Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 56) - "Ας το ξεχάσουμε…"

Κίεβο, Οκτώβριος 1021

«Είναι δυνατόν; Μα, είναι δυνατόν; Πώς μπόρεσαν να ξεφύγουν; Είστε όλοι σας άχρηστοι, άχρηστοι και τεμπέληδες και σε όλους σας αξίζει να πεθάνετε!»
Ο Μεγάλος Πρίγκιπας Σβιατοπόλκ Βλαντιμίροβιτς, ωρυόταν παράφρονα κι αιτία το γεγονός τους  αιχμάλωτοι που περίμενε να βρει κλεισμένους σ’ ένα κελί, τους βρήκε να έχουν διαφύγει, όταν επισκέφτηκε τις φυλακές. Ωρυόταν λοιπόν και απειλούσε να σκοτώσει τους πάντες, παρόλο που παρόντες ήταν μόνο ο αθώος υπηρέτης του, η σύζυγός του και ο ανήξερος δεσμοφύλακας, άνθρωποι που δεν είχαν σφάλει καθόλου σε αυτήν την ιστορία, ενώ οι ντρουζίνικ του έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να πραγματοποιήσουν το θέλημά του. Ποιος λοιπόν, τον είχε προδώσει; Ποιος είχε αμελήσει τα καθήκοντά του;

«Θέλω να τους βρείτε, να τους βρείτε να τους πιάσετε και να τους φέρετε αλυσοδεμένους στα πόδια μου, αυτούς που τολμούν να ταπεινώσουν την εξουσία μου. Είμαι ο Μεγάλος Πρίγκιπας και θέλω να βράσουν σε καζάνια με καυτό λάδι, μέχρι να πεθάνουν. Και θέλω και ολόκληρη την οικογένεια τους νεκρή. Θέλω το κεφάλι κάθε μέλους της οικογένειας του Νικολάι Φεντόρεβιτς! Της γυναίκας του, των παιδιών και των εγγονών του! Και το θέλω τώρα!»
Βροντοφώναζε σαν θεριό κλεισμένο σε κλουβί. Είχε αφήσει κατά μέρος κάθε λογική και είχε αφεθεί ολόκληρος στο μένος και την οργή του. Και κανείς μπροστά του δεν τολμούσε να μιλήσει, ούτε καν να κουνηθεί. Κανείς δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να στραφεί πάνω η πύρινη οργή. Κανείς δεν ήταν τόσο αφελής.
Ο Σβιατοπόλκ συνέχιζε το λογύδριο του παραλόγου, απτόητος. Και αφού ξέσπασε όσο είχε ευχαρίστηση κάθισε βαριεστημένος σε μια καρέκλα και άρχισε επιτέλους να σκέφτεται. Διαταγές, έπρεπε να δώσει διαταγές. Αλλά ποιες; Γρήγορα συνειδητοποίησε ότι οι σύμβουλοι που ήθελε στο πλευρό του, μια δύσκολη ώρα σαν και τούτη, δεν ήταν παρόντες. Ήθελε τη ψυχραιμία της, και την πάντοτε λογική σκέψη της, ήθελε εκείνη που όσες φορές την άκουσε, ποτέ δεν οδηγήθηκε σε σφάλμα. Και φυσικά εκείνον, που αφοσίωσή του πήγαινε γενιές πίσω.
«Φέρτε μου τη Ναντέζντα και τον Στεφάν. Τώρα, αμέσως!» βρυχήθηκε.
Ήταν ο Μεγάλος Πρίγκιπας του Κιέβου και το θέλημά του ήταν νόμος. Νόμος ιερός και απαράβατος, ο μόνος νόμος που είχε αξία.  Κανείς δε θα τον αψηφούσε, δεν θα τον αμφισβητούσε.
Κανείς, αν ήθελε τη ζωή του.
* * *
Αυτό δεν μπορεί να είναι καλό. Αυτό δεν μπορεί να είναι καθόλου καλό. Γιατί ζήτησε να μας δει και τους δύο και μάλιστα στον πύργο που διατηρούνται τα μπουντρούμια του Κιέβου;
Άκουσα κατά λάθος τον υπηρέτη του να εκμυστηρεύεται σε κάποιους συντρόφους του που επίσης εργάζονται στο παλάτι τα πάντα για το τρομερό ξέσπασμα της οργής του αφέντη τους. Αυτά που άκουσα είναι αρκετά για να με κάνουν να ανατριχιάζω στην σκέψη ότι θα τον συναντήσω σε λίγο. Και ακόμα αναρωτιέμαι, γιατί ζητά να μας δει τόσο ξαφνικά.
