Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφαλαιο 29) - "Συνωμοσίες και Εκβιασμοί"

Κίεβο, Μάρτιος 1020

 «Λοιπόν Νικολάι Φεντόρεβιτς, θα συνεχίσετε να παριστάνετε τον ανήξερο;», ρώτησε ο Στεφάν με το πιο απειλητικό ύφος που μπορούσε να υποδυθεί.
«Δεν σου επιτρέπω νεαρέ!», φώναξε ο άλλος έξαλλος, κρύβοντας καλά τον τρόμο του για το κεφάλι του. «Η οικογένειά μου ανήκει στην ανώτερη τάξη από την εποχή που η πριγκίπισσα Όλγα διοικούσε στο Κίεβο.»
Δεν αστειευόταν ο Νικολάι Φεντόρεβιτς. Ήταν ένας καλοθρεμμένος μεσήλικας που ανήκε σ’ εκείνη την προνομιούχα τάξη που είχε το δικαίωμα να αυθαιρετεί εναντίον των ασθενέστερων χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν.

Η οικογένεια του είχε ασπαστεί το Χριστιανισμό, από την εποχή της Όλγα, πολύ νωρίτερα από τον επίσημο εκχριστιανισμό της Ρωσίας. Απολάμβαναν λοιπόν, όλα τα προνόμια που τους παρείχε η εύνοια της Μεγάλης Πριγκίπισσας, και ήταν αρκετά έξυπνοι ώστε να διατηρήσουν αυτή την εύνοια σε όλες τις αλλαγές εξουσίας, ορκιζόμενοι αφοσίωση στον εκάστοτε ηγέτη. Ο Νικολάι Φεντόρεβιτς λοιπόν ανήκε σε μια οικογένειά προδοτών και διπρόσωπων. Κάτι τέτοιους η Ναντέζντα δεν τους άντεχε.
Τώρα καθισμένος στο μαλακό κάθισμα που του είχε προσφέρει η Ναντέζντα στα διαμερίσματά της, έχοντας διαβάσει τα έγγραφα στοιχεία που αφορούσαν το ατόπημά του, υποκλοπή  των φόρων που εισέπραττε από τους κατοίκους, αισθανόταν ευάλωτος. Όμως, αρνιόταν πεισματικά να δεχτεί ότι είχε χάσει.
Η Ναντέζντα του χάρισε ένα δολοφονικό χαμόγελο που τον έκανε να ανατριχιάσει. «Κοίταξε βογιάρε Φεντόρεβιτς…», ξεκίνησε ήρεμα, μα όχι στον πληθυντικό ευγενείας, «καταλαβαίνω ότι είσαι ένας άνθρωπος με κύρος, που έχει ένα όνομα στη σημερινή κοινωνία. Όμως κι εσύ αντιλαμβάνεσαι ότι είμαι η αδερφή του Μεγάλου Πρίγκιπα.» Η ανησυχία ήταν πλέον ξεκάθαρη στα μάτια του Φεντόρεβιτς.
«Έχεις δύο επιλογές μπροστά σου.», είπε η Ναντέζντα με απόλυτη γλυκύτητα αλλά με τρόπο που ήταν καταφανές ότι έπρεπε να την πάρει στα σοβαρά. «Η πρώτη είναι να μην ακούσεις τις συμβουλές μου και συνεχίσεις τη ζωή σου σαν και πρώτα. Σε αυτήν όμως την περίπτωση, κατανοείς φυσικά ότι  δεν αφήνεις σε μένα επιλογή. Το μόνο που θα μου μένει να κάνω είναι να αποκαλύψω τα πάντα στον αδερφό μου σχετικά με την άνομη συμπεριφορά σου. Πιστεύεις τότε ότι θα σκεφτεί τη μακρά ιστορία της οικογένειας σου; Έχεις την ψευδαίσθηση ότι θα σου δείξει το παραμικρό έλεος;» Η απειλή ήταν πλέον ξεκάθαρη στα λόγια της.
