Το αρχιπέλαγος του πόνου (Κεφάλαιο 24)

«Μανώλη;»

Η σιγανή φωνή της Μαριάνθης, γεμάτη παράπονο, δόνησε τον αέρα του μικρού σπιτιού σαν χτύπος κλαυτερής καμπάνας. Εκείνος της γύριζε τα νώτα δίχως να αποκρίνεται.

«Μανώλη, τι έχεις; Γιατί δε μου μιλάς; Τόσες μέρες σε βλέπω σκυθρωπό, ούτε μια λέξη δε με λες…»

Πλησίασε και κάθισε δίπλα του, κάνοντας μια απόπειρα να τον αγκαλιάσει. Έδιωξε απότομα τα χέρια της.


«Τολμάς να μ’ αγγίζεις κιόλας» μουρμούρισε.

«Γιατί να μη σ’ αγγίζω; Τι κακό κάμω;» απόρησε λυπημένη. «Εσύ με κράτησες στην αγκαλιά σου και τώρα μ’ αποδιώχνεις… Γιατί;»

«Παρ’ το χαμπάρι, Μαριάνθη, ήταν λάθος!» ύψωσε ξαφνικά τον τόνο του κοιτώντας την κατάματα. «Δεν έπρεπε να σ’ αφήσω να με φιλοξενήσεις… Αποξεχάστηκα κοντά σας και να τ’ αποτελέσματα! Πρέπει να φύγω γρήγορα, πριν μας βρουν χειρότερα»

«Τόσο πολύ με μισείς λοιπόν;» υπέλαβε πιο έντονα κι η Μαριάνθη, κι ένιωθες την πίκρα να ξεχειλίζει από μέσα της. «Το ότι σε βοήθησα να σταθείς στα πόδια σου δε σημαίνει τίποτα για σένα; Βρήκες μια οικογένεια, Μανώλη…»

«Έχω γονιούς που μπορεί να ζουν, και θα ’πρεπε ήδη να τους ψάχνω. Έχε χάρη που ’μουνα χαμένος και δεν ήξευρα τι να κάμω, αλλιώς θα σ’ έλεγα εγώ αν θα ’μπαινα ποτέ στο σπίτι σου…»

«Κι- κι αυτό που ζήσαμε μαζί; Δεν ήταν τίποτα;»

«Τι ζήσαμε Μαριάνθη; Πάψε να το λες έτσι! Ένα παραστράτημα ήταν, μια αμαρτία και των δυο μας!»

«Αμαρτία;» αναφώνησε έκπληκτη. «Έτσι το βλέπεις δηλαδή;»

«Ναι, έτσι το βλέπω» επανέλαβε ξεφυσώντας ο Μανώλης. «Γιατί δεν είσαι γυναίκα μου, γιατί ορκιστήκαμε να μείνουμε φίλοι, γιατί ήσουν η αγαπητικιά του καρντάση μου και μητέρα του παιδιού του, γιατί… γιατί δεν ξέρω, ανάθεμά με, δεν ξεύρω τι άλλο να σκεφτώ…»

Ανακάθισε στο ντιβάνι πιάνοντας και με τις δυο παλάμες το μέτωπό του, τα μηνίγγια του χτυπούσαν απ’ την ένταση. Η Μαριάνθη άγγιξε τρυφερά το μπράτσο του.

«Μπορούμε να το φτιάσουμε όλο αυτό» είπε μαλακά. «Εγώ Μανώλη… σ’ αγαπώ…»

Έσκυψε το κεφάλι σμίγοντας νευρικά τα δάχτυλά της ενώ ο Μανώλης την κοίταξε εμβρόντητος.

«Τι λες; Από πού κι ως που;»

«Αλήθεια λέω» επέστρεψε το βλέμμα η κοπέλα βουρκωμένη. «Είσαι ο μόνος άντρας μετά το Δαμιανό που μ’ έκαμες να νιώσω ζεστασιά. Σε παρακαλώ, μη φύγεις! Μείνε εδώ, μαζί μου… Παντρέψου με…»

Πετάχτηκε όρθιος, οι κόρες του διεστάλησαν από σύγχυση και θυμό που άρχιζε να θεριεύει. Η Μαριάνθη φοβήθηκε, ζάρωσε στη θέση της.

«Τι είπες μωρή; Ξεύρεις τι μου ζητάς;»

«Τι σου ζητώ; Να με δώκεις την αγάπη σου και να ζήσομε ήρεμα οι δυο μας εδώ πέρα… Ήδη ο μικρός σ’ έχει σαν πατέρα»

Δεν πρόλαβε να ελέγξει το χέρι του, το οποίο προσγειώθηκε αυτόματα επάνω της. Έπιασε το κοκκινισμένο μάγουλο κρατώντας στραμμένο το πρόσωπό της, για να μην φανούν τα δάκρυα που γέννησαν τα μάτια της. Σαστισμένος τηρούσε μια την παλάμη με την οποία χτύπησε τη Μαριάνθη, μια την ίδια, και τον έπιασε τρέμουλο.

«Συγχώρα με» ψέλλισε. «Συγχώρα με, δεν ξεύρω τι κάμω…»

Στηρίχτηκε στον πιο κοντινό τοίχο σιγοκλαίγοντας, λες και μπορούσαν να καθαρίσουν τα δάκρυα τη θολούρα του νου και της καρδιάς του. Η Μαριάνθη βλέποντάς τον έτσι τον λυπήθηκε. Πήγε κοντά του κι άγγιξε τον ώμο του.