Υπάρχει μία εξήγηση την οποία όμως, δεν τολμώ να τη σκεφτώ. Αντιλήφθηκε ότι εμείς βρισκόμαστε πίσω από την πλεκτάνη και να θέλει μας τιμωρήσει, αυτή τη φορά με εκτέλεση.
Είναι τόσο περίεργο. Λίγο καιρό πριν δε θα με ένοιαζε καθόλου αν θα έχανα τη ζωή μου. Δεν είχα τίποτα που να με κρατάει στον κόσμο των ζωντανών πέρα από την ανάγκη μου να εκδικηθώ. Τώρα όμως, έχω ένα σκοπό και δε θα επιτρέψω να πεθάνω προτού τον εκπληρώσω. Πρέπει να πετύχουν τα σχέδιά μου. Πρέπει να καθαιρεθεί. Και αν δεν το κάνουμε εμείς, ο Στεφάν, η Αναστασία κι εγώ, ποιος θα το κάνει;
Τώρα εγώ κι ο Στεφάν καλπάζουμε σιωπηλοί προς το ανατολικό τείχος της πόλης. Εκεί είναι χτισμένος ο πύργος των φυλακών. Κανείς δεν τολμά να σπάσει τη σιωπή. Ο φόβος μήπως καλπάζουμε προς το θάνατό μας, καταλαμβάνει τις σκέψεις μας και  δεν μας αφήνει χώρο για τα… χθεσινοβραδινά. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που θα λύσουμε μόνο εάν ζήσουμε αρκετά, και για την ώρα, αυτό είναι αμφίβολο. Άλλωστε τι να πούμε; Ήταν λάθος.  Υπάρχει κάτι άλλο να ειπωθεί;
Αυτήν την στιγμή προέχουν άλλα. Ίσως κινδυνεύει η ζωή μας και να χρειαστεί υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας. Δεν ξέρω πώς θα το καταφέρουμε αυτό, αλλά αν είμαστε ενωμένοι, έχουμε περισσότερες ελπίδες.
Τουλάχιστον, έτσι θέλω να πιστεύω.
Ο Ματβέι οδήγησε τους νεοφερμένους ίσια στο θάλαμο που χρησίμευε ως  προσωπικός χώρος του αρχηγού δεσμοφύλακα, στον οποίο θα έβρισκαν τον Σβιατοπόλκ. Εκείνος προχώρησε μέσα να αναγγείλει την άφιξή τους και τους άφησε μόνους έξω από την πόρτα.
«Είσαι καλά;» ενδιαφέρθηκε ο Στεφάν. Μπορούσε να δει μέσα στα μεγάλα της μάτια που έλαμπαν παράξενα ότι πολλά συναισθήματα πάλευαν μέσα της. Με κυριότερο ίσως την αγωνία και το φόβο. Κι εκείνος φοβόταν για τη ζωή τους, μα δε θα το παραδεχόταν, θα ήταν δυνατός για εκείνη.
«Δεν φοβάμαι. Αν αυτό εννοείς. Ακόμα κι αν αυτό είναι το τέλος… απλά θα λυπηθώ που ήρθε νωρίς. Θέλω να πιστεύω ότι θα το αντιμετωπίσω ψύχραιμα, χωρίς γελοίους συναισθηματισμούς και κλάματα για πράγματα που δεν αλλάζουν».
Την πίστεψε. Ήταν τόση η ήρεμη και φαινόταν τόσο αποφασισμένη όσο μιλούσε, που δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι εννοούσε όσα έλεγε. Και για άλλη μια φορά, θαύμασε τη δύναμη της ψυχής της.
«Να περάσουν!» ακούστηκε η βραχνή φωνή του Μεγάλου Πρίγκιπα.
Συγχρονισμένα, μπήκαν στην απέριττη αίθουσα. Οι τοίχοι ήταν ολόκληρη καμωμένοι από μαύρη πέτρα όπως και όλος ο πύργος. Ένα μεγάλο τζάκι δέσποζε στην αριστερή γωνία ενώ η επίπλωση αποτελούταν από ένα ξύλινο, ορθογώνιο τραπέζι με μια μεγάλη σκαλιστή καρέκλα και δυο πολυθρόνες.  Ο Μεγάλος Πρίγκιπας ήταν αυτός που καθόταν στο σκαλιστό κάθισμα ενώ όλοι οι υπόλοιποι στέκονταν όρθιοι.