Ο Νικολάι Φεντόρεβιτς ξεροκατάπιε. Ένιωθε το στόμα του να στεγνώνει. Χρειαζόταν νερό μα δεν τολμούσε να ζητήσει. Το πρόσωπό του και τα χέρια του ίδρωναν συνεχώς κι εκείνος μονάχα σκούπιζε τις παλάμες του στο δερμάτινο παντελόνι του, μα ίδρωνε ξανά. Η Ναντέζντα έβλεπε σε πόσο δύσκολη θέση τον είχε φέρει, μα ούτε στιγμή δεν χαμήλωσε το πιεστικό της βλέμμα. Θα πήγαινε μέχρι το τέλος.
«Η δεύτερη είναι να αφήσουμε στην άκρη όλες τις ανοησίες για αποκαλύψεις και να μην ανακατέψουμε καθόλου τον Σβιατοπόλκ Βλαντιμίροβιτς. Τότε κι εσύ θα πάψεις να εκμεταλλεύεσαι την φτωχολογιά και στο εξής θα χρωστάς την αφοσίωσή σου σε μένα. Γνωρίζοντας ότι φάνηκα επιεικής και σου έσωσα τη ζωή, ενώ θα μπορούσα να μην το κάνω.»
Μιλούσε πολύ αργά, καθαρά ώστε να μην αφήσει το παραμικρό περιθώριο αμφιβολίας για το τι έλεγε, και ποια σημασία είχαν τα λεγόμενά της.
Ο Νικολάι Φεντόρεβιτς τόλμησε να κοιτάξει κατάματα τη νέα γυναίκα μπροστά του. Ήταν ατρόμητη και τρομακτική. Πανέμορφη και όμως επικίνδυνη, σχεδόν θανατηφόρα. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε αντιληφθεί εκείνη τις παρανομίες του ενώ ο Μεγάλος Πρίγκιπας και οι άνθρωποί του, τις αγνοούσαν πλήρως. Αναρωτήθηκε τι θα σήμαινε άραγε για εκείνον και την οικογένειά του, αν ήταν πιστός σ’ εκείνη.
Αν της έλεγε ψέματα; Αν υποκρινόταν πως συμμορφωνόταν με τις επιθυμίες της και αμέσως μετά έτρεχε στο Μεγάλο Πρίγκιπα και εξηγούσε ότι η αδερφή του διέπραττε προδοσία; Γιατί αυτό έκανε εκείνη την στιγμή η θαρραλέα κόρη.
Είδε όμως στα μάτια της ότι κι εκείνη δε θα δίσταζε να αποκαλύψει τα πάντα, ό,τι επονείδιστο γνώριζε για εκείνον. Και μετά θα ήταν ο λόγος του εναντίον του δικού της. Και αμφέβαλε για το αν θα κατόρθωνε να πείσει τον Σβιατοπόλκ για την ανύπαρκτη αθωότητά του. Τι κι αν τον έπειθε ότι η αδερφή του ήταν κι εκείνη ένοχη; Αυτός το κεφάλι του θα το ‘χανε. Αυτό μόνο τον ενδιέφερε. Κι έπειτα ήταν κι εκείνα τα χαρτιά που είχε ο νεαρός κυβερνήτης. Όχι, δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσει. Η παγίδα τους ήταν καλά στημένη.
Στην πραγματικότητα δεν υφίστατο κανένα δίλημμα. Δεν μπορούσε να της αντισταθεί, εκτός κι αν προετοιμαζόταν για ολοκληρωτική και ταπεινωτική καταστροφή. Και δεν προτίθετο να το κάνει αυτό.
«Υψηλοτάτη, είμαι στη διάθεσή σας…», είπε δειλά. Σηκώθηκε και συνόδευσε τα λόγια του με μια βαθιά υπόκλιση.
