Κίεβο, Οκτώβριος 1021
Ο Αλεξάντερ συνειδητοποίησε γρήγορα ότι
η «θεία» του ήταν πολλά περισσότερα από μία ωραία γυναίκα στην αυλή του
Πρίγκιπα. Την παρατηρούσε καχύποπτα, να βρίσκεται συνεχώς δίπλα του, στο πλευρό
του, έτοιμη να τον συμβουλεύσει, να τον καθοδηγήσει, όπως μόνο μια πιστή και
αφοσιωμένη αδερφή θα έκανε, γνωρίζοντας όμως πολύ καλά πως δεν ήταν αυτό το
κίνητρο της. Έβλεπε πόση ήταν η
επιρροή της, η σημασία που έδινε ο Σβιατοπόλκ στην κρίση της. Ήταν πασιφανές
ότι την ευνοούσε περισσότερο από κάθε άλλον, την εμπιστευόταν περισσότερο από
κάθε άλλον. Θα ήταν ηλίθιος όποιος τολμούσε να αμφισβητήσει την κυριαρχία της.
Μα, η απροκάλυπτη εύνοια του Αλεξάντερ
δεν τον ανησυχούσε όσο η στάση των βογιαρών και των εξεχόντων συμβούλων που
περιστοίχιζαν τον Μεγάλο Πρίγκιπα. Όλοι τη σέβονταν, όλοι την εκτιμούσαν, όλοι
ήταν έτοιμοι να δεχτούν την κάθε απόφασή της, να την υπερασπιστούν σαν να ήταν
η ίδια η ηγεμόνας τους –τουλάχιστον έτσι έδειχναν. Όμως, ακόμα κι αυτή η
κίνηση, η προσποίηση της αφοσίωσης στο πρόσωπό της, προβλημάτιζε το νεαρό
άρχοντα˙ του υποδείκνυε πως κατά την άποψη των σημαντικότερων αντρών στο
βασίλειο, άξιζε να έχουν τη Ναντέζντα με το μέρος τους, πως θα ήταν αβλεψία να
την αφήσουν να νομίζει πως θα μπορούσαν ποτέ να αποτελέσουν απειλή. Κανείς δεν
την ανταγωνιζόταν για εκείνη την πολυπόθητη θέση στο πλευρό του μονάρχη, σε
δεξιώσεις, συμπόσια, συμβούλια, εκτός ίσως από την Πολωνή σύζυγο του. Εκείνη
λίγοι την υπολόγιζαν.
Κι όμως, τα επιτεύγματα της δεν
σταματούσαν εκεί. Είχε βάλει σκοπό να κάνει το όνομα της γνωστό στα μεσαία, στα
κατώτερα αστικά στρώματα, στον αγροτικό πληθυσμό. Ήταν η κατεξοχήν
υπερασπίστρια των φτωχών και των αδυνατών, πάντοτε έτοιμη να μεσολαβήσει στον
Πρίγκιπα υπέρ κάποιας οικογένειας που αδυνατούσε να πληρώσει τους φόρους,
ανθρώπων που είχαν άδικα καταδικαστεί για προδοσία, χηρών που τους στερούσαν την περιουσία και όλων
γενικά των κατατρεγμένων του κράτους. Πολλές φορές πετύχαινε τα επιθυμητά
αποτελέσματα, χωρίς ποτέ να εκνευρίζει ή να κουράζει τον Σβιατοπόλκ˙ τον είχε
πείσει ότι πάντοτε σκεφτόταν το συμφέρον το δικό του, και της χώρας του, και
ότι στην προκειμένη περίπτωση, η γενναιοδωρία
και η ελεημοσύνη ήταν αυτό που του χρειαζόταν για να κερδίσει τις
καρδιές των πολιτών και να περιφρουρήσει τη βασιλεία του. Βέβαια, δεν μπόρεσε να
τον πείσει να αναιρέσει κανέναν από τους άτεγκτους νόμους του, αλλά καθημερινά
όλο και περισσότεροι πολίτες του Κιέβου γνώριζαν το έλεος του ηγεμόνα τους.
