M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 4) - "ミnnocence's lοst" (μέρος 8ο)


«Σιγά!», μου βάζει τις φωνές ο Κάι. «Σιγά!», μου αρπάζει την κούπα και την επιστρέφει στο μπουφέ. «Αυτό βαράει, δεν είναι το γάλα σου!»
«Μην εξάπτεσαι, αγαπητό μου πανκιό», τον καλοπιάνω, με την κυκλοθυμία μου να κάνει την εμφάνισή της. Πριν λίγο του αντιμιλούσα, τώρα του γλυκομιλάω. «Με έχουν ήδη βαρέσει κατακούτελα άλλα δέκα ποτηράκια πριν από αυτό. Αν ήσουν εδώ, βέβαια, θα το 'ξερες. Θα τα 'χες μετρήσει μοναχός σου. Δεν σου φταίει κανείς, όμως, που πήγες να φουμάρεις με την Νοσηλεύτρια».

«Με τον Φαρμακοποιό ήμουν», διαφωνεί ο Κάι. «Δεν υπάρχει Νοσηλ-».
«Φαρμακοποιός, φρουτοπαραγωγός, τι σημασία έχει!», μεμψιμοιρώ. «Είπες ότι δεν θα με αφήσεις, αλλά με παράτησες κι εσύ, τέκνον Βρούτε. Μ' εγκατέλειψες, όπως όλοι οι άλλοι!»
Την δεδομένη στιγμή, πιότερο μιλάει το αλκοόλ στις φλέβες μου, παρά εγώ η ίδια, κι ακόμη, τα λόγια αυτά είναι ασυνάρτητα, μισά σοβαρά και μισά αστεία.
Ωστόσο, ο Κάι δεν φαίνεται να ανιχνεύει πουθενά το χιούμορ, μονάχα το παράπονο μου.
Σοβαρεύει απότομα, μέσα σε νανοδευτερόλεπτα υιοθετεί μια έκφραση τόσο πληγωμένη και συνειδητοποιημένη συνάμα που... με σοκάρει. Ειλικρινά με σοκάρει.
Οπισθοχωρώ για να τον κοιτάξω καλύτερα.
Πρώτη φορά αντικατοπτρίζεται ένα τέτοιο βλέμμα στο γεμάτο σκουλαρίκια πρόσωπό του, ένα βλέμμα τόσο σύνθετο, βαθύ και περίπλοκο που τον κάνει να μοιάζει με άλλον άνθρωπο.
Η απόλυτη μεταστροφή!
«Δεν σε παράτησα», λέει πικραμένα. «Απλά σε άφησα για μερικά λεπτά, για να πάω να φροντίσω τις... ανάγκες μου».
«Τις ανάγκες σου», επαναλαμβάνω με νόημα.
«Ναι, τις ανάγκες μου», ο Κάι αναδεύεται νευρικά στη θέση του. Είναι οφθαλμοφανές ότι νιώθει πιο άβολα από ποτέ. «Έλα τώρα, ρε Άντρι, δείξε λίγη κατ-καταπόνηση», ζητά την κατανόησή μου. «Μπορεί να μην είσαι Junky, αλλά ξέρεις πως πάει η όλη φάση με την εξάρτηση. Άπαξ και αρχίσεις κολλάς και μετά δεν ξεκολλάς. Και το ξέρεις ότι καταστρέφεσαι, αλλά δεν μπορείς να βάλεις φρένο. Απλά δεν μπορείς. Η αυτοβελτίωση είναι σαν να ανεβαίνεις το Έβερεστ με σαγιονάρες, ενώ η αυτοκαταστροφή είναι σαν να κατηφορίζεις τις πλαγιές του με έλκηθρο στη νίτρο».
Σταματάει για λίγο με τα μάτια του να οργώνουν το πρόσωπό μου, προσπαθώντας να δουν εάν καταλαβαίνω κάποια από τις παρομοιώσεις του ή εάν μιλάει τζάμπα και βερεσέ.
Δεν αργεί να συνειδητοποιήσει ότι, έτσι μεθυσμένη που είμαι, μόλις και μετά βίας ακολουθώ το νήμα της σκέψης του.
