Η Μάγισσα του Αέρα (Κεφάλαιο 18) - "Υπόθεση Ντι Κάρλο"(μέρος 1ο)

Μπαίνουμε με τη Νόρα στο αυτοκίνητό της, ένα μεταχειρισμένο ασημί όπελ βέκτρα του ’06, που κατάφερε να αγοράσει μόλις πέρσι από μία μάντρα και μάλιστα σε πολύ καλή τιμή. Αφού ανοίξει το ραδιόφωνο σε έναν σταθμό που παίζει μόνο τραγούδια του ’80 – και φυσικά δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτό αφού λατρεύω τη μουσική αυτής της δεκαετίας! – βάζουμε ζώνες και κατευθυνόμαστε προς το σπίτι μας.
Σε όλη τη διαδρομή πέντε λεπτά τώρα, η Νόρα δεν μου λέει κουβέντα. Μόνο οδηγεί και σιγοτραγουδάει τα αγαπημένα της τραγούδια. Κι όσο και να θέλω να την αφήσω να απολαύσει αυτή τη διαδρομή μέχρι το τέλος, πρέπει να μάθω τι συμβαίνει μες στο κεφάλι της και πώς συμφώνησε να χρησιμοποιήσουμε  το Μενταγιόν του Αέρα για να βρούμε την Μάγισσα της Γης.
«Απίστευτο ε;» της λέω, προσπαθώντας να της τραβήξω το ενδιαφέρον με τον τόνο της φωνής μου.
«Ε;» απαντάει εκείνη με απορία, μουρμουρίζοντας τον τόνο του τραγουδιού. Δεν παίρνει τα μάτια της από το δρόμο αλλά είμαι σίγουρη ότι προσπαθεί να ρίξει ένα βλέφαρο προς το μέρος μου με την περιφερειακή της όραση.
«Όλο αυτό το θέμα με τη Μαρί και τις Πέτρες των Στοιχείων. Και το πώς ενεπλάκει σε όλη αυτή την ιστορία το μενταγιόν της μαμάς» επεξηγώ, προσπαθώντας να κρατήσω κρυφή την πραγματική μου πρόθεση.
«Α, κι εγώ νόμιζα ότι λες για το τραγούδι!» μου απαντά με χαμογέλο και συνεχίζει να σιγοτραγουδά. Χμ, νομίζω ότι προσπαθεί να αλλάξει θέμα. Ας ξαναπροσπαθήσω λοιπόν. Θα ανοίξω τα χαρτιά μου.
«Μα να έχουμε στα χέρια μας όλα αυτά τα χρόνια ένα τόσο ισχυρό μαγικό αντικείμενο και να μην το ξέρουμε... Θα είχαμε κάνει πολλά», λέω με θεατρινίστικο ενθουσιασμό και καταφέρνω να τραβήξω για λίγα λεπτά παραπάνω το ενδιαφέρον της, αφού σταματά μέχρι και το μουρμούρισμα. Πωπω, για Όσκαρ είμαι η άτιμη! «Βέβαια, νομίζω πως τώρα θα εξυπηρετήσει τον ύψιστο σκοπό του, αφού θα χρησιμοποιηθεί για να σώσει μια αθώα ζωή».
«Χμ-χμ», είναι η τελική και μοναδική αντίδραση της Νόρα στα λεγόμενα μου. Το πρόσωπό της έχει συννεφιάσει και δεν επανέρχεται ποτέ το τραγούδι στα χείλη της. Λέω να αρχίσω να ανησυχώ γα τις πραγματικές προθέσεις της κάπου... τώρα!

Σε μερικά λεπτά φτάνουμε στο σπίτι μας. Το υπέροχο, γλυκό και ζεστό μωβ σπιτάκι μας με τα κίτρινα παραθυρόφυλλα και την αξιοζήλευτη βεράντα.
Παρκάρουμε, κατεβαίνουμε γρήγορα από το αυτοκίνητο και μπαίνουμε μέσα.
«Επιτέλους!» αναφωνώ στην είσοδο και αφού πετάξω άτακτα τα παπούτσια μου στο χωλ, βουλιάζω κατευθείαν στον αγαπημένο μου ροζουλί καναπέ μας στο σαλόνι.
«Μην κάθεσαι καθόλου», λέει η Νόρα μπαίνοντας και κλείνει την πόρτα πίσω της με δύναμη. «Ξεκίνα να ψάχνεις το μενταγιόν. Ποιος ξέρει πόσο χρόνο έχουμε μέχρι την επόμενη επίθεση;»
Και έχει δίκιο. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Αλλά πριν ξεκινήσω θέλω τόσο πολύ να κάνω κάτι άλλο πρώτα.
