Η Ναντέζντα
περπατούσε πάνω κάτω στα διαμερίσματα του Στεφάν, ανίκανη να ηρεμήσει.
«Θα έπρεπε να είχαμε
μάθει νέα τους ως τώρα!» Καρφώθηκε στη μέση του δωματίου.
Το πρώτο μέρος
του σχεδίου είχε εφαρμοστεί με μεγάλη επιτυχία. Μόλις η Ναντέζντα έμαθε από τον
Στεφάν ότι μπορούσε να προχωρήσει στην υλοποίηση της στρατηγικής της, έστησε
αμέσως καρτέρι έξω από τα διαμερίσματα του Καταραμένου. Δεν υποχώρησε ούτε όταν
προσπάθησαν να τη διώξουν οι ντρουζίνικ του, ούτε όταν ο Ματβέι ο υπηρέτης του
της μήνυσε ότι ο Μεγάλος Πρίγκιπας αδυνατούσε να τη δει. Εκείνη συνέχισε να
περιμένει απερίσπαστη, μονάχα απομακρύνθηκε λίγο.
Κάποια στιγμή
εκείνος εδέησε να βγει˙ ήταν ώρα για το δείπνο. Εκείνη αδιαφόρησε και για τους
ντρουζίνικ που τον περιστοίχιζαν και για τη Μίρα που βρισκόταν στο πλευρό του.
Τους πλησίασε θαρρετά και με το πιο γαλήνιο, εκτυφλωτικό χαμόγελο του ζήτησε
γλυκά ότι ήθελε να της χαρίσει ένα λεπτό από το χρόνο του. Είχε να του πει
κάτι πάρα πολύ σοβαρό. Εκείνος δεν είχε
φυσικά να σκοπό να δεχτεί αλλά κάτι το σαγηνευτικό χαμόγελο, κάτι το επίμονο
βλέμμα της κάτι η ευγένεια της και ο σεβασμός της υπόκλισής της… λύγισε.
Με τεθλιμμένο
ύφος η Ναντέζντα του είπε τα πιο απίστευτα ψέματα για το πόσο είχε πικραθεί που
την είχε παραμελήσει, για το πόσο αδικημένη ένιωθε και για το ότι, παρά όλα
αυτά, εκείνη συνέχιζε να ενεργεί για το καλό του. Να, είχε να του πει κάτι τόσο
απαίσιο και αδιανόητο που δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα το πίστευε ο
χαρισματικός ηγέτης. Μα, έπρεπε φυσικά να το πιστέψει γιατί του το έλεγε η
πιστή Ναντέζντα που δεν είχε άλλη έγνοια από την διαιώνιση της βασιλείας του.
Τελικά χωρίς περισσότερες περιστροφές μοιράστηκε μαζί του την τραγική είδηση.
Η αντίδρασή του
ήταν αναμενόμενη. Τα μάτια του στένεψαν, έγιναν δυο σχισμές, όμοια με μάτια
φιδιού. Το πρόσωπό του πέτρωσε κι εκείνος για λίγες στιγμές δεν άρθρωσε λέξη. Και
αίφνης επιδόθηκε σε ένα οργισμένο παραλήρημα, περιγράφοντας γλαφυρά τα μαρτύρια
που περίμεναν τους εχθρούς του. Παράτησε τη Ναντέζντα χωρίς να της απευθύνει
κανένα χαιρετισμό, και πήγε να δώσει τις
εντολές για την άμεση σύλληψη του βογιάρου Νικολάι Φεντόρεβιτς και της
οικογένειάς του, με τον πρώτο ήδη καταδικασμένο στο μυαλό του μοχθηρού πρίγκιπα
με θάνατο διά αποκεφαλισμού.
Το αρχοντικό των
Φεντόρεβιτς, βρισκόταν αρκετά έξω από το Κίεβο και γι’ αυτό οι ντρουζίνικ
άργησαν να φτάσουν εκεί. Τότε όμως, βρήκαν μόνο
τον κύριο του οίκου να πίνει βότκα με τον πρωτότοκό του, το Νικίτα και
τον πιστό του υπηρέτη. Κανένα σημάδι της υπόλοιπης οικογένειας.
