Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 46) "Επιστροφή"

Κίεβο, Σεπτέμβριος 1021

Σε λίγο θα βρίσκονταν στο Κίεβο.
Ο Στεφάν έπρεπε να επικεντρωθεί με όλο του το είναι στη σημασία εκείνης της φράσης και να πάψει να σκέφτεται οτιδήποτε διαφορετικό. Για άλλη μια φορά όμως, στάθηκε αδύνατο. Παρόλο που ήξερε ότι σαν επέστρεφαν στην πρωτεύουσα θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με μεγάλο κίνδυνο, δεν μπορούσε να πάψει να σκέφτεται τη Ναντέζντα και τη νύχτα που πέρασαν μαζί.

Μέχρι πρότινος πίστευε πως το χειρότερο που μπορούσε να του συμβεί ήταν να μην ξέρει αν άραγε η Ναντέζντα θα τον συγχωρούσε κάποτε ή όχι. Αυτό όμως, ήταν πριν την ακούσει να δηλώνει ρητά και κατηγορηματικά ότι τον μισούσε όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατό και ότι είχε σκοτώσει ό,τι καλό είχε μέσα στην ψυχή της. Αυτό ήταν απλά αβάσταχτο.
Όμως, αυτή την φρίκη διαδέχτηκε η ωραιότερη νύχτα της ζωή του.
Στην πραγματικότητα ονειρευόταν αυτή  την ένωση περισσότερο καιρό απ’ όσο θα ‘θελε να παραδεχτεί. Όταν όλες οι έρευνες για τη δραπετεύσασα πριγκίπισσα οδηγηθήκαν σε αδιέξοδο, και αναγκάστηκε να φύγει για το Σουζντάλ, έχοντας παραδεχτεί ότι ήταν νεκρή, τότε συνειδητοποίησε το μέγεθος των συναισθημάτων του για κείνη. Βάλθηκε λοιπόν, να την ξεχάσει, να τη βγάλει από το μυαλό του. Και το επιδίωξε, μόλις βρέθηκε στον τόπο της νέας του εγκατάστασης.
Τότε έκανε την πρώτη του επίσκεψη σ’ ένα σπίτι όπου μπορούσε κανείς να βρει πρόσκαιρη παρηγοριά στην αγκαλιά μιας άγνωστης γυναίκας. Διάλεξε για πρώτη σύντροφό του, τη γυναίκα με την ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, τα ξανθά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια, για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο˙ ήταν η μοναδική που του θύμιζε, έστω και αμυδρά τη Νάντια.
Για ένα διάστημα οι επιλογές του βασίζονταν σε αυτό το κριτήριο: ποια της έμοιαζε περισσότερο. Γρήγορα όμως, συνειδητοποίησε πως αυτή η μέθοδος μόνο περισσότερο πόνο του προξενούσε. Έτσι, οδηγήθηκε στο άλλο άκρο. Προτιμούσε γυναίκες που δεν τη θύμιζαν σε τίποτα. Και πάλι όμως, τίποτα δεν στάθηκε ικανό να γαληνέψει τη φουρτούνα της ψυχής του.
Όπου κι αν βρισκόταν, τα θυμωμένα σμαραγδένια μάτια τον καταδίωκαν. Κάθε φορά που έφερνε στο μυαλό του τη φωνή και το χαμόγελό της, ένιωθε μια σουβλιά πόνου στο στομάχι: στο σημείο που τον είχε μαχαιρώσει. Ποτέ δεν μπόρεσε να βγάλει από το μυαλό του εκείνη την σκηνή. Όταν την είδε να καρφώνει το μαχαίρι στα σωθικά του, χωρίς δισταγμό, παρασυρμένη από άκρατο μίσος. Είχε γίνει ο εφιάλτης του. Η γνώση ότι την είχε εξωθήσει πέρα από τα όρια της, κι είχε γίνει αιτία του χαμού της, τον καταρράκωνε.
Κι όμως, όλη η θλίψη, η πίκρα και οδύνη εξανεμίστηκαν όταν τα χείλη του συνέθλιψαν τα δικά της. Ήταν σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Το μόνο που είχε μείνει, ήταν  η αγάπη του για κείνη.
Και μετά ξύπνησε, κι η Νάντια δεν ήταν εκεί. Το μόνο που είχε απομείνει από κείνη, ήταν το μενταγιόν της, πεταμένο στο ξύλινο πάτωμα.
