Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 31) - "Χωρίς Ευφημισμούς και Ψέματα"

Κίεβο, Απρίλιος 1020

Λίγες ώρες προτού χαράξει η Ναντέζντα στεκόταν στη μέση του δωματίου και τακτοποιούσε τα πράγματα που θα έπρεπε να πάρει μαζί της. Ρούχα, όπλα, βότανα. Αναρωτήθηκε τι άλλο θα μπορούσε να χρειαστεί.
Τελικά όλα πήγαν όπως τα είχε σχεδιάσει. Ο Μεγάλος Πρίγκιπας και το συμβούλιο ενέκριναν το Στεφάν για στρατηγό αλλά και τη δική της συμμετοχή στην εκστρατεία. Τώρα, ένα εικοσιτετράωρο αργότερα ετοιμαζόταν για να φύγει μαζί με το στράτευμα.

Για μια στιγμή ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται. Πόλεμος. Μέχρι τότε δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό της να σκεφτεί αυτό που θα αντιμετώπιζε για να μη λιποψυχήσει. Όντως, αν καθόταν να αναλογιστεί τις τρομερές συνέπειες του πολέμου, θα τρόμαζε. Μα, δεν είχε σημασία. Ήταν απαραίτητο να φύγει μαζί τους, για το συλλογικό καλό. Μπορεί να μην ήταν συνετό ο Καταραμένος να ηγούταν του στρατού, αλλά ήταν ανάγκη να βρίσκεται εκεί ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας. Αλλιώς οι στρατιώτες θα ξεχνούσαν για ποιον πολεμούσαν. Αν και η επιλογή μιας γυναίκας ήταν κάπως ανορθόδοξη.
Χαμογέλασε στη σκέψη των υψηλών βογιάρων του συμβουλίου. Τα πρόσωπά τους χλόμιασαν μόλις άκουσαν την σκέψη του Μεγάλου Πρίγκιπα. Όλοι βάλθηκαν να τον μεταπείσουν, και τελικά κατάφεραν το ακριβώς αντίθετο. Ακούγοντάς τους να προβάλλουν όλες τους τις αντιρρήσεις σχετικά με τη θετή του αδερφή, ο Σβιατοπόλκ πείσμωσε και πίστεψε ακράδαντα ότι το να σταλεί η Ναντέζντα μαζί με το στράτευμα, ήταν η καλύτερη, η μόνη λύση.
«Έτοιμη;»
Η Ναντέζντα ξαφνιάστηκε στο άκουσμα της φωνής. Ήταν η Αναστασία.
«Τι κάνεις εδώ, τέτοια ώρα; Γιατί δεν κοιμάσαι;», είπε η Ναντέζντα μόλις στράφηκε και την είδε.
«Δεν μπορούσα να κοιμηθώ… Τέλος πάντων ήθελα να σε δω πριν φύγεις… είναι κακό;», εξήγησε η Αναστασία.
Τα μαύρα μάτια της ήταν θλιμμένα, μελαγχολικά. Η Ναντέζντα θα ήθελε πολύ να της πει να φύγει, μα κοιτάζοντάς την, δεν μπόρεσε.
«Κάθισε. Εγώ μαζεύω, δε με ενοχλείς.», είπε ξερά.
Ένα αχνό χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό της Αναστασίας, καθώς κάθισε στο μεγάλο κρεβάτι. Το βλέμμα της πλανήθηκε στο χώρο και έπεσε πάνω στο μεγάλο τόξο, και τη γεμάτη φαρέτρα. Μεμιάς το χαμόγελο χάθηκε, σαν να είχε μόλις θυμηθεί πού πήγαινε και τι επρόκειτο να κάνει η Ναντέζντα.
«Γιατί πρέπει να φύγεις;», είπε με παράπονο, κοπιάζοντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
«Μόνη σου το είπες. Επειδή πρέπει.», είπε και έβαλε μερικά ανθεκτικά και άνετα ρούχα στο μικρό σάκο που θα έπαιρνε μαζί της.
Τα λόγια της δεν την έπεισαν.
«Θα γίνει πόλεμος.»
«Δυστυχώς. Δε θέλω να γίνω μάντης κακών, αλλά μέχρι να φτάσουμε οι Πετσενέγοι θα έχουν ήδη πάρει την Πρεσλάβα.»