«Μανώλη» πρόφερε. «Συγγνώμη…»
Ένιωσε να πλημμυρίζει από συμπόνια για την νέα αυτή γυναίκα που ήταν μόνη της στον κόσμο και την αγκάλιασε θερμά σαν αδελφός, όχι πια ερωτικά, φιλώντας στοργικά τα μαλλιά της.

«Εγώ… Εγώ πρέπει να σου ζητήσω συγγνώμη» μονολόγησε. «Που ξέφυγα και δεν λογάριασα όσα καλά έκαμες για μένα, μον’ άπλωσα το χέρι μου απάνω σου… Πως μπόρεσα Θεέ μου;»

«Εγώ φταίω, Μανώλη, που σε παράσυρα» απολογήθηκε τώρα εκείνη. «Δεν ήπρεπε να κάμουμε τέτοιο πράμα. Μα κείνη τη στιγμή δεν ξεύρω, σαν να μπήκε ο διάολος μέσα μου - Θε μου σχώρα με - και με τύφλωσε…»

«Κι οι δυο μας φταίμε, Μαριάνθη. Τυφλωθήκαμε απ’ το πάθος» παραδέχτηκε σιγανά ο Μανώλης. «Είμαστε νέοι, μόνοι… Μα όπως και να ’χει, δεν μπορώ να μείνω εδώ, ούτε να γένω άντρας σου. Πρέπει να ψάξω τσι γονιούς μου, κι επίσης…»

«Τι;»

«Αγαπώ ήδη κάποια» της εξομολογήθηκε. «Και αν ζει, θέλω να την παντρευτώ…»

Μειδίασε αχνά η Μαριάνθη, απροσδιόριστα. «Την Κατίνα τη Σεκέρογλου;»

«Πως το ξεύρεις;» αιφνιδιάστηκε ο Μανώλης. «Δε σ’ το ’χα πει ποτές!»

«Με το ’χε πει η ίδια πριν από σένα»

«Πότε; Που; Τι εννοείς;»

«Μια βολά που ’χα πάει στην εκκλησιά, σαν ήμουν έγκυος, ήρθε κι εκείνη να ξομολογηθεί στον παπά κι εκεί μ’ ήβρε. Την είπα να ’ρχει κοντά μου να μιλήσομε, κι έτσι έμαθα εγώ τον πόνο της κι αυτή τον εδικό μου»

«Δηλαδή η Κατίνα…;»

«Ναι. Μην τηράς που σ’ είπα ότι κανείς δεν ήξευρε, την είχα λησμονήσει μαθές την κοπέλα. Μα τώρα που έγινε ό, τι έγινε την θυμήθηκα»

Χαμογέλασε αυτή τη φορά ξεκάθαρα, γλυκά η Μαριάνθη. «Σ’ αγαπάει κι αυτή πολύ, Μανώλη. Θυμούμαι πως έλαμπαν τα μάτια της σαν μ’ είπε για τους δυο σας… Δεν ημπορώ να σ’ τη στερήσω. Πρέπει να φύγεις, να πας να τη βρεις και να την κάμεις γυναίκα σου, τ’ αξίζει. Όσο για μένα, πες πως δεν υπήρξα, λησμόνα με…»

Ο Μανώλης συνέλαβε την πικρία που χρωμάτισε τα λόγια της. «Δεν πρόκειται, Μαριάνθη» την παρηγόρησε. «Υπήρξες ένας άγγελος για μένα. Θα σε θυμούμαι πάντοτε, σα μια καλή φίλη. Το μόνο που πρέπει να σβήσομε είναι εκείνη η βραδιά…»

«Την έσβησα ήδη» τον βεβαίωσε. «Τελικά έπρεπε να με το δώκεις το χαστούκι, ταρακουνήθηκα κι ήρθα στα συγκαλά μου»

Γέλασαν κι οι δυο αμήχανα. «Λέω να κινήσω αύριο κιόλας» δήλωσε ο Μανώλης. «Θα φέρω γύρα τα χωριά μήπως και μάθω κάτι, κι ύστερα έχει ο Θεός»

«Να κινήσεις» συγκατένευσε η Μαριάνθη. «Εγώ θα σε δώκω την ευχή μου και λίγο φαγί για το δρόμο, να ξεπληρώσω με τη σειρά μου όσα έκαμες για χάρη μου. Αν δεν ήσουν εσύ, μες στην παλιοπαράγκα θα ζούσαμε»

«Πρέπει να ειδοποιήσω και τ’ αφεντικό» συλλογίστηκε φωναχτά. «Θα ’ναι αχαριστία να φύγω σαν δραπέτης, τόσα πολλά με πρόσφερε…»

Την άλλη μέρα λοιπόν πρωί- πρωί πήγε στο αρχοντικό του Λυκούση κι αφού τον ζήτησε κατ’ ιδίαν, ο Ισίδωρος εμφανίστηκε μπροστά του αγέρωχος και σεβάσμιος μαζί, όπως πάντα, ένας πραγματικός άρχοντας με όλο το νόημα της λέξης.

«Τι έγινε, Μανωλιό, πως κι από δω; Θες καμιά χάρη, καμιά ευκόλυνση; Πες μου κι εγώ θα σ’ την κάμω αμέσως»

«Αφεντικό, το ξεύρω πόσο κιμπάρης[1] και σελμπέσης είσαι, κι αν χρειαζόμουν κάτι δε θα δίσταζα να σ’ το γυρέψω. Μα τώρα δα θέλω να σε πω πως αποφάσισα να φύγω από τη Χιό…»

«Γιατί μπρε παιδί; Πως κι έτσι ξαφνικά;»

«Δεν είναι ξαφνικό, αφέντη, έχω τσι λόγους μου. Θέλω να βρω τους γονιούς μου, είναι μόνοι τους στον κόσμο και δεν έχουν άλλονε εκτός από μένα. Θα με νομίζουν για νεκρό οι άμοιροι τόσο καιρό που είμαστε χώρια, πάνε κοντά δυόμισι χρόνια...»

