ΑΒΑΤΟ: Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 3/Μέρος Β) - "Το Αστεροσκοπείο"

Οι ώρες φάνταζαν ατελείωτες. Οι ακτίνες του ήλιου έκαιγαν το πρόσωπό του, καθώς ήταν μεσημέρι. Εκείνος διέσχιζε μία ερημική έκταση με κατεύθυνση τον ωκεανό και οδηγό το ένστικτό του. Η ανάσα του γινόταν όλο και πιο βαριά. Μπροστά του απλωνόταν μία μικρή λίμνη την οποία πλησίασε ασθμαίνοντας, για να βουτήξει τα χέρια του στο δροσερό νερό της. Μέσα από τους κυκλικούς σχηματισμούς του νερού διέκρινε την απόκοσμη όψη του. Ζεστά δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και με τα δύο του χέρια κράτησε σφιχτά το πρόσωπό του. Ήταν ένα τέρας που δε θύμιζε σε τίποτα την αλλοτινή λάμψη του Θεού του Χειμώνα. Ως και η καρδιά του έμοιαζε  με ένα κομμάτι κρέας που λίγο λίγο σάπιζε. Τον τύφλωνε η αδικία και η απόρριψη.
Έχασα τα πάντα. Μα πάνω από όλα τον πολυτιμότερο θησαυρό μου. Την Καλντέρα μου, την οποία έπρεπε πάση θυσία να προστατέψουν. Τι τους έφταιγε εκείνη; Ήταν πάντοτε τόσο γλυκιά και τόσο καλόκαρδη με όλους. Ελπίζω μονάχα να είναι καλά. Τα παιδιά μου άκουσα πως αγνοούνται και το πιθανότερο είναι να μη βρίσκονται καν στη ζωή. Το μόνο που μου απέμεινε, είναι αυτό το καταραμένο μενταγιόν να μου θυμίζει ένα κομμάτι της ταυτότητάς μου και της ταυτότητας εκείνου που με πρόδωσε, γρύλισε συνθλίβοντας ταυτόχρονα έναν βράχο που βρισκόταν δίπλα του. Από το βάθος ξεπρόβαλε ο ωκεανός. Τα νερά του φαίνονταν μολυσμένα. Το βασίλειο της Μοίρας βρισκόταν ακριβώς στην απέναντι πλευρά. Σε ένα μέρος καλά κρυμμένο από τα υπόλοιπα πλάσματα αυτού του κόσμου. Μέσα από τις ομίχλες μπορούσε να διακρίνει τα ερείπιά του. Σαν φαντάσματα μιας περασμένης εποχής, έστεκαν ακόμη για να θυμίζουν αυτό που μελλοντικά θα ήθελε ο υπόλοιπος κόσμος να ξεχάσει. Τη μέρα της Ιεροσυλίας.
Έσπρωξε τη βαριά πέτρινη πόρτα του βασιλείου. Η αίθουσα έμοιαζε κενή και βυθισμένη στο σκοτάδι όπως όλο το βασίλειο. Η αλλοτινή ομορφιά του είχε μετατραπεί σε ζωντανό εφιάλτη.
«Τι γυρεύεις εδώ;» άκουσε μία βραχνή φωνή.
Συνέχισε να βαδίζει με προσοχή, ώσπου έφτασε στην αίθουσα των τριών θρόνων και κάρφωσε το βλέμμα του σε ένα φριχτό θέαμα. Τρεις γυναικείες μορφές κάθονταν αλυσοδεμένες στους θρόνους τους. Το δέρμα τους ήταν χλωμό και το βλέμμα τους χαμηλωμένο, βυθισμένο στην πίκρα και την απογοήτευση.
«Σούλφους…» ψιθύρισε το Παρελθόν.
Δάκρυα κυλούσαν στα μάτια της. Ο Σούλφους πάγωσε σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη της.
            «Η Καλντέρα…» μονολόγησε.
«Είναι νεκρή» του απάντησε με τρεμάμενη φωνή το Μέλλον.
Τα κενά του μάτια ρυτίδωσαν από τον μορφασμό πόνου. Γονάτισε στο μάρμαρο κλαίγοντας γοερά. Αν μέχρι εκείνη τη στιγμή η καρδιά του είχε μετατραπεί σε πέτρα, τώρα πια αυτή η πέτρα είχε διαλυθεί σε χίλια κομμάτια. Χτύπησε με δύναμη τη γροθιά του κάτω.
