Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 30) - "Μαύρα Μαντάτα"

Κίεβο, Απρίλιος 1020

Η Ναντέζντα άνοιγε το ένα γράμμα μετά το άλλο. Ήταν καθισμένη στη μεγάλη καρέκλα του Μεγάλου Πρίγκιπα, στο ίδιο το γραφείο του και δούλευε ασταμάτητα κάτω από το φως το κεριών, μέσα στη νύχτα.
Ο γραμματέας του Μεγάλου Πρίγκιπα ήταν άρρωστος κι  εκείνη είχε προθυμοποιηθεί να τον αναπληρώσει. Τα πάντα για να κατοχυρώσει την εικόνα της πιστής και αφοσιωμένης μικρής αδερφής.

Κανονικά θα έπρεπε να τα είχε ήδη παρατήσει και να πάει να κοιμηθεί. Μα είχαν περάσει μέρες προτού η Ναντέζντα αναπληρώσει την απουσία του γραμματέα και η αλληλογραφία είχε παραμεληθεί. Δεν ήθελε λοιπόν να αφήσει τη δουλειά της ημιτελή, απεναντίας είχε βαλθεί να ασχοληθεί με όλα τα γράμματα που είχαν καταφτάσει εντός του τριημέρου. Και τα είχε ξεκινήσει μόλις την ίδια μέρα το πρωί. Μα, δούλευε γρήγορα και αποτελεσματικά, αν συνέχιζε με αυτόν τον ρυθμό θα τελείωνε προτού ανατείλει ο ήλιος.
Η κρατική αλληλογραφία ήταν ατελείωτη. Γράμματα από το εσωτερικό, το εξωτερικό για κάθε λογής ζητήματα έφταναν στο Κίεβο και απαιτούσαν την προσοχή του πρίγκιπα Βλαντιμίροβιτς. Δουλειά της Ναντέζντα ήταν να ανοίγει και να διαβάζει τα γράμματα κι ύστερα να τα τακτοποιεί τα γράμματα σε τρεις στήλες, ανάλογα με το πόσο επιτακτικό ήταν το ζήτημα που πραγματεύονταν.
Κυρίως, τα γράμματα που έρχονταν ήταν οι αναφορές των διοικητών των ηγεμονιών στις οποίες ήταν διαιρεμένη η Ρωσία και αφορούσαν καθημερινά προβλήματα, φόροι, καλλιέργειες, επίπεδα εγκληματικότητας, όλα αυτά που προκαλούσαν αφόρητη ανία στο Σβιατοπόλκ. Γι’ αυτό και επειδή η Ναντέζντα ήταν επίσημο μέλος της οικογένειας την είχε εξουσιοδοτήσει να διευθετεί εκείνη μερικά άνευ ιδιαίτερης σημασίας θέματα.
Το επόμενο γράμμα που πήρε στα χέρια της η Ναντέζντα βρισκόταν σ’ ένα ταλαιπωρημένο και κιτρινισμένο, χάρτινο φάκελο. Τράβηξε την προσοχή της γιατί το βουλοκέρι με το οποίο ήταν σφραγισμένο δεν είχε καμία από τις γνωστές σφραγίδες. Το άνοιξε με προσοχή. Το έγγραφο που αντίκρισε βρισκόταν σε χειρότερη κατάσταση. Τα γράμματα μόλις που ήταν ορατά. Το διάβασε με δυσκολία, πολλές φορές αδυνατώντας να βγάλει το παραμικρό νόημα. Ξαφνικά, όμως θυμήθηκε ότι ο Σβιατοπόλκ είχε μια καρτέλα που αποτελούσε το κλειδί για ένα μυστικό κώδικα. Προφανώς αυτό που κρατούσε ήταν η αναφορά ενός κρατικού κατασκόπου.
Σε τέτοιες περιπτώσεις έπρεπε να τον ειδοποιήσει αμέσως. Δεν έπρεπε επ’ ουδενί να ασχοληθεί με το σημείωμα. Όμως, τα μεσάνυχτα είχαν περάσει προ πολλού, δεν είχε νόημα να ενοχλήσει το Μεγάλο Πρίγκιπα αφού είτε με τη γυναίκα του θα βρισκόταν, είτε με κάποια από τις ερωμένες του˙ και στις δύο περιπτώσεις είχε αποφανθεί ότι δεν έπρεπε να τον ενοχλεί κανείς.