Ο Νικολάι είχε
ήδη αποχαιρετήσει τη γυναίκα του, τη νύφη του μεγαλύτερου γιου του και τα δυο
παιδιά της˙ είχαν πάει να βρουν καταφύγιο
στη μεγαλύτερη κόρη των Φεντόρεβιτς, που κατοικούσε στο Ρόστοφ, μαζί με τον σύζυγο και την οικογένειά της. Μαζί
τους πήραν όλη την ποσότητα χρυσού και τα ακριβά κοσμήματα που ανήκαν στην
οικογένεια. Ευτυχώς τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας είχαν εγκατασταθεί σε
διάφορες περιοχές της Ρωσίας και δεν
υπήρχε φόβος για εκείνους. Μόνο ο Νικίτα, αρνήθηκε κατηγορηματικά να αφήσει
μόνο τον πατέρα του εκείνες τις δύσκολες ώρες. Οι δυο άντρες έχοντας φιλήσει
τις γυναίκες τους για το αντίο και γνωρίζοντας ότι σε κάθε περίπτωση εκείνες θα
ήταν ασφαλείς, μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το δυσοίωνο μέλλον με θάρρος.
Μέχρις εκεί
έφταναν οι πληροφορίες της Ναντέζντα. Αυτά τα είχε μάθει από μια υπηρέτρια του
αρχοντικού, που ήταν ορμηνεμένη να μη βρίσκεται στην οικεία την ώρα της εισβολής
των ντρουζίνικ μα να παραμείνει κοντά κι έπειτα να δώσει αναφορά στην
αρχόντισσα Βλαντιμίροβα. Επειδή η κοπέλα δε θα μπορούσε να μπει στο κάστρο,
αλλά δεν ήταν συνετό η Ναντέζντα ή ο Στεφάν να βγουν για να τη συναντήσουν
γιατί θα κινούσαν υποψίες, βρέθηκε ένας πλάγιος τρόπος για τη μεταβίβαση των
πληροφοριών. Εκείνη θα πήγαινε στους στρατιώτες της εισόδου κάτι φορέματα, τάχα
παραγγελία της αρχόντισσας Βλαντιμίροβα. Εκείνοι θα τα μετέφεραν στη Ναντέζντα,
χωρίς φυσικά να γνωρίζουν ότι στο εσωτερικού της γαλάζιας φορεσιάς ήταν ραμμένο
ένα σημείωμα που ανέφερε όλα όσα μεσολάβησαν κατά τη διάρκεια της σύλληψης, με
σημαντικότερο την ακριβή ώρα που οι μελλοθάνατοι άφησαν το αρχοντικό και την
κατεύθυνσή τους.
Γνωρίζοντας ότι
ο Νικολάι και ο Νικίτα συνελήφθησαν δυο ώρες πριν τα μεσάνυχτα και ότι θα τους οδηγούσαν
κατευθείαν στις φυλακές του Κιέβου αντί να τους φέρουν εμπρός του Μεγάλου
Πρίγκιπα για να αντιμετωπίσουν τη δικαιοσύνη του, ο Στεφάν έδωσε πάραυτα εντολή στους στρατιώτες
του να στήσουν ενέδρα στους ντρουζίνικ σ’ ένα σημείο απ’ όπου ήταν δεδομένο ότι
θα περνούσαν.
«Έπρεπε να
είχαμε μάθει κάτι ως τώρα!» φώναξε
ξανά η Ναντέζντα με περισσότερη απελπισία, κινώντας υστερικά τα χέρια της.
Πράγματι οι ώρες
περνούσαν με βασανιστική βραδύτητα και κανένα μήνυμα δεν είχαν λάβει οι δυο
συνωμότες. Και η παρουσία του πάντοτε ψύχραιμου Στεφάν δεν ήταν ικανή να
ηρεμήσει τη Ναντέζντα που δεν μπορούσε να διώξει το άσχημο προαίσθημα πως κάτι
κακό θα συνέβαινε. Κι ας μην ήταν προληπτική.
«Προσπάθησε να
μείνεις ψύχραιμη. Όλα θα πάνε καλά. Δεν υπάρχει ακόμα κανένας λόγος ανησυχίας.
Υπάρχουν χίλιες δυο εξηγήσεις για τ’ ότι δε λάβαμε νέα».
«Δεν το ξέρεις
αυτό», είπε πικρόχολα. Δεν ξέρεις ότι όλα θα πάνε κατ’ ευχήν. Ανάγκασα μια
ολόκληρη οικογένεια να ξενιτευτεί σήμερα. Δυο άνθρωποι κινδυνεύουν να
εκτελεστούν εξαιτίας μου και τουλάχιστον ο ένας δεν έφταιξε ποτέ σε τίποτα!
