Το κλειδί του παραδείσου (Κεφάλαιο 4) "Νύχτα Χριστουγέννων"


Μόλις έβαλε και τον τελευταίο φάκελο μέσα στο ντουλάπι αποθήκευσης, που είχε πίσω από την καρέκλα του γραφείου της, έβγαλε την αρμαθιά με τα κλειδιά που είχε πάντα κρεμασμένα στον λαιμό της και το ασφάλισε. Κοιτώντας την ώρα πάνω στο ρολόι του τοίχου έτριψε το πρόσωπο της και πήρε μια ανάσα.
Σήμερα πραγματικά είχε ξεπεράσει κάθε προσωπικό της ρεκόρ. Το ωράριο της κανονικά ήταν εννέα με πέντε, αλλά εκείνη, όπως και κάθε άλλη μέρα, είχε έρθει από της οκτώ το πρωί και τώρα ήταν περασμένες έντεκα. Σε τι ρεβεγιόν να πήγαινε και με τι κουράγιο, εδώ καλά καλά δεν μπορούσε ούτε τα μάτια της να κρατήσει ανοιχτά.
Ρίχνοντας μια ματιά στο άδειο από χαρτιά γραφείο της, πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα. Είχε φάει μέσα σε αυτό το γραφείο τρία χρόνια από τη ζωή της… Τρία χρόνια και ακόμα ήταν απλά η βοηθός της γραμματέας του διευθυντή του τμήματος αξιολόγησης.
 Ή έπρεπε να ήταν πολύ καψούρα με τη δουλειά της ή πολύ ηλίθια, δεν το είχε αποφασίσει ακόμα. Με έναν διευθυντή να περνάει καλά τρώγοντας κυριολεκτικά και μεταφορικά τη γραμματέα του και να ρίχνει και καμία υπογραφή όταν το θυμόταν, με μια γραμματέα να είναι μονίμως στα τέσσερα, για να κρατάει ζεστά τα μπαλάκια του διευθυντή μη και κρυώσουν, και με εκείνη να κάνει τη δουλειά που αναλογούσε και στους τρεις τους, μάλλον θα έλεγε κανείς ότι ήταν η ώρα να ψάξει για νέα δουλειά με καλύτερες προοπτικές, προϋποθέσεις και λεφτά. Αλλά όχι εκείνη.
Είχε σαπίσει στη δουλειά από την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι της σε αυτή την εταιρία πριν από πέντε χρόνια. Μέσα σε δύο χρόνια κατάφερε από απλή τηλεφωνήτρια στην υποδοχή του κτιρίου να φτάσει στον τρίτο όροφο και να τρυπώσει στο τμήμα που ήταν τώρα, και από εκείνη την ημέρα και μέχρι σήμερα είχε δώσει κυριολεκτικά όλη της τη ζωή. Όταν παρέλαβε αυτό το τμήμα πραγματικά υπολειτουργούσε και τώρα που είχε καταφέρει να το κάνει να βγάζει περισσότερη και ποιοτικότερη δουλειά από όσο έβγαζε το αντίστοιχο τμήμα στα κεντρικά του εκδοτικού, που βρισκόταν στο Μπρονξ, δεν ήταν διατεθειμένη να τα παρατήσει. Μπορεί να περνούσαν όλοι από δίπλα της και να την κοιτάζανε, αλλά περισσότερο να της συμπεριφέρονταν σαν να ήταν το δουλικό που έπρεπε να υπακούει στην κάθε χαζομάρα που κατέβαινε στο κεφάλι τους, αλλά εκείνη –υπογείως– ήξερε πάρα πολύ καλά πώς να τους φέρνει όλους στα ίσια τους.
Όχι, δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει δουλειά. Μία μέρα ήταν σίγουρη ότι η δουλειά της θα αναγνωριζόταν και τότε εκείνη όχι μόνο θα βούλωνε τα στόματα τους, αλλά θα έπαιρνε επιτέλους και το αίμα της πίσω.

Αφήνοντας τη μεγάλη αρμαθιά με τα κλειδιά της πάνω στο γραφείο της, έπιασε τη λεπτή χρυσή αλυσίδα που κρεμόταν στον λαιμό της, έβγαλε μέσα από το μπούστο της το μικρό κλειδί του διπλού συρταριού, το πέρασε πάνω από το κεφάλι της και ανοίγοντας το συρτάρι κοίταξε το περιεχόμενο του.