Σκέφτηκε λοιπόν, αφού ήξερε που φύλαγε τον οδηγό για την αποκωδικοποίηση, γιατί να μην το διάβαζε; Μπορεί να ήταν σημαντικό, δεν έπρεπε να το αφήσει για την επομένη, ήταν ήδη καθυστερημένο.
Αμέσως άρχισε να το μεταφράζει, γιατί ήταν γραμμένο στα ελληνικά. Έπειτα έβγαλε την καρτέλα από το συρτάρι και καταπιάστηκε με την αποκωδικοποίηση του γράμματος.  Έκανε την ίδια δουλειά δυο φορές, για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε κάνει κάποιο λάθος. Κι έπειτα και τρίτη, τέταρτη γιατί ακόμα δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς διάβαζε. Όμως όχι, δεν είχε λαθέψει. Απλά ο κόσμος που ζούσε ήταν τελείως τρελός.
Το σημείωμα ήταν σύντομο, χωρίς προσφώνηση.
6 Μαρτίου, Πρεσλάβα
Ο πιστός σας υπηρέτης έχει δυστυχώς άσχημα νέα να μεταφέρει. Στρατός των Πετσενέγων εισέβαλε στα σύνορα. Οι δικοί μας αντιστέκονται, αλλά αυτή η επίθεση δε  μοιάζει με τις άλλες. Είναι πιο σφοδρή, πιο οργανωμένη. Αλίμονο, χάνουμε έδαφος.
Δυστυχώς, ο άρχοντας διοικητής πέθανε πριν από λίγες μέρες, από βαριά αρρώστια. Κι αυτό δε βοηθά καθόλου την άσχημη κατάσταση.
Αν δεν σταλούν σύντομα ενισχύσεις, η Πρεσλάβα θα χαθεί.
Ελπίζω το σημείωμα να φτάσει εγκαίρως. Γιατί οι Πετσένέγοι σκοτώνουν τους αγγελιαφόρους.
Και ο χρόνος μας τελειώνει.
Η Ναντέζντα είχε παγώσει. Ακόμα κι ένας ηλίθιος θα καταλάβαινε πόσο σοβαρή ήταν αυτή η είδηση, κι εκείνη κάθε άλλο παρά ηλίθια ήταν.
Μέτρησε τις μέρες. Είχε περάσει περίπου ένας μήνας από την αποστολή του γράμματος. Τρόμαξε σκεπτόμενη το τι θα μπορούσε να είχε μεσολαβήσει από τότε.
Αμέσως, σηκώθηκε από την καρέκλα της λες και είχε δεχτεί ισχυρό ηλεκτροσόκ. Τότε όμως, άκουσε ένα κοφτό ήχο. Κάποιος χτυπούσε την πόρτα.
Ο Στεφάν μπήκε μέσα χωρίς να περιμένει απάντηση. «Ακόμα δουλεύεις; Σου έφερα…», είχε σκοπό να πει ότι της έφερε τσάι, μα άφησε τη φράση του μισή. Η Ναντέζντα ήταν όρθια, με το ένα χέρι μπροστά από το στόμα ενώ με το άλλο κρατούσε ένα κουρελιασμένο χαρτί. Το κοιτούσε με τόση προσήλωση λες και έγραφε το πιο σημαντικό πράγμα του κόσμου. Στα μάτια της καθρεφτιζόταν καθαρός τρόμος. Παρόλο που δεν ήξερε την αιτία της ταραχής της, αναστατώθηκε κι εκείνος. Ήταν βέβαιος πως κάτι σοβαρό είχε συμβεί. Πλησίασε το γραφείο και άφησε εκεί την πήλινη κούπα με το αχνιστό ρόφημα.
«Τι έγινε Νάντια;»
Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε αποσβολωμένη, λες και αντιλήφθηκε την παρουσία του μόλις εκείνη την στιγμή. Και φυσικά ούτε καν παρατήρησε πώς την είχε αποκαλέσει.
«Δεν ξέρω αν έγινε ή αν θα γίνει. Αλλά κινδυνεύουμε όλοι να πεθάνουμε.», είπε τελικά, με απόλυτη φυσικότητα. Λες και του εξηγούσε ότι ένα κι ένα κάνει δύο. «Πάω στον Καταραμένο. Θα ‘ρθεις;», τον ρώτησε, συνεχίζοντας να διατηρεί την ψυχραιμία της.
Εκείνος μήτε που μπορούσε να αντιληφθεί τι έλεγε.  Όμως ένευσε καταφατικά ούτως ή άλλως. «Πάμε.», είπε με σιγουριά.