«Εντάξει παλικάρι μου, αν είναι έτσι, έχεις την άδειά μου» υποχώρησε ο Ισίδωρος. «Μον’ άσε με να σου δώσω κάτι που θαρρώ θα το χρειαστείς»

«Δε θέλω τίποτις, αφέντη μ’, να ξεύρεις μόνο ήθελα πως δε θα σου δουλεύω πια»

«Ε πως μπρε Μανωλιό; Τα φτωχά μα καλά παιδιά σαν κι εσένα πρέπει να τα βοηθούμε εμείς οι έχοντες!» τον έκοψε. Βγήκε για λίγο από τη σάλα κι έπειτα ξαναμπήκε κρατώντας ένα δερμάτινο σακούλι.

«Πάρε δω» του το πρότεινε. «Για να βγάνεις τα έξοδα του ταξιδιού, βολεί να γυρίσεις τη μισή Ελλάδα μέχρι να τους βρεις»

Ο Μανώλης πέτρωσε, κοιτάζοντας μια τον Ισίδωρο και μια το πουγκί με τους παράδες. «Αφέντη, δε γίνεται» έκανε. «Δεν τους δέχουμαι…»

«Θα τους δεχτείς και θα πεις κι ένα τραγούδι» αντέσκοψε πράος ο μεσήλικος άρχοντας. «Δε θα μου λείψουν εμένα, μην ανησυχείς. Εσύ να ’χεις ένα γερό κομπόδεμα να ξοδέψεις στο δρόμο. Σ’ το δίνω μ’ ούλη μου την καρδιά γιατί σε συμπάθησα κι είδα αμέσως πως κάτεχες τη δουλειά…»

Μη μπορώντας ακόμα να χωνέψει την ευεργεσία που του έγινε, πήρε στις ιδρωμένες του παλάμες το δώρο του. «Σ’ ευχαριστώ αφέντη» πρόφερε. «Δεν ξεύρεις πόσο πολύ σ’ ευχαριστώ! Δεν ήταν ανάγκη»

«Να πας στο καλό παλικάρι μου» του ευχήθηκε. «Κι όταν βρεις τους γονιούς σου και σταθείς σε κάποιο τόπο, γράψε μας, να ξέρουμε ότι είσαι καλά»

Σεβαστικά ο Μανώλης ασπάστηκε το δεξί του χέρι. «Πάντως κρίμα που δε μένεις» πρόσθεσε εύθυμα ο Λυκούσης. «Τόσα ωραία κοράσια υπάρχουνε στη Χιό, κι έχω την αίσθηση ότι κάποιες εργάτριές μου σε γλυκοκοίταζαν!» Και του ’κλεισε με νόημα το μάτι.

Χαμογέλασε ομοίως ο νέος. «Ασ’ τους να λένε, σε μια ανήκει εμένα η καρδιά μου. Μακάρι να τη βρω, μακάρι…»

Πέρασε από το σπίτι της Μαριάνθης όπου εκείνη του είχε ετοιμάσει όλα τα απαραίτητα. Φορτώθηκε τον μπόγο στους ώμους του κι έπειτα στάθηκε μπρος στο κατώφλι να αποχαιρετιστούνε. Μια αμηχανία διάχυτη τους κατέκλυζε.

«Καλό δρόμο Μανώλη» μίλησε πρώτη η κοπέλα. «Εύχομαι να βρεις αυτό που ζητάς…»

«Κι εσύ Μαριάνθη» ανταπέδωσε. «Σ’ ευχαριστώ πολύ για όλα. Μη μείνεις μόνη σου, αξίζεις μια καλή τύχη. Βρες έναν άντρα να σ’ αγαπάει όπως σ’ αγάπησε ο Δαμιανός, παντρέψου, κάντε παιδιά. Να ’χει κι ο Δημητράκης συντροφιά κι έναν πατέρα…»

«Άμα τον βρω θα το κάμω. Σ’ το υπόσχομαι» Ένας κόμπος έδεσε το λαιμό και των δύο. Αγκαλιάστηκαν δειλά, σαν να φοβούνταν μήπως αναζωπυρωθεί η φλόγα που τους ένωσε. Η Μαριάνθη τόλμησε να τον φιλήσει πεταχτά στο μάγουλο.

«Στο καλό. Η Παναγιά μαζί σου!» τον σταύρωσε κι η φωνή της έκρυβε λυγμό. Έσυρε φευγαλέα τα δάχτυλά του στο δικό της.

«Αντίο Μαριάνθη. Να προσέχεις!» είπε εξίσου συγκινημένος. Πήρε για τελευταία φορά στην αγκαλιά του το μικρό Δημήτρη που τους παρατηρούσε απορημένος φιλώντας το μετωπάκι του, κι ύστερα μ’ ένα στερνό ανέμισμα του χεριού του προς τη μάνα και το γιο χάθηκε στην χωματένια στράτα.