Ο πόνος του επέστρεψε στο ακέραιο. Μόνο που αυτή τη φορά ήταν χειρότερο, καθώς οι αναμνήσεις της νύχτας που μοιράστηκαν άρχισαν να στρέφονται εναντίον του, και να τον βασανίζουν κάθε φορά που τον επισκέπτονταν. Δεν μπορούσε πια να χαλιναγωγήσει τα συναισθήματά του.
Κάθε προσπάθειά του να εξηγηθεί μαζί της σχετικά με το πού βρίσκονταν και πού σκόπευαν να πάνε στη συνέχεια, έπεσε στο κενό. Δεν κατάφερε να την κάνει να αρθρώσει ούτε μια λέξη σε ολόκληρο το ταξίδι τους από την Πατζινάκια μέχρι τα προάστια του Κιέβου. Ήταν πια σαφές. Η Ναντέζντα ήθελε να ξεχάσει τα πάντα, σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα.
Αυτό πραγματικά μπορούσε να τον εξοργίσει. Δεν την καταλάβαινε. Καθόλου δεν την καταλάβαινε. Ήξερε πολύ καλά ότι κι εκείνη είχε νιώσει τα ίδια συναισθήματα. Ήξερε ότι αυτό που συνέβη ανάμεσά τους δεν ήταν αποτέλεσμα της μέθης. Πώς μπορούσε λοιπόν, να φέρεται τόσο ψυχρά; Εκείνη δεν την είχε επηρεάσει καθόλου η νύχτα τους; Τα είχε διαγράψει όλα;
Μάλλον ήταν πολύ αφελής. Αφού ήταν σε θέση να φέρεται σαν μην είχε συμβεί το παραμικρό, αφού είχε υψώσει ξανά εκείνο τον γιγάντιο τοίχο ανάμεσά τους, τότε προφανώς, αυτός δεν σήμαινε τίποτα για κείνη. Δεν το είχε πει καθαρά; Ήθελε να τον δει νεκρό. Στην ουσία, ο μόνος λόγος που δεν το είχε κάνει ήταν επειδή η σύμπραξή του ήταν ζωτικής σημασίας για την εκδίκησή της.
Ήταν απαράδεκτη. Ήξερε πως είχε διαπράξει ένα ασυγχώρητο έγκλημα. Δεν μπόρεσε να διακινδυνεύσει τη ζωή των αδερφιών του για χάρη της, και έπρεπε να πληρώσει. Αλλά για πόσο; Από την στιγμή που εμφανίστηκε ξανά στην ζωή του, δεν είχε κάνει τίποτα από το να βρίσκεται στο πλευρό της και να φυλάει τα νώτα της. Κράτησε το μυστικό της, την προστάτευσε από την ίδια την ηλιθιότητα της, συμμετείχε ενεργά στα προδοτικά της σχέδια, με κίνδυνο της ζωής του και της ασφάλειας της οικογένειάς του. Κι όμως, όπως φαινόταν, όλα αυτά δεν ήταν αρκετά για να εξιλεωθεί. 
Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί συνέχιζε να ασχολείται μαζί της. Ήταν χαμένη υπόθεση. Έπρεπε πια να καταλάβει ότι ποτέ δε θα τον συγχωρούσε, κι έπρεπε να πάψει να προσπαθεί και να συνεχίσει τη ζωή του, να προχωρήσει παρά κάτω. Αυτή ήταν η υγιής αντίδραση. Όμως, ο Στεφάν δεν μπορούσε να προχωρήσει. Αντί να την ξεπεράσει είχε αρχίσει να τη μισεί. Κάθε φορά που τον αγνοούσε, τον περιφρονούσε και τον απομάκρυνε, ο σφυγμός του ανέβαινε στα ύψη και το μυαλό του έπαιρνε άσχημες στροφές. Έβλεπε οράματα μ’ εκείνη γονατισμένη μπροστά του να ικετεύει για έλεος κι εκείνος να σφίγγει ο λαιμό της με το χέρι του μέχρι να φτάσει ένα βήμα πριν το θάνατο. Ήθελε να την κάνει να πονέσει, όσο πονούσε κι ίδιος για κείνη.  