«Νόρα;», προσφωνώ γλυκά και ναζιάρικα το όνομα της. Αμέσως βλεπω το κεφαλάκι της να ξεπροβάλει από το χωλ. «Θα με πάρεις μια αγκαλιά πριν ξεκινήσουμε;» Γιατί όσο και να μου ‘χει σπάσει τα νεύρα μέχρι τώρα με την ξεροκεφαλιά της, είναι η μεγάλη μου αδερφή και την αγαπώ. Και μου ‘χε λείψει πολύ πολύ.
Η Νόρα ανταποκρίνεται στο ναζιάρικο ύφος μου με ένα γλυκό χαμόγελο και αφού πετάει και αυτή τα παπούτσια της στο χωλ, έρχεται και βουλιάζει μαζί μου στον καναπέ, αγκαλιάζοντάς με δυνατά αλλά και τρυφερά.
«Χαίρομαι τόσο πολύ που είσαι καλά και ξαναγύρισες κοντά μου» λέει με φωνή που κρύβει συγκίνηση. «Αλλά τώρα πρέπει να πιάσουμε δουλειά, εντάξει;»
«Εντάξει» συμφωνώ αμέσως και πετάγομαι από τον καναπέ. Την ίδια στιγμή ακούγεται το στομάχι μου να διαμαρτύρεται έντονα, αφού το άφησα να φύγει παραπονεμένο από το τραπέζι των Χάλιγουελ.
«Μην ανησυχείς θα παραγγείλω και κάτι να φάμε στην πορεία» λέει η Νόρα αμέσως.
Η χαρά μου, απερίγραπτη!
Ακούω τον ήχο από τα πλήκτρα του ασύρματου τηλεφώνου να χάνονται καθώς ανεβαίνω στον επάνω όροφο για να ξεκινήσω το ψάξιμο από τα δωμάτιά μας.
Μέσα στα επόμενα είκοσι λεπτά, έχω κάνει κόσκινο όλο τον πρώτο όροφο χωρίς καμία τύχη στην εύρεση του μενταγιόν. Ντουλάπες, συρτάρια, συρταράκια, κουτιά αποθήκευσης μπιζουτιέρες, στρώματα, μαξιλάρια, χαλιά, τσάντες και τσαντάκια, βαλίτσες, νεσεσέρ, κάδος με άπλυτα, πληντύριο και στεγνωτήριο, τουαλέτες, παπούτσια... ψάχνω παντού και τίποτα δεν βρίσκω. Μέχρι και στην ξεχασμένη αλληλογραφία μας κοίταξα, μπας και έχει παραπέσει το κόσμημα ανάμεσα στους φακέλους, αλλά τζίφος, τίποτα.
«Καμιά τύχη;» φωνάζω δυνατά για να με ακούσει η αδερφή μου στον κάτω όροφο.
«Τίποτα ρε γαμώτο, τίποτα απολύτως!» μου απαντά φωναχτά, εξίσου απογοητευμένη και αποφασίζω να πάω κάτω να τη βοηθήσω να ψάξει καλύτερα σε κουζίνα και σαλόνι. Τη βρίσκω σε κατάσταση απελπισίας, να έχει κάνει ένα μπάχαλο το όμορφο σαλονάκι μας με μαξιλάρια αναποδογυρισμένα και πεταμένα εδώ κι εκεί, τραβηγμένα χαλιά και ανοιχτά ντουλάπια. «Δεν γίνεται αυτό το πράγμα, είναι κάπου εδώ μέσα, σίγουρα!», ξεφωνίζει τσαντισμένη από το αναποτελεσματικό ψάξιμο. Το γεγονός ότι είναι ακόμα με τα ρούχα και το μακιγιάζ των τελευταίων τριών ημερών την κάνει να φαίνεται πιο κουρασμένη και γερασμένη απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα.
«Ηρέμησε, Νόρα, θα το βρούμε» της λέω όσο πιο καθησυχαστικά μπορώ, χωρίς όμως να το πιστεύω και εγώ η ίδια. Δεν είναι δα και καμιά έπαυλη το σπίτι μας για να ‘χει τα άπειρα μέρη να ψάξουμε για το μενταγιόν, οπότε αν δεν το έχουμε βρει μέχρι τώρα, δεν πρόκειται να βρεθεί εδώ. «Θες να κάνουμε ένα διάλλειμα να μπανιαριστείς λιγάκι και να ξεκουραστείς; Να βάλεις και κάτι πιο άνετο τώρα που θα ‘ρθει και το φαγητό μας».