Και
πραγματικά πλήθος ανθρώπων κατέφτανε στο παλάτι κάθε μέρα, για να ζητήσει την
προσωπική του χάρη από την αρχόντισσα Ναντέζντα, κι εκείνη τους δεχόταν όλους
ανεξαιρέτως, οργανώνοντας παράλληλα συσσίτια για τους αστέγους, κι επιβλέποντας
τη λειτουργία ορφανοτροφείων. Το αποτέλεσμα ήταν όλοι πολίτες να αρχίσουν να μιλούν
για την Καλή Πριγκίπισσα Ναντέζντα. Παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες του
Σβιατοπόλκ να ακούσει τις συμβουλές της θετή αδελφής του, μονάχα της Ναντέζντα
η δημοτικότητα αυξανόταν στις τάξεις των εμπόρων, των βιοτεχνών και των
αγροτών, καθώς οι πάντες γνώριζαν ότι πίσω από κάθε χάρη και κάθε επίδομα που
παραχωρούσε ο Μεγάλος Πρίγκιπας, κρυβόταν εκείνη και μόνο.
Ήταν αδιανόητο. Δεν ήταν παρά μια
γεροντοκόρη, χωρίς περιουσία και κτήματα κι όμως φαινόταν να έπαιζε
σημαντικότερο ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας απ’ όλους τους βογιάρους της
Ρωσίας μαζί. Και ποιος, βλέποντάς την να περιπλανιέται, να χορεύει, να
τραγουδά, ντυμένη με τα φανταχτερά της φορέματα και με τα εξαίσια κοσμήματα, με
τόση αυτοπεποίθηση και που θα έλεγες ότι της ανήκει ο κόσμος ολάκερος, θα
μπορούσε να αρνηθεί ότι ήταν η αδιαφιλονίκητη
πρώτη κυρία της αυλής –ακόμα κι αν δεν ήταν; Όλοι οι άντρες ήταν μαγεμένοι μαζί
της, κάθε γυναίκα τη ζήλευε θανάσιμα.
Ο Αλεξάντερ έπρεπε να τρίξει τα δόντια,
να φορέσει ένα ψεύτικο χαμόγελο και να υποκριθεί ότι ήταν ευχαριστημένος με την
πρόοδο της αλλοτινής προστατευόμενης του
θείου του. Ήταν βέβαιος πως και κάποιος άλλος ήταν μπλεγμένος στις πλεκτάνες
της, κάποιος σημαντικός, ο οποίος θα μπορούσε να της παρέχει τους απαραίτητους
πόρους και υποστήριξη, ώστε να μπορέσει να αναρριχηθεί ακαριαία στην κοινωνική
κλίμακα.
Εντούτοις, ήταν δύσκολο να καταλάβει
ποιος ακριβώς. Όλοι οι βογιάροι της φέρονταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο:
υποκλίνονταν, χαμογελούσαν, την υποστήριζαν. Κανένας δε φαινόταν να θέλει να
διακινδυνεύσει τη ζωή του για χάρη της, κανένας δεν έμοιαζε να πιστεύει ότι η
ζωή του ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δική της. Συγχρόνως, όλοι ανεξαιρέτως
φαίνονταν να είναι πιστοί στη βασιλεία του ηγεμόνα. Έτσι ο Αλεξάντερ κατάλαβε
ότι η υποταγή όλων των βογιάρων ήταν κάλπικη˙ δεν ήταν παρά άπληστοι δειλοί,
που ορκίζονταν πίστη στον ισχυρότερο, στο νικητή, όποιος κι αν ήταν. Δε θα ήταν
δύσκολο να τους πάρει ο Μιστισλάβ με το μέρος του˙ αρκεί να έφτανε στο Κίεβο
κατακτητής.