Αποφασίζει να μη μου βάζει δύσκολα, και επικεντρώνεται στο ζουμί της υπόθεσης. «Συγγνώμη», μουρμουρίζει με μια ξαφνική τρυφερότητα. «Ήταν βλακεία που έφυγα. Δεν σκέφτηκα εκείνη την στιγμή ότι θα το πάρεις έτσι, ούτε ότι θα μπορούσε να σου συμβεί κάτι κακό, όσο θα ήμουν μακριά. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι που σε είδα να πνίγεσαι ή να υποκρίνεσαι ή ότι άλλο έκανες. Έτσι όπως σε είδα, μου κόπηκαν τα πόδια για μια στιγμή, σκέφτηκα ότι ίσως... ίσως...»
Ο Κάι αποφασίζει να μην ολοκληρώσει την πρότασή του, μα και οι δύο ξέρουμε τι πέρασε απ' το μυαλό του. Σκέφτηκε πως με καταλάμβανε ο δαίμονας και ήρθε τρέχοντας.
«Χαίρομαι πολύ που είσαι καλά», αναστενάζει με ανακούφιση. «Και λυπάμαι που είμαι τόσο...»
«Βλάκας;», προτείνω μ' ένα καλοπροαίρετο, πειραχτικό χαμόγελο.
«Ναι, βλάκας. Είμαι τόσο βλάκας μερικές φορές που...»
«Μερικές φορές;», επαναλαμβάνω δύσπιστα.
«Γενικότερα», συμβιβάζεται. «Τόσο βλάκας γενικότερα, αλλά δεν μπορώ να το ελέγξω. Την έχω έμφυτη την βλακεία».
Τα μάτια μου μισοκλείνουν και τον κοιτάξω ερευνητικά. «Χμμμ, μπορεί και να μην είσαι τόσο βλάκας τελικά», λέω ελπιδοφόρα.
«Ε;», κάνει.
«Μόλις είπες μια δύσκολη λέξη, Γκρίνγουντ», προσέχω ενθουσιασμένη. «Και την είπες σωστά: έμφυτη, όχι κατάφυτη, ούτε παράφορη. Έμφυτη. Μπράβο σου!»
Περιέργως, δεν φαίνεται να συμμερίζεται τον ενθουσιασμό μου για την νίκη του κατά της αγραμματοσύνης. «Μπα», αποκρίνεται ξερά. «Δεν είμαι για συχαρίκια. Έκανα ένα βήμα μπροστά, μόνο και μόνο για να κάνω άλλα δύο βήματα πίσω. Δεν το λες και πρόοδο».
«Ξέρεις», του λέω. «Για μια στιγμή νόμιζα ότι αρχίσαμε να μιλάμε την ίδια διάλεκτο, αλλά τώρα σε χάνω πάλι. Ποια είναι τα δύο βήματα πίσω;»
Ο Κάι μαζεύεται, σταυρώνει τα χέρια του στο στέρνο του και κατεβάζει το βλέμμα του στο πάτωμα ανάμεσά μας, μοιάζοντας με μικρό αγοράκι που το έπιασαν να κάνει αταξίες. «Θα πρέπει να σε αφήσω πάλι», παραδέχεται.
«Τι;», τινάζομαι ασυναίσθητα. «Γιατί; Γιατί να με αφήσεις; Θες να πας τουαλέτα;»
«Όχι, δεν είναι αυτό. Είναι το... άλλο».
«Μα μόλις έκανες ναρκωτικά με τον Φαρμακοβιομήχανο!» , αντιδρώ.
«Το ξέρω, το ξέρω, αλλά να, ο Ντόρμαντ και ο Γκάβιν έχουν ήδη μαζέψει παιδιά στον διπλανό κοιτώνα και ετοιμάζονται να παίξουν την Ρουλέτα του Ντέιβις».
«Τι θα του παίξουν του Ντέιβις;», ρωτάω μες στη σύγχυση μου.
Παρά την αντιπαράθεση στην οποία καταλήγουμε, ο Κάι σκάει ένα πονηρό χαμογελάκι, καθώς η ερώτησή μου τον κάνει να σκέφτεται διάφορα ακατάλληλα για ανηλίκους.
«Δεν έχεις παίξει ποτέ την Ρουλέτα του Ντέιβις, ε;»
«Μπιρίμπα μόνο», πετάω στο άσχετο.
