Αννάμεσα (Κεφάλαιο 11)

Η Κική, όπως κάθε Τετάρτη, τελείωσε από το γραφείο στις τρείς, πήρε τα δίδυμα από το σχολείο, τα πήγε στην πεθερά της και ξαναέφυγε με προορισμό το κέντρο. Κάθε Τετάρτη η ίδια ιστορία. Και τα τέσσερα αδέρφια, η Κική, η Ευγενία, ο Κωστής και ο Παναγιώτης σταματούσαν για λίγο τις δουλειές τους και ζούσαν μόνο ο ένας για τον άλλον. Βασανίστηκαν πολύ μέχρι να αποδεχθούν την αλήθεια, δεν ήταν εύκολο για κανέναν τους. Και αρχικά τα αγόρια ήταν αυτά που δεν ήθελαν με τίποτα να συναναστραφούν με τις αδερφές τους.
Τώρα πια ο πόνος φαινόταν να είχε περάσει, τα γιατί και τα πώς είχαν κιόλας απαντηθεί και το μοναδικό πράγμα που τους ένοιαζε ήταν να μπορέσουν να σταθούν ως «οικογένεια», όπως τους άξιζε και όπως δεν ήταν ποτέ.
Και αφού οι ζωές τους είχαν πάρει πια άλλες κατευθύνσεις, βρήκαν μία ημέρα που βόλευε σχεδόν όλους –η Ευγενία ήταν μόνιμα απασχολημένη και αγχωμένη από κάποια νέα υπόθεση του γραφείου της– και έτρωγαν και οι τέσσερείς τους το μεσημέρι.
Αυτή την Τετάρτη θα πήγαιναν στο εστιατόριο που δούλευε ως σεφ η κοπέλα του Κωστή. Η Κική τράβηξε χειρόφρενο και βγαίνοντας από το αυτοκίνητο έδωσε τα κλειδιά στον παρκαδόρο. Το εστιατόριο ήταν στο κέντρο του Πειραιά, κρυμμένο μέσα σε έναν κήπο.
«Ένας καταπράσινος κήπος μέσα στο κέντρο, για φαντάσου!» μονολόγησε και καθώς ο υπάλληλος της άνοιγε την πόρτα χτύπησε το τηλέφωνο της.
Δεν έδωσε σημασία, γιατί υπέθεσε ότι εφόσον είχε καθυστερήσει θα την καλούσε κάποιος απο τα αδέρφια της. Βρήκε εύκολα το τραπέζι τους. Είδε τα πρόσωπα των αδερφών και η καρδιά της φτερούγησε.
Η Ευγενία της, η καλύτερή της φίλη από μικρές, ο Κωστής, που την πρώτη φορά που τον είδε στην παιδική χαρά τον μίσησε γιατί είχε πιο καλό ποδήλατο από εκείνη και τον τρυφερό της Πάνο, την αδυναμία της. Από τόσο δα μωράκια η Κική τον τάιζε, τον σκούπιζε, όταν έκλαιγε που η μαμά του έλειπε, τον αγκάλιαζε και αν και ήταν πολύ μικρή και η ίδια, ένιωθε μια γλυκιά υποχρέωση να απαλύνει τον πόνο του μικρού της φίλου.


Δεν ήξερε, πως αυτή η γλυκιά υποχρέωση, αργότερα θα γινόταν επιτακτική ανάγκη και λύτρωση.
Τα αγαπούσε τα αδέρφια της. Πολύ. Ακόμη και μαζί να είχαν μεγαλώσει, τέτοια αγάπη δεν θα τους είχε. Ίσως αυτό να ήταν το μυστικό. Τους στερήθηκε τόσα πολλά χρόνια που, όταν τους βρήκε, απλά ήθελε να τους έχει. Δίχως όρους, δίχως φτιασιδώματα και αναπροσαρμογές. Ήθελε τα αδέρφια της, όπως και αν ήταν αυτά.