Ακόμα και τα σχέδια του Πολωνού Πρίγκιπα
ήταν άγνωστα σ’ εκείνον. Είχε μάθε για τη συνθήκη που είχε υπογράψει με τον
Σβιατοπόλκ αλλά πίστευε πως υπήρχαν κι άλλα που τα αγνοούσε. Κι αυτό γιατί
αντιλαμβανόταν ότι ο ξένος ήταν ερωτευμένος με το σπανιότερο άνθος της αυλής,
την αψεγάδιαστη Αναστασία. Και φυσικά, αρκούσε μια ματιά στα σπινθηροβόλα
μαύρα μάτια της νέας για να δει ότι η
αφοσίωση στο πρόσωπο της ετεροθαλούς αδερφής της ήταν αναμφισβήτητη, σε καμία
περίπτωση προσποιητή. Ίσως λοιπόν, η μικρή, να είχε παρασύρει τον Πρίγκιπα Μιέσκο
σε μια κρυφή συμμαχία με τη Ναντέζντα. Μα, αυτό ήταν παράλογο με δεδομένο τους
δεσμούς αίματος που τον συνέδεαν με τη Μίρα. Η φήμη της Ναντέζντα ως μια
αδίστακτης γυναίκας με την ικανότητα να πείθει τους άντρες και να
εκμεταλλεύεται καταστάσεις προς όφελός της τον έκανε να αμφιβάλλει. Καλά θα
έκανε να συμβουλεύσει το θείο του να κάνει κι εκείνος τη δική του κίνηση για να
κερδίσει την υποστήριξη της Πολωνίας ή κάποιας άλλης δυτικής χώρας.
Υπήρχε όμως, ένας άντρας στην αυλή που
τον ενδιέφερε περισσότερο από την ευνοούμενη του Πρίγκιπα, καθώς ήταν πλήρως
ανίκανος να αποφασίσει –σε αντίθεση με τη Ναντέζντα, για την οποία ήταν βέβαιος
πως ενεργούσε προς δικό της όφελος και μόνο– σε
ποιον ανήκε η αφοσίωσή του. Ο Στεφάν Ραντοσλάβιτς έδειχνε πράγματι ένας
υποδειγματικός υπήκοος και σύμβουλος, όμως πόσο μπορούσε να εμπιστεύεται ο
Αλεξάντερ τη δημόσια στάση του;
Εκείνος διατηρούσε τις αποστάσεις του
από τη Ναντέζντα, ενέργεια που ο Αλεξάντερ δυσκολευόταν να ερμηνεύσει. Αρχικά, ως τοποτηρητής του Νόβγκοροντ δεν είχε ανάγκη να
διατυμπανίσει τη φιλία του, όπως όλοι οι
άλλοι της τάξης του. Ήταν ήδη αρκετά ισχυρός. Ίσως να αισθανόταν ασφάλεια με
όσα κατείχε και να ήταν τυφλά
αφοσιωμένος στον ηγεμόνα του. Δεν ήταν κρυφό άλλωστε ότι η συμμαχία του άρχοντα
και του Πρίγκιπα, πήγαινε γενιές πίσω. Οι
πατεράδες τους ήταν σύντροφοι στα όπλα, όπως και οι ίδιοι. Μάλιστα, ο Στεφάν
είχε ηγηθεί των ρωσικών στρατευμάτων κατά την εκστρατεία εναντίον των
Πετσενέγων, δεν ήταν αυτή αδιάσειστη απόδειξη της αθάνατης αφοσίωσής του;
Ωστόσο φημολογούταν πως το κολοσσιαίο
εγχείρημα επιτεύχθηκε χάρη στην άψογη
συνεργασία τους, επιτεύχθηκε το κολοσσιαίο εγχείρημα, προς τι αυτή η
ψυχρή τυπικότητα ανάμεσά τους; Αν πράγματι ο Στεφάν ήταν αυτό που έδειχνε,
γιατί η αγαπημένη θετή αδερφή και εξαδέλφη του Σβιατοπόλκ δεν έχαιρε της ίδιας
αντιμετώπισης με τον ηγεμόνα στον οποίο υποτίθεται είχε ορκιστεί την ίδια τη
ζωή του; Αφού, ο Μεγάλος Πρίγκιπας αγνοούσε ότι η Ναντέζντα ήταν άσπονδος
εχθρός του, δε θα έπρεπε ο πιστότερος υπήκοός του, να τιμά και να αγαπά με την
ίδια ένταση κι εκείνη; Η διαίσθησή του υποδείκνυε πως ο Στεφάν Ραντοσλάβιτς
έκρυβε πολλά μυστικά. Μυστικά που έπρεπε να ανακαλύψει οπωσδήποτε ο Αλεξάντερ
αν ήθελε να δώσει στο θείο του ασφαλείς πληροφορίες για το τι θα κληθεί να
αντιμετωπίσει σε ενδεχόμενη εξέγερση. Κι ο μόνος τρόπος ήταν να τον πλησιάσει.