«Το φοβόμουν αυτό… Ώστε οι φήμες που σκορπά ο άνεμος, δεν είναι μονάχα φήμες. Το λουλούδι μου μαράθηκε τελικά. Ήταν το πιο αγνό πλάσμα αυτού του κόσμου…» μουρμούρισε μέσα από λυγμούς. «Έπρεπε να την προστατέψουν με κάθε κόστος! Ποιο χέρι θα μπορούσε να σκοτώσει αυτό το πλάσμα; Ποιο; Το άνθος μου στην απέραντη έρημο της ψυχής μου… ήταν εκείνη…» είπε και σηκώθηκε απότομα. Η όψη του ήταν πιο απόκοσμη από ποτέ.
            Οι Νόρμες τον κοίταξαν τρομοκρατημένες.
            «Σούλφους… Στεναχωριέμαι που σε βλέπω έτσι… Μη γίνεσαι όμοιος με κάποιους που δεν τους αξίζει καν η ζωή σε τούτη τη Γη. Θρηνούμε και ‘μεις εδώ και πολλές μέρες για την αδελφή μας, μα δε γνωρίζουμε, αν ήταν δολοφονία ή ατύχημα» του είπε το Παρόν.
Ο Σούλφους την κοίταξε χαμογελώντας ειρωνικά. Τα μυτερά του δόντια έσταζαν  δηλητήριο.
«Πολύ αργά για να μπω σε υποθέσεις. Εξάλλου την απάντηση τη γνωρίζω. Τα μικρά μου και το φως μου θα τρέχουν ανέμελοι στο Πέρατο. Στην παντοτινή Γη των Ψυχών. Τουλάχιστον εκεί θα ευτυχήσουν. Ο κόσμος αυτός ήταν πολύ άσχημος και πολύ επικίνδυνος για εκείνους. Ωστόσο, τώρα ξεκινά η αυγή της δικής μου βασιλείας. Τα ορυχεία και τα μεταλλεία των ξωτικών θα δουλεύουν για μένα. Ήρθε ο καιρός να ξυπνήσει ετούτη η κόλαση. Γνωρίζετε για την ύπαρξη του παράλληλου κόσμου;» ρώτησε.
Οι Νόρμες τον κοίταξαν σιωπηλές για λίγα λεπτά.
«Γνωρίζουμε πολλά, Σούλφους. Αυτό που κρέμεται στο στήθος σου είναι πολυτιμότερο απ’ όσο πιστεύεις. Διαφύλαξε όσο μπορείς τα συναισθήματά σου και μην αφήσεις την κακία να τρυπώσει στην ψυχή σου. Ο παράλληλος κόσμος αποτελεί το κλειδί ώστε όλη η δύναμή αυτού του αντικειμένου να γίνει δική σου, αρκεί να προσέξεις» απάντησε το Παρελθόν.
«Ακούω λοιπόν» την πρόσταξε ο Σούλφους.
 «Ο δικός μας κόσμος από εκείνον, χωρίζεται από Πύλη φωτεινή που στέκει ως μόνη δίοδος επικοινωνίας. Οι δύο κόσμοι μοιάζουν, με τη διαφορά πως στον δικό τους κατοικεί μονάχα o άνθρωπος. Ωστόσο η ανθρώπινη αυτή φυλή είναι επικίνδυνη, καθώς χρησιμοποιεί τεχνολογία που εμείς δε γνωρίζουμε. Το μυαλό τους είναι στη δολιοφθορά και διψούν για εξουσία. Στον κόσμο τους θα πραγματοποιηθεί ένα σπάνιο φυσικό φαινόμενο. Αυτό θα είναι το κλειδί σου. Δεν μπορώ όμως να σου πω περισσότερα, καθώς η καρδιά σου τώρα πια είναι σκοτεινή» εξήγησε το Παρελθόν.
«Τότε θα βρω μονάχος μου τις απαντήσεις. Θα είναι εύκολος στόχος. Για σκέψου… Έφτασε η μέρα που η πιο άθλια φυλή θα μου φανεί επιτέλους χρήσιμη» κάγχασε ο Σούλφους.
«Έχεις μία ομάδα ξωτικών της αρχαίας φυλής που σε στηρίζει…» του είπε το Μέλλον με την απογοήτευση όμως να καθρεπτίζεται στα μάτια της.