Καταλαβαίνεις ότι μπορεί να καταδίκασα έναν αθώο άνθρωπο να πεθάνει απόψε; Μη μου λες λοιπόν να
ηρεμήσω!»
«Δεν φταις εσύ γι’
αυτό. Καταρχήν και ο Νικίτα
Νικολάγιεβιτς και ο Νικολάι Φεντόρεβιτς επέλεξαν να μας βοηθήσουν». Ήθελε τόσο
πολύ να πάψει να κατηγορεί τον εαυτό της. Αν συνέβαινε το χειρότερο, δεν
μπορούσε να της επιτρέψει να αισθάνεται υπεύθυνη για την τραγωδία.
«Εννοείς
τρομοκράτησες τον Φεντόρεβιτς ώστε να μην έχει επιλογή από το να μας βοηθήσει».
«Ήταν η
καλύτερη, η μόνη λύση».
«Εσύ το λες
αυτό; Εσύ που προσπάθησες να με μεταπείσεις τόσες φορές αλλά εγώ αρνήθηκα
πεισματικά να σε ακούσω;»
«Με άκουσες. Με
άφησες να μιλήσω στον Φεντόρεβιτς».
«Ναι. Τώρα είναι
όλα πολύ καλύτερα. Στείλαμε τον άνθρωπο για αποκεφαλισμό γνωρίζοντας ότι πρόκειται να πεθάνει, αντί απλά να βρει τους
ντρουζίνικ του Καταραμένου να τον τραβούν από το κρεβάτι του την ώρα που
κοιμάται!»
«Νάντια…», είπε μαλακά
πλησιάζοντας την. Έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπό της και την έφερε κοντά του.
την κοίταξε κατάματα μ’ εκείνο το βλέμμα που την έκανε να χάνει τις σκέψεις της.
«Δεν χρειάζεται να το φορτωθείς εσύ όλο αυτό. Είμαι κι εγώ υπεύθυνος για ό,τι
συμβεί. Εγώ επέλεξα τον Φεντόρεβιτς ανάμεσα σε όλους τους άλλους, εγώ τον
έπεισα».
Εκείνη ένιωσε
ολόκληρο το σώμα της να μουδιάζει. Κάπως όμως βρήκε τη δύναμη να ξεκολλήσει τα
χέρια του από πάνω της, να αποστρέψει το βλέμμα από τα γκριζογάλανα μάτια του,
να κάνει δυο βήματα πίσω. «Η ιδέα ήταν δική μου», είπε με πόνο και το πρόσωπό στραμμένο
προς τον τοίχο πίσω της. Δεν άντεχε να τον κοιτάζει.
Μα δε θα τα
παρατούσε τόσο εύκολα. «Μια αναγκαία ιδέα. Την οποία μαζί εφαρμόσαμε. Μη χάσεις
το κουράγιο σου τώρα, Νάντια. Πρέπει να μείνουμε ενωμένοι και δυνατοί με την
ελπίδα ότι όλα θα διορθωθούν, τελικά» Την πλησίασε πάλι και αυτή τη φορά
χάιδεψε το μάγουλό της.
«Σταμάτα
επιτέλους! Δεν υπάρχει τίποτα που μπορείς να πεις ή να κάνεις το οποίο θα με
κάνει να νιώσω καλύτερα. Εξαιτίας μου δυο άνθρωποι θα χάσουν τη ζωή τους.
Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;»
Ο Στεφάν ήξερε
και πολύ καλά μάλιστα. Το γεγονός ότι δεν ήταν στα πρόθυρα νευρικής κρίσης όπως
εκείνη δε σήμαινε φυσικά ότι ένιωθε λιγότερες ενοχές, λιγότερο φόβο. Εκείνος
ανησυχούσε και για το μετά. Ακόμα και αν τελικά οι στρατιώτες τούς έσωζαν,
ποιος τους έλεγε ότι ο Καταραμένος θα συγχωρούσε τους δυο τους; Ποιος τους
έλεγε ότι όλα αυτά δεν είχαν γίνει για το τίποτα; Κι ακόμα περισσότερο, αν με
κάποιο τρόπο ανακάλυπτε την ανάμειξή τους; Τότε σίγουρα θα κατέληγαν στο
ικρίωμα.