«Δεν χρειάζονται τόσες επισημότητες. Αυτό που θέλω είναι να πάψεις αμέσως να υποσκάπτεις το κρατικό φορολογικό σύστημα και να είσαι έτοιμος να με υποστηρίξεις όταν παραστεί ανάγκη.», δήλωσε με επισημότητα και ευπροσηγορία.
«Μάλιστα.», αποκρίθηκε προβληματισμένος ο Νικολάι Φεντόρεβιτς. Τι ήταν αυτή η γυναίκα; Πώς άλλαζε η συμπεριφορά της μέσα σε λίγα λεπτά; Πριν απειλούσε να προκαλέσει το θάνατό του και τώρα με αβρότητα του έλεγε ότι δε χρειαζόταν να υποκλιθεί! Τη θαύμασε. Τον είχε νικήσει στο ίδιο του το παιχνίδι και τώρα ήθελε να φανεί και μεγαλόψυχη.
Του θύμισε τις ιστορίες που το έλεγε ο πατέρας του για την σκληροτράχηλη και πεντάμορφη πριγκίπισσα Όλγα. Χήρα στο άνθος της νεότητάς της, κυβέρνησε μονάχη της το αχανές κράτος με την στιβαρότητα ενός άντρα. Ήταν βάναυση με τους εχθρούς της. Οι ιστορίες για την αγριότητα με την οποία εκδικήθηκε το φόνο του συζύγου της ήταν ικανές να σηκώσουν την τρίχα και των πιο σκληρών αντρών. Όμως, είχε ευεργετήσει το έθνος. Εκείνη ήταν που πρώτη είχε φέρει σε επαφή τους Ρώσους με το Χριστιανικό δόγμα. Πάντοτε προνοούσε για τους αδύνατους και στα χρόνια της βασιλείας της η διαφθορά και αναρχία ήταν η εξαίρεση παρά ο κανόνας.
Το ήξερε ο ώριμος βογιάρος ότι η χώρα όδευε προς την καταστροφή με τον ηγεμόνα που είχε καθίσει στο θρόνο. Κοιτώντας όμως αυτή την νέα, θελκτική γυναίκα με το κοφτερό μυαλό και το ανυποχώρητο πείσμα, πίστεψε πραγματικά πως η πριγκίπισσα Όλγα είχε ξαναγεννηθεί. Ίσως το μέλλον να μην ήταν και τόσο δυσοίωνο, τελικά.
Ένα ανυπόκριτο επινίκιο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο της Ναντέζντας σαν έφυγε ο Νικολάι Φεντόρεβιτς. Γύρισε και κοίταξε τον Στεφάν καταχαρούμενη. «Πάει κι αυτός!», αναφώνησε και χτύπησε τα δυο της χέρια. Ο Στεφάν δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο, βλέποντας την καλή της διάθεση.
«Όντως.», είπε και την κοίταξε με στοργή.
Μεμιάς το χαμόγελο χάθηκε από το πρόσωπό της. Το βλέμμα εκείνο την έκανε να αισθανθεί άβολα. Είχε ξεχαστεί και χαμηλώσει τις άμυνες της, το έβλεπε τώρα καθαρά. Αυτό δε νοούταν κι ύψωσε ξανά το γυάλινο εμπόδιο ανάμεσα σ’ εκείνη και τον υπόλοιπο κόσμο. Έγινε η ψυχρή και αποστασιοποιημένη εκδοχή του εαυτού της.
«Άντε να πηγαίνεις τώρα!», είπε χωρίς να προδώσει κανένα συναίσθημα. Ο Στεφάν δε μίλησε μόνο έκανε ό,τι του είπε.
Γιατί αισθάνομαι  πάντα τόσο περίεργα όταν αυτός είναι κοντά; Όταν βρίσκομαι γύρω του, ένας παράξενος κόμπος με πιάνει στο στομάχι, ένα αίσθημα δυσφορίας που δεν εξαφανίζεται αν δεν εξαφανιστεί κι εκείνος από το οπτικό μου πεδίο. Το χειρότερο είναι πως η παρουσία είναι τόσο συχνή τελευταία, που πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να ξεχνάει όλα όσα μας χωρίζουν. Και το ξέρω ότι αυτό θα με οδηγήσει ίσια ως την καταστροφή.