Επιχείρησε στην αρχή διακριτικά, και στη
συνέχεια πιο επίμονα να κερδίσει τη φιλία του και –γιατί όχι;– την εμπιστοσύνη
του. Για να τον πλησιάσει αρχικά, εξέφρασε τον θαυμασμό του για τη γενναιότητα
που επέδειξε στην εκστρατεία. Επιδίωξε να τον έχει από κοντά και συνεχώς του
μιλούσε για τα δικά του κατορθώματα σε μάχες, όπως και τις τραγωδίες που είχαν
χτυπήσει τη ζωή του, που έμοιαζαν με τις τραγωδίες του Στεφάν˙ είχαν κι οι δυο
χάσει αγαπητά μέλη της οικογένειάς τους. Δεν τολμούσε βέβαια να φέρει την
κουβέντα σε επίμαχα ζητήματα, όπως να ρωτήσει ευθέως την άποψη του για την
πολιτική του Σβιατοπόλκ ή για τη διαρκώς αυξάνουσα δύναμη της Ναντέζντα, διότι
δεν ήθελε ο Στεφάν να τον υποπτευθεί. Προτιμούσε να μάθει περισσότερα για τον ίδιο,
την οικογένεια και το παρελθόν του, ώστε να μπορέσει να καταλάβει ποιο ήταν το
ποιόν και τα κίνητρά του. Ο άρχοντας Ραντοσλάβιτς δεν έδειχνε καθόλου
καχύποπτος, απεναντίας ήταν ιδιαίτερα φιλικός και ομιλητικός, έμοιαζε στ’
αλήθεια να απολαμβάνει την συντροφιά του. Δυστυχώς όσες πληροφορίες κι αν
συνέλεγε, δυσκολευόταν να συνάγει οποιοδήποτε συμπέρασμα.
Αυτό που ο Αλεξάντερ αγνοούσε ήταν ότι
κάθε νύχτα, όταν όλο το κάστρο έπεφτε σε
βαθύ ύπνο, τρία κεριά άναβαν στο απόλυτο σκοτάδια, για να οδηγήσουν τους τρεις
συνωμότες στο υπόγειο κελάρι. Εκεί κατέστρωναν τα σχέδιά τους, μοιράζονταν τις
πληροφορίες που είχαν συγκεντρώσει για τους αντιπάλους τους, συζητούσαν την
επόμενη κίνησή τους, πάντοτε με την πίεση του χρόνου, πάντοτε με το φόβο της
ανακάλυψης.