«Καθίστε», διέταξε.
Εκείνοι συμμορφώθηκαν, αμέσως αφού υποκλίθηκαν με θρησκευτική ευλάβεια. Ήξεραν ότι αυτές οι ενδείξεις σεβασμού ήταν απαραίτητες.
«Θα πληροφορηθήκατε ότι παρά τις καλύτερες προσπάθειες των ντρουζίνικ μου, οι παραβάτες διέφυγαν και οι φύλακες τους πέθαναν στο σπαθί τους».  Χωρίς να περιμένει απάντηση, συνέχισε, «Αυτό φυσικά αποδεικνύει ότι ήταν ένοχοι, συνεπώς οι πληροφορίες που μου έδωσες εσύ Ναντέζντα ήταν σωστές».
Ολόκληρο το πρόσωπό της φωτίστηκε. Λες και έβλεπε ότι ο θάνατος δεν τους καρτερούσε. Τουλάχιστον όχι εκείνη τη μέρα.
«Ασφαλώς οι εγκληματίες είχαν βοήθεια. Γι’ αυτό χρειάζομαι εσένα Στεφάν. Θέλω και οι δύο να γίνετε και πάλι μέλη του συμβουλίου μου και να με βοηθήσετε να πατάξω την ανομία και τη διαφθορά. Το ξέρω ότι με τη συνδρομή σας, όλα θα είναι ευκολότερα. Συνειδητοποίησα ότι ήταν λάθος να σας παραγκωνίσω. Τώρα καταλαβαίνω ότι μπορώ να σας εμπιστεύομαι».
Η αυτοσυγκράτηση απέτρεψε το επινίκιο χαμόγελο να χαραχτεί στα πρόσωπά τους, τον αναστεναγμό ανακούφισης να ξεφύγει από τα πνευμόνια τους. Αντιθέτως, σηκώθηκαν και υποκλίθηκαν, ανακοινώνοντας με κάθε επισημότητα, «Στις διαταγές και τη διάθεσή σας, μεγαλειότατε».
Μόνο τα μάτια της Μίρα άστραφταν από θυμό και φθόνο. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ο ξανθός διάολος θα την εκθρόνιζε για άλλη μια φορά. Θα την επισκίαζε ξανά με την εκτυφλωτική λάμψη της  και θα έπαιρνε τη θέση της στο πλευρό του αγαπημένου της συζύγου. Ήταν πεπεισμένη ότι η Ναντέζντα ήταν η χειρότερη και πιο επικίνδυνη αντίζηλός της· αυτό υπαγόρευε η γυναικεία διαίσθησή της. Τι κι αν δεν επιδίωκε να χωθεί στο κρεβάτι του, όπως όλες οι άλλες όμορφες και φιλόδοξες νέες της αυλής; Εκείνη ζητούσε κάτι πολύ πιο σημαντικό από τον πόθο και την προσοχή του, δεν την ενδιέφεραν οι κοινότυπες εκδηλώσεις της εύνοιάς του. Κυνηγούσε τη θέση του εξέχοντος συμβούλου του, να γίνει το άτομο που ουσιαστικά θα διαμόρφωνε την πολιτική πραγματικότητα του κράτους. Και μέχρι τώρα τα πήγαινε περίφημα. Είχε ήδη γίνει δεκτή με τιμές στο συμβούλιο. Το φυλλοκάρδι της έτρεμε, καθώς αναρωτιόταν τι είχε σκοπό να κάνει αυτή η σκύλα, μόλις συγκέντρωνε την πολυπόθητη εξουσία.
Και το χειρότερο; Δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσε να κάνει για να ανακόψει την άνοδό της. Μόνο να εύχεται ότι ήταν απλά υπερβολική. Ήταν η εξαδέλφη του Σβιατοπόλκ, γιατί να θέλει το κακό τους; Ήταν οικογένεια.
Γιατί σκότωσαν τον αδερφό της, ήρθε η ευνόητη απάντηση. Αν και η Μίρα ήλπιζε να μην το είχε σκεφτεί. Θα κοιμόταν πιο ήσυχα το βράδυ, αν δεν ήξερε την απάντηση.