Οι ζεστές της γαλότσες που ήταν καθαρισμένες και φυλαγμένες μέσα σε μια σακούλα, ο δερμάτινος χαρτοφύλακας της που ήταν το μοναδικό ακριβό αντικείμενο που είχε στην κατοχή της, ακόμα και η χάρτινη συσκευασία που έκρυβε το καλό κρασί που είχε φροντίσει να πάρει, για να το κάνει δώρο στον καλύτερο της φίλο, ήταν εκεί και την περίμεναν, αλλά εκείνη ήταν αναποφάσιστη. Από τη μια ήθελε όσο τίποτα να γιορτάσει και εκείνη σαν όλους τους άλλους –ανάμεσα σε γνωστά και άγνωστα χαμογελαστά πρόσωπα, με λίγη καλή μουσική, καλό φαγητό και πολύ ποτό–, αλλά από την άλλη όσο κοίταζε τη χάρτινη συσκευασία του κρασιού τόσο έμπαινε στον πειρασμό να το ανοίξει τώρα και να αρχίσει να το πίνει μέχρι να στραγγίξει και την τελευταία του σταγόνα.
Ήταν Χριστούγεννα, η μεγαλύτερη γιορτή του χρόνου, μια γιορτή που για τον περισσότερο κόσμο ήταν ημέρα ξεφαντώματος και χαράς, όμως όχι και για εκείνην. Η μοναξιά της είχε χτυπήσει την πόρτα ακριβώς πριν τρία χρόνια σαν σήμερα και ο καλύτερος της φίλος από την πρώτη χρονιά που ήταν μαζί και για τα επόμενα χρόνια της ζωής της είχε αποφασίσει να κάνει αυτήν τη συγκεκριμένη μέρα να είναι όσο το δυνατόν πιο χαρούμενη μέρα για εκείνην.
Θυμόταν πριν δύο χρόνια που ήταν μαζί… Της είχε πάρει τον χαρτοφύλακα που ήταν τώρα μέσα στο συρτάρι της και εκείνη είχε κλάψει τόσο πολύ που τον είχε πραγματικά ταράξει. Όταν του εξήγησε ότι ήταν το πρώτο προσωπικό δώρο που της είχαν κάνει ποτέ, εκείνος δεν ήξερε τι να υποθέσει. Η Εύα εκείνη την ημέρα είχε πιει τόσο πολύ που δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα συναισθήματά της για τον εαυτό της, έτσι άρχισε να μιλά. Του είπε τα πάντα, κάθε τι που περιέκλειε τη ζωή της, και όταν έφτασε στο σημείο όπου θα του έλεγε για τον παππού της, τον μοναδικό άνθρωπο που της είχε απομείνει και τον οποίο είχε χάσει την παραμονή των Χριστουγέννων ακριβώς έναν χρόνο πριν, τότε λύγισε.
Ο Μάρβεϊν την άκουγε άφωνος, τα μάτια του άλλοτε δάκρυζαν και άλλοτε γέμιζαν οργή, όμως παρόλο που είχε να πει πολλά, είχε επιλέξει να μην πει τίποτα. Κλείνοντας την προστατευτικά μέσα στην αγκαλιά του, την τύλιξε με μια κουβέρτα και την άφησε να ξεσπάσει μέχρι που από την εξάντληση την είχε πάρει πια ο ύπνος. Μέχρι εκείνη την ημέρα δεν ήταν κανονικό ζευγάρι. Έβγαιναν ραντεβού αρκετά συχνά, πήγαιναν στα πιο απίθανα μέρη και περνούσαν πραγματικά καλά, αλλά όταν ερχόταν η ώρα του αποχαιρετισμού, τότε εκείνος την άφηνε με ασφάλεια στο σπίτι της με ένα απαλό φιλί… Ένα τρυφερό, απαλό, πεταχτό φιλί και τίποτα άλλο, όμως μετά από εκείνην τη βραδιά ο Μάρβεϊν άλλαξε τελείως.