Για τη Ναντέζντα που είχε μάθει σε όλη
της τη ζωή να ενεργεί μόνη, ήταν δύσκολο
να πρέπει συμβουλεύεται άλλα άτομα για τις δικές τις κινήσεις. Όμως, ο
Στεφάν και η Αναστασία αποδείχθηκαν πολύτιμοι βοηθοί. Η Αναστασία με το
προσωπείο της ανέμελης και αθώας κοπέλας, άκουγε τα κουτσομπολιά των υπηρετριών
που ήξεραν τα πάντα, μάθαινε όλες τις φήμες της αυλής, οτιδήποτε αφορούσε τους
βογιάρους ή την Μεγάλη Πριγκίπισσα. Παρά τη θλίψη της για την τροπή που έπαιρνε
η ζωή της, στεκόταν αντάξια των περιστάσεων, δεν απογοήτευσε τη Ναντέζντα. Από
την άλλη ο Στεφάν με τη ψύχραιμη στάση του επεδίωκε να εκμαιεύσει όλα τα
μυστικά του Αλεξάντερ, μεταδίδοντάς του μονάχα ακίνδυνες πληροφορίες αρκετές
για να φαίνεται ότι τον εμπιστεύεται αλλά όχι για να μάθει εκείνος τους σκοπούς
του.
«Είναι ανώφελο…» αναστέναξε μια μέρα,
απελπισμένος. «Είναι απερίγραπτα πονηρός. Μπορεί να πιστεύει ότι τον θεωρώ
φίλο, μα δεν έχει σκοπό να μου αποκαλύψει τα σχέδια του προτού βεβαιωθεί για
την υποστήριξή μου. Και ποιος θα το έκανε;»
«Στεφάν, ήδη ξέρουμε πολλά. Ξέρουμε ότι
έχει έρθει μόνος, με μια χούφτα άνδρες και ξέρουμε ότι είναι εδώ αποκλειστικά
για να συλλέξει πληροφορίες και ότι στέλνει καθημερινή αναφορά στο Μιστισλάβ»,
τον καθησύχασε αμέσως η Ναντέζντα. Η φωνή της ήταν σταθερή, το βλέμμα της
ψυχρό, μα αυτό δε σήμαινε ότι ο Στεφάν είχε πάψει να την αποσυντονίζει˙ απλά
είχε βελτιωθεί στο να το κρύβει.
«Δεν ξέρουμε ότι αυτό είναι το μόνο που
κάνει…»
«Θυμήσου ότι κι εκείνος προσπαθεί να
κερδίσει την εμπιστοσύνη σου, όπως εσύ», διατύπωσε η Αναστασία. «Είναι λογικό
να μη θέλει να σου εκμυστηρευτεί τα σχέδιά του. Δεν φταις εσύ».
«Ακριβώς», συμφώνησε η Ναντέζντα.
Για λίγο σιωπή απλώθηκε στο
κακοφωτισμένο δωμάτιο. Το μυαλό και των τριών γύριζε συνεχώς στα ίδια ζητήματα.
«Ίσως ήρθε η ώρα να πάρουμε δραστικότερα
μέτρα, Στεφάν. Μεθόδευσε μια από τις συζητήσεις σας και κάνε ένα δήθεν τυχαίο
σχόλιο, με το οποίο στηλιτεύεις τον Καταραμένο κι όλους τους υποστηρικτές του.
Τότε μόνο θα πιστέψει πως δεν είσαι τόσο πιστός στον Καταραμένο, όσο φαίνεται».
«Αν με ακούσει κανείς, θα κατηγορηθώ για
προδοσία, Ναντέζντα», παρατήρησε στωικά ο Στεφάν.
«Θα φροντίσεις να μην ακούσει κανείς
τίποτα».
«Όχι. Είναι παρακινδυνευμένο», διαφώνησε
η Αναστασία.
«Πράγματι, αλλά το ρίσκο είναι
απαραίτητο˙ μόνο έτσι θα μάθουμε τι σχεδιάζει στ’ αλήθεια και πόσο
αποφασισμένος είναι ο Μιστισλάβ, να κατακτήσει το στέμμα».
Παρόλο που συζητούσαν ισότιμα, ο Στεφάν
και η Αναστασία δεν έπρεπε να ξεχνούν. Η θυγατέρα της Ρογκνέντα ήταν αυτή που
έλεγε την τελευταία λέξη. Και αυτό δεν άλλαζε.
