Η κατάρα των Τεσσάρων 1: Μοχθώντας για την αλήθεια (Κεφάλαιο 10) - Εύκολο Θύμα

Το κακό είναι κακό, κι αν φαίνεται κι αν δεν φαίνεται-Αντισθένης, 445-360 π.Χ., Κυνικός φιλόσοφος

«Ηρέμησε… Όλα θα πάνε καλά, είσαι εδώ τώρα… Συγγνώμη που δε σε πρόλαβα, δεν ξέρω καν τι πέρασες» ήταν λίγα από τα πολλά πράγματα που ψιθύριζε η Έλλα στην Κάσσι προσπαθώντας να την ηρεμήσει λίγο. Η άγγελος είχε μπερδευτεί κι ανησυχήσει πολύ, μα αυτό δεν την εμπόδισε από το να υποκύψει στα ένστικτά της ως πρώην ακόλουθος του Θεού και να δώσει αγάπη σε ένα πονεμένο πλάσμα. Δεν ήξερε τον λόγο, και ούτε χρειαζόταν, της ήταν αρκετό που ένα παιδί που ήταν υπό την προστασία της ήταν επιτέλους ασφαλές. Θα μάθαινε τι ήταν εκείνο το πράγμα που έσπασε έναν τόσο δυνατό χαρακτήρα, όπως είχε συμπεράνει, αργότερα.
«Μα δεν καταλαβαίνω… Δεν καταλαβαίνω τίποτα πια!» είπε μέσα από λυγμούς, με τόνο που ακόμα και η Έλλα δυσκολευόταν να κατανοήσει. Είχε ακούσει ανθρώπους και ανθρώπους να προσεύχονται στους Θεούς τους κλαίγοντας, μα η σπασμένη φωνή της Κάσσι είχε κάτι το διαφορετικό. Ήταν λες και μαζί της έκλαιγε και άλλη μία ψυχή, ενισχύοντας το παράπονο στον τόνο της.
«Είναι όλα τόσο περίπλοκα… Δεν ξέρω ποιον να κατηγορήσω για όλα αυτά! Μα δεν φταίω, δεν ήθελα τίποτα… Δεν τα ήθελα…!» Συνέχισε τον μονόλογό της, έχοντας θέματα με την αναπνοή της.
Ξαφνικά το τρεμάμενο σώμα της σταμάτησε να έχει μικρούς σπασμούς για λίγα δεύτερα και μετά ξανάρχισε να τρέμει πολύ χειρότερα.
Η Έλλα ένιωσε τον πόνο και την απόγνωση να μεγαλώνουν στο πλάσμα μπροστά της.
Η μικρή πάθαινε μία κρίση πανικού.
Την απομάκρυνε από το στέρνο της όσο πιο απαλά μπορούσε και την στήριξε στην άκρη του κρεβατιού.
«Κάσσι, σε παρακαλώ σύνελθε» την παρακάλεσε, μα χωρίς αποτέλεσμα. Ήταν λες και μιλούσε σε έναν τοίχο, ανίκανο να ανταποκριθεί στα παρακάλια της.
Οι σπασμοί της έφηβης συνέχιζαν, και πάσχιζε να πάρει ανάσα με τα δάκρυα να κυλούν σαν ρυάκια στο πρόσωπό της. Η Έλλα τη λυπόταν πραγματικά και πονούσε που έβλεπε ένα νεαρό κορίτσι να χάνεται.
«Κασσάνδρα δε θα το ξαναπώ. Σύνελθε!» Βάρεσε ένα ελαφρό χαστούκι στο πρόσωπό της, μα η κοπέλα συνέχισε το παραλήρημά της: πλέον το να παίρνει ανάσα από άθλος είχε γίνει κάτι ακατόρθωτο. Η Έλλα ήξερε πώς ένιωθε το κορίτσι, και δεν ήθελε να περάσει όσα πέρασε κι εκείνη την τρομακτική βραδιά της πτώσης της.