«Είσαι τρελή;» μου λέει αγχωμένη. «Πρέπει να έχουμε βρει το μενταγιόν μέχρι αύριο το πρωί στις οκτώ. Μετά πετάμε για Καναδά», συνεχίζει, χωρίς να συνειδητοποιεί ακριβώς τι είναι αυτό που μου λέει. Γιατί, αν καταλάβαινε τι ξεστομίζει, θα ήξερε πως δεν θα το άφηνα αυτό να περάσει έτσι.
«Τι είπες;» ρωτάω την αλαφιασμένη αδερφή μου που συνεχίζει να ψάχνει πυρετωδώς κάτω από τα μαξιλάρια του καναπέ. «Νόρα, σε ρωτάω κάτι!» της φωνάζω για να τραβήξω την προσοχή της. Όχι ότι περιμένω και καμιά φοβερή επεξήγηση. Μπορώ να καταλάβω και μόνη μου ότι συμφώνησε μόνο στα λόγια με όλους μας, για να κερδίσει χρόνο και να κάνει αυτό που θέλει. Κι εγώ που έβλεπα εξωγήινους νωρίτερα! Αυτή είναι η κλασσική συμπεριφορά της Νόρα σε επικίνδυνες καταστάσεις: το βάζω στα πόδια και έχω το κεφάλι μου ήσυχο.
«Θέλεις να το επαναλάβω; Δεν το άκουσες την πρώτη φορά;» μου λέει με τσαντίλα και ειρωνεία αλλά και με προφανή διάθεση για καβγά.
«Το άκουσα μια χαρά» της απαντώ στο ίδιο ύφος, μόνο που εγώ, έχω στην πραγματικότητα το δίκιο με το μέρος μου. «Απλά θέλω να δω αν μπορείς να μου το πεις αυτό κατάμουτρα, κοιτώντας με στα μάτια! Αυτό σχεδίαζες πίσω από την πλάτη μου; Πίσω από την πλάτη όλων μας; Από τη μία, συμφωνείς φαινομενικά να βρούμε το μενταγιόν για να σώσουμε τη Μάγισσα της Γης και από την άλλη κλείνεις εισιτήρια στα κρυφά για να το σκάσεις με τα λάφυρα;»
«Ποια λάφυρα μωρέ, τι λες; Το μενταγιόν είναι δικό μου. Δικό μας! Δεν κάνω τίποτα κακό με το να πάρω αυτό και την αδερφή μου και να φύγουμε από δω! Άσε, που ουσιαστικά, δεν συμφώνησα ξεκάθαρα με τίποτα και κανέναν», λέει για να αποποιηθεί των ευθυνών της, αλλά κυρίως για να αποφύγει τις κατηγορίες περί ψεύδους. Θέλει να είναι το καλό παράδειγμα για μένα.
«Στο είπα και στο ξαναλέω: δεν πάω πουθενά!» δηλώνω οριστικά και αμετάκλητα.
«Όπως κι εγώ σου είπα, ότι είμαι κηδεμόνας σου και θα κάνεις ό,τι σου πω, είτε το θέλεις, είτε όχι!»
Αφήνω να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, πριν απαντήσω στην τελευταία της δήλωση. Μια δήλωση που είμαι σίγουρη ότι πληγώνει την Νόρα, όσο πληγώνει και εμένα.
«Νόρα, πώς γίναμε έτσι;» ρωτάω ξινισμένη από την όλη ιστορία, ζώντας πια μια κατάσταση πρωτόγνωρη και για τις δυο μας. Εγώ και η μεγάλη μου αδερφή στα μαχαίρια. Αν είναι δυνατόν! Ήμασταν πάντα τόσο αγαπημένες! Σεβόμασταν η μία τα θέλω της άλλης, παίρναμε από κοινού αποφάσεις και θέταμε πάντα τον ίδιο στόχο. Δεν θυμάμαι ούτε μια στιγμή τα τελευταία χρόνια, που να διαφωνήσαμε τόσο έντονα για κάτι. Και ποτέ δεν χρειάστηκε η Νόρα να παίξει το χαρτί της μεγαλύτερης αδερφής για να επιβληθεί πάνω μου. Ποτέ όμως.