Την επόμενη μέρα κιόλας, ο Στεφάν έθεσε
σε εφαρμογή το σχέδιο. Έπεισε τον Αλεξάντερ να τον ακολουθήσει στους βασιλικούς
στάβλους, για να του δείξει το καινούργιο άλογο που είχε αγοράσει για τον
αδερφό του, με το πρόσχημα ότι μπορεί να ήθελε να πάρει ένα ίδιο για τον μικρό
του εξάδελφο. Έπιασαν τη συζήτηση, μιλώντας για την εκτροφή αλόγων, την ιππασία
και κατ’ επέκταση το κυνήγι.
Τότε ο Στεφάν είπε με πικρία πως
δυστυχώς ο πατέρας του είχε καταδικαστεί άδικα σε θάνατο, εξαιτίας του
Βλαντιμίρ, και δε θα έβλεπε ποτέ το μικρό του γιο να γίνεται σπουδαίος
αναβάτης, πράγμα που ο Αλεξάντερ ήδη γνώριζε. «Όχι ότι ο Μεγάλος Πρίγκιπας Σβιατοπόλκ
είναι καθόλου καλύτερος. Με δαύτον ακόμα και οι έντιμοι, πιστοί άνδρες πρέπει
να φοβούνται για τη ζωή τους… Ο καημένος ο Φεντόρεβιτς, γλίτωσε από του χάρου
τα δόντια!» πρόσθεσε δήθεν αδιάφορα. «Βέβαια, μπορεί οι κατηγορίες να ήταν
δίκαιες και ο Μεγάλος Πρίγκιπας να μην είχε άλλη επιλογή από το να τον
καταδικάσει», υπογράμμισε με το σύνηθες αφοσιωμένο ύφος.
Αυτά τα λόγια ξένισαν τον Αλεξάντερ.
Ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγε να κρίνει έστω και αμυδρά τις πράξεις του
Σβιατοπόλκ. Τι συνέβαινε; Είχε μήπως πετύχει τον σκοπό του κι ο Στεφάν άρχισε
να γίνεται απρόσεκτος; Δεν ήξερε πώς να απαντήσει, πώς να εκμαιεύσει
περισσότερες πληροφορίες. Τελικά αποφάσισε να πει την αλήθεια.
«Δεν έχω ξανακούσει να μιλούν για αυτόν
τον Φεντόρεβιτς. Τι του συνέβη;»
Ο Στεφάν ανέμενε αυτήν την αντίδραση και
του εξιστόρησε όλα όσα συνέβησαν σ’ εκείνον και την οικογένεια του, όταν κατηγορήθηκε
για κλοπή φόρων. Φυσικά αποσιώπησε το ρόλο το δικό του και της Ναντέζντα στην
όλη ιστορία.
«Δεν ξέρω τι να πιστέψω άρχοντα Μπόροβιτς.
Μπορεί να ήταν ένοχος, μπορεί και όχι. Αλλά παραμένει γεγονός ότι ο Μεγάλος
Πρίγκιπας τον έκρινε ένοχο υπερβολικά γρήγορα, χωρίς καν δίκη. Έχουμε γίνει ένα
κράτος στο οποίο ένας ευυπόληπτος άντρας είναι αναγκασμένος να φοβάται τη σκιά
του. Δεν ξέρω… ίσως ο λαός να έχει δίκιο που τον αποκαλεί Καταραμένο». Έπαψε
για λίγο σκεπτικός. Αν ήθελε την
εμπιστοσύνη του, έπρεπε να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα. «Και με προβληματίζει
η εμπιστοσύνη που δείχνει στην αρχόντισσα Ναντέζντα. Εσείς τι λέτε άρχοντα Μπόροβιτς,
είναι συγγενής σας, πιστεύετε ότι τι είναι αξιόπιστη;»
Δεν πρόλαβε ο Αλεξάντερ να απαντήσει,
καθώς την προσοχή των δυο αντρών απέσπασε η είσοδος ενός καβαλάρη στον
εξωτερικό χώρο του κάστρου.
Ήταν ο Ντιμίτρι Ιγκόρεβιτς.