«Καλώς. Οι διεφθαρμένες ανθρώπινες ψυχές μετατρέπονται εύκολα σε πιόνια. Αφού τελειώσω με τον κόσμο εκείνον, θα ασχοληθώ και με το δικό μας. Το Άβατο θα επιστρέψει σε μένα πιο λαμπρό από ποτέ. Όσο για το μυστικό του δώρου τού προδότη μου, θα το ανακαλύψω. Σας θέλω στο πλευρό μου. Θυμηθείτε μονάχα ποιος είναι υπεύθυνος για τον θάνατο της αδερφής σας» είπε και ξεκίνησε να μουρμουρά τα λόγια που άνοιγαν τη χωροχρονική Πύλη. Εκείνη εμφανίστηκε και ο Θεός κάλεσε τον στρατό του.

Τη στιγμή που στα έγκατα της Μοίρας η διεφθαρμένη καρδιά του Σούλφους ετοίμαζε τον σκοτεινό στρατό της, ένας φως έλαμπε στο Λευκό Βασίλειο του Έλυον. Ήταν η καρδιά του μικρού Ορλάντο, του μονάκριβου υιού του. Ο Τζίλτα είχε κάνει καλή δουλειά δημιουργώντας μία φυλή λαμπερή σαν τα άστρα, που ήταν και το βασικό συστατικό της δημιουργίας τους. Ο Ορλάντο είχε τα μάτια του ουρανού, τα μαλλιά της φωτιάς και δέρμα σαν τα στάχια. Όλα τα υλικά της φύσης είχαν βάλει το μικρό τους λιθαράκι για τον πρίγκιπα του Λευκού Βασιλείου. Εντούτοις, γνωρίζοντας πολύ καλά την ιστορία του κόσμου, καθώς το βιβλίο της Γένεσης είχε αναγεννηθεί από τις στάχτες του με τη βοήθεια της μαγείας των ξωτικών, το πνεύμα του ήταν ανήσυχο. Όλη τη μέρα την περνούσε στα δάση του ξωτικοβασιλείου και αφουγκραζόταν όλους τους ήχους της φύσης. Ένιωθε λοιπόν το έδαφος να ανασαίνει βαριά και ήξερε πως ετούτο ήταν κακό σημάδι. Υπόγειες δυνάμεις κινούνταν σιωπηλά κι εκείνος έπρεπε να παρακολουθεί τον κάθε οιωνό. Το βράδυ της πανσελήνου, καθώς έκανε βόλτες δίπλα από τη γαλάζια λίμνη παρατηρώντας τα υπέροχα, χρυσαφένια νούφαρα, είδε στα νερά της να καθρεπτίζεται μία λάμψη.
Ήταν η συμπαντική Πύλη. Είχε διαβάσει πολλά γι’ αυτήν καθώς και για το ξόρκι με το οποίο ο Μέγας Δημιουργός την είχε σφραγίσει, προφυλάσσοντας το Άβατο από μία πιθανή ανάμειξη των δύο τόσο ίδιων και ταυτόχρονα τόσο διαφορετικών κόσμων. Καθώς παρατηρούσε τη λάμψη της στον ουρανό, ήξερε πως μόλις είχε γίνει αυτό που φοβόταν. Το ξόρκι είχε σπάσει, αφήνοντας το Άβατο εκτεθειμένο.
Μία σκιά κινήθηκε κοντά της και εκείνος ευθύς έτρεξε προς το μέρος της. Τα γοργά του βήματα τον έκαναν να παραπατήσει αρκετές φορές. Την Πύλη δεν την είχε δει ποτέ του από τόσο κοντά. Όσο την πλησίαζε, τόσο ερχόταν κι εκείνη προς το μέρος του. Άπλωσε το χέρι του για να την αγγίξει, μα ήταν μία άυλη μάζα φωτός. Ποιος είναι αυτός ο κόσμος που κρύβεται μέσα της, διερωτήθηκε
«Ορλάντο!» άκουσε τη φωνή του πατέρα του.
            Το ξωτικό πισωπάτησε βλέποντας τον Έλυον να τον πλησιάζει οργισμένος.
«Μα τους Θεούς, τι ακριβώς κάνεις εκεί; Η Πύλη είναι κατάρα και οι Θεοί απαγορεύουν το κάλεσμά της μέχρι τη στιγμή που θα τη σφραγίσουν με νέο ξόρκι. Φύγε αμέσως από εκεί!» τελείωσε ξεφυσώντας από θυμό.