«Άλλαξες Μπόνι. Άλλαξες. Ο Κα Τέρνερ είναι κακή επιρροή για σένα».
Άντε πάλι αυτές οι βλακείες για τον Κα.
«Κουράστηκα να προσπαθώ να σε πείσω πως δε συμβαίνει τίποτα μεταξύ εμού και του Τέρνερ. Μα γιατί δε με πιστεύεις;» της λέω αφήνοντας την απελπισία να χρωματίσει τη φωνή μου.
«Εσύ γιατί λες;» μου απαντά, σαν να είναι η απάντηση τόσο προφανής. «Έχεις πεισμώσει και δε θέλεις με τίποτα να φύγεις από τη Σέντραλ Σίτι. Πράγμα που δεν έχει ξανασυμβεί ούτε μία φορά στα τόσα χρόνια που μετακινούμαστε από πολή σε πόλη, για να προστατευτούμε. Αλλά το πιο αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι, φυσικά, που σας βρήκα στο σπίτι των Χάλιγουελ να χαμουρεύεστε ξεμοναχιασμένοι σε ένα δωμάτιο! Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια;»
Ντιν νταν, ντιν νταν!
Το κουδούνι.
«Θα είναι η παραγγελία μας» λέει η Νόρα αναστενάζοντας για να αποβάλλει κάποια από την ένταση που την έχει κυριεύσει. Αφού μου ρίχνει ένα τελευταίο –για την ώρα- απογοητευμένο και κουρασμένο βλέμμα, πηγαίνει προς την πόρτα για να ανοίξει.
‘Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια;’ Αυτό βρήκε να πει; Δεν θα μπορούσε να γίνει πιο γραφική!
«Πόσο είν...; Ω, με συγχωρείται, νόμιζα πως ήταν κάποιος άλλος!», ακούγεται η Νόρα να λέει σε κάποιον στην είσοδο που προφανώς δεν είναι ο ντελιβεράς. Γαμώτο κρίμα, και πεινάω!
«Μην ανησυχείς Νόρα, δεν έγινε κάτι. Εμένα θα πρέπει να συγχωρήσεις που ήρθα έτσι, απροειδοποίητα. Αλλά δεν μπόρεσα να σε βρω αυτές τις μέρες σε κανένα τηλέφωνο και ανησύχησα».
Η αντρική φωνή που ακούγεται από έξω μου προκαλεί ανατριχίλα. Δεν μπορώ όμως να προσδιορίσω αν είναι η καλή ανατριχίλα, αυτή που νιώθεις όταν ακούς μια πολύ ελκυστική φωνή και περιμένεις να τη συνοδεύει ένα εξίσου ελκυστικό πρόσωπο, ή η δυσάρεστη ανατριχίλα, αυτή που σου παγώνει το αίμα και σου σηκώνει την τρίχα κάγκελο για κάποιον ανεξήγητο λόγο.
«Ναι, η αλήθεια είναι ότι είχα κάποιες... εμ, προσωπικές υποθέσεις να τακτοποιήσω. Οικογενειακής φύσης» δικαιολογείται η Νόρα και μου φαίνεται ότι πολύ βιάστηκε να προσθέσει το ‘οικογενειακής φύσης’ στις εξηγήσεις της. Σε ποιον άντρα προσπαθεί να δικαιολογηθεί; Παρά την περιέργειά μου, δεν πλησιάζω να δω τον τύπο που ήρθε να δει την ‘εξαφανισμένη’ αδερφή μου. Έτσι κι αλλιώς η Νόρα θα τον διώξει άρον άρον για να συνεχίσουμε την δουλειά μας.
«Μπορώ να περάσω; Δεν θα σε απασχολήσω πολύ», λέει ο απρόσκλητος άντρας.
«Μα ναι, φυσικά, περάστε. Απλά είμαστε σε φάση... γενικής καθαριότητας και το σπίτι είναι χάλια, αλλά περάστε».
«Νόρα, τι είπαμε για τον πληθυντικό;» ακούγεται η αντρική φωνή, συνοδευόμενη από ελαφριά βήματα.
Είναι δυνατόν να του είπε να περάσει; Αυτή δεν βιαζόταν να βρει το μενταγιόν για να το σκάσει με την αδερφή της σε άλλη χώρα και να μαχαιρώσει πισώπλατα μια οικογένεια ολόκληρη που τη στήριξε ανιδιοτελώς, δυο χρόνια τώρα;

Foni Nats