Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 23) - "Payback"

Liliana POV

Βρισκόμουν στο δωμάτιο του Ντέιμιαν εδώ και ώρες. Ακόμα ήταν ένα χάος, με τα συντρίμμια από τον καυγά μας να είναι ακόμα διάσπαρτα παντού. Η ντουλάπα είχε αντικατασταθεί όπως και το κρεβάτι. Αλλά τα βιβλία του ακόμα ήταν πεταμένα δεξιά και αριστερά. Ο Τζέικ και η Στέφενι δεν με είχαν επισκεφτεί ξανά. Όπως και κανένας άλλος. Ούτε καν να με τσεκάρουν. Είχα δει τι αντιδράσεις προκαλούσε ο απαγωγέας μου στους υπόλοιπους και ειλικρινά με τρόμαζε το ενδεχόμενο να έρθω ξανά αντιμέτωπη μαζί του. Τα χέρια μου ακόμα πονούσαν από το σφιχτό του κράτημα και τα μάτια του… Τόση ψύχρα. Τόσος θάνατος. Ήταν όντως δαίμονας ακόμα και αν στα δικά μου μάτια δεν φαινόταν έτσι. Αυτό μάλλον ήταν η κάλυψη που μου είχε πει ο Κάιλ.
Έκοβα βόλτες μέχρι που ένιωσα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. Τα πόδια μου πονούσαν απίστευτα. Άραγε πόσες ώρες να ήμουν εδώ κλεισμένη; Ξάπλωσα στο κρεβάτι του ενώ το στομάχι μου διαμαρτυρόταν σαν τρελό. Είχα πάνω από τρεις μέρες να φάω, ή τουλάχιστον έτσι υπολόγιζα, και ένιωθα ήδη να χάνω κάθε ενέργεια. Τα βλέφαρα μου βάρυναν και αποκοιμήθηκα.
Ξύπνησα από ένα χέρι που έσφιγγε βίαια το μπράτσο μου και βρέθηκα με την πλάτη στον τοίχο. Ο Λούσιφερ με είχε ακινητοποιήσει. Δεν είχα δυνάμεις για να τον παλέψω και έτσι έμεινα να τον κοιτάζω μονάχα. Γέλασε σαδιστικά.
«Αδύναμο πλάσμα. Δεν είσαι ικανή για τίποτα». Έσκυψα το κεφάλι μου. Με χτύπησε δυνατά ξανά νυχιάζοντας μου όλο το σαγόνι και έπεσα στο πάτωμα. Άρχισε να γελάσει με την αδυναμία μου και έφυγε γελώντας. Προσπάθησα να συρθώ προς το κρεβάτι πάλι αλλά έπεσα αδύναμη.
Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και η Στέφενι μπήκε στο δωμάτιο. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να καλύψω το κεφάλι μου από φόβο μην με χτυπήσει και εκείνη. Η Στέφενι όμως άφησε μια πιατέλα με κρέας πάνω στο ρημαδιασμένο γραφείο του Ντέιμιαν και με κοίταξε. Ήρθε δίπλα μου και κάθισε σιωπηλή. Προσπάθησα να απομακρυνθώ αλλά με κράτησε τρυφερά και πάγωσα.
«Δεν είναι καρποί της κόλασης. Δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Και μην το πεις στον αδερφό μου». Η Στέφενι μου χαμογέλασε και έφυγε. Κοίταξα το φαγητό καχύποπτα. Η μυρωδιά εισέβαλε στα ρουθούνια μου και το στόμα μου γέμισε σάλια. Όρμισα στο φαγητό πριν προλάβει το μυαλό μου να επεξεργαστεί την πληροφορία. Τα χέρια μου και το στόμα μου γέμισαν ζουμιά αλλά συνέχισα να τρώω ώσπου δεν έμεινε ούτε ψίχουλο στο πιάτο. Κοίταξα τα λερωμένα χέρια μου με θλίψη. Εικόνες από την ζωή μου στον δρόμο εισέβαλαν στο μυαλό μου. Όταν έψαχνα τα σκουπίδια σε ηλικία 4 ετών για να βρω κάτι να φάω. Όταν
κουλουριαζόμουν σε μια άκρη του δρόμου με χαρτιά από βρώμικες εφημερίδες για σκεπάσματα και το βρώμικο χώμα για μαξιλάρι. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου.
«Καταραμένο μυαλό...» Ένιωσα την πλάτη μου να καίγεται αλλά την ίδια στιγμή ένα γλυκό μούδιασμα. Έπεσα στα γόνατα και έκρυψε το πρόσωπο της στα χέρια μου. Ένα ζευγάρι βιολετί φτερά απλώθηκαν από την πλάτη μου και αγκάλιασαν το κορμί μου. Άκουσα την πόρτα να ανοίγει και σήκωσα το κεφάλι μου να δω ποιος θα ήταν εκείνος που είχε σειρά. Ο Ντέιμιαν με κοιτούσε παγωμένος. Μια πλαστική σακούλα γεμάτη μέχρι πάνω έσταζε από πηχτό αίμα. Άφησε τη σακούλα να πέσει και γονάτισε μπροστά μου. Σήκωσε το πρόσωπο μου και έβγαλα μια πνιχτή κραυγή αφού τα δάχτυλα του ακούμπησαν την πληγή μου. Είδα τα μάτια του να στενεύουν και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο.