Και κάτι ακόμη… αλλά αυτό μόνο εκείνη θα το ήξερε. Μόνο. Αγαπούσε τα αδέρφια της γιατί ένιωθε πως πρέπει πάση θυσία να καλύψει το κενό της, μάλλον τα κενά της, και τα λάθη της και τις βρωμιές της και… όχι αυτό δε θα το έλεγε ποτέ. Ούτε στον ίδιο της τον εαυτό.


Μέχρι να ολοκληρώσει το μικρό της ταξίδι στις αναμνήσεις και τα συναισθήματα είχε ήδη καθίσει στο τραπέζι και ο Πάνος της σέρβιρε ένα υπέροχο Κυρ Γιάννη λευκό. Ήταν άσσος ο μικρός στα κρασιά, οινολόγος, και προσφάτως πήρε και πτυχίο sommelier από το WSPC του Λονδίνου.
Πήρε το ποτήρι από τα χέρια του, του χαμογέλασε και με τα ακροδάχτυλα της του τσίμπησε το μάγουλο όπως όταν ήταν μικροί. Ο Κωστής φυσικά έκανε σκηνή ζηλοτυπίας και η Ευγενία γέλαγε τόσο δυνατά που δάκρυσαν τα υπέροχα γαλάζια της μάτια.


Τέσσερα αδέρφια, τέσσερις ζωές πλεγμένες μαζί. Κεντημένες με βάσανα, ψέματα, αχνές ηλιαχτίδες καλής ζωής και μετά πάλι κόμποι οι ντροπές.


Καμιά ζωή όμως δεν έχει μόνο ανήφορο ή μόνο πεδιάδα. Καμιά ζωή δεν είναι μόνο γέλιο ή μόνο δάκρυ. Το ένα χρειάζεται το άλλο. Η πεδιάδα χρειάζεται τον ανήφορο, να τρέχουν τα νερά της βροχής επάνω τους να φτάνουν στο χώμα της το στείρο. Να μη λιμνάζουν και σαπίσει να μην λείψουν και πεθάνει. Και το γέλιο θέλει το δάκρυ του, να το νοστιμίσει, να το κάνει αλμυρό και άξιο λόγου και ύπαρξης. Τι είναι ένα σκέτο γέλιο; Χαραμάδα που δεν βλέπει πουθενά. Το ζητά το δάκρυ του, να προϋπάρχει και να ακολουθεί, για να νιώθει και το γέλιο σημαντικό.


Έτσι και οι ζωές τους. Όλοι τους ανεξαιρέτως πάλεψαν με τα δαιμόνιά τους… και με τα δικά τους και με της μάνα τους.


Δε μιλούσαν ποτέ για εκείνη. Δεν είναι να απορείς γιατί. Ανέλυαν τα πάντα από τα παιδικά τους χρόνια, γελούσαν, συγκινούνταν, αλλά ποτέ μα ποτέ δεν αναφέρονταν σε εκείνην. Σαν μια οικογενειακή φωτογραφία με μια τρύπα στη μέση που όλοι κάνουν ότι δεν υπάρχει. Σαν μια σκιά στο παιδικό τους ημερολόγιο, που μπορεί κάποτε να τους έκανε να κλάψουν, αλλά τώρα δεν έχει ούτε αξία ούτε δύναμη .
Τελευταία φορά είδαν την μητέρα τους πριν έξι χρόνια. Κατά περίεργη σύμπτωση, λίγο πιο πάνω από το εστιατόριο που κάθονταν τώρα. Έβγαινε από ένα υπόγειο . Οι τέσσερείς τους κατηφόριζαν για το Μικρολίμανο, ήταν μία συνάντηση θα έλεγε κανείς «έντονη».


Η Άννα άρχισε να κλαίει, τους σταμάτησε και άρχιζε να χαϊδεύει έναν προς έναν. Δε μιλούσε, δεν έλεγε τίποτα. Μόνο δάκρυα και χέρια, χέρια και λυγμοί. Δευτερόλεπτα αργότερα η Κική την κοίταξε με απέχθεια και απευθυνόμενη στα αδέρφια της είπε: «Εμένα με συγχωρείτε, δε θα έρθω. Με έπιασε αναγούλα. Είναι και αυτά τα σκουπίδια σκορπισμένα παντού. Συγγνώμη» και έφυγε με γοργό βήμα.
Ή Άννα η ζαβή έγινε αυτοστιγμεί η Άννα η δαιμονισμένη. Τα μάτια της πέταγαν φλόγες, τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει και μια μεγάλη φλέβα ξεπηδούσε από το μέτωπό της.