Συγκατανεύει. «Λογικό, απολύτως λογικό. Αλλά τώρα δεν μιλάμε για παιχνίδια με χαρτιά, Άντρι. Το μόνο που χρειάζεσαι στην προκειμένη είναι μια ντουζίνα ξαναμμένοι έφηβοι από το Ντέιβις Πλέις με αντοχή στις ουσίες και μερικές ουσίες, χάπια Χ για παράδειγμα. Οι συμμετέχοντες κάθονται σε έναν κύκλο στο πάτωμα και αρχίζουν να χαμουρεύονται, περνώντας το Χ από γλώσσα σε γλώσσα. Αν λιώσει επάνω στην δική σου, είσαι η τυχερή νικήτρια».
«Και τι κερδίζω;», λέω αφελώς.
«Αποχυμωτή», με ειρωνεύεται.
Ή εγώ έχω γίνει πρωτοφανώς αργόστροφη από το μεθύσι, ή ο Κάι έχει γίνει εξυπνότερος.
«Τίποτα δεν κερδίζεις. Τίποτα άλλο από έξτρα μαστούρα. Και για να είμαι ειλικρινής, μου χρειάζεται λίγη έξτρα μαστούρα αυτή την στιγμή. Αν μείνω νηφάλιος απόψε, με τους θανάτους των φίλων μου να με βαραίνουν, τον δαίμονα να καιροφυλακτεί και την δική σου έγνοια... θα φρικάρω», ομολογεί. «Και δεν με παίρνει να φρικάρω».
«Στ-στάσου», λέω παρακλητικά. «Κ-κι εγώ;»
Ξέρω ότι η αποψινή μου προσκόλληση επάνω στον Κάι Γκρίνγουντ είναι υπερβολική, ακόμη και αποπνικτική, δεν είναι αδικαιολόγητη όμως.
Αυτό είναι ένα από τα δυσκολότερα βράδια της ζωής μου.
Δεν θέλω να το περάσω μόνη μου.
Η στάση του κορμιού του μαλακώνει ακόμη περισσότερο, κι ο Κάι που στέκεται εμπρός μου με κοιτάζει με δυο μάτια γεμάτα συμπόνια και θαλπωρή. «Δεν είναι και η καλύτερη λύση, αλλά εάν θέλεις μπορείς να έρθεις μαζί μου».
«Για να κάνω τι; Να σαλιαρίζω και να παίρνω ναρκωτικά με τους άλλους κακούργους;», ρωτώ εμβρόντητη.
Ο Κάι δεν ξέρει πώς να μου το πλασάρει ωραία. «Περίπου», συμφωνεί.
«Όχι», είμαι κάθετη στην άρνησή μου. «Όχι, ευχαριστώ, δεν θα πάρω».
Για τις επόμενες στιγμές μένει σιωπηλός και η εσωτερική του μάχη είναι ολοφάνερη. Αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο επιλογές: Να με πείσει να πάω εκεί μαζί του, ή να μείνει εδώ μαζί μου. Μάλλον κλίνει πιότερο προς την πρώτη εκδοχή, διότι τα επόμενα λόγια του είναι: «Έλα μωρέ, Αντριάννα! Πες ναι! Το χρειάζομαι αυτό, στ' αλήθεια το χρειάζομαι. Αύριο μπορεί να ξυπνήσουμε νεκροί και-»
«Αυτό είναι πρακτικά αδύνατο», έχω μια στιγμή διαύγειας. «Δεν ξυπνάς νεκρός, εάν πεθάνεις στον ύπνο σου δεν ξυπνάς καθόλου».
Το σκέφτεται για ένα λεπτό, αλλά ύστερα συνεχίζει απτόητος. «Αν είναι να πεθάνω, εάν αυτό είναι το τελευταίο μου βράδυ σ' ετούτον τον κόσμο δεν θέλω να το περάσω μες στη μιζέρια, την ενοχή και την κατάθλιψη. Θέλω να είμαι χαρούμενος. Δεν το θες κι εσύ; Έλα, έλα να το κάνουμε μαζί. Είναι ο μόνος τρόπος για να συνεχίσουμε να έχουμε ο ένας τον άλλο. Όπως υποσχεθήκαμε».
