Ο αέρας δεν
άφηνε τίποτα όρθιο στο διάβα του. Παγερός,
ορμητικός και ισχυρός, όπως ήταν συνήθως αυτή την εποχή, κατάφερε για άλλη μια φορά να επιβληθεί σε
ολάκερη την πλάση. Ο άνδρας προχωρούσε σκυφτός μέσα στο πυκνό δάσος. Τα
υπερβολικά ψιλά για την εποχή ρούχα που φορούσε δεν ήταν σε καμία περίπτωση
ικανά να του παρέχουν προστασία από το κρύο. Τα βήματά του γίνονταν ολοένα και
πιο αργά, ενώ τα γέρικα άκρα του είχαν κυριολεκτικά παγώσει. Κάποιες νιφάδες
χιονιού έπεφταν στην αρχή διστακτικά μα έπειτα με όλο και μεγαλύτερο θάρρος, επιδιώκοντας
να απλώσουν την λευκή τους χάρη παντού.
Ο άνδρας σκούπισε με την ανάστροφη
του χεριού του ένα δάκρυ που αργοκύλησε στο ρυτιδιασμένο μάγουλό του. Δεν
έκλαιγε συχνά, μα αυτή την φορά ήταν πέρα από τις δυνάμεις του… δεν μπορούσε να
συγκρατηθεί. Για μια στιγμή σκέφτηκε να πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Τον
δρόμο για το πουθενά, τον δρόμο της απόλυτης κατάντιας και της μοναξιάς. Μια
εσωτερική όμως φωνούλα του επαναλάμβανε σχεδόν μηχανικά: Όχι Στέλιο! Αυτή την φορά θα το φέρεις εις πέρας! Θα φτάσεις ως το
σπίτι. . . ως το σπίτι με την σοφίτα! Πρέπει να ξαναπαίξεις πιάνο!
Σφάλισε τα βλέφαρά του και
κουλουριάστηκε μέσα σε μια κουφάλα δέντρου, η οποία του πρόσφερε λίγη ζεστασιά
και προστασία. Όλη η ζωή του πέρασε σαν ταινία από μπροστά του.
Ιούνιος 1941
Η νεαρή
κοπέλα με τις κατάμαυρες σαν κίσσα μπούκλες είχε φρικτούς πόνους στην περιοχή της
κοιλιάς. Δεν τολμούσε όμως να το πει σε κανέναν, γιατί έτσι θα αποκάλυπτε και
το μυστικό της. Ένα μυστικό πολύ βαρύ…
Η μόλις
δεκαπέντε ετών Χρυσούλα Πολίτη ήταν έγκυος. Πατέρας του παιδιού ήταν ο
εικοσάχρονος Peter Meier, ένας Γερμανός αξιωματούχος, που ήταν υπεύθυνος
της περιοχής. Ο Meier ήταν ένας ευπαρουσίαστος Ναζί, ο οποίος παρά την
αναμενόμενη απέχθεια που προκαλούσε λόγω της στολής και της ιδιότητάς του, έκανε
πολλές κοριτσίστικες καρδούλες να χτυπούν σαν ταμπούρλο. Με τους ντόπιους είχε
άριστες σχέσεις, προσπαθώντας συχνά να τους βοηθήσει κρυφά, όποτε μπορούσε. Εξάλλου
ήταν κοινό μυστικό, ότι ο Γερμαναράς
δεν συμφωνούσε με τον Αδόλφο και τα πρωτοπαλίκαρά του.
Η Χρυσούλα
του έκανε εξαρχής εντύπωση. Ανεπτυγμένη όπως ήταν την πέρασε τουλάχιστον για
δεκαοκτώ χρονών. Η κοπέλα από την άλλη του έριχνε κλεφτές ματιές κάθε φορά που
εκείνος επιθεωρούσε τις αποθήκες του πατέρα της, του κυρ-Στέλιου, τις οποίες οι
Ναζί εκμεταλλεύονταν προς όφελός τους.
Ένα απόγευμα
την πλησίασε λέγοντάς της: Μου θυμίζεις
Καρυάτιδα! Το κορίτσι κοκκίνησε από την κορυφή ως τα νύχια. Ντρεπόταν διότι
δεν γνώριζε τι σήμαινε η λέξη Καρυάτιδα. Βέβαια δεν ήθελε να το
παραδεχτεί και με επίπλαστο στόμφο του αντιγύρισε: Το ξέρω! Όλοι μου το λένε!
Ο Γερμανός χαμογέλασε στραβά. Ω ναι! Αυτή η
μικρή τσαούσα θα γινόταν γυναίκα του ο κόσμος να χαλούσε! Μόνο που η μοίρα είχε
άλλα σχέδια για
εκείνον…
Χριστίνα Καρρά