Ίσως θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει τις ικανότητες που είχε αρχίσει να ανακτά σιγά σιγά από το πουθενά…
Όχι, είπε στον εαυτό της. Θα έλυνε το θέμα όπως ένας κανονικός άνθρωπος, και όχι ως άγγελος, που πλέον δεν ήταν. Κάτι που όσο και να το απέρριπτε, την πόναγε. Θα μπορούσε όμως να αντέξει τον πόνο και το άχθος μιας αθώας ζωής στους ώμους της για άλλη μία φορά;
Η Κάσσι πλέον είχε γίνει κατακόκκινη και έπαιρνε πολλές μικρές ανάσες. Τόσο μικρές, που επιβράδυναν την κατάστασή της.
Αν συνέχιζε έτσι για λίγο ακόμα, θα πέθαινε, και η Έλλα έπρεπε να την σώσει, και μάλιστα γρήγορα.
Εκείνη τη στιγμή έπαψε να τη νοιάζει το εγώ της, το αν θα έχανε τις δυνάμεις της για πάντα, για το αν ο Μιχαήλ θα την καταδίκαζε σε αιώνια βάσανα, ή για το αν θα πέθαινε.
Έπρεπε να σώσει το τσακισμένο πλάσμα μπροστά της πάση θυσία, έστω κι αν αυτό σκότωνε και τις δυο τους.
Τοποθέτησε τα δάχτυλά της στο τρεμάμενο κεφάλι της έφηβης και άρχισε να σκέφτεται την επούλωση των εσωτερικών πληγών της. Σφάλισε τα μάτια της και έκανε το αδιανόητο: προσευχήθηκε στο Θεό για την ασφάλεια αυτού του χαμένου παιδιού. Κάτι που αποδείχθηκε σωστή επιλογή, εφόσον η κοπέλα άρχισε να αναπνέει βαθιά και να συνεχίζει να κλαίει, προσπαθώντας να αντέξει το σοκ του σχεδόν πρώιμου θανάτου.
Δε θα ξεχνούσε την ξαφνική δύναμη που έρεε από μέσα της στο σώμα της έφηβης, τόσο δυνατή και αγνή, που αναρωτήθηκε αν ήταν εφικτό να συμβεί αυτό σε κάποια σαν κι εκείνη, βουτηγμένη στην αμαρτία και τα λάθη. Η δύναμη εκείνη την έκαψε αρνητικά και θετικά ταυτόχρονα, την έκανε να ζαλιστεί και να μην είναι σίγουρη για το τι της επιφύλασσε το μέλλον πλέον. Φοβόταν, στ’ αλήθεια φοβόταν, μα ήξερε πως όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχήν, όσο παρέμενε πιστή στα ιδανικά της, εκείνες τις αθάνατες αξίες που διδάχθηκε όσο βρισκόταν στον παράδεισο. Δε συμπαθούσε κανέναν από εκεί πάνω πλέον, αλλά δεν μπορούσε να αρνηθεί την ευεργεσία που της προσφέρθηκε απλόχερα πριν κάνει τις λάθος επιλογές της…
Αντίθετα με το τι πίστευαν οι ανθρωποι, στον παράδεισο δεν ενεργείς αυτόβουλα. Αν το κάνεις, το μόνο που σε περιμένει είναι μια μοίρα χειρότερη και από εκείνη ενός δαίμονα.
Ναι. Εκείνη ήταν η δυστυχής, το θύμα…
«Έτσι μπράβο… Ηρέμησε…» την αγκάλιασε μόλις είχε βρει την αναπνοή της, και η κοπέλα δάκρυσε ξανά. Η Έλλα έδιωξε τις σκέψεις της μακριά, προσπαθώντας να επικεντρωθεί στο άτομο που είχε πραγματική ανάγκη στο δωμάτιο.