Όμως τίποτα από
όλα αυτά δεν είχε σημασία τώρα. Τώρα κοίταζε μέσα στα βαθυπράσινα μάτια της και
όλα τα άλλα είχαν σκεπαστεί με ένα μαύρο μανδύα. Έβλεπε ότι πονούσε και
φοβόταν. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που τα πραγματικά της συναισθήματα ήταν ορατά,
όχι κρυμμένα πίσω από μια κέρινη μάσκα. Και για άλλη μία φορά συνειδητοποίησε ήταν
θανάσιμα ερωτευμένος μαζί της.
Ξαφνικά ένιωσε
αδύναμος να επιβληθεί στα συναισθήματα του και επιτέθηκε με όλο το πάθος που
τον κυρίευε στα χείλη της. Την αγκάλιασε και την κόλλησε στο σώμα του χωρίς να
της αφήνει χώρο να αναπνεύσει.
Η Ναντέζντα
ενστικτωδώς ανταποκρίθηκε στο φιλί του. Όμως γρήγορα, οδυνηρά γρήγορα η λογική
επενέβη και τον έσπρωξε με δύναμη μακριά της. «Έχεις τρελαθεί;» ξεφώνισε
έξαλλη, με μάτια παγωμένα.
Μα ο Στεφάν δεν
έδωσε σημασία ούτε στα λόγια ούτε στο βλέμμα της. Άκουγε μόνο την καρδιά του
που χτυπούσε για κείνη και μόνο. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι την αγαπούσε και
την ήθελε. Τώρα, στο κρεβάτι του.
Οπότε την
αγνόησε και τη φίλησε ξανά, θέλοντας μ’ αυτήν την επαφή να σβήσει το μεγάλο
κενό που έχασκε στην καρδιά του, να ξεχάσει το φόβο, την αγωνία και τη θλίψη,
να χαθεί σ’ ένα κόσμο που υπήρχε μονάχα εκείνος κι εκείνη.
Με συνθλίβει ξανά με τα χείλη του, τον νιώθω να με
τραβάει κοντά του, να αγκαλιάζει κάθε σπιθαμή του σώματός μου, κι εγώ παραλύω.
Δεν αντιστέκομαι, δεν ανταποκρίνομαι δεν κουνιέμαι καθόλου. Με φιλάει με μανία,
όχι μόνο στο στόμα, παντού και ενώ νιώθω την καυτή του ανάσα να με χαϊδεύει δεν
κάνω το παραμικρό να τον σταματήσω. Αυτό είναι λάθος. Το ξέρω, το νιώθω στα
κόκαλά μου ότι είναι λάθος, όμως αυτή την στιγμή, ειλικρινά δεν μπορώ να θυμηθώ
γιατί.
Ναι, είναι λάθος. Όμως, η καρδιά μου χτυπά
δυνατά, και το σώμα μου ριγεί σε κάθε
άγγιγμά του, και όλες οι έγνοιες εξαφανίζονται και το συναίσθημα που κυριεύει
είναι πρωτόγνωρο, ανεξήγητο, κυριολεκτικά ακατάληπτο…
Ο Στεφάν με κάνει να νιώθω ζωντανή.
Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων η αδράνεια παύει και
το σώμα μου κινείται με δική του βούληση, εκθρονίζει τον ορθολογισμό,
εξαφανίζει κάθε ίχνος λογικής σκέψης. Τώρα εγώ είμαι αυτή που αποζητά το
φιλί και το άγγιγμά του, εγώ είμαι αυτή
που κολλάει το σώμα της πάνω στο δικό του, εγώ είμαι αυτή που του κλέβω το
οξυγόνο, και εγώ είμαι αυτή που τον ρίχνει στο διπλό κρεβάτι, πέφτοντας πάνω
του.
Του βγάζω το πουκάμισό του και αρχίζω να τον φιλάω
ξεκινώντας από τον λαιμό του και διατρέχοντας το στήθος και το στομάχι του. Δεν
σταματώ στη θέα των ουλών του. Είναι γεμάτος πληγές, αφού έχει πολεμήσει σε
πολλές μάχες. Όμως η μεγαλύτερη είναι αυτή που του έκανα εγώ. Ξαφνικά με
κυριεύει η επιθυμία να σβήσω αυτές τις αναμνήσεις.
Ξεκουμπώνω και κατεβάζω το δερμάτινο παντελόνι του.
Είναι ερεθισμένος φυσικά, όπως κάθε άντρας που έχει μια γυναίκα από πάνω του.