Και μεμιάς η Ναντέζντα ένιωσε πως όλα θα πήγαιναν καλά, για έναν παράξενο και ανεξήγητο λόγο.
* * *
«Οι αχρείοι, οι αλήτες, η σπορά του εωσφόρου!», ωρυόταν ο Σβιατοπόλκ.
Ήταν στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του. εκτός από τη Ναντέζντα και τον Στεφάν μονάχα ο υπηρέτης του ήταν παρών, ο οποίος τον έντυνε με επίσημο ένδυμα. Είχε συγκαλέσει έκτακτο συμβούλιο και έπρεπε να ετοιμαστεί.
«Θα εκστρατεύσω ανατολικά, και θα εξολοθρεύσω ολόκληρη την άθλια φάρα τους. Έναν έναν θα τους σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια!»
Φώναζε έξαλλος από θυμό και περπατούσε πάνω κάτω, δυσκολεύοντας το έργο του  νεαρού και δραστήριου υπηρέτη.
Ο Στεφάν αμέσως κοίταξε τη Ναντέζντα με νόημα. Ήθελε να δει αν είχαν καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα μ’ εκείνον, ότι ο Σβιατοπόλκ δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να ηγηθεί του στρατού. Η Ναντέζντα μ’ ένα αδιόρατο νεύμα, του έδωσε να καταλάβει ότι μπορούσε να προχωρήσει.
«Μεγαλειότατε, δε νομίζω πως θα ήταν συνετό να εκστρατεύσετε κι εσείς μαζί με το στρατιωτικό σώμα.», ξεκίνησε ο Στεφάν.
«Τι είναι αυτά που λες; Είμαι ο Μεγάλος Πρίγκιπας.»
«Γι’ αυτό ακριβώς!», τόνισε η Ναντέζντα.
«Συμφωνείς μαζί του;», ρώτησε απορημένος.
«Ναι.», απάντησαν κι οι δυο συγχρόνως.
Τη συζήτηση διέκοψε η εισχώρηση της Μίρα στο δωμάτιο, με τα καστανά μαλλιά της ξέπλεκα, φορώντας μονάχα το νυχτερινό της ένδυμα. Είχε έρθει χωρίς την ακολουθία της, χωρίς να νοιαστεί για τους τύπους και το πρωτόκολλο. Ήταν πολύ αναστατωμένη γιατί μόλις είχε πληροφορηθεί τα μαύρα μαντάτα. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν πώς διαχειριζόταν ο αγαπημένος της εκείνες τις δύσκολες ώρες, κι ας είχε συναντήσει μια από τις δεκάδες ερωμένες του στο δρόμο, την ώρα που έφευγε από τα διαμερίσματά του για να μην τη δει κανείς.
Κανείς βέβαια δεν ασχολήθηκε μαζί της.
«Μεγαλειότατε ακούστε με.», άρχισε η Ναντέζντα με ύφος κάποιας που ήξερε πολύ καλά για τι πράγμα μιλάει. «Καταλαβαίνω πως θεωρείτε καθήκον σας να ηγηθείτε ο ίδιος της αποστολής, μα σταθείτε για μισό λεπτό να αναλογιστείτε τις συνέπειες για ολόκληρο το κράτος.»
«Θέλει να πάει να πολεμήσει;», διέκοψε απότομα η Μίρα.
Η Ναντέζντα γύρισε και την κοίταξε και για πρώτη φορά ένιωσε χαρούμενη που την έβλεπε. «Ναι μεγαλειοτάτη, αυτό ακριβώς σκοπεύει να κάνει ο Μεγάλος Πρίγκιπας.», απάντησε ο Στεφάν αντί για κείνη, μαντεύοντας τις σκέψεις της.
«Μα δεν είναι δυνατόν άρχοντά μου να κάνετε τέτοιες σκέψεις!», αναφώνησε η Μίρα με ειλικρινές ενδιαφέρον για το σύζυγό της. Ακριβώς, όπως το είχε προβλέψει η Ναντέζντα.
«Σας εκλιπαρώ, σκεφτείτε πως μόλις πριν λίγες βδομάδες επιστρέψατε από τη Βολχίνια, όπου είχατε πάει για να αποτρέψετε το ενδεχόμενο μιας εξέγερσης που θα μπορούσε να έχει ολέθρια αποτελέσματα. Τι θα συνέβαινε αν εσείς αφήνατε το Κίεβο για να πάει στα ανατολικά σύνορα; Οποιοσδήποτε καραδοκεί να πάρει τη θέση σας τώρα θα δράσει, στο μεγάλο αναβρασμό.»
