Το αρχιπέλαγος του πόνου (Κεφάλαιο 20)

Ήρθανε τα Χριστούγεννα του έτους 1922, όμως οι ταλαίπωροι πρόσφυγες δεν τα ’νιωσαν καθόλου. Ενώ όλοι οι Έλληνες της Αθήνας και του Πειραιά, από τον πιο πλούσιο έως τον πιο φτωχό, γιόρταζαν τη γέννηση του Θεανθρώπου στα σπίτια και τις εκκλησιές τους, για κείνους ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, με το κρύο να εισβάλει αυθαίρετα στις σκηνές και στα τσαντίρια τους περονιάζοντας τα κόκαλα, με τα στόματα να προσπαθούν να χορτάσουν απ’ το λιγοστό φαΐ των συσσιτίων, μα πάνω απ’ όλα με την καρδιά παγωμένη να αναζητάει μάταια λίγη ζεστασιά στις ευτυχισμένες θύμησες του παρελθόντος.

«Αχ Κατινάκι μου» αναστέναζε η Γιασεμή. «Μέχρι τα πέρσι τέτοιο καιρό, φτιάχναμε στη Σμύρνη τα φοινίκια[1] μας, τσι κουραμπιέδες μας, τσι δίπλες μας… Πααίναμε λαμπροντυμένοι στην Άγια-Φωτεινή, ακούγαμε τον καλό το λόγο, μεταλαμβάναμε… Και μετά, α, μετά! Βεγγέρα στα σπίτια μέχρι το βράδυ μαθές! Ήρχουνταν ούλοι οι συγγενείς κι οι φίλοι κι ηγλεντούσαμε, κι αν γιόρταζε κιόλας κανένας, εκεί να διείς! Αχ… Πως σβήστηκαν ούλα έτσι; Τη μάνα μου εμάλωνα που ’θελε να γυρίσει πίσω. Μα τώρα δα κι εγώ με πόση λαχτάρα θα το ’καμα, κόρη μου, δεν ηξεύρεις!»


Δάκρυσαν τα μάτια της κοπέλας στα λόγια της θετής μητέρας της. Έτσι περνούσαν κι αυτοί στο σπίτι τους τις άγιες τούτες μέρες, και μάλιστα σκέφτηκε ότι γιόρταζε ο Μανώλης… Σκέψου να μην είχε γίνει η καταστροφή, να είχε έρθει να τη ζητήσει απ’ τον πατέρα της και να αρραβωνιάζονταν! Πόσο θα έλαμπε σαν θα βρισκόταν πλάι του! Φαντάστηκε το Σίμο να τους κοιτά με καμάρι, όλο συγκίνηση, την κόρη και το μέλλοντα γαμπρό του- γιατί ήταν σίγουρη η Κατίνα πως θα γινόταν άντρας της- κι η καρδιά της ξεχείλισε απορία με παράπονο σμιγμένη. Γιατί ο Θεός, που σαρκώθηκε λόγω της άμετρης αγάπης του για το φθαρτό τους γένος, της στερούσε τον δικό της άνθρωπο; Ας ήταν μαζί, και δεν την ένοιαζε τίποτα άλλο, θα αισθανόταν δυνατή. Μα τώρα δίχως αντρική παρουσία ένιωθε έναν τεράστιο φόβο να την κατακλύζει, ο οποίος βάρυνε ακόμα περισσότερο το ήδη βαρύ φορτίο ευθυνών που ένιωθε να σηκώνει στην πλάτη της.

Μπήκε το 1923 χωρίς καμία έκπληξη, καμιά ανατροπή στη μιζέρια ευχάριστη ή δυσάρεστη· φαινομενικά τουλάχιστον, διότι αυτή αόρατη καραδοκούσε να επέλθει. Στις 30 Ιανουαρίου υπεγράφη στη Λοζάνη της Ελβετίας η ελληνοτουρκική σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών, σύμφωνα με την οποία όφειλαν να μετακινηθούν στην Ελλάδα όλοι οι Έλληνες ορθόδοξοι υπήκοοι της Τουρκίας και τανάπαλιν. Οι ανταλλάξιμοι θα έφευγαν έτσι ανενόχλητοι παίρνοντας μαζί τους ό, τι μπορούσαν απ’ την ακίνητη περιουσία τους και με τον ερχομό στο ελληνικό κράτος θα αποκτούσαν την ιθαγένεια, ενώ είχαν επίσης το δικαίωμα να λάβουν ως αποζημίωση έγγεια ιδιοκτησία ίσης αξίας μ’ αυτή που θα εγκατέλειπαν. 