«Συγγνώμη που σε ανάγκασα να το κάνεις αυτό… Φαίνεται πως σε πόνεσε, ό,τι και να ήταν. Σ’ ευχαριστώ τόσο πολύ... Μου έσωσες τη ζωή!» την αγκάλιασε σφιχτά, χωρίς ακόμα να είναι εντελώς εντάξει, και η Έλλα δεν μπορούσε παρά να μιμηθεί την κίνηση. Η θέρμη που εξέπεμπε το κορίτσι ήταν όμοια του ζεστού συναισθήματος της ευγνωμοσύνης που ήταν προφανές πως ένιωθε.
Η Κάσσι ήταν κάτι σαν μία αναλαμπή αδύναμου φωτός που έδειχνε τον δρόμο σε κάθε χαμένο πρόσωπο. Και αυτό το φως η Έλλα ήξερε πως έπρεπε να προστατευτεί, ώστε να μην κλεφτεί κι αυτό από εκείνους που το χρειάζονταν. Αλήθεια, θα μπορούσε να το σβήσει το σκότος;
«Όλα είναι καλά… Είμαστε και οι δύο καλά, Κάσσι. Έτσι δεν είναι, Σαμ, Μία;» Μόνο τότε η Κάσσι γύρισε να κοιτάξει τις φίλες της που είχαν μείνει στο κατώφλι της πόρτας. Η Μία μάλιστα την είχε διαβεί, μα και οι δύο κοπέλες είχαν παγώσει αφού είδαν τι έκανε η Έλλα και πώς αντέδρασε η φίλη τους.
«Τι έπαθες Κάσσι;» Η Μία απευθύνθηκε κατευθείαν στην φίλη της, χωρίς να κοιτάξει την ξανθιά γυναίκα.
«Βούλιαζα… Η Έλλα έσωσε τη ζωή μου, οπότε καλύτερα να της συμπεριφέρεσαι με λίγο περισσότερο σεβασμό!» της φώναξε σχετικά αδύναμα, μα αρκετά για να κάνει την καρδιά της Έλλα λίγο πιο ζωντανή.
Αυτό το κορίτσι ήταν το κάτι άλλο, συμπέρανε. Την εμπιστεύτηκε και την υπερασπίστηκε σε ένα άτομο που ήξερε χρόνια, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να απαρνηθεί την βοήθειά της και να υποκριθεί πως ήταν δυνατή. Αυτό το παιδί ήταν πιο γενναίο από πολλούς ενήλικες: αποδεχόταν τις αδυναμίες του και βοηθούσε άλλους να κάνουν το ίδιο με τις δικές τους.
Η αδυναμία, μα δύναμη ταυτόχρονα της Μία ήταν η αμφιβολία.
Η Μία έσφιξε το σαγόνι της, και όλοι στο δωμάτιο ήξεραν ότι το έκανε επειδή δέχτηκε πλήγμα ο εγωισμός της. Γύρισε στην Έλλα, και με ένα απαθές βλέμμα την ευχαρίστησε που βοήθησε τη φίλη της ενώ εκείνη αδυνατούσε. Η Έλλα δεν την συμπαθούσε ιδιαίτερα εξαιτίας της αρνητικής στάσης που είχε απέναντί της, μα πραγματικά τη λυπήθηκε γιατί ήξερε πως θα βασάνιζε τον εαυτό της για αρκετό καιρό εξαιτίας της απουσίας της όταν η φίλη της την χρειαζόταν πιο πολύ. Και γι’ αυτό τον λόγο της χάρισε ένα μικρό λυπημένο χαμόγελο και ξαναγύρισε στην Κάσσι που συνομιλούσε–ή μάλλον λογομαχούσε– με τη Σαμ. Η τελευταία της φώναζε που έπαθε την κρίση πανικού ενώ η κοκκινομάλλα ωρυόταν πως δεν ήταν δικό της λάθος.