Έτσι άρχισε το ταξίδι του, μακρύ, κοπιαστικό και δύσκολο. Αφού γύρισε όλα τα χωριά της νότιας και βόρειας Χίου στα οποία μάθαινε ότι είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες και δεν μπόρεσε να βρει κανέναν, αποφάσισε έπειτα να συνεχίσει στη Λέσβο ναυλώνοντας ένα καΐκι με τα ικανά λεφτά που του έδωσε ο Λυκούσης. Τζίφος κι εκεί. Έπρεπε τώρα να περάσει στη στεριά.

Ξάνθη, Κομοτηνή, Καβάλα, Δράμα, Έδεσσα, Σέρρες… Ούτε ήξερε πια ο Μανώλης πόσες πόλεις της Θράκης και της Μακεδονίας είχε διασχίσει. Σχεδόν πάντα πεζός, με τα υποδήματά του σιγά- σιγά να λιώνουν, τα πόδια του να πονάνε και να βγάζουν φουσκάλες, με το κομπόδεμα να σώνεται, το στομάχι πολλές φορές άδειο, το σώμα άπλυτο επί μέρες και τον ύπνο να του λείπει. Τίποτα ωστόσο δεν τον πτοούσε. Αν έβρισκε στο δρόμο κάποια πηγή ή ένα ποτάμι καθαρό, απ’ αυτά που κυλάνε τα κρύα νερά τους μορμυρίζοντας με θόρυβο στους μακεδονικούς κάμπους, σταματούσε και λουζόταν. Όποτε πάλι ένιωθε ότι δεν άντεχε άλλο την πεζοπορία, στεκόταν σ’ ένα τυχαίο σταυροδρόμι και έκανε σήμα σε κάποιον διερχόμενο αραμπά. Μ’ αυτό τον τρόπο βρέθηκε κάποτε στη Θεσσαλονίκη κι αποφάσισε ότι ήταν ώρα να ξεκουράσει λίγο τον εαυτό του. Νοίκιασε για ένα βράδυ δωμάτιο σε ξενοδοχείο, έφαγε, πλύθηκε, κοιμήθηκε ήσυχα χωρίς να τον τυραννά η ζέστη ή τα ξαφνικά μπουρίνια και μετά από τούτη την αναζωογόνηση, με το νου του επίσης φρέσκο, πήρε το τρένο για την Αθήνα.

Μετά την Κατερίνη κατέβηκε στον Βόλο, εφόσον πληροφορήθηκε ότι και στις δύο πόλεις υπήρχαν πολλοί πρόσφυγες. Ανέλπιστα βρήκε εκεί την οικογένεια της ξαδέλφης του της Ελένης, όσους είχαν απομείνει δηλαδή: τη μάνα της, την ίδια και τα δύο από τα τέσσερα αδέλφια της. Τον αγκάλιασαν κλαίγοντας από χαρά κι ανακούφιση η θεία Διαλεχτή, αδελφή του Στρατή ήταν, μαζί με τα ξαδέλφια του κι όταν πέρασε η πρώτη έκπληξη άρχισαν οι απανωτές ερωτήσεις εκατέρωθεν. Ο θείος του είχε φονευθεί βάναυσα απ’ τους Τσέτες στο λιμάνι της Σμύρνης τις ώρες της φωτιάς και μες στον πανικό η υπόλοιπη οικογένεια χωρίστηκε. Η γυναίκα του κατάφερε να σώσει την Ελένη, τη μικρότερη αδελφή και το μικρότερο αδελφό της, ενώ τον μεγαλύτερο αδελφό τον άρπαξαν οι Τούρκοι και η έφηβη ξαδέλφη του ρίχτηκε στη θάλασσα για να αποφύγει την ατίμωση. Τ’ άκουγε ο Μανώλης και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τους λυγμούς του. «Γιατί Θεέ μου, γιατί; Ποιος το ’θελε ετούτο το κακό; Πότε θα κλείσουν άραγε οι πληγές μας;» αναρωτιόταν. «Κι οι δικοί μου γονείς να ζουν άραγε; Κι η Κατινιώ μου τι απέγινε; Την έσωσα εγώ μια φορά απ’ τα χέρια τους, μα σαν μ’ έπιασαν κατάφερε ύστερα να ξεφύγει μόνη απ’ το χαμό;»

Σαν να μάντεψε τις σκέψεις του, η Διαλεχτή τον ενημέρωσε ότι πριν λίγο καιρό είχαν ακούσει κάτι για το Στρατή και την Άννα. Ο Μανώλης ορθώθηκε γουρλώνοντας τα μάτια.

«Είναι ζωντανοί; Πες με, θειά! Ζουν οι γονιοί μου;»

«Ζουν, γιαβρί μου, τουλάχιστον έτσι έμαθα» αποκρίθηκε εκείνη.

«Τι άλλο μάθατε; Ξεύρεις που πήγαν;» επερώτησε ανυπόμονα.

«Όχι, παιδί μου, ετούτο δεν το ξεύρω» κούνησε το κεφάλι της. «Μάλλον όμως είναι πιο κάτω από μας, προς την Αθήνα»

Ζεστάθηκε η ψυχή του παλικαριού, πύρωσε από μια τεράστια ευτυχία. «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου, χίλιες βολές σ’ ευχαριστώ! Λαμπάδα στο μπόι τους θ’ ανάψω όταν τσι βρω επιτέλους!» Την ίδια στιγμή βρεφικό κλάμα ακούστηκε κι η Ελένη σηκώθηκε, για να επιστρέψει σε λίγο με ένα τόσο δα πλασματάκι τυλιγμένο σε μια κουβέρτα, λάμποντας ολόκληρη. Ο ξάδελφός της την κοίταζε απορημένος. Κι εκείνη του αποκάλυψε ότι πριν ένα χρόνο επανενώθηκε με τον αρραβωνιαστικό της και παντρεύτηκαν, αποκτώντας σύντομα το παιδί που κρατούσε στην αγκάλη της, την κανακάρα τους. Ο άντρας της, του είπε, δούλευε ήδη σε μια φάμπρικα της πόλης.