Οι Μικρασιάτες που βρίσκονταν ήδη στην Ελλάδα δυσανασχέτησαν έντονα με τους όρους της όταν μαθεύτηκαν. Εκτός απ’ το ότι αισθάνονταν να τους τραβούν το χαλί κάτω απ’ τα πόδια τους, αφού καμιά ελπίδα νόστου πλέον δεν υπήρχε, αυτό που τους εξόργισε ακόμα περισσότερο ήταν το γεγονός ότι οι περιουσίες τους, συγκριτικά πολύ μεγαλύτερες απ’ των Μουσουλμάνων, έπρεπε να εξισωθούν μ’ εκείνες στα πλαίσια της ανταλλαγής. Τι απογοήτευση για τους πρώην νοικοκυραίους, που έβλεπαν τους κόπους μιας ζωής να υποτιμώνται τόσο κατάφωρα απ’ τη μητέρα πατρίδα!

« Μας πούλησαν! Αίσχος!» φώναξε η Γιασεμή. «Ακούς εκεί, να βάνουν πλάι στα κτήματα και τα κεμέρια μας ετούτα των σκυλιώνε! Βρε αν σας άκουγε ο παππούλης μου, θα τρίζαν τα κόκαλά του… Φτου σας!»

Σχεδόν αμέσως σε όλες τις πόλεις της ελληνικής επικράτειας όπου βρίσκονταν εγκατεστημένοι πρόσφυγες διοργανώθηκαν συλλαλητήρια για να εκφράσουν ανοιχτά τη δυσαρέσκειά τους και προσπάθησαν με ψηφίσματα να ασκήσουν πίεση στην κυβέρνηση Βενιζέλου διεκδικώντας τα δίκαιά τους. Οι διαμαρτυρίες τους όμως υπήρξαν μάταιες, καθώς οι όροι της Σύμβασης εξυπηρετούσαν τους στόχους αμφότερων των συνομολογούντων μερών για επίτευξη ειρήνης και εσωτερικής ανάπτυξης, με τη σύμφωνη γνώμη της Κοινωνίας των Εθνών. Κι ως γνωστόν, όταν μιλούν οι μεγάλοι, οι μικροί σωπαίνουν κι αποδέχονται τη μοίρα τους. Αυτό υποχρεώθηκαν να κάνουν οι εκπατρισμένοι Έλληνες απ’ την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Έσφιξαν σιγά- σιγά τα δόντια, μ’ όλη την πικρία που τους άφησε η στάση της κρατικής εξουσίας απέναντι στα αιτήματά τους, κι αποφάσισαν ότι έπρεπε να κοιτάξουν μπροστά, να οικοδομήσουν το μέλλον τους πάνω στα ερείπια της παλιάς και τις δυνατότητες που τους προσέφερε η νέα τους πατρίδα. Την ανάγκη αυτή κατέστησε άλλωστε πιο επιτακτική το τελικό επισφράγισμα των διαπραγματεύσεων Ελλάδας-Τουρκίας, η υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης στις 24 Ιουλίου 1923, η οποία θα σήμαινε και την απελευθέρωση των χιλιάδων αιχμαλώτων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.

Όλους αυτούς τους μήνες μια έμμονη ιδέα είχε καρφωθεί στο νου της Κατίνας. Έβλεπε την ύπαρξη τη δική της και της Σμαρώς ν’ ασφυκτιούν μες στην ξύλινη παράγκα με τους τοίχους μπαγδατί προσπαθώντας να εξασφαλίσουν τον επιούσιο. Η Γιασεμή με κάποιες άλλες γυναίκες επιχείρησαν κουτσά στραβά να στήσουν μια μικρή υποτυπώδη βιοτεχνία “επιδιορθώσεως ενδυμάτων” εφόσον γνώριζαν τη ραπτική, τουλάχιστον για να διατηρούν σε μια κάπως αξιοπρεπή κατάσταση την εμφάνισή τους. Την ξαδέλφη της όμως η Κατίνα θα αισθανόταν πολύ άσχημα να την αφήσει να περιοριστεί σ’ αυτό. Ήταν μόλις δεκατριών ετών, κορίτσι έξυπνο, φιλοπρόοδο, προσόντα που η κοπέλα τα είχε διαπιστώσει ήδη όταν ήταν στην πατρίδα τους και καμάρωνε που η μεγάλη κόρη της Μαρίτσας της έμοιασε. Δεν άργησε λοιπόν να διατρανωθεί μέσα της η απόφαση.