Η Έλλα γέλασε δυνατά με τις βλακείες τους, κάνοντάς τες να σωπάσουν και κατάλαβε πως αυτή η παρέα των τριών παιδιών, όσο έμενε ενωμένη θα επιβίωνε αυτό το ντελίριο. Έκανε προσωπική αποστολή της να βοηθήσει αυτά τα κορίτσια να ανακαλύψουν τους πραγματικούς, υπερφυσικούς εαυτούς τους, επιλέγοντας να αγνοήσει πως το έκανε εξαιτίας της ευγενικής ύπαρξης που υπήρξε κάποτε.
«Τ’ ορκίζομαι Έλλα, είσαι ο φύλακας άγγελός μου!»
Τότε χάθηκε η οποιαδήποτε αμφιβολία είχε η Έλλα για αυτά τα άτομα, ενώ αναπολούσε παλιούς, ένδοξους χρόνους.
«Δεν είμαι πια Κάσσι, αλλά θα ήθελα πολύ να γίνω η δικιά σας εκπεσούσα φύλακας άγγελος…»
Και κάπως έτσι η Μία κατέληξε να δείχνει την Έλλα με το δάχτυλο, κάτι εντελώς παιδιάστικο, ειδικά για εκείνη, και να παραληρεί πως ήξερε πως κρατούσε κάποιο μεγάλο μυστικό που την εμπόδιζε να την εμπιστευτεί. Είχαν πολύ δρόμο ακόμα, μα και οι δύο είχαν ένα προαίσθημα πως θα τα έβρισκαν κάποτε, εφόσον το κουβάρι των μυστικών και τα κενά των κόσμων στους οποίους ζούσαν σιγά σιγά γεφυρώνονταν.


*^*
Ο έκπτωτος αναστέναξε ενώ παρακολουθούσε το σπίτι και τα γέλια που έβγαιναν από αυτό. Άναψε ένα τσιγάρο και εισέπνευσε βαθιά τον μαύρο θάνατο, προσπαθώντας να ζεσταθεί μέσα στην κρύα νύχτα της Βοστώνης. Έφυγε σαν τον κυνηγημένο μετά την «διαφωνία» του με τον ενοχλητικό δαίμονα, Ντέους. Δε θα το παραδεχόταν ποτέ, μα το σαγόνι του τον πονούσε απίστευτα μετά την δυνατή γροθιά του δαιμονίου και σχεδόν συνέχαιρε τον εαυτό του που δεν αφέθηκε στην οργή που τον κατέτρωγε.
Τον μισούσε. Μισούσε τον Ντέους σχεδόν όσο αποστρεφόταν τον αρχάγγελο Μιχαήλ για τη σκληρή μοίρα που του επέβαλλε. Κι ο δαίμονας δεν έχανε ευκαιρία να δυσκολεύει τις αποστολές που εκτελούσε στο όνομα της Σκοτεινής Βασίλισσας και πάντα τον μείωνε στα σκληρά της μάτια. Είχε φτάσει στο αμήν προ πολλού, με την ανόητη συμπεριφορά παιδιού που του έκλεψαν τα εύσημα, μα προτιμούσε να είναι «λυπημένος και πονεμένος» παρά μετανιωμένος λόγω άσχημων αντιδράσεων. Περίμενε υπομονετικά σαν το γεράκι για ένα αξιοσημείωτο παραστράτημα του Ντέους, και θα του έδειχνε τι σήμαινε κόλαση από αρχαιοτάτων χρόνων. Η υπομονή είναι η μεγαλύτερη αρετή, σωστά;
Γέλασε ειρωνικά με τις ίδιες του τις σκέψεις και ξαναπήρε μια τζούρα από το δηλητήριο στο στόμα του. Εκείνος και η αρετή δεν πήγαιναν μαζί, όχι πλέον και δεν του καιγόταν καρφί.