Έμεινε δυο τρεις μέρες με τους συγγενείς του ο Μανώλης στο Βόλο, κατά τις οποίες γνώρισε καλύτερα τον σύζυγο της Ελένης και τον συμπάθησε πολύ. Όταν πλέον ένιωσε έτοιμος να συνεχίσει το ταξίδι του, τους φίλησε όλους έναν προς έναν και με εφόδιο τις ευχές τους και τα λίγα τρόφιμα που χώρεσαν στο ταγάρι του επιβιβάστηκε πάλι στην αμαξοστοιχία, αυτή τη φορά όμως με το ηθικό αναπτερωμένο και την λαχτάρα να είναι τα πράγματα όπως του τα περιέγραψε η θεία του σταθερά προσηλωμένη στην καρδιά του.

Αρχές φθινοπώρου ήταν, όταν έφτασε στην Αθήνα. Αιφνιδιάστηκε στην αρχή βλέποντας τα φύλλα των δέντρων να ωχριούν και τα πρώτα μολυβένια σύννεφα να μαζεύονται πάνω στον αττικό ουρανό. Μα βέβαια, πως δεν το πρόσεξε; Τρεις μήνες και βάλε είχε περάσει ψάχνοντας τους δικούς του. Μήπως όμως είχε την αίσθηση του χρόνου όσο περιπλανιόταν; Το σίγουρο πάντως ήταν ότι το καλοκαίρι του σωτηρίου έτους 1924 είχε ανεπιστρεπτί παρέλθει κι ένας γλυκός Σεπτέμβρης άπλωνε ηδονικά τα χέρια του στην πλάση.

Από το Βύρωνα και την Καισαριανή μέχρι τον Πειραιά και τα περίχωρα της Αττικής, οι προσφυγικοί συνοικισμοί ξεφύτρωναν παντού. Πήρε να τους εξερευνά ρωτώντας τα ονόματα των γονιών του και κάποια στιγμή έφτασε στους Ποδαράδες, την περιοχή γύρω από το ρέμα του Ποδονίφτη, όπου ένας ακόμη οικισμός είχε στηθεί. Ήταν αυτός των προσφύγων από την Ισπάρτα, την ξακουστή Σπάρτη Πισιδίας που φημιζόταν για τα χαλιά της, οι οποίοι εκδιώχθηκαν απ’ τις εστίες τους τον Οκτώβριο του 1922 και χάρη στην πρόνοια του ιεράρχη τους Ιωακείμ Πεσμαζόγλου κατάφεραν με λιγοστές απώλειες να φτάσουν στην Ελλάδα. Ο οικισμός θεμελιώθηκε τον Ιούνιο του 1923 παίρνοντας το όνομα Νέα Πισιδία, σύντομα όμως άρχισαν να εγκαθίστανται μαζί τους πρόσφυγες από σχεδόν κάθε γωνιά της Μικρασίας και του Πόντου· όλοι αυτοί θα αποτελούσαν τον πρώτο πυρήνα μιας σημαντικής εργατούπολης, της γνωστής μας Νέας Ιωνίας.

Στην κοίτη του ρέματος, πολλές γυναίκες έπλεναν τα ρούχα τους. Τα βάπτιζαν στο νερό του ποταμού τρίβοντάς τα γερά με τη σαπουνάδα κι ύστερα νωπά τα έβαζαν στα πλεκτά καλάθια τους. Σταμάτησε για λίγο παρατηρώντας τες όσο πιο προσεκτικά μπορούσε, μήπως διέκρινε ανάμεσά τους τη γνώριμη φιγούρα της Άννας.

«Συμπαθάτε με, κυράδες, που σας ενοχλώ» μίλησε τελικά «αλλά μήπως ξεύρετε τον Στρατή και την Άννα Ασλάνογλου;»

Οι προσφυγίνες αλληλοκοιτάχτηκαν μετά την πρώτη έκπληξη που τους προκάλεσε η παρουσία του, κάτι ψιθύρισαν μεταξύ τους.

«Καλέ, τον κυρ- Στρατή και την κυρα- Αννιώ απ’ το Μπουτζά θα λέγει» αποφάνθηκε μία. «Ναι, παλικάρι μου, τσι ξεύρουμε. Τι σου είναι μαθές;»

«Γονείς μου» απάντησε και μια γλυκόπικρη γεύση πλημμύρισε το στόμα του.

«Γονιοί σου; Σοβαρά; Τηράτε καλέ κοκόνες τι λεβέντη γιο έχει η Αννιώ μας!»

«Ζουν εδώ; Μπορώ να τσι διω;» σκίρτησε όλο ελπίδα ο Μανώλης.

«Ναι, παλικάρι μου, εδώ ίσα πέρα» έδειξε με το δάχτυλο εκείνη ένα κοντινό σπιτάκι. Την ευχαρίστησε και με βήματα αργά, τρέμοντας ολόκληρος, έτοιμος να σωριαστεί χάμω, πλησίασε προς τα κει. Είδε την Άννα σκυμμένη να ζυμώνει σε μια σκάφη, αμέριμνη, σιγοτραγουδώντας ένα σκοπό του τόπου τους. Το μαύρο τσεμπέρι είχε γλιστρήσει λίγο απ’ την κορυφή του κεφαλιού της αποκαλύπτοντας τα μαλλιά της που ολοένα γκρίζαραν. Συγκρατήθηκε με κόπο να μην κλάψει, να μη φωνάξει, δαγκώνοντας τα χείλη και σφίγγοντας μαζί τα βλέφαρα. Και μόλις ανέκτησε την ψυχραιμία του, εμφανίστηκε μπροστά της, αφήνοντας την ασφάλεια που του παρείχε ο πλαϊνός τοίχος.