            Ο Ορλάντο κάρφωσε το βλέμμα του πάνω του.
«Πατέρα, σε παρακαλώ. Γνωρίζω πολύ καλά τους νόμους της θρησκείας μας. Δεν ήμουν εγώ αυτός που κάλεσε την Πύλη. Η Μοίρα κινείται... Και μαζί της κι ο έκπτωτος Θεός. Λένε πως η μορφή του είναι τόσο απόκοσμη που σχεδόν κανένας δεν τολμά να τον κοιτάξει στα μάτια. Νομίζω πως ετοιμάζει στρατό» τελείωσε ο Ορλάντο.
            Ο Έλυον συνοφρυώθηκε.
 «Πάμε πίσω στο Λευκό Βασίλειο. Πρέπει να σου αφηγηθώ μία ιστορία, η οποία δεν περιγράφεται στο βιβλίο της Γένεσης».


Τα δύο ξωτικά εισήλθαν στον κήπο του βασιλείου με τα αμέτρητα λευκά τριαντάφυλλα. Ήταν το αγαπημένο μέρος των γονιών του Ορλάντο, καθώς στη μέση ετούτου του κήπου ο Έλυον είχε ζητήσει από την Τέιλον να τον παντρευτεί. Εντούτοις το νήμα της ζωής της μητέρας του κόπηκε απότομα, όταν αρρώστησε βαριά από το δηλητήριο ενός φιδιού. Είχε βγει έξω στο δάσος για την καθιερωμένη της βόλτα, όταν δέχτηκε την επίθεση του φιδιού που την άφησε ημιλιπόθυμη. Όταν τη βρήκαν τα ξωτικά, ήταν πλέον αργά, καθώς το δηλητήριο είχε εισχωρήσει στον οργανισμό της, διακόπτοντας απότομα τη λειτουργία της καρδιάς της. Από την ημέρα εκείνη ο Έλυον είχε δημιουργήσει εκείνον τον κήπο με τα λευκά  τριαντάφυλλα, καθώς ήταν το αγαπημένο της χρώμα. Στη μέση ακριβώς υπήρχε το άγαλμά της, στα χέρια του οποίου εναπόθετε κάθε μέρα από ένα μπουκέτο λευκά τριαντάφυλλα. Καθώς το κοιτούσε, έκανε σήμα στον υιό του να καθίσει δίπλα του.
«Από την ημέρα που έχασα τη μητέρα σου, κατάλαβα πολύ καλά τι σημαίνει να χάνεις το πλάσμα εκείνο που θεωρείς ως το άλλο σου μισό. Πόσο μάλλον να δολοφονείται. Ο έκπτωτος Θεός έχασε τα πάντα. Τη γυναίκα του, καθώς και τα παιδιά του. Όποια Ιεροσυλία και αν διέπραξε, δεν του άξιζε όλο αυτό. Το μίσος του λοιπόν για οτιδήποτε όμορφο, θα ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή και θα σκεπάσει όλον τον κόσμο. Ας μην ξεχνάμε πως ο Μέγας Δημιουργός του έδωσε σάρκα από τη σάρκα του και ίσως το μεγαλύτερο και πιο ευλογημένο προσόν από όλους. Το χάρισμα να θεραπεύει. Eντούτοις, αν το χρησιμοποιήσει με δόλιο σκοπό, τότε θα είναι αήττητος. Οι πληγές του θα θεραπεύονται άμεσα με αποτέλεσμα να πρέπει ο εχθρός του να τον σημαδέψει στην καρδιά. Ορισμένα από τα ξωτικά της αρχαίας πρώτης φυλής θα σταθούν στο πλευρό του και πλέον όσοι αποφασίσουν να τον ακολουθήσουν, θα ζουν καταραμένοι από τους Θεούς να σέρνουν τα κορμιά τους στους βάλτους, με την κατάρα της πείνας να τους καταδιώκει για το κακό που προκάλεσαν, καθώς και για την εναντίωσή τους στους Αρχαίους Άρχοντες. Εμείς, τα ξωτικά των Άστρων, καλούμαστε να μείνουμε για την ώρα ουδέτεροι. Το ίδιο ακριβώς θα κάνει και η ανθρώπινη φυλή με την οποία έχουμε κόψει κάθε επαφή από τότε που εκμεταλλεύτηκαν τους προγόνους μας. Εσύ δε θέλω να έχεις καμία απολύτως σχέση με ξωτικά της αρχαίας φυλής. Δε θέλουμε να εξοργίσουμε περαιτέρω τους Θεούς. Έχουμε ανάγκη την εύνοιά τους».
