Στη λάθος πλευρά του παραδείσου (Κεφάλαιο 6)

Η Simone πήρε παραμάσχαλα τον Karl και βγήκανε έξω, κάτω από τον ανοιξιάτικο έναστρο ουρανό. Του είπε πως ένιωθε να πνίγεται και εν μέρει το εννοούσε. Δεν άντεχε να κοιτά το γεμάτο πόνο βλέμμα του Anton καθώς τους έβλεπε να χορεύουν. Της σπάραζε η καρδιά. Περπάτησαν για λίγο σιωπηλοί κατά μήκος του έρημου δρόμου.
«Ξέρεις,» της είπε «ο πατέρας μου έχει μεγάλα σχέδια για μένα».

Η Simone δεν του απάντησε. Τύλιξε τα χέρια γύρω της. Παρά το προχωρημένο της άνοιξης έκανε ψύχρα εκείνη την ώρα. Ο Karl έβγαλε το στρατιωτικό του χιτώνιο και το έβαλε στους ώμους της.
«Θέλεις να δεις κάτι σπουδαίο;» τη ρώτησε με στόμφο. Τράβηξε από το θηκάρι του το Kongsberg Colt πιστόλι και τα μάτια του έλαμψαν από μια άγρια χαρά. «Θέλεις να το πιάσεις;»
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δε μου αρέσουν τα όπλα» είπε σιγά.
«Ίσως έχεις και δίκιο» της είπε ο Karl. «Αυτά τα «παιχνίδια» είναι μόνο για άντρες!»
Φούσκωσε το στήθος του με περηφάνια. Η Simone δεν έδειξε να ενθουσιάζεται, πράγμα που έθιξε τον εγωισμό του. Θέλησε να δείξει σε αυτήν την μικρή εγωίστρια πως, παρά το νεαρό της ηλικίας του, μπορούσε να σταθεί δίπλα της σαν ένας αληθινός άντρας.
«Να γυρίσουμε;» τον παρακάλεσε. «Είναι αργά…»
Δεν της έδωσε σημασία. Κοιτούσε γύρω του σαν να έψαχνε για κάτι. Ξάφνου, ένα τρομακτικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. Χωρίς δεύτερη σκέψη, σήκωσε το όπλο και πυροβόλησε.
Η Simone έβγαλε μια κραυγή. Έτρεξε στο σώμα του νεαρού αγοριού που κείτονταν αιμόφυρτο λίγα μέτρα πιο πέρα. Έπεσε στα γόνατα και τον πήρε αγκαλιά. «Τι έκανες;» του φώναξε με μάτια γεμάτα δάκρυα. «Δεν είναι ούτε δέκα χρονών!»
Στάθηκε από πάνω της με ένα βλέμμα αποστροφής. «Πώς κάνεις έτσι;» της είπε με άγριο ύφος. «Ένας βρωμο-εβραίος είναι απλά!»
«Δολοφόνε!» κλαψούρισε. «Τον σκότωσες…»
Την κοίταξε παραξενεμένος, δίχως να μπορεί να καταλάβει την συμπεριφορά της. «Μην ανησυχείς και δε θα αργήσει η μέρα εκείνη που οι δρόμοι θα γεμίσουν από τα κουφάρια τους!»
Το επόμενο πρωί η Simone ξύπνησε κάπως πιο κεφάτη. Ήταν η μέρα των γενεθλίων της και γνώριζε πολύ καλά πως οι δικοί της θα έφερναν κάποια δώρα της αρεσκείας της. Εκείνο δε που περίμενε πώς και πώς ήταν το ιδιαίτερα νόστιμο κέικ της μαμάς, το οποίο φρόντιζε να στολίζει για την περίσταση με πεντανόστιμα ζαχαρωτά. Τα κεράκια που θα τοποθετούνταν γύρω από το γλυκό ήταν δικής της επιλογής. Η Simone ήταν κορίτσι που έδινε ιδιαίτερη σημασία στη λεπτομέρεια και το καλό γούστο.
Η μητέρα της την αγκάλιασε σφιχτά. «Για δες μια δεσποινίδα ζηλευτή που έχει σήμερα γενέθλια! Χρόνια πολλά κόρη μου και μ’ ένα καλό παιδί!»
«Μητέρα, πάψε να χαρείς! Μην μου χαλάς τη μέρα!» στραβομουτσούνιασε η νεαρή.
Ο πατέρας της της χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο όλο υπερηφάνεια. «Ποιο κομμάτι θέλεις να παίξει ο Jonas στο πιάνο όταν έρθει;»
«Θα φέρει και την Astrid και τη Doris μαζί;» ρώτησε η κοπέλα με λαχτάρα.
Οι δίδυμες ήταν πολύ καλές της φίλες. Ο πατέρας τους, ο Jonas, ήταν μουσικός και καλός οικογενειακός φίλος.