«Η Σμαρώ πρέπει να πάει σχολειό» δήλωσε κάποια στιγμή στη Γιασεμή. «Είναι κρίμα να τη χαραμίσουμε, να γίνει δουλεύτρα…»

«Τι λες παιδάκι μου; Είσαι με τα σωστά σου;» αντέδρασε εκείνη. «Το σκολειό θέλει λεφτά! Τετράδια, ποδιές, κοντύλια… Που να τα βρω γω αυτά;»

«Μη σε μέλει, Γιασεμή μου. Δεν είσαι μόνη σου, έχεις κι εμένα. Είμαι δεκαεννιά χρονών πια, μπορώ να κουμαντάρω τον εαυτό μου. Θα δουλέψω, Γιασεμή, το αποφάσισα. Και με τα χρήματα που θα βγάλω θα στείλουμε το Σεπτέμβρη τη Σμαρούλα στο γυμνάσιο…»

Έκανε μια παύση, νιώθοντας τα μάτια της να βουρκώνουν. «Το χρωστάω στον πατέρα μου, που με μόρφωσε κι εμένα… Και στη θεία και το θείο μου, που σίγουρα θα ’θελαν να δουν το παιδί τους προκομμένο…»

Η μεσήλικη Σμυρνιά ανασήκωσε τους ώμους. «Τι να σε πω κόρη μου… Αφού το θέλεις κάμε το. Μόνο πρόσεξε να ’ναι τίμια η δουλειά που θα βρεις. Δε μας αφήνουν, τζιέρι μου, να πάγομε τσι φάμπρικες, να βγάνομε ένα φράγκο! Κι οι κοπελιές σαν εσένα καταλήγουν παστρικιές, τροτέζες…»

Έσκυβε το κεφάλι προφέροντας την τελευταία πρόταση κι η φωνή της χαμήλωσε, σαν να μην ήθελε ν’ ακουστεί απ’ το κορίτσι. Μα εκείνη κατάλαβε. Πήγε κοντά της κι αγκάλιασε την αποστεωμένη πλάτη της, δίνοντας ένα φιλί στα πρόωρα ρυτιδιασμένα μάγουλα.

«Σ’ το υπόσχομαι, δε θ’ αφήσω κανένα να μ’ εκμεταλλευτεί, όσο μπορώ τουλάχιστον. Θα πάω αύριο κιόλας στα Γραφεία να ρωτήσω. Τι στο καλό, κάποιος δε θα χρειάζεται μια δούλα να ξενοπλένει; Θα ρίξω κι εγώ τα μούτρα μου όπως τόσες άλλες, κι ο Θεός βοηθός… Το σώμα μου πάντως δε θα το πουλήσω!»

Η Γιασεμή χάιδεψε στοργικά το μάγουλο της Κατίνας, που χώθηκε ολόκληρη στον κόρφο της. «Σ’ αγαπώ πολύ Γιασεμή μου!» της είπε. «Χωρίς εσένα δεν ξέρω τι θα ’καμα… Είσαι η μάνα που ποτέ δεν είχα! Και σ’ το ορκίζομαι στον ίδιο το Θεό, θα κάνω ό τι μπορώ για να σε ξεκουράσω και να δει καλό η μικρή μας»

«Μακάρι κορίτσι μου, μακάρι» ευχήθηκε η γυναίκα. «Να χαίρουνται κι οι δικοί σου από κει ψηλά πόχεις όρεξη να ζήσεις, να παλέψεις! Κι εγώ από σας παίρνω ζωή, να το ξεύρεις!»

Αμέσως η Κατίνα πήρε σβάρνα τα Γραφεία Ευρέσεως Εργασίας, τα οποία τους τελευταίους μήνες μεσολαβούσαν για να βρουν οι πρόσφυγες, ειδικά τ’ ανήλικα κορίτσια κι οι νεαρές γυναίκες, μια αξιοπρεπή παραγωγική απασχόληση. Δεν ήταν τόσο εύκολο όσο νόμιζε. Οι Ελλαδίτες περιφρονούσαν τους “γιαουρτοβαφτισμένους τουρκόσπορους”, προτιμούσαν ημεδαπούς στην υπηρεσία τους. Ωστόσο δεν το έβαλε κάτω και να που η επιμονή της απέδωσε καρπούς.