Ξέρω τι μπορώ να κάνω, για να τον ικανοποιήσω. Χωρίς να διστάσω φέρνω το στόμα
μου πάνω στο σκληρό του μόριο. Με την επιδέξια γλώσσα μου ξέρω πώς να τον φέρω
στα όριά του. Το έχω κάνει άλλωστε, πολλές φορές. Είναι η πρώτη όμως, που
κανείς δε με αναγκάζει. Όπως το περίμενα, κραυγάζει το όνομά μου με ένα
βογκητό. Κι εγώ ανοίγω περισσότερο το στόμα μου, ανεβοκατεβάζω το κεφάλι μου
πιο γρήγορα. Καταλαβαίνω πότε είναι έτοιμος να εκραγεί και τότε σταματώ απότομα.
Σηκώνω το κεφάλι και τον κοιτάζω μ’ ένα περιπαικτικό χαμόγελο. Κι αυτός,
εκνευρισμένος που του στέρησα την ολοκλήρωση με αρπάζει από τα χέρια και με
αναγκάζει να καθίσω στα γόνατά του.
Ανασηκώνεται και με φιλάει άγρια, δαγκώνοντας τα
χείλη μου δυνατά. Τα χέρια του κατεβάζουν τις τιράντες του φορέματός μου,
εκθέτουν το στήθος μου στη θέα του και τα χείλη του επιτίθενται στις θηλές μου,
κάνοντας με να ουρλιάξω δυνατά από τον πόνο. Είναι πιο άγριος, πιο
διεκδικητικός από την προηγούμενη φορά, επειδή κατά βάθος δεν έχει συγχωρέσει
την ψυχρότητα και την αδιαλλαξία μου. Πριν προλάβω να αντισταθώ, έχει σηκώσει
το φόρεμα μου, έχει κατεβάσει το εσώρουχό μου και έχει μπει βίαια μέσα μου.
Αναστενάζω με απελπισία στην αγκαλιά του και αφήνω
τον εαυτό μου να παρασυρθεί στη δύνη ενός ανεμοστρόβιλου με καταστροφικές, θανάσιμες συνέπειες. Και
αυτή τη φορά, διάολε, δεν μπορώ ούτε την βότκα να κατηγορήσω!
* * *
Δεν το πιστεύω ότι το έκανα πάλι! κοιμήθηκα ξανά
μαζί του. Αν είναι δυνατόν! Πώς στην ευχή συνέβη αυτό;
Είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι του, το μόνο που
σκεπάζει τη γύμνια μου είναι η μπλε, μάλλινη κουβέρτα του, και είμαι
εγκλωβισμένη στην πνιγηρή αγκαλιά του. Μπορώ να ακούσω με απόλυτη καθαρότητα
τον ήχο της αναπνοής του, τον ήχο των
χτύπων της καρδιάς του. Τα χέρια του αγκαλιάζουν τη μέση μου, το στέρνο
του είναι κολλημένο στην πλάτη μου, το κεφάλι μου ακουμπά στη βάση του λαιμού
του. Με κρατά κολλημένη πάνω του λες και είμαι το πολυτιμότερο πράγμα στον
κόσμο. Μα, σίγουρα το κάνει ασυναίσθητα. Δεν τολμώ να κουνηθώ, δε θέλω σε καμία
περίπτωση να καταλάβει ότι είμαι ξύπνια. Δεν τολμώ καν να γυρίσω από την άλλη
για να δω αν πράγματι κοιμάται. Βέβαια, ο ρυθμός της ανάσας του είναι
υπερβολικά φυσιολογικός για να είναι ξύπνιος, το ίδιο και η καρδιά του χτυπά
τελείως αρμονικά, όχι σαν τη δική μου που κοντεύει να πεταχτεί έξω από το
στήθος μου από την ταχυπαλμία. Όμως, δεν έχω κανένα δικαίωμα να αφουγκράζομαι
τους χτύπους της καρδιά του.
«Τό δις ἐξαμαρτείν οὐκ ἀνδρός σοφού».
Αυτό έλεγαν οι αρχαίοι έλληνες. Σημαίνει ότι οι
σοφοί άνδρες δεν επαναλαμβάνουν τα σφάλματά τους. Λοιπόν, αν εξαιρέσεις ότι
μιλά ειδικά για τους άνδρες, αντί να συμπεριλαμβάνει και τις γυναίκες, είναι
μεγάλη αλήθεια. Γενικά, και οι σοφές αλήθειες και η παραμέληση των γυναικών,
ήταν σύνηθες φαινόμενο για εκείνη την κοινωνία. Αρκεί μόνο να αναλογιστεί
κανείς ότι η Αρχαία Αθήνα ήταν η μόνη
περιοχή σε ολόκληρο τον κόσμο όπου οι πολίτες ήταν ίσοι απέναντι στο νόμο.