                «Εννοείται κόρη μου! Λέγε λοιπόν, τι θέλεις να παίξει;»
                «Μμμ… Κάτι σε Σοπέν!»
Ο πατέρας της ξέσπασε σε γέλια. «Πού τον θυμήθηκες μωρέ αυτόν; Τι λες για Βάγκνερ που τον λατρεύει κι ο Φύρερ μας;»
Η Simone ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της.
Γύρω στις έξι το σπιτικό των Liebert γέμισε κοριτσίστικες φωνές. Δύο αγόρια που ήταν κι αυτά προσκεκλημένα δεν κατάφεραν να σταυρώσουν κουβέντα! Την ώρα που η Simone θα φυσούσε τα κεράκια της ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα.
Η Simone κοίταξε την μητέρα της απορημένη. «Περιμένουμε κάποιον; Μα δεν ήρθαν όλοι;»
Η Diedre δεν απάντησε παρά προχώρησε προς την πόρτα. Φαινόταν να ξέρει ποιος ήταν ο επισκέπτης. «Κarl, πώς από δω;» έκανε δήθεν έκπληκτη.
Η αλήθεια ήταν πως ο νεαρός Γερμανός είχε δεχθεί πρόσκληση από τον ίδιο τον πατέρα της Simone προς το τέλος της δεξίωσης. Κατά την γνώμη του, ο Karl ήταν κελεπούρι από τα λίγα αφού ο πατέρας του, ο Thomas, είχε την εύνοια του Αδόλφου, αυτού του "μοναδικού οραματιστή" όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί. Στο μυαλό του είχε ήδη πλάσει τον μελλοντικό γάμο της θυγατέρας του με τον Karl. Ω, ναι! Η κόρη του σύζυγος του Karl Schmidt! Ποιός ξέρει; Αν ο νεαρός ήταν αρκετά ευφυής, ακολουθώντας την ορθή στρατηγική, κάποια στιγμή ίσως να αποκτούσε την φήμη του Φύρερ.
Η Simone έσβησε βιαστικά τα κεριά με εμφανώς χαλασμένη τη διάθεσή της.
Ο Karl την πλησίασε με ένα όμορφα αμπαλαρισμένο μικρό κουτί. «Χρόνια πολλά Simone μου. Αυτό για σένα. Θα μπορούσε να είναι κάτι καλύτερο μα ο χρόνος μου ήταν κάπως περιορισμένος. Αν θες το ανοίγεις!»
Το κορίτσι του έριξε ένα βλέμμα αποτροπιασμού, λέγοντάς του. «Δε θα δεχόμουν ποτέ δώρα από έναν φονιά!»
Με αποφασιστικά βήματα άνοιξε την εξώπορτα. Έπρεπε να πάρε λίγο καθαρό αέρα. Ύστερα από δέκα λεπτά κι αφού είχε κάπως συνέλθει επέστρεψε στο σπίτι της. Το στόμα της ήταν στεγνό και το νερό δεν την κάλυπτε πλέον.
«Κρασί...» σκέφτηκε, κι ας της το απαγόρευαν ακόμη οι δικοί της.
Η αλήθεια ήταν πως ήταν η πρώτη φορά που θα κατέβαινε τα σκαλιά, τα οποία οδηγούσαν στο κελάρι του σπιτιού. Οι γονείς της το κρατούσαν πάντα κλειδωμένο και κατέβαιναν μόνο περιστασιακά προς τα κάτω. Για την ίδια το κελάρι ήταν απαγορευμένη ζώνη. Το μόνο που γνώριζε ήταν πως εκεί υπήρχαν κάποια βαρέλια κρασιού και πολλοί αρουραίοι, όπως της τόνιζαν μονίμως.
Η αρμαθιά με τα κλειδιά κατέληξε στα χέρια της δίχως να την αντιληφθεί κανένας αφού οι ήχοι του Βάγνερ είχαν συνεπάρει τους πάντες. Τα σκαλιά ήταν πολλά και ο φωτισμός αμυδρός. Έπρεπε να προσέχει αν δεν ήθελε να φάει τα μούτρα της. Κι ενώ είχε ήδη κατέβει πέντε σκαλιά ακούστηκε ένα μουγκρητό. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Ο φόβος όμως αποδείχθηκε πιο ανίσχυρος από την τόλμη της. Το μουγκρητό γινόταν ολοένα και πιο έντονο. Αρχικά υπέθεσε πως ήταν κάποιο ζώο αλλά έκπληκτη συνειδητοποιούσε πως είχε να κάνει με ανθρώπινο ον.
Η Simone θα αντίκριζε για πρώτη φορά την ανάπηρη αδελφή της, Rita.


Χριστίνα Καρρά & Ηλίας Στεργίου