Η ευγλωττία της  Ναντέζντα, το παρακλητικό της βλέμμα και η ιδιαίτερη έμφαση που έδινε στα λόγια της κλόνισαν για μια στιγμή τον Σβιατοπόλκ.
«Γνωρίζετε άλλωστε, πόσοι σας φθονούν και θέλουν να σας βλάψουν.», εξακολούθησε ο Στεφάν στη γραμμή που είχε χαράξει η προλαλήσασα. Με λογικά επιχειρήματα ήθελαν να τον αποτρέψουν από τη λάθος κίνηση που ετοιμαζόταν να κάνει.
«Μα εσείς δε λέτε το σημαντικότερο! Τι θα γίνει άμα σκοτωθείτε στη μάχη άρχοντά μου; Ας μας λυπηθεί ο Θεός, δεν αποκτήσαμε το γιο που χρειάζεται η Ρωσία. Αν χαθείτε, δεν υπάρχει διάδοχος! Η χώρα θα καταντήσει βορά ορνέων!», βάλθηκε να τον μεταπείσει και η Μίρα, προβάλλοντας άλλου είδους επιχειρήματα.
Αυτό πια ανέκοψε τη φόρα του Μεγάλου Πρίγκιπα. Και η Ναντέζντα δεν έχασε καιρό.
«Ακούστε τα σοφά λόγια της συζύγου σας. Εκείνη πάντοτε ζητά το καλό το δικό σας και της χώρας. Εξάλλου, είμαι πεπεισμένη ότι ο άρχοντας του Νόβγκοροντ θα μπορούσε κάλλιστα να σας αναπληρώσει με τη μεγαλύτερη επιτυχία.»
Αυτό το τελευταίο ξένισε το Σβιατοπόλκ. «Εσύ, η αδερφή του Γιαροσλάβ, θα εμπιστευόσουν το γιο του δολοφόνου του;»
Εσύ είσαι ο δολοφόνος του.
«Με την εντιμότατη αδερφή σας έχουμε αποφασίσει να αφήσουμε τα παλιά κατά μέρος.», μίλησε πρώτος ο Στεφάν. Παράλληλα την πλησίασε διακριτικά κι έσφιξε ελαφρά το δεξί της χέρι. Ήθελε να την επαναφέρει στο παρόν, γιατί ήξερε ότι η αναφορά στον Γιαροσλάβ την κλόνιζε κάθε φορά. Και είχε αποτέλεσμα. Κι ας τραβήχτηκε από κοντά του απότομα, λες και την είχε τσιμπήσει σφήκα.
«Δε λέω ότι θα συγχωρούσα τον ίδιο τον Ραντοσλάβ. Μα ο άρχοντας Στεφάν δεν είχε καμία σχέση με το έγκλημα. Δεν έχω λόγω να τον κακίζω. Ο Ραντοσλάβ τιμωρήθηκε, η ψυχή του αδερφού μου αναπαύεται ειρηνικά.»
Συγγνώμη Σλάβα. Πρέπει να πω ψέματα. Ξανά. Μα, θα αναπαυτεί η ψυχή σου, κάποια μέρα.
Ο Σβιατοπόλκ σωριάστηκε αποκαμωμένος σε μια μεγάλη πολυθρόνα. «Έχετε δίκιο!», αναφώνησε ξεψυχισμένος.  «Μα δε νοείται να μην υπάρχει ένας εκπρόσωπος της οικογένειάς μας, να εμψυχώσει τους στρατιώτες. Ο Βλαντιμίρ πάντοτε ηγούταν ο ίδιος…», έπαψε για λίγο, σκεπτικός. «Αλλά εκείνος είχε γιους.», συνέχισε οργισμένος. Κατηγορούσε τη γυναίκα του και αυτό το έδειξε με το φονικό βλέμμα που της έστειλε.
«Ας πάει η Ναντέζντα!», είπε εκείνη με απερίγραπτη ευκολία. Έπρεπε οπωσδήποτε να αλλάξει το κέντρο βάρους της συζήτησης και να γλιτώσει, έστω προσωρινά από το μένος του συζύγου της.  Εκτός αυτού, ίσως ήταν η τέλεια ευκαιρία για να ξεφορτωθεί εκείνο το ξόανο επιτέλους. Η Ναντέζντα όμως με δυσκολία συγκράτησε ένα λαμπρό χαμόγελο. Η ραδιούργα νύφη του Καταραμένου το έκανε το θαύμα της!
