αυτά. Σου είπα, δεν εκτελώ πλέον εντολές.» απάντησα κοφτά και με την άκρη του ματιού μου είδα τον Θάνο να χτυπά το χέρι του στο τραπέζι.

«Είναι στο αίμα σου, όσο και αν θες να το παλέψεις.»

«Κάνεις λάθος. Η ζωή μου είναι τελείως διαφορετική τώρα και δεν θα αφήσω κανέναν να μου το χαλάσει.» φώναξα, έτοιμη να πετάξω το κινητό.

«Πέντε εκατομμύρια ευρώ για να τον βγάλεις από τη μέση.» αναφώνησε ξέπνοος, σχεδόν παρακαλώντας με.

«ΟΧΙ.» επισήμανα και έκλεισα το τηλέφωνο.

Μπαίνοντας μέσα τον είδα κατακόκκινο από την οργή με σκυμμένο κεφάλι. Το σώμα του παλλόταν από θυμό καθώς τον πλησίαζα.

«Ποιος ήταν στο τηλέφωνο;»

«Κανείς. Λάθος έκαναν.»

«Μα μιλούσες αρκετή ώρα.»

«Δεν μου απάντησες στην πρόταση που σου έκανα. Θα με παντρευτείς;» ρώτησε πιο ήρεμος τώρα, παίρνοντάς με στην αγκαλιά του.

«Φυσικά και θα σε παντρευτώ.» απάντησα, φιλώντας τον τρυφερά στο μάγουλο και νιώθοντας την καρδιά μου έτοιμη να σπάσει.

*****


«Είπες ναι; Πόσο χαίρομαι για εσένα!» αναφώνησε η Γωγώ τσιρίζοντας στην καφετέρια που ήμασταν, με ένα χαμόγελο ως τα χείλη.

«Νομίζεις πως έκανα καλά; Μήπως έπρεπε να περιμένω; Άλλωστε δεν γνωριζόμαστε καιρό.» τη ρώτησα αργόσυρτα με ένα κύμα αμφιβολιών να φωλιάζει στην ψυχή μου.

«Τον αγαπάς;» με ρώτησε φέρνοντας την καρέκλα της μπροστά μου.

«Φυσικά και τον αγαπώ.» είπα με μάτια που έλαμπαν.

«Τότε θα το κάνεις. Θα το κάνεις επειδή το θέλεις... δεν χρωστάς τίποτα σε κανέναν, Εύα. Βοήθησες τους πάντες· καιρός να κοιτάξεις τον εαυτό σου.» Μέσα σε δευτερόλεπτα και γεμάτη αυτοπεποίθηση, σηκώθηκε όρθια στην καρέκλα φωνάζοντας «Η φίλη μου παντρεύεται σε λίγες μέρες. Κοιτάξτε την, δεν είναι κούκλα;» Οι θαμώνες του μαγαζιού σταμάτησαν για λίγο και αμέσως ένιωσα εκατοντάδες βλέμματα πάνω μου. Η Γωγώ με τράβηξε από το χέρι για να σηκωθώ. «Έλα, μην ντρέπεσαι.»

«Κατέβα κάτω, αλλιώς...» προσπάθησα να την απειλήσω αλλά σύντομα βρήκα τα χέρια της γύρω μου, τραβώντας με σε μια σφιχτή αγκαλιά. «Αχ, τι θα έκανα χωρίς εσένα;» μουρμούρισα ευτυχισμένη που είναι δίπλα μου όλα αυτά τα χρόνια.

«Έχουμε να κοιτάξουμε τόσα πολλά σε τόσο λίγο χρόνο. Πρέπει να βιαστούμε!» Αμέσως φύγαμε από το μαγαζί με εκείνη να με σέρνει σχεδόν εκστασιασμένη, ίσως πιο εκστασιασμένη και από μένα την ίδια. Ήμασταν έξω από μια βιτρίνα με νυφικά και κοιτώντας το είδωλό μου ένιωθα το στομάχι μου να σφίγγεται.

Γιατί ενώ ήμουν τόσο χαρούμενη φαινόμουν τόσο φοβισμένη; Μπροστά μου έβλεπα ένα κορίτσι με θλιμμένα μάτια και κομμένο πρόσωπο, έτοιμο να φύγει μακριά. Μα πως γίνεται αυτό; Εγώ είμαι χαρούμενη. Η Γωγώ μου έσφιξε το χέρι βλέποντάς με χλωμή, σχεδόν πανικοβλημένη.

«Θες να καθίσουμε μήπως;» ρώτησε ανήσυχη τώρα.

«Φοβάμαι.» μια λέξη που έκρυβε χιλιάδες πράγματα.

«Τι φοβάσαι κορίτσι μου;»

«Όλα αυτά... Είναι όλα τόσο όμορφα και εγώ...» Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου, χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου. «Εγώ έχω ζήσει πολλά χρόνια στο σκοτάδι. Η ψυχή μου είναι βρώμικη. Κανονικά δεν θα έπρεπε να παντρεύομαι. Δεν μου αξίζει η ευτυχία.» φώναξα στη μέση της πλατείας, νιώθοντας τα πόδια μου να λυγίζουν από το βάρος των σκέψεών μου.


Κάπου αλλού...

«Γιατί της το κανείς αυτό;» ρώτησε ο Βασίλης τον Θάνο, μόλις βγήκε από το φροντιστήριο. «Τι προσπαθείς να πετύχεις;» Ο Θάνος κοντοστάθηκε για μια στιγμή, κοιτώντας τον ξάδερφό του με γυμνωμένα δόντια. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.»

«Ξέρεις καλά. Πώς μπορείς να κοροϊδεύεις ένα κορίτσι ότι θα το παντρευτείς;» φωνάζει αηδιασμένος πιάνοντάς τον από το μπράτσο. Με μια κίνηση ο Θάνος κάνει στην άκρη το χέρι του, εξαντλημένος από τις συνεχείς του επιθέσεις. «Μην ανακατεύεσαι. Αγαπώ την Εύα και θέλω να την κάνω ευτυχισμένη. Είτε το πιστεύεις είτε όχι.» είπε οργισμένα.

«Αν ήξερε τι κρύβεις νομίζεις πως θα σε αγαπούσε; Είναι ένα μικρό και τρομαγμένο κορίτσι που αποζητά την αγάπη. Το μόνο που θέλει είναι μια φυσιολογική ζωή. Με έναν φυσιολογικό άντρα.» συνέχισε τονίζοντας τις τελευταίες λέξεις. Τα χέρια του Θάνου σφίχτηκαν σε γροθιές, έτοιμος να τον χτυπήσει μα αντ' αυτού γύρισε την πλάτη του λέγοντας «Είναι ό,τι πιο κάλο μου συνέβη ποτέ, Βασίλη. Η καρδιά της είναι αγνή, χωρίς μυστικά και πόνο και εγώ μια τέτοια κοπέλα χρειάζομαι. Κάποια που να είναι αυτό που δείχνει.» κατέληξε, μπαίνοντας στο αυτοκίνητό του.

Εύα Αναγνώστου