Ο παπά Φώτης έμενε μόνος του σε ένα μικρό σπιτάκι, παλιό μα περιποιημένο. Είχε μια όμορφη πλακόστρωτη αυλή γεμάτη με κάθε είδους λουλούδια. Μια μεγάλη κληματαριά, υποβασταζόμενη από μια ξύλινη πέργκολα έριχνε τον ίσκιο της σε ένα σιδερένιο τραπεζάκι με δυο καρέκλες. Πόσες ώρες ατελείωτες είχε περάσει εκεί συζητώντας μαζί του αλήθεια!
Ένας κόμπος του στάθηκε στον λαιμό σαν έφτασε εκεί. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, αδυνατώντας να πιστέψει πως δεν θα ξανάβλεπε την ασκητική του μορφή και το αυστηρό του χαμόγελο όταν έκανε πως τον μάλωνε. Είχε πάρει να σουρουπώνει, και οι σκιές που απλώνονταν από τον ήλιο που έδυε, έδιναν στο χώρο μια εξωπραγματική διάσταση.
Ο Άγγελος σήκωσε μια γλάστρα που ήτανε στο περβάζι, δίπλα από την πόρτα. Εκεί φύλαγε το εφεδρικό κλειδί όπως του εξήγησε. Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν λιτό και συμμαζεμένο, με έντονη τη μυρωδιά του θυμιάματος στον αέρα. Ο Άγγελος σταυροκοπήθηκε μόλις μπήκανε ενώ ο Σωτήρης αρκέστηκε να κοιτάξει τριγύρω. Μια μικρή κουζίνα, ένας στενός χώρος που χρησίμευε σαν σαλονάκι και μια πόρτα κλειστή στο βάθος.
─Εκεί είναι το δωμάτιο του, που το είχε και σαν γραφείο και σαν χώρο μελέτης. Εκεί θα κοιτάξουμε.
Το θέαμα που αντίκρισαν, τους έκοψε τα πόδια. Αναποδογυρισμένα τα λιγοστά έπιπλα, βιβλία και χαρτιά πεταμένα στο πάτωμα.
─Κάποιος έψαχνε για κάτι, είπε ο Σωτήρης.
─Και νομίζω ξέρουμε και οι δύο τι, είπε κραδαίνοντας το σημειωματάριο. Πιστεύεις ακόμα ότι όλα αυτά είναι παραμύθια;
Ο Σωτήρης προτίμησε να μην απαντήσει. Ο φίλος του είχε δίκιο, όπως επίσης όμως, αν αυτοί που εισέβαλαν από το σπασμένο παράθυρο και προξένησαν τις ζημιές εκείνες, ευθύνονταν και για το τροχαίο, τότε επρόκειτο για πολύ επικίνδυνους ανθρώπους.
─Νάτο! αναφώνησε ο Άγγελος ψάχνοντας μέσα στον χαμό.
Στα χέρια του κρατούσε ένα χοντρό ξύλινο ραβδί.
─Εγώ το έφτιαξα και του το είχα κάνει δώρο. Συνήθιζε να το παίρνει μαζί του στις μακρινές του βόλτες. Είμαι σίγουρος ότι αυτό είναι.
Του το έδωσε με τρεμάμενα χέρια να το δοκιμάσει και εκείνος με τη σειρά του, δοκίμασε να τυλίξει τη δερμάτινη κορδέλα πάνω του. Πήρε βαθιά ανάσα καθώς ξεκίνησε να διαβάζει.
«Εκκλησία της Παναγίας της Δακρυρροούσας. Ύψωμα Αϊ Γιώργη Λυκόβρυση Μεσοράχη».
Η καρδιά του Άγγελου κόντευε να σπάσει.
─Παναγία η Δακρυρροούσα; Ύψωμα Αϊ Γιώργη; Έχεις ιδέα τι είναι όλα αυτά;
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
─Όχι, μα φαντάζομαι ότι δεν θα είναι δύσκολο να μάθω. Έχω πολλά βιβλία στο μαγαζί που θα μπορούσαν να βοηθήσουν.