* * *
«Το πιστεύεις ότι θα ζήσουμε, τελικά; Ποιος θα το ‘λεγε ότι το θεότρελο σχέδιο σου τελικά απέδωσε καρπούς;» Ο  Στεφάν χαμογέλασε πλατιά, καθώς τριπόδιζαν με το άλογο αρκετά μακριά από την πριγκιπική άμαξα, επιστρέφοντας στο κάστρο του Κιέβου.
«Πολύ γρήγορα επαναπαύεσαι στις δάφνες σου!» αντιγύρισε εκείνη επιτιμητικά. «Τίποτα δεν τελείωσε ακόμα».
«Συγγνώμη, ξέχασα με ποια μιλάω. Ηρέμησε λίγο! Όχι μόνο γλιτώσαμε την εκτέλεση αλλά και ανακτήσαμε την εύνοια του. Εγώ αυτό το λέω νίκη».
«Ό,τι πεις!» κατέθεσε τα όπλα η Ναντέζντα. Είχε κάτι σημαντικότερο να του πει.  «Στεφάν…»
Ακούγοντάς την, η καρδιά του Στεφάν σφίχτηκε. Διαισθάνθηκε  πως η συνέχεια δε θα του άρεσε. Όμως, στράφηκε και την κοίταξε με θάρρος. «Πες μου», την προέτρεψε.
«Σχετικά με χθες… φαντάζομαι καταλαβαίνεις ότι δε θα επαναληφθεί. Ήταν λάθος».
Αυτή ήταν σίγουρα η αγαπημένη της λέξη, σκέφτηκε με πικρία. «Δε νομίζω ότι το να κοιμηθείς μαζί μου σου είχε φανεί σωστό εξ αρχής, αλλά αυτό δε σε εμπόδισε. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι δε θα ξανασυμβεί;» Καμία ανταπόκριση.  «Αυτά που σου είπα, τα σκέφτηκες καθόλου;»
Η ανάσα της κόπηκε, εξαιτίας της ξαφνικής ερώτησης. «Θέλω να πιστεύω ότι δεν τα εννοούσες».
Το περίμενε αυτό. Ωστόσο ο Στεφάν είχε αποφασίσει πως δεν μπορούσε άλλο να καταπνίγει τα συναισθήματά του. Έπρεπε να καταλάβει ότι η εξομολόγησή του ήταν ειλικρινής και να του δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση. «Κι αν τα εννοούσα;»
«Τότε… θα ανακύψουν προβλήματα. Οπότε, θα υποκριθώ ότι δεν άκουσα τίποτα».
«Ώστε θέλεις οι σχέσεις μας να παραμείνουν τυπικές. Είμαστε σύμμαχοι μόνο, τίποτε άλλο;»
«Ακριβώς. Μπορούμε να έχουμε μια πολιτισμένη σχέση που βασίζεται στην επίτευξη ενός κοινού στόχου. Αυτό θέλω και τίποτε άλλο. Θα ήταν το βέλτιστο», παραδέχτηκε.
Είχε ξεκαθαρίσει το τοπίο, κι ας μην του είχε δώσει την απάντηση που προσδοκούσε. Έπρεπε να αρκεστεί σε αυτό, προς το παρόν. Άλλωστε, δεν εκπλησσόταν. Υπήρχε περίπτωση να δεχτεί ποτέ την αγάπη του; Ένευσε λοιπόν, καταφατικά. «Όπως επιθυμείς», είπε στεγνά, κι ας κομματιαζόταν η καρδιά του.
Ευτυχώς πείθεται να ακούσει τη λογική.  
Τώρα το πώς θα μείνουμε μακριά ο ένας από τον άλλον, είναι άλλο θέμα. Δεν μπορούμε να διακόψουμε κάθε επαφή όπως θα ήθελα˙ είναι ανάγκη να βρισκόμαστε σε διαρκή συνεννόηση. Και αυτό  δυσκολεύει τα πράγματα.

Όμως, οι παρορμητικές εξάρσεις με  τα ολέθρια αποτελέσματα δεν έχουν χώρο στη ζωή μου. Είμαι η Ναντέζντα Βλαντιμίροβα, η επόμενη ηγεμονίδα του Κιέβου. Δεν έβαλα στην άκρη την εκδίκηση μου, για να κάνω το ένα λάθος μετά το άλλο στην αγκαλιά του Στεφάν. Δεν πρόκειται να παρεκκλίνω από την πορεία μου προς το στέμμα για χάρη κανενός άντρα.  


Σοφία Γκρέκα