Αλλά δεν έχει νόημα να τον σκέφτομαι αυτόν. Αυτό που έχει σημασία είναι τα σχέδια μου, που σταδιακά παίρνουν σάρκα και οστά.
Ως εκ θαύματος, ήταν η σωστή απόφαση να εμπιστευτώ τον Στεφάν και την Αναστασία.  Η βοήθειά του Στεφάν  αποδείχτηκε ανεκτίμητη στην προσπάθειά μου να εξασφαλίσω την υποστήριξη των βογιάρων. Ήξερε ακριβώς με ποιον τρόπο έπρεπε να προσεγγίσουμε τον καθένα. Όπως σήμερα.  Αν συνεχίσουμε έτσι, σίγουρα θα είμαστε σύντομα έτοιμοι να σημάνουμε ένοπλη εξέγερση εναντίον του Καταραμένου, χωρίς να φοβόμαστε αν οι βογιάροι θα αντισταθούν στη δική μου στέψη στη θέση του. Αρκεί να μη βρεθούν ανυπολόγιστα εμπόδια στο δρόμο μας.  
Όσον αφορά το ζήτημα του γάμου της Αναστασίας, ο Καταραμένος αποφάσισε –με τη βοήθειά μας βεβαίως– να ανακοινώσει ότι ζητά να βρει σύζυγο για τη θετή του αδερφή και να περιμένει ποιος θα στείλει προξενιό. Τελικά ήρθαν προξενητάδες από το βασίλειο της Ουγγαρίας, της Νορβηγίας και παραδόξως της Πολωνίας. Ο Καταραμένος φαίνεται ιδιαίτερα πρόθυμος να δεχτεί τη συμμαχία με την Πολωνία, ώστε να πάψουν οι τριβές στα δυτικά σύνορα. Ακόμα δεν έχει κανονιστεί τίποτα, όμως το βέβαιο είναι πως αν αποφασίσει να τη δώσει στον Πολωνό πρίγκιπα, θα είναι πολύ δύσκολο να διαπραγματευτώ μαζί του. Είναι αδερφός της Μίρα και δεν πρόκειται να κάνει τίποτα που θα θέσει την εξουσία μιας συγγενής του σε κίνδυνο.
Η Αναστασία πάντως, με έχει καταπλήξει με την ψυχραιμία της. Κάνει ακριβώς ότι ζητώ από εκείνη και αντιμετωπίζει όλα τα νέα γεγονότα στωικά, υποδυόμενη την τεθλιμμένη μεν κοπέλα που έχει όμως, υποταγεί στη μοίρα της. Έτσι ο Καταραμένος δεν έχει αντιληφθεί τίποτα σχετικά με τα προδοτικά μας σχέδια.
Το ίδιο αξιοπερίεργο είναι πως ο Καταραμένος επιφόρτισε εμένα με το καθήκον της προετοιμασίας της για τα νέα της καθήκοντα, και όχι τη Μίρα όπως είχε κάνει αρχικά. Δεν μπορώ να πω πως δε με χαροποίησε, καθώς αποτελεί ένδειξη ότι με εμπιστεύεται απόλυτα, κι αυτό είναι το ζητούμενο. Υπό αυτές τις συνθήκες, θαρρώ πως η δυσανασχέτηση μου που την έχω και πάλι μες τα πόδια μου, ειδικά την στιγμή που νόμιζα ότι είχα ξεμπλέξει μαζί της, φαντάζει μικρή θυσία. Νομίζω όμως, ότι δε θα καταφέρω ποτέ να την ξεφορτωθώ.