«Άρα θα είναι επικίνδυνο! Γιατί λοιπόν να ανακατευτείς, γιατί να μην αφήσεις τους άντρες να τα κανονίσουν;»
«Είμαι η θυγατέρα του Βλαντιμίρ του Μεγάλου και της Ρογκνέντα του Πόλοτσκ. Είναι το καθήκον μου.», απάντησε η Ναντέζντα ενώ μετρούσε ένα ένα τα βότανά της για να δει τι ποσότητες είχε.
«Αυτό δεν αναιρεί τον κίνδυνο που διατρέχεις…»
Τότε η Ναντέζντα σταμάτησε αυτό που έκανε, και την κοίταξε. Ήταν η έτοιμη να της φωνάξει ότι δεν είχε καμιά δουλειά ν’ ανακατεύεται, μα και πάλι δίστασε βλέποντας τον πόνο στα μάτια της.
«Τώρα, εσύ γιατί ανησυχείς τόσο;», ρώτησε τελικά.
Η Αναστασία για μια στιγμή απέστρεψε το βλέμμα της, γιατί τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Η Ναντέζντα πήγε να καθίσει δίπλα της. Είδε τα δάκρυα της, σαν μεγάλα διαμάντια να πέφτουν στη γκρίζα κουβέρτα από μαλλί προβάτου που κάλυπτε το κρεβάτι. Μια σκέψη της πέρασε από το μυαλό, μια σκέψη που της φάνηκε απίστευτη. Την εξέφρασε όμως, ούτως ή άλλως.
«Για μένα ανησυχείς;»
Η Αναστασία σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε με τα μεγάλα μαύρα μάτια της, που τώρα ήταν υγρά. Ένευσε καταφατικά, μη θέλοντας να μιλήσει, από φόβο μήπως ξεσπούσε σε κλάματα.
Ίσως έπρεπε να την αγκαλιάσει, αλλά τα χέρια της Ναντέζντα έμειναν καρφωμένα στα γόνατά της.
«Δε χρειάζεται. Ξέρω να προστατεύω τον εαυτό μου.», είπε αποφασιστικά.
«Και ο πατέρας μου ήξερε. Και ο Μπόρις, και ο Γκλιεμπ. Μα, όλοι σκοτώθηκαν. Δε θέλω να σκοτωθείς κι εσύ.»
«Σε παρακαλώ, εντάξει για τ’ αδέρφια σου. Αλλά μη μου πεις ότι χαραμίζεις τα δάκρυά σου γι’ αυτόν το μπάσταρδο τον Βλαντιμίρ!»
Τα σκληρά της λόγια σόκαραν τόσο πολύ την Αναστασία,  που έπαψε να κλαίει. «Πώς είναι δυνατόν να μιλάς έτσι γι’ αυτόν; Ήταν και δικός σου πατέρας!»
«Εύκολα.», αποκρίθηκε η Ναντέζντα με απερίγραπτη απάθεια.
«Τι στο καλό σου συνέβη και σ’ έκανε τόσο… τόσο αναίσθητη και ψυχρή και άκαρδη;»
Η οργή ήταν ανάμεικτη με τον πόνο στο βλέμμα της. Η Ναντέζντα γύρισε προς το παράθυρο για να μην την κοιτά. Είδε πως ο ήλιος δεν είχε ανέβει ακόμα. Την αυγή θα έφευγε, αλλά  της έμενε ακόμα λίγος χρόνος μέχρι τότε. Ξανακοίταξε τη Αναστασία. Ήταν βέβαιη πως δεν μπορούσε να ανεχτεί άλλο αυτήν την κατάσταση. Έπρεπε να της μιλήσει.
«Εντάξει. Θα σου πω.» Τα μάτια της Αναστασίας άνοιξαν διάπλατα, μα η  Ναντέζντα συνέχισε. «Χωρίς ψέματα, χωρίς ευφημισμούς. Μόνο την αλήθεια. Όσο σκληρή κι αν σου φανεί. Είσαι έτοιμη;»
Η Αναστασία σκούπισε τα μάτια της με την αναστροφή του χεριού της. «Εννοείται.»
Και η Ναντέζντα άρχισε να της διηγείται τα περασμένα. Ξεκίνησε την ιστορία της από την αρχή αρχή, από την ιστορία της Ρογκνέντα.
Της είπε για τη δική της άκαιρη γέννηση και για τα παιδικά της χρόνια στο κάστρο του Κιέβου. Και όταν έφτασε στο θάνατο της Ρογκνέντα, η Αναστασία δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα λυγμό.