«Μανούλα…»

Η Άννα έστρεψε απορημένη το λαιμό να δει ποιος της μιλάει. Και πάγωσε στη θέση της, όπως πάγωσαν και τα ξεραμένα χείλη της ανοίγοντας διάπλατα.

«Μανώλη;… Όνειρο βλέπω;»

«Όχι, γλυκιά μου μάνα, δε βλέπεις όνειρο!» τη διαβεβαίωσε εκείνος με τη φωνή να σπάει από συγκίνηση. «Εγώ είμαι, ο γιος σου… Γύρισα, μάνα, είμαι ζωντανός! Δες με, τήρα με!»
Μία αόρατη θηλιά έφραξε το λάρυγγά του. Δεν κατάφερε να πει τίποτε άλλο. Τα είπαν όλα όμως οι κινήσεις της μητέρας του, που βούρκωσε μεμιάς και τρεκλίζοντας έφτασε το παιδί της, αφήνοντάς τον να την κλείσει γερά στα χέρια του, ενώ το στόμα της ανέπεμψε κραυγή απολύτρωσης. Το στέρνο του Μανώλη νότισε αμέσως απ’ τα δάκρυά της, τα δικά του έφταναν για να πλυθεί η οικουμένη ολόκληρη.

«Μάνα! Μανούλα μου γλυκιά!» σπάραζε.

«Μανωλιό μου! Γιόκα μου εσύ, τζιέρι μου, παιδί μου!» ανταπέδιδε εκείνη. Ώρα πολλή έκλαιγαν πεσμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, κι αφού παρήλθε το πρώτο ξέσπασμα η Άννα πήρε να χαϊδεύει σιωπηλά τις παρειές του γιου της που στεκόταν επίσης άλαλος απ’ τη συγκίνηση, μην ξέροντας τι να πρωτοπούν και τι να αφήσουν.

«Αγόρι μου… Σαν ψέμα με φαίνεται! Σ’ είχαμε για νεκρό!»

«Νεκρός θα ήμουνα, μανούλα, αν δε με βαστούσε η σκέψη σας… Άργησα να φτάσω στα παράλια, και σαν ήμουν στη Σμύρνη κι ήλεγα θα σωθώ, μ’ αρπάξανε οι Τούρκοι και με πήρανε αιχμάλωτο… Δεν ημπορείς να φανταστείς τι περάσαμε, πόσοι συντρόφοι χάθηκαν! Ο Θεός ξεύρει πως έζησα…»

«Μέρωσε, παιδάκι μου, μη τα μελετάς πλιό» τον καθησύχασε η μάνα του κλείνοντάς τον ξανά στην αγκαλιά της και του έτριβε μαλακά την πλάτη, όπως έκανε όταν ήταν μικρός για να τον κανακέψει. «Όνειρο κακό ήτανε, ξημέρωσε κι ήφυγε… Σώπα τζιέρι μου, σώπα καρδούλα μου… Ψυχή μου εσύ, ζωούλα μου, καλό μου!»- οι τρυφερές προσφωνήσεις της ξεχύνονταν σαν χείμαρρος μαζί με τις στάλες των ματιών της.

«Αννιώ τι γίνεται; Σε ποιόν μιλάς;» Η φωνή του Στρατή διέκοψε την θερμή περίπτυξη μητέρας- γιού.

«Κοίτα Στρατή! Τήρα ποιος γύρισε!» τον παρότρυνε η γυναίκα του δείχνοντας μ’ ένα νεύμα τον Μανώλη. Μόλις τον είδε ο Στρατής χλόμιασε, τα γόνατά του λύθηκαν κι έπιασε την καρδιά του, τόσο που έλεγες ότι θα πάθαινε επεισόδιο. Θορυβημένη η Άννα έτρεξε δίπλα του να τον συγκρατήσει, μη σωριαστεί μπροστά στα μάτια του παιδιού τους.

«Φάντασμα βλέπω… Φάντασμα!» ψέλλιζε τρομαγμένος.

«Πατέρα…» αποκρίθηκε ο Μανώλης πλησιάζοντάς τους. «Σε παρακαλώ, κοίταξέ με. Δεν είμαι φάντασμα. Ο γιος σου είμαι, εγώ ο Μανώλης! Ήρθα, πατέρα!»

Δεύτερη κουβέντα δεν χρειάστηκε ο Στρατής για να πεισθεί. Εξέτασε για μια στιγμή μονάχα τη θωριά του, το γαλανό του βλέμμα κι ύστερα σηκώθηκε τρέμοντας, άρπαξε τους βραχίονές του κι έγειρε το κούτελο κοντά στο στέρνο του, ενώ καυτά ρυάκια αυλάκωναν το κατακόκκινό του πρόσωπο.

«Γιε μου… Παλικάρι μου! Ασλάνι μου!» παραληρούσε καθώς ο νέος πότιζε ξανά με τα δικά του δάκρυα την πατρική πολιά. Έπειτα τον έπιασε απ’ τους ώμους ατενίζοντάς τον με καμάρι.