«Η δεσποινίς Σεκέρογλου;» τη ρώτησε ο υπάλληλος του παραρτήματος Πειραιά εκείνο το πρωί ενώ στεκόταν μπροστά του στο γκισέ για πολλοστή φορά.

«Μάλιστα» απάντησε.

«Ευρέθη θεωρώ κάτι για εσάς» της ανακοίνωσε. «Ο κύριος Χαράλαμπος Αναγνώστου, επιχειρηματίας στον Πειραιά, μας εξεδήλωσε πρόσφατα την ανάγκην του δια μίαν οικιακή βοηθό, νεαράν, ανεξαρτήτως προελεύσεως. Η θέσις είναι έτι κενή. Προτίθεσθε;»

«Προτίθεμαι» δέχτηκε χωρίς δισταγμό η Κατίνα.

«Καλώς. Θα ενημερώσω τον κύριον Αναγνώστου ότι συμφωνήσατε και εντός ολίγων ημερών μπορείτε να αναλάβετε τα καθήκοντά σας, διότι η χρεία είναι άμεσος. Σας δίδω την διεύθυνσιν της οικίας ώστε να την εύρετε ευκολότερα» αποφάνθηκε ο υπάλληλος κι αφού σημείωσε κάτι με την πένα του σ’ ένα κομμάτι κιτρινισμένο χαρτί το έδωσε στην Κατίνα.

«Σας ευχαριστώ πολύ» είπε σφίγγοντάς το στην παλάμη της. «Θ’ ανταποκριθώ άμεσα. Και πάλι σας ευχαριστώ!»

«Παρακαλώ δεσποινίς» αποκρίθηκε εκείνος. Και πρόσθεσε εμπιστευτικά: «Είσθε τυχερή που θα δουλέψετε σ’ ένα τόσο σημαίνον σπίτι. Θα έχετε την καλυτέρα μεταχείριση, πιστέψτε με!»

Μια περίεργη, παράλογη χαρά φούσκωνε τα στήθη της καθώς περπατούσε στο δρόμο. Υπηρέτρια θα ήταν, ξένο σπίτι θα συγύριζε κι αυτή όπως η Ανυσώ (μελαγχόλησε προς στιγμήν στη σκέψη της), τουλάχιστον όμως είχε γλιτώσει απ’ το να εξευτελίσει το είναι της στην πορνεία. Φανταζόταν ήδη την μέρα που θα έπιανε στα χέρια της τον πολυπόθητο μισθό και θα τον έφερνε στη Γιασεμή. Τι χαρά που θα ’τανε! Κι αν μαζεύονταν αρκετά, η Σμαρούλα θα κατάφερνε να πάει στο γυμνάσιο, θ’ αγόραζαν κανένα καινούριο φόρεμα ή λίγο κρέας, θα ζούσαν καλύτερα…

Δυο τρεις μέρες αργότερα ανηφόρισε στην Καστέλα όπου βρισκόταν το δίπατο νεοκλασικό της εύπορης οικογένειας. Χτύπησε δειλά την πόρτα και της άνοιξε μια ηλικιωμένη γυναίκα με πολύ καλοσυνάτη έκφραση.

«Καλησπέρα» μίλησε πρώτη. «Ήρθα για την αγγελία του κυρίου Χαράλαμπου Αναγνώστου που έλεγε ότι χρειάζεται υπηρέτρια… Εδώ είναι η οικία του, σωστά;» 

«Καλώς όρισες κορίτσι μου. Ναι, εδώ είναι, πέρασε» αποκρίθηκε η γριούλα. Η Κατίνα προχώρησε αργά προς το χολ. Ντρεπόταν να πατήσει τώρα τα αστραφτερά μωσαϊκά κι ας ζούσε σ’ ένα αρχοντικό μέχρι πριν ένα χρόνο. Μα πιο πολύ καρδιοχτυπούσε για το πώς θα της φέρονταν τ’ αφεντικά της.

«Έλα μέσα, μην ντρέπεσαι» την παρότρυνε. «Κι εγώ της υπηρεσίας είμαι» Την κοίταξε καλά- καλά. «Προσφυγούλα;» ρώτησε. Εκείνη έγνεψε αμυδρά.