Έκανε δυο βήματα πίσω και κοίταξε τα τρία της παιδιά απο κάτω προς τα πάνω. Αηδίασε.
«Εσάς γέννησα; Τέτοια κοπελάρα, τέτοια γυναίκα άξια και έφτυσα εσάς; Ου στο διάολο να πάτε, μπάσταρδα! Μη σας ξαναδώ, ρε μαλακισμένα, μπροστά μου. Δεν είστε παιδιά μου εσείς… Κανένα σας… μα πιο πολύ αυτή η καριόλα… αυτή η ψηλομύτα, η άκαρδη, η παλιοψωνισμένη! Αλλά έννοια σας, ρε τσογλάνια, έννοια σας και θα έρθει η ώρα της δικαίωσής μου. Τέτοια παιδιά άξιζα εγώ; Από όλα τα καλά πηδήματα εσάς βρήκα να πιάσω…Ά στο διάολο…»


Έλεγε και τι δεν έλεγε το στόμα της. Τα παιδιά, αφού έφυγε η Κική, σαστισμένα άκουγαν το παραλήρημα αυτής της γυναίκας που ισχυρίζονταν ότι ήταν μάνα τους. Συμπεριφέρθηκαν όπως κάθε άνθρωπος που βλέπει στον δρόμο ένα τρελό, δεν απάντησαν, δεν ασχολήθηκαν. Την άφησαν να τα πει και έφυγαν.


Η γειτονιά την ήξερε την Άννα, αλλά ίσως ήταν η πρώτη φορά που στα πηγαδάκια των πρωινών καφέδων σχολιάστηκε πως η Άννα η ζαβή έδιωξε κάτι παιδιά, που μάλλον ήταν τα παιδιά της.
Έκτοτε τα αδέρφια δεν ξαναπέρασαν από εκείνο το δρομάκι. Όχι από φόβο, αλλά από αποστροφή. Η ζωή όμως ποτέ δεν παίρνει στα σοβαρά τα θέλω σου και κυρίως ποτέ δε σου υπόσχεται πως θα εισακουστούν οι προσευχές σου.


Η μάχη με το παρελθόν τους είχε μόλις αρχίσει –ερήμην τους– όπως άλλωστε και όλα στις ζωές τους.


Στο μικρό υπόγειο οι μέρες ήταν ίδιες. Πανομοιότυπες. Η μία ακολουθούσε την άλλη σαν σειρά από ντόμινο, ίδιο σχήμα, ίδιο χρώμα, ίδιος τρόπος να ρίχνουν το βάρος τους το ένα στο άλλο. Η Άννα δεν είχε αντίληψη. Όπως ποτέ της. Ίσως τώρα της έλειπε περισσότερο. Χανόταν μόνη της μέσα σε σκιές και φαντάσματα του παρελθόντος. Ένα παρελθόν που το έπλασε στα κακογερασμένα χέρια της με πηλό και του έδωσε σχήμα κατά προτίμηση και διάθεση. Ή Άννα δεν ήταν άρρωστη τώρα. Η Άννα γεννήθηκε με την αρρώστια αυτή καρφωμένη στην ψυχή της. Μια αρρώστια αλλόκοτη, κανένα βιβλίο δεν είχε γραφτεί γι’ αυτή και κανένας επιστήμονας δεν την είχε μελετήσει. Η Άννα γεννήθηκε μόνη της. Έτσι ζούσε όλα της τα χρόνια. Σε μικρές αναλαμπές θυμόταν τη μάνα της, τα παιδιά της, αλλά όχι όπως ήταν. Η διαστρέβλωση της πραγματικότητας είχε γίνει μονιμότητα. Η Άννα δεν είχε συνείδηση ούτε ενοχή. Ποτέ.