Ο Σβιατοπόλκ κάγχασε. Τα πράγματα που έλεγε η Μίρα δε γίνονταν.
«Θα μπορούσε να γίνει και αυτό.», είπε η Ναντέζντα απολύτως σοβαρά. Ο Σβιατοπόλκ σοβάρεψε μεμιάς.
Ο Στεφάν έσπευσε σε βοήθειά της. Είχε καταλάβει τι σκόπευε να πετύχει, από την πρώτη κιόλας στιγμή. Αν οι δυο τους ορίζονταν  επικεφαλής του στρατεύματος τότε η Ναντέζντα θα αποκτούσε τη χρυσή ευκαιρία να εδραιώσει την επιρροή της στην αυλή μια για πάντα. Ήταν πολύ εγωιστικό που αυτή την ώρα της κρίσης σκέφτονταν το προσωπικό όφελος, μα δεν υπήρχε άλλη λύση, αν εννοούσαν να εκθρονίσουν τον Καταραμένο.  
«Μα φυσικά! Η πριγκίπισσα Ναντέζντα έχει όλα τα προσόντα για κάτι τέτοιο. Δεν είναι τάχα θυγατέρα του Μεγάλου Βλαντιμίρ; Δεν ήταν πάγια τακτική εκείνου να παρέχει πολύπλευρη μόρφωση ακόμα και στις κόρες του; Εξάλλου είναι παραπάνω από ικανή να προστατεύσει τον εαυτό της. Το απέδειξε περίτρανα κατά την επίθεση των ληστών.»
Ο Σβιατοπόλκ τον κοιτούσε απορημένος και δεν μπορούσε να καταλάβει, γιατί της έπλεκε το εγκώμιο. «Δεν είστε σοβαροί!», αναφώνησε. «Ναντέζντα δεν μπορείς να μιλάς σοβαρά.», επανέλαβε.
«Μιλάω σοβαρότατα.», απάντησε θαρρετά η Ναντέζντα. και βλέποντας τη δυσπιστία του, συνέχισε. «Σκεφτείτε. Ο άρχοντας Ραντοσλάβιτς θα είναι ο διοικητής κι εγώ η εκπρόσωπος της δυναστείας. Γνωρίζω από στρατιωτικές τακτικές, χάρη στον αδερφό μου ο οποίος με είχε εκπαιδεύσει σωστά. Με προόριζε για διάδοχό του στο Νόβγκοροντ.»
Τα λόγια της τράβηξαν την προσοχή του Σβιατοπόλκ. Τι ήταν αυτό που είχε η γυναίκα μπροστά του που την έκανε να ξεχωρίζει σαν το διαυγές και αστραφτερό διαμάντι ανάμεσα στα κάρβουνα;
Το ήξερε μέσα του ότι δεν αστειευόταν. Κι ήταν αυτή η σκληρότητα στο βλέμμα της, η αλύγιστη υπερηφάνεια που του θύμιζαν τη Ρογκνέντα. Τη γυναίκα που θαύμαζε όσο καμία άλλη. Εκείνη δεν καταγόταν από γενιά σκανδιναβική, δεν ήταν μια άξια πολεμίστρια αλλά και ικανότατη σύμβουλος σε στρατιωτικά θέματα; Η Ναντέζντα της έμοιαζε, ήταν ηλίου φαεινότερο. Ίσως να της έδινε μια ευκαιρία.
«Καλά, καλά. Τώρα πρέπει στο συμβούλιο, πρέπει να δοθεί η διαταγή να συνταχθεί ο στρατός. Ύστερα, βλέπουμε.»
Παρόλο που δεν είπε ξεκάθαρα ότι είχε συμφωνήσει, η Ναντέζντα το ήξερε ότι είχε κερδίσει τη λογομαχία. Ένιωσε περήφανη για τον εαυτό της. Το μόνο μελανό σημάδι ήταν ότι μεγάλο μέρος της επιτυχίας το χρωστούσε στον Στεφάν.

Έδιωξε όμως την ενοχλητική σκέψη. Απόψε θα του τη χάριζε. Έρχονταν δύσκολες ώρες και έπρεπε να είναι ενωμένοι. Εκτός από τον Καταραμένο είχαν και τους Πετσενέγους να αντιμετωπίσουν. 

Σοφία Γκρέκα