«Χαρίκλεια! Δεν σου ’χω πει μωρή να μην κουτσομπολεύεις στο δρόμο;» ακούστηκε μια τρίτη γυναικεία φωνή στο βάθος.

«Η κυρά μας η Ευανθία» ψιθύρισε η γριά υπηρέτρια και την επόμενη στιγμή η Κατίνα είδε την κυρία Αναγνώστου στην κορυφή της σκάλας, σενιαρισμένη, ατσαλάκωτη, με την έπαρση διάχυτη στο πρόσωπό της. Η μορφή της Ιφιγένειας Μπαξεβάνογλου πλημμύρισε ευθύς το μυαλό της κάνοντάς την να αισθανθεί το πρώτο αρνητικό σκίρτημα.

«Ποια είναι αυτή εδώ;» ρώτησε κοιτώντας την κοπέλα.

«Η νέα βοηθός, κυρά μου, που ’ψαχνε ο αφέντης» την σύστησε η Χαρίκλεια.

«Μάλιστα μάλιστα… Πως σε λένε;» έκανε βαριεστημένα.

«Κατίνα» ψέλλισε.

«Κατίνα… Όνομα για δουλί!» χασκογέλασε η πλούσια. «Κι από πού είσαι;»

Ξεροκατάπιε αμήχανα. «Απ’ της Σμύρνης τα μέρη…»

«Σμυρνιά;;;» ξίνισε τα μούτρα η Ευανθία. «Πάει καλά ο άντρας μου; Που σε ψώνισε; Χαθήκαν οι ντόπιες;»

Το πρόσωπό της είχε γίνει κόκκινο, πιο κόκκινο απ’ ότι ήταν πριν με το ρουζ απλωμένο στα μάγουλα. Ατένιζε την νεαρή Μικρασιάτισσα με βλέμμα σκληρό κι απαξιωτικό καθώς μιλούσε, επιδιώκοντας να την ταπεινώσει πιότερο εφόσον έμαθε την καταγωγή της.

«Σας παρακαλώ, κυρία» ικέτεψε η Κατίνα ύστερα από μερικές στιγμές σιωπής. «Αφήστε με να δουλέψω κοντά σας. Υπόσχομαι ότι δε θα δημιουργήσω κανένα πρόβλημα, θα κάνω πάντα ό, τι μου λέτε εσείς κι ο κύριος… Είμαι σχεδόν πεντάρφανη κι έχω να θρέψω την μικρή ξαδέλφη μου-»

«Καλά, καλά» την έκοψε. «Δε με νοιάζει η ιστορία της ζωής σου. Αφού συμφώνησε ο Χαράλαμπος να σε βάλει σπίτι μας, χαλάλι του. Έχε χάρη που η κυρά Χαρίκλεια γέρασε κι η άλλη η τσούπρα που ’χαμε παντρεύτηκε και μας έφυγε, αλλιώς θα σου ’λεγα… Ποιος ξέρει τι μολεμένο αίμα κουβαλάτε μέσα σας!» πρόφερε μέσα απ’ τα δόντια της πριν χαθεί ξανά στο εσωτερικό του σπιτιού της.

Μαρμάρωσε η Κατίνα. Τόση χολή δεν την περίμενε. Έσκυψε τον αυχένα και δυο μικρές σταγόνες πήγαν να φανούν στην άκρη των βλεφάρων της. «Μην στενοχωριέσαι κόρη μου» την παρηγόρησε η Χαρίκλεια. «Δεν είναι όλοι έτσι… Ο αφέντης μου ας πούμε είναι πολύ καλός, δεν έχει πει ποτέ του κακό λόγο σε πρόσφυγα! Η κυρά όμως έχει άλλες ιδέες… Έλα τώρα να σου δείξω το γιατάκι σου» κατέληξε, οδηγώντας την στο μέρος που θα έμενε όταν είχε υπηρεσία.