─Έχω και εγΤέλος φόρμαςώ κάποιους παλιούς στρατιωτικούς χάρτες. Φαντάζομαι ότι μετά από σχεδόν διακόσια χρόνια, ίσως να είναι και λίγο δύσκολο να το εντοπίσουμε.
─Οκ, ραντεβού σε μία ώρα στο βιβλιοπωλείο.
Ηλίας Στεργίου
Ένας κόμπος του στάθηκε στον λαιμό σαν έφτασε εκεί. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, αδυνατώντας να πιστέψει πως δεν θα ξανάβλεπε την ασκητική του μορφή και το αυστηρό του χαμόγελο όταν έκανε πως τον μάλωνε. Είχε πάρει να σουρουπώνει, και οι σκιές που απλώνονταν από τον ήλιο που έδυε, έδιναν στο χώρο μια εξωπραγματική διάσταση.
Ο Άγγελος σήκωσε μια γλάστρα που ήτανε στο περβάζι, δίπλα από την πόρτα. Εκεί φύλαγε το εφεδρικό κλειδί όπως του εξήγησε. Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν λιτό και συμμαζεμένο, με έντονη τη μυρωδιά του θυμιάματος στον αέρα. Ο Άγγελος σταυροκοπήθηκε μόλις μπήκανε ενώ ο Σωτήρης αρκέστηκε να κοιτάξει τριγύρω. Μια μικρή κουζίνα, ένας στενός χώρος που χρησίμευε σαν σαλονάκι και μια πόρτα κλειστή στο βάθος.
─Εκεί είναι το δωμάτιο του, που το είχε και σαν γραφείο και σαν χώρο μελέτης. Εκεί θα κοιτάξουμε.
Το θέαμα που αντίκρισαν, τους έκοψε τα πόδια. Αναποδογυρισμένα τα λιγοστά έπιπλα, βιβλία και χαρτιά πεταμένα στο πάτωμα.
─Κάποιος έψαχνε για κάτι, είπε ο Σωτήρης.
─Και νομίζω ξέρουμε και οι δύο τι, είπε κραδαίνοντας το σημειωματάριο. Πιστεύεις ακόμα ότι όλα αυτά είναι παραμύθια;
Ο Σωτήρης προτίμησε να μην απαντήσει. Ο φίλος του είχε δίκιο, όπως επίσης όμως, αν αυτοί που εισέβαλαν από το σπασμένο παράθυρο και προξένησαν τις ζημιές εκείνες, ευθύνονταν και για το τροχαίο, τότε επρόκειτο για πολύ επικίνδυνους ανθρώπους.
─Νάτο! αναφώνησε ο Άγγελος ψάχνοντας μέσα στον χαμό.
Στα χέρια του κρατούσε ένα χοντρό ξύλινο ραβδί.
─Εγώ το έφτιαξα και του το είχα κάνει δώρο. Συνήθιζε να το παίρνει μαζί του στις μακρινές του βόλτες. Είμαι σίγουρος ότι αυτό είναι.
Του το έδωσε με τρεμάμενα χέρια να το δοκιμάσει και εκείνος με τη σειρά του, δοκίμασε να τυλίξει τη δερμάτινη κορδέλα πάνω του. Πήρε βαθιά ανάσα καθώς ξεκίνησε να διαβάζει.
«Εκκλησία της Παναγίας της Δακρυρροούσας. Ύψωμα Αϊ Γιώργη Λυκόβρυση Μεσοράχη».
Η καρδιά του Άγγελου κόντευε να σπάσει.
─Παναγία η Δακρυρροούσα; Ύψωμα Αϊ Γιώργη; Έχεις ιδέα τι είναι όλα αυτά;
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
─Όχι, μα φαντάζομαι ότι δεν θα είναι δύσκολο να μάθω. Έχω πολλά βιβλία στο μαγαζί που θα μπορούσαν να βοηθήσουν.
─Έχω και εγΤέλος φόρμαςώ κάποιους παλιούς στρατιωτικούς χάρτες. Φαντάζομαι ότι μετά από σχεδόν διακόσια χρόνια, ίσως να είναι και λίγο δύσκολο να το εντοπίσουμε.
─Οκ, ραντεβού σε μία ώρα στο βιβλιοπωλείο.
Ηλίας Στεργίου