Όταν είμαστε μόνες με κοιτά συνεχώς με αυτό το βλέμμα που λέει: «Περιμένω εξηγήσεις. Πότε θα μου πεις γιατί έλεγες ψέματα;». Κι εγώ την αγνοώ κι εκείνη εκνευρίζεται και δε μου μιλάει, μέχρι να της έρθει κάποια άλλη σημαντικότερη σκέψη την οποία πρέπει να μοιραστεί μαζί μου.
Είναι περίεργο. Ενώ είναι πάντα μελαγχολική, όταν είμαστε μαζί μοιάζει να ζωντανεύει. Το μόνο άλλο άτομο που έχει τέτοια επίδραση πάνω της, είναι η μικρή Κάτια. Το βλέπω ότι την αγαπάει πάρα πολύ. Ακόμα κι έτσι όμως, σαν την άκουσα να λέει πως ο μεγαλύτερος φόβος είναι τι θα απογίνει η Κάτια, αν εκείνη παντρευτεί και την αφήσει, σχεδόν δεν την πίστεψα. Παρατηρώντας καλύτερα όμως, το αγαθό χαμόγελο που ζωγραφίζεται στο πρόσωπο της κάθε φορά που κοιτάζει το μικρό της αγγελούδι, κατάλαβα˙ η Αναστασία θα έκανε τα πάντα για την Κάτια, έχει μια καρδιά μάλαμα. Είναι κρίμα που δεν την γνώρισα μερικά χρόνια πριν, ίσως να τη συμπαθούσα.
Γι’ αυτό λοιπόν, όταν με κοιτά ζητώντας εξηγήσεις, δε με ενοχλεί. Όταν όμως, βλέπω εκείνο το εγκάρδιο, τόσο ανυστερόβουλο χαμόγελο, χωρίς να προσδοκεί τίποτα περισσότερο από το να μου δείξει ότι όλα είναι καλά μεταξύ μας, κι ότι δε μου κρατά κακία, αναγκάζομαι να υπερνικήσω ένστικτα φυγής. Δεν είναι φυσιολογικό, το ξέρω. Λογικά θα έπρεπε να χαίρομαι που η ετεροθαλής μου αδερφή είναι τόσο καλός άνθρωπος.
Είναι ίδια η καλόκαρδη Άννα. Κι εκεί έγκειται το πρόβλημα.
Βέβαια, ακόμα κι έτσι δεν είναι ούτε στο μισό ενοχλητική απ’ όσο ενοχλητικός είναι ο Στεφάν.
Κατά τα άλλα η ρουτίνα του παλατιού είναι αποπνικτική. Οι χοροί δε σταματούν να παρατίθενται, η ζηλοτυπία και ο φθόνος της Μίρα είναι συνεχές φαινόμενο, όπως ακριβώς  η κακεντρέχεια και η ανευθυνότητα των δεσποινίδων των τιμών.
Αλλά, μπορώ να δω το φως. Ο φόβος που ο Καταραμένος εμπνέει σε όλους τους υπηκόους του, με τα σκληρά και αυταρχικά μέτρα που επιβάλλει, κάνει τη δουλειά τη δική μου και του Στεφάν, ασύγκριτα ευκολότερη. Για να γλιτώσουν τις συνέπειες της οργής του, όλοι τους είναι έτοιμοι να κάνουν συμφωνία με τον διάολο τον ίδιο,  πόσο μάλλον μαζί μου. Στον κόσμο που έχει χτίσει αυτός, όπου μια αμελητέα κατηγορία αληθής ή ψευδής μπορεί να οδηγήσει τον οποιοδήποτε στην εκτέλεση, κανείς δεν προτίθεται να ριψοκινδυνεύσει τη ζωή του, για να του μείνει πιστός. Η διακυβέρνηση του είναι χαίνουσα πληγή για τη χώρα,  όμως αυτό, στην προκειμένη περίπτωση, λειτουργεί προς όφελός μας. Ο ίδιος ο Καταραμένος έσκαψε το λάκκο στον οποίο θα τον θάψουμε. Κι όταν συμβεί αυτό, εγώ θα χορεύω από πάνω!


Σοφία Γκρέκα