Όταν ανατρίχιασε για πολλοστή φορά εκείνο το έναστρο βράδυ, βλασφήμησε ψιθυριστά για το κρύο του τόπου και έσφιξε το μαύρο, δερμάτινο μπουφάν γύρω από το σώμα του. Ας πούμε ότι το είχε δανειστεί από την γκαρνταρόμπα του Ντέους και θα απολάμβανε τον πανικό στα μάτια της στυλάτης μπάρμπι μόλις ανακάλυπτε την εξαφάνιση του αγαπημένου της πανωφοριού.
Δεν ήξερε γιατί έπρεπε να παρακολουθεί ένα σπίτι μέσα στο αγιάζι εφόσον δεν μπορούσε να αγγιχθεί από δυνάμεις του Σκότους, μα θα εκτελούσε τις εντολές που είχε μέχρι τέλους, γιατί ποθούσε την επιβίωση όσο τίποτα άλλο. Θα επιβίωνε, ακόμα κι αν και οι Ουρανοί ήθελαν το τέλος του.
Κοίταξε το τσιγάρο στο χέρι του που είχε σχεδόν τελειώσει και χαμογέλασε σαρδόνια: όταν η πορτοκαλί φλόγα έσβηνε, ο χρόνος θα λιγόστευε δραματικά για τους «καλούς» της υπόθεσης. Έτσι: μαγικά. Και αν δεν έπαιρναν σύντομα τα μέτρα τους ο θάνατος ήταν η μόνη μοίρα που τους καρτερούσε.
Αφελείς υπάρξεις, δεν ήξεραν πως, όταν είσαι καλός τιμωρείσαι για αμαρτίες άλλων.
Σχεδόν τους λυπήθηκε η μαύρη σαν το έβενο καρδιά του.
Σήκωσε τα μάτια του προς το κτίριο ενός έκπτωτου αγγέλου, σαν εκείνον και αναρωτήθηκε για μια τελευταία φορά γιατί βοηθούσε τα χέρια που τον είχαν τσακίσει, λες και ήταν πύργος από τραπουλόχαρτα. Γιατί έκρυβε τις Φύλακες των Παγωμένων Παραδείσων;
Ήξερε πως η απάντηση δεν είχε νόημα πια.
Το τσιγάρο του έσβησε κι έτσι το έριξε στην άσφαλτο και το πάτησε με δύναμη. Εστίασε τη ματιά του σε ένα από τα λίγα παράθυρα, από τα λιγοστά φωτισμένα του οικήματος και είδε φευγαλέα μια πορτοκαλί, πιθανότατα φυσικό κόκκινο, τούφα, και δυο σμαραγδένιες, φουρτουνιασμένες θάλασσες για μάτια.
Αυτό το κορίτσι ήταν το πιο εύκολο θύμα για την εξυπηρέτηση των σχεδίων της μισητής, ακόμα και σε κείνον, αφέντρας του και δεν μπορούσε παρά να σηκώσει τα φρύδια του αδιάφορα στα δάκρυα που είχαν στεγνώσει στα μάγουλά της. Μήπως είχε ένστικτο του τραγικού της πεπρωμένου;
Χαμογέλασε για άλλη μια φορά μοχθηρά, σίγουρος για το επιθυμητό αποτέλεσμα των δολοπλοκιών που έπρεπε να εκτελέσει. Το κορίτσι, όσο δυνατό ή έξυπνο κι αν ήταν, δε θα μπορούσε να τον πολεμήσει και ήταν σιγουρότατος. Με τα μαύρα σαν φτερά κορακιού μαλλιά του, μάτια μπλε κρυστάλλων σαν σκοτεινούς ουρανούς και αύρα μυστήρια σαν αμαρτία, πώς θα μπορούσε να μην ήταν;

Όλα τα κοριτσάκια ερωτεύονται εκείνον που θα σπάσει την καρδιά τους σε χίλια κομμάτια και αυτό είναι νόμος.


Ρένια Μ.