Ήταν το καλύτερο αγόρι που θα μπορούσε μια κοπέλα να έχει και η Εύα ένιωθε πραγματικά ευτυχισμένη κοντά του, όμως όταν ο έρωτας τους ολοκληρώθηκε άρχισε να νιώθει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μπορεί να ήταν ο πρώτος της και να μη γνώριζε πάρα πολλά για το σεξ, ωστόσο όμως δεν ήταν και χαζή. Όταν εκείνος παραδέχτηκε την αλήθεια τότε πόνεσε, έκλαψε, καταράστηκε την ίδια της τη μοίρα, όμως όταν συνήλθε από όλα αυτά, πήγε ξανά και τον βρήκε.
Τι σημασία είχε που δεν μπορούσαν να είναι πραγματικό ζευγάρι; Ο Μάρβεϊν ήταν το διδυμάκι της, το άλλο της μισό. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον, έκαναν τα πάντα μαζί και η φιλία τους, αλλά περισσότερο η αγάπη τους μέρα με τη μέρα μεγάλωνε και άνθιζε όλο και πιο πολύ. Για εκείνον θα ήταν πάντα η Εύα του, το ξεχασμένο από τον Θεό παιδί, όπως την έλεγε… ενώ για την Εύα, ήταν και θα ήταν πάντα ο Μάρβεϊν της, το δώρο που ο Θεός, έστω και καθυστερημένα της είχε χαρίσει. Μαζί θα μπορούσαν να έχουν όλα εκείνα που οι μελλοντικοί τους σύντροφοι δεν μπορούσαν να τους δώσουν, την ειλικρινή, ανιδιοτελή αγάπη και αυτό δε θα το άλλαζε για τίποτα στον κόσμο. 
 Καθώς το κινητό της δονήθηκε, η Εύα έριξε μια ματιά στο καντράν και το πρόσωπο του Μάρβεϊν έκανε την εμφάνιση του. Τα καστανά του καρφάκια που τόνιζαν απίστευτα τα αψεγάδιαστο πρόσωπο του, που κάθε μοντέλο θα ζήλευε, το καθάριο γαλάζιο του βλέμμα, την κοίταζε στα μάτια με λατρεία και τα μάτια της Εύα γέμισαν αυτόματα δάκρυα. Σίγουρα τον είχε ανάγκη, ιδίως αυτή την ημέρα, αλλά τώρα… Μόλις το κινητό σταμάτησε να δονείτε, η Εύα έκλεισε τα μάτια και πήρε μια ανάσα. Όχι, δεν είχε το κουράγιο να βρεθεί μπροστά σε όλο αυτό τον κόσμο που ήταν μαζεμένος στο σπίτι του και να προσποιηθεί ότι ήταν καλά, γιατί ΔΕΝ ήταν καλά. Είχε εξαντληθεί πια τελείως, όλα τα αποθέματα ευγένειας και καλοσύνης είχαν πια στερέψει, ενώ το χαμόγελο της είχε χαθεί ανεπίστρεπτη.  

Απενεργοποιώντας το κινητό της, αφαίρεσε την μπαταρία και το μαγνητικό αυτοκόλλητο που ήταν στην υποδοχή της. Κολλώντας το αυτοκόλλητο πάνω στο δερμάτινο πορτοφόλι της, έριξε όπως ήταν το αποσυναρμολογημένο κινητό μέσα στον χαρτοφύλακα της, μαζί με τα κλειδιά της και τον έκλεισε. Αλλάζοντας τα παπούτσια της, έπιασε στο χέρι την σακούλα με τα τακούνια της, τη χάρτινη τσάντα με το κρασί, καθώς και τον χαρτοφύλακα της, κλείδωσε το συρτάρι της και σηκώθηκε όρθια. Όχι, δε θα έμπαινε στη διαδικασία να ξεγελάσει τον εαυτό της. Η ζωή της είχε πάρει πια μια επικίνδυνη τροχιά χωρίς επιστροφή και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πλέον για να το αλλάξει, οπότε όχι, δεν υπήρχε λόγος πια να προσποιείται. Ήταν χάλια, για την ακρίβεια τελείως σκατά, και δεν είχε σκοπό να πάρει κανέναν άλλον μαζί της σε αυτή την κατρακύλα. 

Χρυσάνθη Καλαφάτη