Όμως, η Ναντέζντα ούτε  που δάκρυσε, παρά μιλούσε για τα χειρότερα γεγονότα της ζωής με την ίδια ευκολία που θα περιέγραφε τι καιρό έκανε έξω. Αυτό επειδή μιλούσε μηχανικά, χωρίς να σκέφτεται. Αν άφηνε τον εαυτό της να θυμηθεί πραγματικά θα ξεσπούσε σε τέτοια κλάματα, που ο ήλιος θα ανέτειλε, θα έδυε  και τα δάκρυά της δε θα είχαν στερέψει ακόμα. Γι’ αυτό ήταν καλύτερα να μην σκέφτεται, να μη νιώθει.
Και δεν σταμάτησε εκεί. Της εξιστόρησε εκείνο το εφιαλτικό βράδυ που ο Καταραμένος σκότωσε το Γιαροσλάβ με το μακρύ σπαθί του.
«Βλέπεις το δικό μου αδερφό τον σκότωσε ο ίδιος, αντί να δώσει τη διαταγή όπως έκανε για τον Μπόρις και τον Γκλιεμπ. Μάλιστα αυτό που έκανε στον Σλάβα ήταν χειρότερο, γιατί εκείνος ποτέ δεν απείλησε να του στερήσει τη διαδοχή. Ο Σλάβα ποτέ δε θα σφετεριζόταν το στέμμα. Όχι όπως αυτό το τέρας.»
Δεν έδειξε ούτε τον πόνο, ούτε την απόγνωση της. Μονάχα εκείνο το καταστροφικό μίσος που την κυρίευε όλα αυτά τα χρόνια.
«Γι’ αυτό ήρθα κι εγώ εδώ, για να τον σκοτώσω και δε με ένοιαζε αν θα σκοτωθώ. Εξακολουθεί να μη με νοιάζει, όμως τώρα τα πράγματα άλλαξαν… Τώρα προέχει η ευημερία του κράτους. Θα πάρω αργότερα την εκδίκησή μου.»
Μετά έπαψε. Δεν είχε κάτι άλλο να πει. Να της μιλήσει για τον Στεφάν δεν είχε λόγο. Και όσο για την περίοδο της αιχμαλωσίας της… δεν μπορούσε ούτε να την σκεφτεί. Ήταν η σκοτεινότερη περίοδος της ζωής της.
Η Αναστασία δεν ήξερε τι να της πει. Πάσχιζε να συλλάβει το μέγεθος των αποκαλύψεων και να συνειδητοποιήσει τι σήμαιναν τα λόγια της. Τόσος πόνος, τόσο μίσος. Ένιωσε μεμιάς να την αγαπά περισσότερο. Τώρα ναι, μπορούσε να καταλάβει γιατί φερόταν έτσι.
Άλλα ήταν τα ακατανόητα. Ο πατέρας της, η αψεγάδιαστη μορφή που είχε στο μυαλό της, ενός ανθρώπους ηθικού που αγαπούσε την οικογένειά του όσο τίποτα άλλο, ενός ανθρώπου που προστάτευε πάντα τα παιδιά του, έγινε θρύψαλα. Θρυμματίστηκε σαν ένα γυάλινο  ομοίωμα που συντρίφθηκε σε μια πτώση.
«Χαίρομαι που μου τα είπες.», είπε απλά και προσπάθησε να χαμογελάσει μέσα στα δάκρυά της.
Μα τα μάτια της Ναντέζντα ήταν τελείως στεγνά. Δε θα έκλαιγε. «Ναι, ναι… Τι ωραία.», είπε αυτοματοποιημένα.
Η Αναστασία δεν άντεξε και όρμησε να την αγκαλιάσει. Την αγκάλιασε σφιχτά γιατί πρώτη φορά αισθανόταν τόσο πολύ ότι η Ναντέζντα ήταν η αδερφή της, και γιατί φοβόταν πολύ ότι ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπε.
Εκείνη βρέθηκε απροετοίμαστη. Δεν περίμενε με τίποτα τέτοια αντίδραση. Αντί όμως να την ξεκολλήσει από πάνω της, όπως σκέφτηκε, τα χέρια της σηκώθηκαν και ανταπέδωσε την αγκαλιά. Την αγκάλιασε όσο σφιχτά την αγκάλιαζε και η Αναστασία, χωρίς να σταθεί να αναλύσει το γιατί.