Έτσι έπιασε δουλειά στους Αναγνώστου. Ο κύριός της όντως δεν είχε καμιά σχέση με τη σύζυγό του. Άνθρωπος ήρεμος, σοβαρός, μετριοπαθής, δεν έδειξε να πειράζεται που η καινούρια τους δουλεύτρα ήτανε πρόσφυγας ούτε απάντησε φανερά στη γκρίνια της γυναίκας του για το ίδιο θέμα. Προσφέρθηκε μάλιστα να της δίνει ένα συμπαθητικό μισθό κάθε μήνα εκτός από το φαγητό, κάτι που η Κατίνα όμως δεν είδε ποτέ γιατί προφανώς η Ευανθία κρατούσε τα λεφτά. Πόσα δεν υπέφερε η έρημη κοπέλα απ’ την κυρά της… Της ανέθετε τις πιο βαριές δουλειές που όσο κι αν τις εκτελούσε αγόγγυστα,  έβρισκε πάντοτε ευκαιρία να εκτοξεύσει εναντίον της δηλητήριο με τα λόγια, είτε κατσαδιάζοντάς την για κάτι που δήθεν δεν έκανε σωστά, είτε πετώντας αιχμηρά υπονοούμενα ποτισμένα στο μίσος και τη ματαιοδοξία.

«Αν τυχόν σε ρωτήσει καμιά τους από που είσαι, να πεις ότι σ’ έφερε ο κύριος από ’να χωριό δικό μας παρακόρη» την προειδοποιούσε άμα τύχαινε να έχει στο σπίτι καλεσμένες φίλες της, όλες του ίδιου ψηλομύτικου αριστοκρατικού κύκλου. «Το νου σου κακομοίρα μου! Έτσι και σου ξεφύγει το παραμικρό, θα σε κρεμάσω ανάποδα! Τ’ ακούς; Θα γίνω ρεζίλι σ’ όλο τον Πειραιά, αν μάθουν ότι πήρα τουρκόσπορα υπηρεσία! Γι’ αυτό κλειστό το στόμα σου, μόνο ναι και όχι θα λες. Συνεννοηθήκαμε;»

«Μάλιστα κυρία» μουρμούριζε.

«Αμφιβάλλω βέβαια αν θα τα συγκρατήσει το κουφιοκέφαλό σου… Τέλος πάντων, καλύτερα να σιωπάς. Και μακριά απ’ τον άντρα και το γιο μου, κατάλαβες; Σας ξέρουμε δα τι παστρικές είστε εσείς οι πρόσφηγκες[2]! Όλη μέρα λούσα και μπουγάδα…  Μέχρι και μάγια λένε πως κατέχετε!»

Τέτοια και χειρότερα βομβάρδιζαν τα αυτιά της Κατίνας. Κι υποχρεωνόταν να σερβίρει τον καφέ ή το τσάι σ’ αυτές τις αντιπαθητικές γυναίκες με το ξιπασμένο ύφος, ακούγοντάς τες έπειτα κρυμμένη στο καμαράκι της να πετάνε ανάμεσα στα κουτσομπολιά τους και τις σκόρπιες κουβέντες για την πολιτική επικαιρότητα τσουχτερές λέξεις για τους ομογενείς της που λίγο ήθελαν να γίνουν βρισιές. «Κάργιες! Οχιές!» έβριζε η ίδια από μέσα της μπήγοντας τα νύχια στο δέρμα της και συγκρατώντας με κόπο τους λυγμούς που ζητούσαν να ξεχυθούν απ’ τα σωθικά της. Υπήρχαν φορές που δεν άντεχε· ξάπλωνε αποκαμωμένη στο κρεβάτι της κι αντί να την πάρει ο ύπνος, τα τεντωμένα νεύρα της την άφηναν ξύπνια ώρες ολόκληρες, ενώ το μυαλό της έτρεχε στα περασμένα και τα τωρινά, η αντιπαραβολή των οποίων την έκανε να δακρύζει. Δούλευε για ψίχουλα, αναγκασμένη να υποφέρει τα μαρτύρια της κυράς της κι η προοπτική να χαρίσει ένα καλύτερο μέλλον στην ξαδέλφη της έμοιαζε πλέον άπιαστο όνειρο…

«Μην τυραννιέσαι, τζιέρι μου» της έλεγε η Γιασεμή όταν καμιά φορά έπαιρνε άδεια και πήγαινε να τις δει, ενώ το βλέμμα της στεκόταν ενοχικό, θλιμμένο, πάνω στη Σμαρώ. «Θα την κρατήσω δίπλα μου να μάθει τέχνη, να ’χω κι εγώ τ’ αποκούμπι μου όσο λείπεις. Θα τα φέρομε βόλτα Κατινιώ μου. Κάμε το σταυρό σου κι όλα θα παν’ καλά»