Είχαν τα ίδια δικαιώματα, τις ίδιες υποχρεώσεις και δεν υπήρχε βασιλιάς. Ισηγορία, ισονομία, ισότητα, δημοκρατία. Βέβαια, ήταν
όλοι ίσοι, αν εξαιρέσει κανείς τις γυναίκες, που ήταν κλεισμένες στα σπίτια,
και τους δούλους, που εργάζονταν για λογαριασμό των Αθηναίων· κοινωνικές ομάδες
που στερούνταν κάθε ελευθερία. Αν παραβλέψει κανείς αυτό το μελανό σημείο, στ’
αλήθεια το πολίτευμα, τα φιλοσοφικά και επιστημονικά επιτεύγματα εκείνης της
εποχής, αποτελούν ανεκτίμητη πηγή γνώσεων για όλους μας.
Έτσι κι εγώ. Παρόλο που δεν είμαι άνδρας, το αρχαίο
ρητό περιγράφει με ενάργεια την κατάσταση στην οποία υπέπεσα. Έκανα το ίδιο
λάθος για δεύτερη φορά. Αυτό σίγουρα δεν είναι ένδειξη πολύ μεγάλης σοφίας από
μέρος μου. Αντιθέτως, πολύ μεγάλης επιπολαιότητας και απερισκεψίας, θα έλεγα.
Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει γιατί αδυνατώ να θέσω
το μυαλό μου σε σωστή λειτουργία όταν τον νιώθω να με αγγίζει; Γιατί ενώ πάντα
φέρομαι με γνώμονα τη λογική και την ορθή κρίση, όταν είμαι μαζί του
καταστρατηγούνται όλες οι αρχές μου; Τι στο καλό, μάγια μου έχει κάνει;
Κι αυτός; Πού αποσκοπεί αυτός; Εντάξει, την πρώτη
φορά ήταν μεθυσμένος και φέρθηκε όπως φέρθηκε, σαν κάθε άντρας που έχει
χτυπηθεί από το αλκοόλ και δεν ξέρει τι κάνει. Σήμερα όμως δεν ήπιε σταγόνα.
Ίσως να ήπιε ένα ποτήρι, όχι αρκετό για να μεθύσει κανείς άσχημα, να γίνει
λιώμα. Οπότε, γιατί με φίλησε; Και μάλιστα επέμεινε αφού τον σταμάτησα!
Ίσως…
Όχι. Όχι. Όχι, και πάλι όχι. Δεν υπάρχει περίπτωση
να τρέφει συναισθήματα για μένα.
Η Ναντέζντα
τελικά αποφάσισε να το ριψοκινδυνέψει, να βασιστεί στο ένστικτό της που
υπαγόρευε ότι ο Στεφάν κοιμόταν βαθιά. Κι όμως, εκείνο την πρόδωσε. Προτού
προλάβει καλά καλά να μετακινήσει το χέρι του λίγα εκατοστά, άκουσε την
στεντόρεια φωνή του.
«Ούτε εσύ
κοιμάσαι, ε;»
Το ίδιο
δευτερόλεπτο η Ναντέζντα πετάχτηκε όρθια και απομακρύνθηκε από το κρεβάτι
τυλίγοντας γύρω της τη θαλασσί κουβέρτα. Μαζεύοντας τα πεσμένα ρούχα, κάθισε σε
μια καρέκλα, και επιδόθηκε στο δύσκολο έργο να φορέσει ξανά όλα τα στρώματα της
ενδυμασίας της, χωρίς να αφήσει την κουβέρτα να πέσει από πάνω της.
«Γιατί
ταράχτηκες τόσο; Σε τρόμαξα;» ρώτησε ο Στεφάν παρατηρώντας τις σπασμωδικές
κινήσεις της.
«Απλά, είχα την
εντύπωση ότι κοιμόσουν», απάντησε, σαν να τον κατηγορούσε. Είχε ήδη φορέσει το μεσοφόρι
της, πάνω από την κουβέρτα.
«Τώρα κατάλαβα.
Σου κατέστρεψα την ευκαιρία να φύγεις χωρίς ν’ αφήσεις ίχνος, όπως την
προηγούμενη φορά!» Φόρεσε κι εκείνος το παντελόνι και την πουκαμίσα του.