Οι δυο αδερφές έμειναν έτσι για αρκετή ώρα. Τελικά η Αναστασία αποτραβήχτηκε. Έπιασε τα χέρια της Ναντέζντα και την κοίταξε κατάματα. «Σε παρακαλώ, μην πεθάνεις.», είπε με τα μάτια ακόμα δακρυσμένα.
«Μην ανησυχείς. Θα επιστρέψω.»Της χαμογέλασε και τα σμαραγδένια μάτια της έχασαν τη γνωστή τους σκληρότητα. «Δε θα σε αφήσω μόνη σου.»
Τι μ’ έπιασε στα καλά καθούμενα; Γιατί της λέω την ιστορία τις ζωής μου και γιατί την αγκαλιάζω τώρα για δεύτερη φορά;
Δεν είναι απαραίτητα κακό το ότι της ανοίχτηκα. Η Αναστασία έχει καλή ψυχή, και βλέπει το καλύτερο σε όλους τους ανθρώπους, ακόμα και σε μένα την σκύλα. Ωστόσο, φαίνεται με συμπαθεί. Θα ήθελε να είμαστε πραγματικές αδερφές. Δεν ξέρω αν είμαι σε θέση να γίνω αυτή που περιμένει, αλλά υποθέτω, δε βλάπτει να προσπαθήσω.
Δεν ξέρω αν μπορώ πραγματικά να την αγαπήσω. Ίσως όμως να το έχω ήδη κάνει και από πείσμα να μη θέλω να το παραδεχτώ. Δεν ξέρω.
Κι ας ξέρω ότι είναι κόρη της Άννας, κι ας είναι εκνευριστικά ευαίσθητη και καλόβολη, δε μου αρέσει να τη βλέπω να πονά. Το αποκαλείς  αγάπη αυτό; Γιατί μάλλον, έχω ξεχάσει.
Όταν ζεις με αναμνήσεις και όλοι όσοι κάποτε αγαπούσες έχουν πια χαθεί, αυτό συμβαίνει.

* * *
Λίγο αργότερα η Ναντέζντα βρισκόταν στους στάβλους του παλατιού, για να διαλέξει το άλογο που θα έπαινε μαζί της. Τελικά, διάλεξε ένα με μαύρο στιλπνό τρίχωμα, γερό και νέο. Έλπιζε να μην υπήρχαν προβλήματα που το ζώο δεν την ήξερε, μα τη διαβεβαίωσε ο σταβλίτης πως ήταν πολύ ήρεμο.
Το πήρε από τα γκέμια και κατευθύνθηκε προς την κεντρική πύλη. Εκεί είχε συγκεντρωθεί το πλήθος που θα τους ευχόταν καλό κατευόδιο και ο ιερέας που θα τους ευλογούσε. Ο στρατός είχε ήδη συγκεντρωθεί έξω από το δάσος. Λίγα λεπτά δρόμος, με το άλογο.
Αν οι γυναίκες του παλατιού ταράχτηκαν, μόλις την είδαν ντυμένη με το δερμάτινο παντελόνι και τον αλυσιδωτό θώρακα, με τα μαλλιά πιασμένα ψηλά, δίχως πέπλο τη Ναντέζντα την άφηνε παγερά αδιάφορη.
Υποκλίθηκε με ευλάβεια μπροστά στο Μεγάλο Πρίγκιπα, φίλησε το χέρι του ιερωμένου. Με τα μάτια της έψαξε τη Αναστασία. Την είδε κοντά στην Ιουστίνη να κρατά την Κάτια από το χέρι. Της χάρισε ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο και είδε στα μάτια της κοπέλας πως το είχε αντιληφθεί. Της χαμογέλασε κι εκείνη.
Ο ήλιος είχε πια φανεί ανάμεσα στα σύννεφα. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να διαλύεται. Έπρεπε να φύγουν.
Ανέβηκε στο άλογο και πλησίασε τους άλλους αξιωματικούς. Όμως εκείνη πήγε και στάθηκε δίπλα στον Στεφάν που προπορευόταν.
«Πάμε να γράψουμε ιστορία;», τη ρώτησε ευδιάθετος.
«Πού τη βρίσκεις την όρεξη;»
Εκείνος δεν απάντησε, μόνο κοίταξε κατά την ανατολή. Προς εκείνη την κατεύθυνση θα ταξίδευαν. Ανατολικά. Έδωσε το σύνθημα και σύσσωμοι, οι καβαλάρηδες τον ακολούθησαν.

Ναι, πάμε να γράψουμε ιστορία. 

Σοφία Γκρέκα