Ωστόσο,  ακόμα και αν αισθανόταν αηδία στην όψη της, δεν έπαυε να την αγαπά. Ένας γλυκός λόγος, ένα χαμόγελο ή ένα τρυφερό άγγιγμα θα ήταν αρκετό για να σβήσει το πόσο υπέφερε εξαιτίας της. Η Ναντέζντα ήταν η καταστροφή του αλλά και η μόνη ελπίδα σωτηρίας του. Κρατούσε όμηρους το μυαλό και την καρδιά του, κι ο Στεφάν ήξερε πως δεν επρόκειτο να απελευθερωθεί από τα δεσμά της.
Είχε άδικο όμως, αν πίστευε πως η Ναντέζντα δεν τον σκεφτόταν καθόλου.  Στην πραγματικότητα καταλάμβανε κάθε της σκέψη. Αλλά κατέβαλλε διαρκή προσπάθεια για να τον ξεριζώσει από το μυαλό της. Και συνήθως, το πετύχαινε. Άλλωστε, δεν υπήρχε έλλειψη πραγμάτων για να ανησυχήσει. Η επικείμενή άφιξή τους, για παράδειγμα.
Ένας βαθύς αναστεναγμός ξεχύθηκε από τα πνευμόνια της, καθώς μόλις συνειδητοποίησε ότι είχαν πια περάσει και το τελευταίο χωριό στο δρόμο για την κραταιά πρωτεύουσα. Λίγο ακόμα και θα έβλεπαν τα πρώτα σπίτια.
Μέχρι εκείνη την στιγμή, ανυπομονούσε να φτάσει στο Κίεβο ώστε να απαλλαγεί από την αδιάκοπη και αποπνικτική παρουσία του Στεφάν στο πλευρό της. Τώρα όμως που βρίσκονταν τόσο κοντά, θυμήθηκε πως θα βρισκόταν προ των ευθυνών της. Είχε αγνοήσει περιφανώς τις διαταγές του Καταραμένου και τώρα έπρεπε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες. Παρά τον ατρόμητο χαρακτήρα της, έπρεπε να παραδεχτεί πως δείλιαζε λίγο στην προοπτική να τον συναντήσει.
«Έτοιμη;» ρώτησε ο Στεφάν και της έκοψε την ανάσα. Πότε πρόλαβε και βρέθηκε δίπλα της και δεν τον πήρε είδηση;
Δεν μπήκε στον κόπο να του απαντήσει. Εκείνες τις μέρες μετά βίας τον κοιτούσε.
«Πάλι το αμίλητο νερό ήπιες;» σαρκάστηκε εκείνος.
Τον κοίταξε. «Έτοιμη», απάντησε ξερά και κάλπασε γρήγορα για να τον προσπεράσει. Ο Στεφάν δεν ενδιαφέρθηκε να την ακολουθήσει. Τι νόημα είχε;
Οι πρώτες αχυρένιες καλύβες των χωρικών φάνηκαν στον ορίζοντα. Και μεμιάς ο Στεφάν άρχισε να φοβάται για το τι θα αντιμετώπιζαν στην πρωτεύουσα. Είχαν διαπράξει προδοσία, εκείνος κι η Ναντέζντα. Μήπως αυτή ήταν η τελευταία τους μέρα πάνω στη γη; Δεν ήθελε να το πιστέψει αυτό. Θα επέμεναν στην ιστορία τους και όλα θα πήγαιναν καλά. Δεν είχαν λάβει γράμμα, δεν ήξεραν τίποτα. Αν μη τι άλλο, έπρεπε να μείνει ψύχραιμος, για να μπορέσει να την υπερασπιστεί αν χρειαστεί. Ήξερε ότι μπορεί η Ναντέζντα να ήταν χαλκέντερη, αλλά δεν Θεός να τα αντέχει όλα. Βέβαια από του δύο, μόνο αυτός φαινόταν να το πιστεύει αυτό.
Καθώς το στράτευμα περνούσε μέσα από τα σοκάκια του Κιέβου, συνέβη κάτι απροσδόκητο. Οι κάτοικοι άρχισαν ένας ένας να βγαίνουν από τα σπίτια του και να ζητωκραυγάζουν. Άνθρωποι απ’ όλες τις τάξεις και απ’ όλα τα επαγγέλματα. Κανένας δεν είχε μείνει κλεισμένος στο σπιτικό του την ώρα που περνούσε ο ρωσικός στρατός. Και στην πλατεία υπήρχε λαοθάλασσα, που δεν είχε συγκεντρωθεί για να παραστεί σε εκτελέσεις, αλλά  για να επευφημήσει για μια ένδοξη νίκη.