«Καλώς όρισες γιε μου! Τελέψαν πλιο τα βάσανα… Από σήμερο είμαστε πάλι μια οικογένεια!» δήλωσε.

«Αννιώ!» στράφηκε στην γυναίκα του. «Βγάνε ό, τι πιο εκλεκτό έχομε! Να χαρούμε για το τζιέρι μας που το θαρρούσαμε νεκρό και αναστήθηκε!»

Η Άννα βιάστηκε να αποτελειώσει το ζύμωμα του ψωμιού που είχε μείνει στη μέση. Κι αφού το έψησε και μοσχοβόλησε, ζεστό- ζεστό το έβαλε στο σοφρά τους φέρνοντας προσφάγι τυρί με λίγο κρέας παστό, και γέμισε επίσης μια νταμιτζάνα κόκκινο κρασί να ευφρανθεί η ψυχή τους. Έφαγαν φτωχικά όπως πάντα, μα την ώρα εκείνη στα ευτυχισμένα μάτια τους φάνταζε το ταπεινό τούτο γεύμα γαμήλια τράπεζα. Δε σταματούσαν οι γονείς να ρωτούν το Μανώλη πως σώθηκε, πως έφτασε στην Ελλάδα, πως τους βρήκε. Απαντώντας πρόθυμα τους τα είπε όλα, όσα μπορούσαν φυσικά να ειπωθούν: για τα βάσανα της αιχμαλωσίας, την παραμονή στη Χίο, την περιπλάνησή του μέχρι να συναντήσει στο Βόλο την οικογένεια της θείας Διαλεχτής που τον πληροφόρησε ότι εκείνοι ζούσαν. Του είπαν κι αυτοί τα δικά τους, πως ξέφυγαν απ’ τη Σμύρνη μ’ ένα βαπόρι που θα ’πιανε Πειραιά, πως επιβίωσαν μες στην αθλιότητα μέχρι να έρθουν εκεί στους Ποδαράδες και να μπουν στο μικρό αυτό σπιτάκι που έχτισε μεταξύ άλλων η ΕΑΠ και πως το είχαν αγαπήσει όσο το δικό τους.

«Δεν είναι πολύ μεγάλο Μανώλη μου όπως βλέπεις, μα ούλοι οι καλοί χωράνε» απόσωσε η Άννα χαμογελώντας στο γιο της.

«Μια χαρά είναι, μάνα. Και που ’ναι μικρό, θα το γιομίσουμε εμείς χαρές και θα μοιάζει μεγάλο»
 «Μακάρι αγόρι μου, μακάρι! Να γιομίσει κάποτε και παιδικές φωνούλες!»

«Μάνα, στο ’πα, δεν είναι ώρα ακόμη για παντρειές» αντέλεξε ο Μανώλης. «Προτεραιότητα έχετε εσείς και μετά όλα τ’ άλλα. Γέροι άνθρωποι θα ’σαστε σε λίγο, πρέπει να σας ξεκουράσω»

«Μια κουβέντα είπα, γιε μου» υποχώρησε η Άννα. «Πάντως εδώ στη γειτονιά έχομε πολύ καλά κορίτσια, αν θελήσεις να νοικοκυρευτείς»

Θα έλεγε κι άλλα, μα η κίνηση του Στρατή που πήρε το μαχαίρι κι έκοψε τελετουργικά σχεδόν ένα κομμάτι απ’ το φρέσκο καρβέλι έκανε το ενδιαφέρον τους να στραφεί σ’ εκείνον.

«Το ψωμί αυτό δεν κάμει να το φάμε ολόκληρο. Θα κρατήσομε τούτο δω το κομμάτι να το βάνομε στα εικονίσματα σαν πρόσφορο. Γιατί έχει μέσα του την πίκρα της προσφυγιάς και τη γλύκα του σμιξίματός μας» Και λέγοντας αυτά, κάλυψε στοργικά το δεξί χέρι του γιου και το αριστερό της συμβίας του με τις ροζιασμένες του παλάμες, ενώ το ψαρό μουστάκι του χαμογελούσε πλατιά.

Αφού τακτοποιήθηκε ο Μανώλης δίπλα στους γονείς του, ξεκίνησε πυρετωδώς να ψάχνει για δουλειά. Πρώτα έκανε διάφορα μεροκάματα, ακόμα και στην κηπουρική επιδόθηκε φτιάχνοντας ένα μικρό κηπάκι στο πίσω μέρος του σπιτιού τους, τόσο για να τους θυμίζει την πατρίδα όσο και για να έχουν εύκαιρα δυο- τρία ζαρζαβατικά χωρίς έξοδα. Τον παίνευαν συνεχώς ο Στρατής με την Άννα μα κι όλοι οι κάτοικοι στον συνοικισμό για την αξιοσύνη του, αλλά ο ίδιος ένιωθε πως αυτά δεν έφταναν. Έτσι, ψάξιμο στο ψάξιμο, πήγε τελικά να δοκιμάσει την τύχη του ως λιμενεργάτης στον Πειραιά. Οι εργασίες που τους ανέθεταν ήταν δύσκολες κι άγνωστες σ’ εκείνον που είχε μεγαλώσει σε τόπο στεριανό, όμως δεν πτοήθηκε. Έκανε την ανάγκη φιλοτιμία και σε λίγο έγινε απ’ τους πιο πρόθυμους και παραγωγικούς σε όλο το λιμάνι. Πλέον γνώριζε αρκετούς συναδέλφους του, φιλίες πάντως δεν ήταν ακόμα έτοιμος να πιάσει. Τον πονούσε η θύμηση του Δαμιανού πολύ και του Ανέστη περισσότερο, κάνοντάς τον λίγο εσωστρεφή, όσο κι αν το χαμόγελο ανθούσε τώρα καθημερινά στο στόμα του. Επέζησε την κόλαση της αιχμαλωσίας, ενώθηκε ξανά με τους γονείς του, τι άλλο ήθελε άραγε για να φύγει τελείως από μέσα του το φαρμάκι που τον πότισε η μοίρα;