Πράγματι η ζωή τους άρχισε να βελτιώνεται κάπως. Τους πρώτους μήνες του 1924 κατάφεραν να πιάσουν ένα δωματιάκι στις κατοικίες τις οποίες έκτιζε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων[3] στη Νέα Κοκκινιά, τον προσφυγικό συνοικισμό που θεμελιώθηκε τον Ιούνιο του 1923 στον Πειραιά κι έμελλε να εξελιχθεί στη σημερινή Νίκαια. Ταπεινά σπιτάκια ήταν, ισόγειες μονοκατοικίες ή διπλοκατοικίες χωρίς καν ύδρευση κι αποχέτευση, αρκετά όμως για να στεγάσουν ξανά τα όνειρα των ξεριζωμένων οι οποίοι πρέπει να ένιωθαν ανέκφραστη χαρά που θα ’χαν ένα κεραμίδι πάνω απ’ τα κεφάλια τους.

«Δόξα σοι ο Θεός! Δόξα σοι ο Θεός!» επαναλάμβανε η Γιασεμή τακτοποιώντας με τελετουργική κατάνυξη τα φτωχά της κατσαρόλια στο μικρό μαγεριό και τις δυο τρεις εικόνες που είχε περισώσει στους σταθερούς τοίχους από σκυρόδεμα, φιλώντας τες ευλαβικά και κρούοντας με το χέρι τα ντουβάρια για να βεβαιωθεί ότι δε θα ’πεφταν.

Χάρηκε πολύ η Κατίνα σαν έμαθε ότι μπήκαν πλέον σε κανονικό σπίτι, τόσο πολύ ώστε ξέχασε για λίγο τις δικές της στεναχώριες. Το μόνο αγκάθι που τσιμπούσε επίμονα την καρδιά της ήταν η αγωνία για την τύχη των υπόλοιπων μελών της οικογένειάς της. Στον Ερυθρό Σταυρό, όπου πήγαινε συχνά τελευταία δηλώνοντας τα ονόματά τους, δεν της είχαν δώσει καμιά απάντηση, μήτε θετική μήτε αρνητική. Του Μανώλη τ’ όνομα, όσο κι αν την έκαιγε, σπάνια το δήλωνε, κι αυτό με πολλή δειλία- ίσως έφταιγε που δεν ήξερε να πει τι σχέση είχαν, ίσως πάλι οι ειδήσεις για τις χιλιάδες ψυχές που χάθηκαν στην αιχμαλωσία να ήταν αυτές οι οποίες αλυσόδεναν τις ελπίδες της και την έκαναν να φεύγει δίχως να ρωτήσει, με τον κόμπο στο λαιμό της να την πνίγει…

«Μανώλη μου, γλυκιά μου αγάπη… Αν ζεις, ας δώσει ο Θεός να έρθεις γρήγορα» απευθυνόταν νοερά σ’ εκείνον πριν κοιμηθεί. «Αν όμως πέθανες, να ’ναι ελαφρύ το χώμα που σε σκέπει…»

Εκεί σταματούσε, καθώς οι λέξεις μούσκευαν στα δάκρυα. «Μόνο εσένα θα προσμένω όσο ζω» συνέχιζε μόλις κατάφερνε να βρει τη λαλιά της. «Είμαι η γυναίκα σου, Μανώλη, κι είσαι ο άντρας μου! Στη ζωή ή στο θάνατο, δεν έχει σημασία… Σ’ ΑΓΑΠΩ!» Κι η θλιβερή, σπαρακτική ηχώ της στερνής της φράσης τάραζε τα μέσα της, ενώ έπεφτε μπρούμυτα στο μαξιλάρι…






[1] Σμυρναίικα μελομακάρονα με αλεύρι αντί για σιμιγδάλι
[2] Μ’ αυτό το υποτιμητικό λογοπαίγνιο αποκαλούσαν μερικοί ντόπιοι Έλληνες τις Μικρασιάτισσες, ιδίως τις Σμυρνιές (λογοπαίγνιο με τη λέξη σφήκα)
[3] Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), αυτόνομος οργανισμός με πλήρη νομική υπόσταση, ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1923 στην Αθήνα με πρωτοβουλία της Κοινωνίας των Εθνών και ανέλαβε τη στέγαση των προσφύγων τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο, στην οποία μερίμνησε επιπρόσθετα για την παροχή αγροτικού κλήρου.

Λίνα Δώρου