Η Ναντέζντα δεν
εκτίμησε τον ειρωνικό του τόνο.
«Νομίζω ότι
είναι ευκολότερο έτσι. Είναι καλύτερα να υποκριθούμε ότι δε συνέβη τίποτα.
Εξάλλου γνωρίζουμε κι οι δυο ότι ήταν μια παρόρμηση της στιγμής, μία παροδική
έλλειψη ευθυκρισίας.»
«Δεν ήταν παροδική έλλειψη ευθυκρισίας! Αυτό ήταν
μόνο για σένα; Πιστεύεις ειλικρινά ότι θα συμφωνούσα μ’ αυτό;»
Αφού το ήξερε
ότι αυτά ήταν τα συναισθήματα και οι σκέψεις της, γιατί να την ακούει να μιλά
έτσι τον πονούσε τόσο; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Πριν από λίγα λεπτά έπλεε σε
πελάγη ευτυχίας. Τώρα ένιωθε λες και κάποιος τον είχε πετάξει σ’ ένα από τα
καζάνια της κόλασης.
Ωστόσο, η ερώτηση αλλά και ο τόνος του κακοφάνηκαν στη Ναντέζντα. «Ω,
απλά ρώτα αυτό που θες πραγματικά να ρωτήσεις!» ξέσπασε.
«Τι εννοείς;»
«Μην κάνεις τον
ανήξερο! Είναι ηλίου φαεινότερο ότι δε με βρήκες στην κατάσταση που θα περίμενε
κανείς!»
Η ιδέα πως ο
Στεφάν εννοούσε άλλα από αυτά που έλεγε είχε καρφωθεί στο μυαλό της και δεν
μπορούσε να την αποβάλει. Όχι, ότι προσπάθησε ιδιαίτερα.
«Δεν καταλαβαίνω»,
είπε εκείνος με ανυπόκριτη ειλικρίνεια.
«Α, δεν
καταλαβαίνεις! Θεέ μου, πεθαίνεις να με ρωτήσεις, λοιπόν γιατί δεν το κάνεις;
Είναι πασιφανές ότι δεν ήσουν ο πρώτος άνδρας με τον οποία σύνηψα ερωτική σχέση
και δεν μπορείς να αναρωτιέσαι πόσοι άλλοι υπήρξαν, έτσι δεν είναι; Αυτό κάνει πάντοτε
στον ελεύθερο χρόνο της;»
Ούτε η ίδια
ήξερε γιατί είχε οργιστεί τόσο, ούτε γιατί του καταλόγιζε πράγματα παράλογα. Δεν
της είχε δώσει καμία λαβή, για να κάνει τέτοιες σκέψεις.
«Αυτό δε με
αφορά. Δε θα έκανα ποτέ μια τόσο αδιάκριτη ερώτηση». Ήταν τόσο ευγενής και
αξιοπρεπής που κατόρθωσε να εκνευρίσει τη Ναντέζντα ακόμη περισσότερο.
«Ήμουν πόρνη,
Στεφάν», είπε πεζά, φορώντας και το τελευταίο φόρεμα, το καμωμένο από χοντρό
μάλλινο ύφασμα, σ’ ένα βαθύ πράσινο χρώμα, χωρίς σχέδια ή μοτίβα. Τον κοίταξε
με το περήφανο βλέμμα της και συνέχισε χωρίς καμία ντροπή, αλλά δίνοντας έμφαση
στην κάθε της λέξη.
«Δεν πήρα ποτέ
νομίσματα ως αντάλλαγμα, μα δεν έχει σημασία. Ούτε ξέρω πόσοι άντρες υπήρξαν.
Και δε θυμάμαι κανέναν τους, ούτε εκείνον τον πρώτο. Μα δεν πρόκειται να
χαραμίσω ούτε μια λέξη απολογούμενη γι’ αυτό. Είχα καλούς λόγους. Οπότε μπορείς
να με σιχαθείς, να με λυπηθείς, να με βρίσεις ή να με θεωρήσεις τιποτένια και
αισχρή, δε θα μπορούσε να με νοιάζει λιγότερο!»
Τα ξεστόμισε όλα
μονομιάς χωρίς παύσεις, χωρίς να αναπνέει, σχεδόν. Όσο μιλούσε ο Στεφάν δεν
πήρε τα μάτια του από πάνω της. Προσπαθούσε να το συνειδητοποιήσει. Όταν όμως
άκουσε την πλάγια επίθεση στο πρόσωπό του, πως εκείνη είχε προεξοφλήσει την
αντίδρασή του, δεν μπορούσε να παραμείνει σιωπηλός.