«Την Κατίνα, πρέπει οπωσδήποτε να βρω την Κατίνα» σκέφτηκε. «Μόνο αυτό με λείπει για να ’μαι ευτυχισμένος…»
Η δύναμη του έρωτά του τού έδωσε φτερά. Όπου μάθαινε ότι πρόσφυγες γύρευαν τους δικούς τους έτρεχε. Με υπομονή, επιμονή και λαχτάρα δήλωνε το αγαπημένο της όνομα στους αρμόδιους υπαλλήλους προσδοκώντας να λάβει θετική απάντηση. Εκείνοι στην αρχή το σημείωναν δεσμευόμενοι να κάνουν ο, τι καλύτερο για την ανεύρεσή της, μα όσο περνούσε ο καιρός ένευαν όλο και συχνότερα αρνητικά λέγοντας σοβαρά:

«Συγγνώμη νεαρέ. Δεν υπάρχει τέτοιο όνομα στους καταλόγους μας, λυπούμαστε πολύ»

Απελπιζόταν τότε άσχημα. Βημάτιζε πέρα δώθε μες στο χαμόσπιτό τους που του φαινόταν ακόμα πιο μικρό, νευρικός, ανταριασμένος, ενώ η Άννα τον περιεργαζόταν ανήσυχη.

«Τι σου συμβαίνει τζιέρι μου; Ποιος σε χαλνά το κέφι;» ρωτούσε όλο έγνοια. Τι να της απαντούσε, ότι αγαπούσε χρόνια την κόρη του Συμεών αφέντη και σκόπευε να την παντρευτεί, ή ότι η αναζήτησή του απέβαινε συνεχώς άκαρπη; Κι έτσι παρέμενε σιωπηλός, αφού το πρώτο προϋπέθετε το δεύτερο και δεν τολμούσε ακόμα να το εξομολογηθεί.

Μουντή, άστατη ήταν εκείνη η μέρα, σαν να προμήνυε την ταραχή που θα ερχόταν στην καρδιά του. Ο υπάλληλος στις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού τον γνώρισε, άφησε για λίγο τα χαρτιά του και τον κοίταξε με οίκτο.

«Τι θέλεις κι έρχεσαι συνέχεια παλικάρι μου;» του απευθύνθηκε στον ενικό πριν προλάβει να εκφέρει την γνωστή ερώτηση. «Δεν υπάρχει πουθενά γραμμένη η κοπέλα που ζητάς»

«Σας παρακαλώ, κύριέ μου, ψάξτε καλύτερα» τον ικέτευσε. «Δεν ημπορεί, κάπου θα βρεθεί…»

«Λυπούμαι, νέε μου. Αικατερίνη Σεκέρογλου δυστυχώς δεν βρίσκουμε. Κι αν ήταν ολομόναχη όπως μου ’πες, φοβάμαι μην τυχόν ψάχνεις μάταια…»

Μαχαιριά στο στήθος του έπεσε η τελευταία φράση. Μουρμούρισε ένα ψεύτικο «ευχαριστώ» μέσα απ’ τα δόντια του και σύρθηκε αργά προς την έξοδο. Το βλέμμα του, κενό, στυλώθηκε κάτω χωρίς να βλέπει, στ’ αυτιά του βούιζε ο αντίλαλος των φοβερών που άκουσε: «Μην τυχόν ψάχνεις μάταια… Μάταια… Μάταια…»

Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Ούτε λόγος να γυρίσει σπίτι, θαρρείς πως θα τον πλάκωνε. Περιδιάβαινε ώρα πολλή τους δρόμους της Αθήνας χωρίς σκοπό, δίχως νόημα, μέχρι που έφτασε στον Εθνικό Κήπο ο οποίος τότε καλούνταν ακόμη Βασιλικός. Μπήκε μέσα και σεργιάνισε λιγάκι, δίπλα σε κομψούς, χαρωπούς Αθηναίους που απολάμβαναν τη βόλτα τους στο κληροδότημα της βασίλισσας Αμαλίας. Μια απίστευτη κούραση βάρυνε ξαφνικά τα μέλη του. Σωριάστηκε σ’ ένα παγκάκι κι εκεί η απόγνωσή του ξέσπασε. Έκρυψε την όψη του στα χέρια του και έκλαψε βουβά, αδιαφορώντας για το χώρο ή το χρόνο· το μόνο που όριζε την ύπαρξή του ετούτη τη στιγμή ήταν ο πόνος, πόνος αφόρητος ψυχικός και σωματικός, καθώς τα σπλάγχνα του συσπώνταν με τα αναφιλητά.

«Αχ Κατινιώ μου» στέναξε βαθιά, όταν μετά από πολλή ώρα κόπασε το κλάμα του. «Άραγε ζεις και με προσμένεις, φως μου, ή σ’ έχει κάμει νύφη του ο Χάρος; Κι αν έγινε το δεύτερο, πως θα το νταγιαντίσω;»





[1] Άνθρωπος με φυσική ευγένεια, γενναιόδωρος, ντόμπρος, αξιοπρεπής


Λίνα Δώρου