Το πλήθος αυτό συντάραξε τη Ναντέζντα. Σφίγγοντας το χαλινάρι, ανάγκασε το άλογο να πάψει να καλπάζει αλλά να τριποδίσει. Για λίγη ώρα η Ναντέζντα, ο Στεφάν και οι υψηλά ιστάμενοι αξιωματικοί –οι απλοί στρατιώτες ενώθηκαν επιτέλους με τις οικογένειές τους– παρέλασαν μπροστά τους. Η  πριγκίπισσα ένιωσε να ηρεμεί ψυχικά, βλέποντας όλα τα χαρούμενα πρόσωπα που την κοιτούσαν. Γι’ αυτούς δεν τα είχε κάνει όλα; Γι’ αυτούς και τους νεκρούς της.
Ήταν η πρώτη που τον είδε. Ο μελαχρινός γιγαντόσωμος άντρας, που στεκόταν καβάλα στο λευκό άλογο του, έξω από την εκκλησία είχε τα μαύρα του μάτια στυλωμένα επάνω της. Ο Σβιατοπόλκ, ο Καταραμένος. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά ξέφρενα παρά της θέληση της. Αναγκάστηκε να θυμίσει στον εαυτό της ότι ήταν η θυγατέρα της Ρογκνέντα Ροβγκολοντόβνα, δεν έπρεπε να  λιποψυχήσει τώρα. Είχε το δίκιο με το μέρος της, και θα υπερασπιζόταν τον εαυτό της.
Ο Στεφάν, που είχε στο μεταξύ βρεθεί δίπλα της, αντιλήφθηκε την παρουσία του Μεγάλου Πρίγκιπα λίγες στιγμές μετά από εκείνη. Είδε ότι η Ναντέζντα είχε χλομιάσει, περισσότερο από το συνηθισμένο και ότι τα μάτια της έλαμπαν παράξενα. Αν και δεν μπορούσε να ακούσει το χτύπο της καρδιάς της,  ήταν σίγουρος ότι έμοιαζε με το ρυθμό κρουστού οργάνου. Έπιασε το χέρι της για να τη συνεφέρει, να της δώσει κουράγιο.
Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε έκπληκτη, μόλις ένιωσε το άγγιγμά του. Του έριξε ένα από τα δολοφονικά της βλέμματα, αλλά δεν τράβηξε το χέρι της αμέσως, τον άφησε να την κρατήσει για λίγο.
Το μαύρο άλογο, καθοδηγούμενο από την αναβάτριά του,  πλησίασε το Σβιατοπόλκ. Μόλις έφτασε ακριβώς μπροστά του, η Ναντέζντα κατέβηκε και βυθίστηκε σε μια ευλαβική υπόκλιση.  Όλοι οι πολίτες του Κιέβου ήταν μάρτυρες της σκηνής. Και όλοι περίμεναν με κομμένη την ανάσα την αντίδραση του ηγεμόνα τους. Αν και, λίγοι γνώριζαν για την προδοσία που είχε διαπράξει η όμορφη νέα.
«Επέστρεψες νικήτρια, εξαδέλφη», παρατήρησε με επίπεδη φωνή.
«Πράγματι», αποκρίθηκε η Ναντέζντα, χωρίς δισταγμό, ενώ σηκώθηκε και τον κοίταξε άφοβα στα μάτια.
«Νικήτρια και προδότης», συμπλήρωσε με αγριότητα ο Μεγάλος Πρίγκιπας.
Μια ειλικρινή έκφραση απορίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της Ναντέζντας. «Τι στην ευχή εννοείτε;»
Ο Σβιατοπόλκ προβληματίστηκε από το ύφος της, αλλά αποφάσισε να μη δώσει έκταση. «Στο κάστρο, θα τα πούμε στο κάστρο. Κατ’ ιδίαν.»
* * *
Η Αναστασία ήταν η πρώτη που έτρεξε στον αυλόγυρο όταν έμαθε πως πλέον ήταν ζήτημα λεπτών να φανούν. Έφυγε από τα διαμερίσματά της σαν βέλος που ξεφεύγει από τη χορδή του τόξου, χωρίς να σταθεί ούτε για να φτιάξει τα μαλλιά της, ούτε για να πάρει μαζί της συνοδεία της, ούτε καν το πανωφόρι της. Στάθηκε εκεί, μπροστά στην πύλη του παλατιού προσπαθώντας μάταια να ηρεμήσει την καρδιά της που σφυροκοπούσε. Η απουσία της ήταν ήδη παρελθόν, σχεδόν. Δεν μπορούσε να το πιστέψει.