«Ποτέ δε θα σε
έκρινα, Νάντια. Όχι χωρίς να ξέρω την κατάσταση».
«Πότε θα πάψεις
να με αποκαλείς, έτσι; Και μη λες πράγματα τα οποία δεν εννοείς. Σε υποβιβάζει,
Στεφάν Ραντοσλάβιτς!» εκτόξευσε το δηλητήριό της.
«Το εννοώ! Γαμώτο,
πώς είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνεσαι πώς νιώθω για σένα; Είμαι ερωτευμένος
μαζί σου! Θα μπορούσες να μου πεις ότι έχεις κάνει φόνο και δε θα μ’ ένοιαζε.
Θα μπορούσες να μου πεις ό,τι έχεις πάει με χίλιους άντρες και δε θα μ’ ένοιαζε.
Τόσο πολύ με έχεις κυριεύσει».
Τον κοίταξε με
απορία και έκπληξη. Τι έλεγε; Γρήγορα
όμως το βλέμμα της επανήλθε στη γνώριμη ψυχρότητα. Προσπάθησε για λίγο
να σκεφτεί αυτά που της έλεγε. Τελικά αποφάσισε να τα εκλάβει ως λόγια ενός
παράφρονα.
«Αντίο, Στεφάν
Ραντοσλάβιτς». Σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα της και προχώρησε με αδιαφορία
προς την έξοδο.
Το συνθηματικό
όμως, χτύπημα: δύο κοφτά χτυπήματα, παύση κι έπειτα άλλα τρία ανά διαστήματα την
κάρφωσε στη θέση της. Ήταν ο Σλάβα, αρχηγός των αντρών που είχε διατάξει ο
Στεφάν να ελευθερώσουν τους άρχοντες Φεντόρεβιτς και Νικολάγιεβιτς από τα χέρια
των ντρουζίνικ και το σπαθί του δήμιου. Ένας μεσήλικας, γυμνασμένος και με
μαλλιά που δεν είχαν αρχίσει να αραιώνουν. Ήξερε να επιβάλλεται στους νεαρούς
στρατιώτες. Πονηρός και δοκιμασμένος στις μάχες, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για
το δυσεπίτευκτο εγχείρημα.
Μόλις μπήκε στο
διαμέρισμα του αφέντη του, δεν έκανε κανένα σχόλιο για την παρουσία της
Ναντέζντας εκεί, λες και ήταν απολύτως φυσιολογικό να βρίσκεται στην κάμαρα
ενός άνδρα τόσο αργά τη νύχτα. Αντιθέτως της απηύθυνε χαιρετισμό και υποκλίθηκε
με σεβασμό. Κι έπειτα έδωσε την αναφορά του με κάθε επισημότητα.
«Οι άρχοντες θα
χαρούν να μάθουν ότι φέραμε σε πέρας την αποστολή. Οι δυο άντρες, βρίσκονται
σώοι και αβλαβείς και στο δρόμο για το Νόβγκοροντ, σύμφωνα με τις διαταγές σας,
όπου δε θα μπορέσει να τους βρει ο Μεγάλος Πρίγκιπας. Θα είχα επιστρέψει
νωρίτερα αλλά έπρεπε να τους συνοδεύσουμε μέχρι ένα σημείο του δρόμου κι έπειτα
εφόσον σκοτώσαμε όλους τους ντρουζίνικ που τους φρουρούσαν, έπρεπε να
προσέξουμε να μην εμφανιστούμε πουθενά στη γύρω περιοχή και να εξασφαλίσουμε
ένα ατράνταχτο άλλοθι για τον καθέναν από μας. Είμαι βέβαιος πως ο
Μεγαλειότατος δεν γνωρίζει ακόμη τι συνέβη. Δεν επέζησε κανείς για να του
στείλει τα μαντάτα. Από την άλλη οι άνθρωποι των φυλακών δεν ήταν ενήμεροι για
την επικείμενη άφιξη οπότε δε θα έστειλαν κάποιο μήνυμα, ρωτώντας για την αργοπορία.
Η υπόλοιπη νύχτα αναμένεται να περάσει ήρεμα.
Όμως η καταιγίδα που θα ξεσπάσει αύριο… είναι άλλη ιστορία!»
Σοφία Γκρέκα