Όταν, τότε, χρόνια πολλά πίσω διεκδίκησε την κηδεμονία των κοριτσιών, η κοινωνία της την έδωσε. Κανείς δεν είδε τη λάμψη στα μάτια της, το ψέμα στη φωνή της, ούτε και την ακαταλληλότητα στις πράξεις της. Μα ποια κοινωνία νοιάζεται πραγματικά για τα παιδιά της, για να νοιαστεί και για της Άννας;


Τα πήρε τα κορίτσια, που μέσα σε δάκρυα σοκ αποχωρισμού και απορίες, κρεμάστηκαν η μία πάνω στην άλλη και οι δύο πάνω στα μικρότερα αγόρια, για να μπορέσουν να σταθούν. Να μην τρικλίσουν και πέσουν με τα μούτρα μέσα στη λάσπη της μάνας τους.


Τα κορίτσια ήταν μικρά, ναι, όχι τόσο όμως ώστε να μην καταλαβαίνουν τι γίνεται στο σπίτι τους.
Μεσόκοποι άντρες, βρωμιάρηδες εργάτες μπαινόβγαιναν φτύνοντας την είσοδο. Βογκητά και ξύλο έντυναν τους τοίχους του σπιτιού τους και μια οσμή βαριά, σαν σάρκα σάπια, σαν αθωότητα καμένη. Οι μεσόκοποι δεν είχαν αναστολές και ηθικούς φραγμούς. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τα αγόρια, τα μικρά αυτά αντράκια, έδιωχναν με όση δύναμη χώραγε στις μικροσκοπικές παλάμες τους, κάποιον που θα γλυκοκοίταζε μία από τις αδερφές τους ή καμιά φορά και τις δύο.


Κλήθηκαν να μεγαλώσουν απότομα. Ωρίμασαν σε μία νύχτα. Νύχτα μεγάλη και κατάμαυρη σαν την ψυχή της μάνα τους. Μάνα τους.. κανένα τους δεν την φώναζε «μαμά». Ούτε και τα αγόρια της που από την κούνια μάθανε τη μυρωδιά της.


Μια σιχασιά ανάβλυζε αυτή η λέξη. «Μαμά».


Τα κορίτσια, πιο τυχερά μέσα στην άτιμη τη μοίρα τους, είχαν προλάβει έστω και λίγο να νιώσουν την ασφάλεια, την ανιδιοτελή αγάπη, την άνευ όρων αποδοχή κάποιων που μπορούσαν να προσφωνούν «μαμά».


Για τα αγόρια δεν ήταν τόσο εύκολο. Ένιωθαν μικρά και ανήμπορα μπροστά στα βάσανα των αδερφών τους, στην ντροπή της μάνα τους. Μικρά και ανήμπορα μπροστά στον κάθε έναν που άπλωνε το χέρι του, καυτό σίδερο πάνω στην μάνα τους και για μέρες μετά έβλεπαν τα σημάδια.
Η Άννα δεν ένιωθε το λάθος. Νόμιζε πως αρκεί να τα έχεις κοντά σου τα παιδιά σου, για να λέγεσαι «μητέρα» και να αξιώνεις όλα τα καλά αυτής της ευλογίας.


Τα χρόνια των παιδιών στο «σπίτι» στη Σαλαμίνα ήταν δύσκολα, ατελείωτα και λερωμένα. Με κάθε είδους λεκέ. Εμφανών και αφανών.


Δέθηκαν ο ένας με τον άλλον. Κοιμόντουσαν και τα τέσσερα σε ένα ντιβάνι. Σφιχταγκαλιασμένα. Από φόβο και ανάγκη. Μην ξυπνήσουν και λείπει κάποιο τους, μην γίνει το κακό μέσα στην νύχτα.

Φοβόντουσαν. Τα πάντα. Το σπίτι, τα έπιπλά, τους ανθρώπους που μπαινόβγαιναν... Μα πιο πολύ εκείνη.


Μαρία Π. Ψαθά