«Πατέρα, επίτρεψέ μου να διαφωνήσω. Δε θα πετύχουμε τίποτε απολύτως απομονώνοντας τα ξωτικά της αρχαίας φυλής. Δεν είναι όλοι δολοφόνοι ή σύμμαχοι του κακού και δε διαφέρουν καθόλου από μας. Όσο για την ανθρώπινη φυλή, όλοι γνωρίζουμε πόσο βάρβαρη είναι» μουρμούρισε ο Ορλάντο.
 «Σκέψου λοιπόν έναν κόσμο αποτελούμενο μονάχα από ανθρώπους, των οποίων η τεχνολογία έχει προχωρήσει τόσο που διαθέτουν τα πιο επικίνδυνα όπλα. Από έναν τέτοιον κόσμο προσπάθησε να μας προστατέψει ο Μέγας Δημιουργός και τώρα ο Σούλφους ετοιμάζεται να του επιτεθεί για άγνωστο μέχρι στιγμής λόγο. Όσο για αυτό που είπες, δε σηκώνω καμία κουβέντα. Όσο είμαι εγώ βασιλιάς, αυτή η τακτική επιβάλλεται. Τα ξωτικά της αρχαίας φυλής θα παραμείνουν απομονωμένα» είπε ο Έλυον θυμωμένα.
«Κάποια μέρα θα μετανιώσεις για αυτή σου την απόφαση. Ο πόλεμος μας θέλει ενωμένους κι όχι διαιρεμένους. Όσο για τους ανθρώπους, αν είναι τόσο εξελιγμένοι και επικίνδυνοι όσο λες, τότε δε θα μπορέσει να τους νικήσει. Δε γνωρίζει τίποτε για τον τρόπο ζωής τους ή τη χρήση των όπλων τους» αντέτεινε ο Ορλάντο.
«Τους παρακολουθεί εδώ και καιρό για να μπορέσει να αφομοιωθεί από εκείνους. Να τους κάνει να πιστέψουν σε αυτόν και ύστερα να τους καταστρέψει. Η ανθρώπινη φυλή, γιε μου, περιλαμβάνει πολλά πάθη. Αναζητούν εξουσία και μία κατάμεστη αίθουσα από κόλακες. Όσο εξελιγμένοι και να είναι, η φύση τους παραμένει ίδια ανά τους αιώνες. Εγώ προσωπικά δε θέλω απολύτως καμία επαφή μαζί τους. Το βασίλειό τους βρίσκεται ευτυχώς αρκετά μακριά, πέρα από τους αμπελώνες των Κένταυρων στη νότια κοιλάδα. Ευτυχώς για εκείνους, το κλίμα είναι ήπιο εκεί και αυτή η συνθήκη είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή καθώς δε φημίζονται για τις αντοχές τους στο κρύο» απάντησε κοφτά ο Έλυον.
«Ίσως θα έπρεπε κάποιος να τους προειδοποιήσει» του είπε το ξωτικό.
«Όχι. Δεν είναι κάτι που μας αφορά για την ώρα. Ανήκουν σε έναν άλλον κόσμο και εκεί θα παραμείνουν. Εμείς θα κοιτάξουμε να προστατεύσουμε τη γη μας.  Δε θέλω να ακούσω ξανά μήτε για εκείνους μήτε για τον βασιλιά τους. Λοιπόν Ορλάντο… Θα σε περιμένω στο δείπνο. Έχεις φτάσει σε μία ηλικία που θα πρέπει πια να συζητήσουμε την ανάληψη της βασιλείας από εσένα και γι’ αυτό χρειάζεσαι μία σύντροφο. Το βασίλειό μας έχει πολλές άξιες γυναίκες για να σταθούν δίπλα σου στο θρόνο. Σε περιμένω» του είπε και αποχώρησε για τη βασιλική αίθουσα της μεγάλης κεντρικής τραπεζαρίας.


Ιφιγένεια Μπακογιάννη