Ωχ, τώρα γιατί το πέταξε αυτό το τελευταίο; Για να με ισοπεδώσει τελείως;
Όπως υποσχεθήκαμε, είπε.
Νωρίτερα την ίδια ημέρα είχαμε υποσχεθεί ο ένας στον άλλο ότι θα παραμέναμε μαζί ανά πάσα ώρα και στιγμή, ότι θα φυλούσαμε τα νώτα μας, ότι θα αλληλοϋποστηριζόμασταν, ότι τίποτα δεν θα μας χώριζε.
Ομολογουμένως, είχαμε κάνει κακή αρχή, αφού με την είσοδό μας στο πάρτι... χαθήκαμε κι ο καθένας κατέληξε αλλού. Προλαβαίνουμε όμως να επανορθώσουμε, εάν μείνουμε ενωμένοι για την υπόλοιπη νύχτα. Μπορούμε να τηρήσουμε την υπόσχεση.
Εγώ μπορώ να την τηρήσω.
Εν αντιθέσει με την υπόσχεση που έδωσα στην αδερφή μου λίγο πριν την χάσω.
Η ανάμνηση της Μία που με καλούσε με δάκρυα και αναφιλητά από το πάτωμα της σοφίτας μας, έρχεται ξανά για να στοιχειώσει τη σκέψη μου.
Μην με αφήσεις, είχε ψιθυρίσει με όλη της την δύναμη.
Ποτέ, της είχα ορκιστεί, κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά μου. Μα όταν τα ουρλιαχτά, οι κραδασμοί και οι σπασμοί της έγιναν ανεξέλεγκτα... όταν χάθηκε πια κάθε ελπίδα, την άφησα, θαρρώντας πως δεν είχα εναλλακτική. Πως δεν μπορούσα να βοηθήσω.
Αλλά ίσως, σκέφτομαι ανέλπιστα, ίσως μπορώ να κάνω περισσότερα αυτή την φορά.
Μπορώ να είμαι εδώ για το αγόρι της, μπορώ να κρατήσω την υπόσχεσή μου σε εκείνον.
«Καλά», υποχωρώ. «Εντάξει. Ας το κάνουμε».
Πιάνω τον Κάι εξ' απήνης. «Αλήθεια το λες;», σαστίζει.
Είναι οι ενοχές μου; Το αλκοόλ; Η έλξη του απαγορευμένου; Είναι η χρόνια καταπίεση ή το ότι αύριο μπορεί αν μην ζω...; Δεν ξέρω ποιο απ' όλα αυτά με επηρεάζει περισσότερο, αλλά τελικά, λέω: «Ναι», δίνω το χέρι μου στον Κάι, που το πιάνει αμέσως, και τον αφήνω να με παρασύρει μέσα από αυτό το παράλληλο σύμπαν υποκόσμου.

* Ο Μάικλ Σκότφιλντ είναι φανταστικός ήρωας της σειράς Prison Break, ο οποίος μαζί με μια ομάδα φυλακισμένων σχεδίαζε την απόδρασή του θανατοποινίτη αδερφού του, του ίδιου καθώς και των υπολοίπων.
**Το Beer Pong είναι ένα ευρέως διαδεδομένο παιχνίδι με αλκοόλ που παίζουν οι αμερικανοί φοιτητές στα περισσότερα πάρτι τους (ίσως το έχετε προσέξει σε ταινίες). Στο Beer Pong πλαστικά ποτήρια μισογεμισμένα με μπύρα τοποθετούνται σε δύο αντικριστά τρίγωνα επάνω στο τραπέζι και οι παίκτες χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα. Ο κάθε παίκτης εκτοξεύει ένα μπαλάκι του Ping Pong με στόχο να το ρίξει μέσα σε κάποιο από τα ποτήρια της αντίπαλης ομάδας. Εάν το καταφέρει αυτό, οι αντίπαλοι πρέπει να απομακρύνουν το συγκεκριμένο ποτήρι από το τραπέζι και να πιούν την μπύρα. Νικήτρια στέφεται η ομάδα που βγάζει πρώτη τα ποτήρια της άλλης εκτός.

Σβετλιν