Μέσα στα επόμενα λεπτά, οι κάτοικοι του κάστρου συγκεντρώθηκαν έξω από την κεντρική είσοδο Οι υπηρέτες, οι ευγενείς, η Ραντομίλα με την ακολουθία της, η Ιουστίνη με τη μικρή πριγκίπισσα.
Η Αναστασία όμως δεν πρόσεξε τίποτα και κανέναν˙ ούτε καν τη μικρή της αδερφή. Η ματιά της ήταν καρφωμένη στη μεγάλη πύλη που ήταν δίοδος επικοινωνίας του κάστρου με τον έξω κόσμο.  Περίμενε να δει τους στρατιώτες να γυρίζουν τις αλυσίδες, η ξύλινη πόρτα να πέσει στη γη και να περάσουν οι καβαλάρηδες. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου˙ δεν είχαν περάσει πάνω από δεκαπέντε λεπτά όμως εκείνη ένιωθε ότι είχαν περάσει ώρες. Και τα μάτια της, στην πύλη.
Και τότε το τρίξιμο των αλυσίδων επιτέλους ακούστηκε, η πύλη άνοιξε και τρεις αναβάτες εισήλθαν στον προαύλιο χώρο του κάστρου. Πνευστά όργανα άρχισαν να ηχούν, σε ένδειξη σεβασμού, ενώ υπασπιστές ανακοίνωσαν την είσοδο της μεγαλειότητάς του, του Μεγάλου Πρίγκιπα Σβιατοπόλκ, της υψηλότητας της, της πριγκίπισσας Ναντέζντα, και του τοποτηρητή του Νόβγκοροντ, Στεφάν Ραντοσλάβιτς. Αλλά η Αναστασία δεν άκουγε. Μόνο όταν ένιωσε την Ιουστίνη να την τραβά από το βραχίονα θυμήθηκε πως έπρεπε να υποκλιθεί.
Οι τρεις ξεπέζεψαν, όταν πλησίασαν αρκετά το πλήθος. Η Ναντέζντα τους κοιτούσε όλους έναν έναν χωρίς να καταλαβαίνει γιατί. Ασυναίσθητα έψαχνε κάποιον χωρίς καν να ξέρει ποιον. Μέχρι που το βλέμμα της αντίκρισε τα μαύρα μάτια της Αναστασίας, τα γεμάτα προσμονή και λαχτάρα. Αυθόρμητα της χάρισε ένα χαμόγελο. Συνειδητοποίησε ότι εκείνη αναζητούσε μέσα στο πλήθος.
Η Αναστασία ένιωσε τεράστια ανακούφιση που πλέον την έβλεπε μπροστά της, που πλέον ήταν βέβαιη για την ασφάλειά της. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε και στο δικό της πρόσωπο και χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά έτρεξε να την αγκαλιάσει. Η Ναντέζντα αιφνιδιάστηκε αλλά της ανταπέδωσε την αγκαλιά. Ένιωσε να πλημμυρίζει με δύναμη από εκείνη την επαφή. Όμως, φευγαλέα αντίκρισε το βλέμμα του Καταραμένου που ήταν καρφωμένο πάνω τους. Είδε στα ψυχρά του μάτια να καθρεφτίζεται η οργή˙ η καταιγίδα δε θα αργούσε να ξεσπάσει.
Αμέσως έσπρωξε την Αναστασία μακριά της.  «Όχι μπροστά του», ψιθύρισε κοφτά.
«Γιατί;» ρώτησε εκείνη με έκδηλη απορία. Είχε καταλάβει για ποιον μιλούσε, χωρίς να ακούσει το όνομά του.
«Αν επιζήσω… θα σου εξηγήσω», απάντησε η Ναντέζντα χωρίς να κοιτάζει την αδερφή της, αλλά τον Καταραμένο. Και μεμιάς το παγωμένο χέρι του φόβου αγκάλιασε την καρδιά της Αναστασίας, γιατί είχε νιώσει πως η Ναντέζντα δεν το είχε πει αστειευόμενη.


Σοφία Γκρέκα