Damian POV


Δεν ήταν δύσκολο να βρω τις έξι ανάδοχες οικογένειες της. Είναι υπερβολικά εύκολο όταν δεν είναι εφικτό να μείνει κάτι κρυφό. Είχα βρει το ορφανοτροφείο που μεγάλωσε σχετικά εύκολα και μετά το μόνο που είχα να κάνω είναι να κοιτάξω τον φάκελο της. Τόσες φωτογραφίες από ιατροδικαστές, αστυνομία και σπίτια σε άθλιες συνθήκες. Τι είχε πάει στραβά; Συνήθως παιδιά με την δική της εμφάνιση ήταν η πρώτη επιλογή για τα πλούσια ζευγάρια. Όμως για κάποιον λόγο εκείνη δεν είχε αυτήν την τύχη. Κάτι σφίχτηκε μέσα μου όταν είχα πέσει πάνω στις φωτογραφίες από το τρίτο σπίτι που την είχε πάρει. Η πρώτη οικογένεια απλά δεν μπορούσε να τη μεγαλώσει αφού χάσανε όλα τους τα λεφτά και ξεκίνησαν να την κακοποιούν ως εκτόνωση των νεύρων τους. Ευτυχώς οι γείτονες έδρασαν γρήγορα και απομακρύνθηκε από το πρώτο σπίτι. Και μετά ήρθε το δεύτερο. Το τρίτο και το τέταρτο… Όσο και να βασάνισα και αυτούς και τις γυναίκες τους, ακόμα δεν είχα βρει ηρεμία. Είχα ξεριζώσει τις καρδιές τους εν τέλει και τα είχα βάλει σε μια πλαστική σακούλα. Δεν γνωρίζω γιατί. Αλλά ήλπιζα να της χάριζα λίγη ηρεμία. Όταν μπήκα όμως στο δωμάτιο και την είδα έτσι… Δεν έπρεπε κανένα παιδί να βιώνει τέτοιο πόνο. Και ύστερα η μυρωδιά του αδερφού μου γέμισε τα ρουθούνια μου ανακατεμένη με αίμα. Και μια βαθιά χαρακιά ανέβλυζε τώρα από το πηγούνι της. Ένιωσα τον δαίμονα να βγαίνει από μέσα μου και όρμησα στην αίθουσα του Θρόνου.
«Με ποιο δικαίωμα την άγγιξες;» του ούρλιαξα και τον κόλλησα στον τοίχο.
«Ξέρεις σε ποιον μιλάς;» μου είπε ήσυχα και σήκωσε το φρύδι.
«Είναι δική μου και δεν είχες δικαίωμα!» Του ούρλιαξα στο πρόσωπο φτύνοντας τον.
«Ξεχνάς ποιος είμαι;» ένιωθα τον θυμό του να βράζει το αίμα του.
«Εσύ ξεχνάς ποιος είμαι!» Τον κοπάνησα στον τοίχο
«Είμαι ο Άρχοντας σου!» ούρλιαξε και με έσπρωξε μακριά.
«Και εγώ ο αδερφός σου!» όρμησα πάνω του και δεν το περίμενε. Άρχισα να τον χτυπάω δυνατά στο πρόσωπο. « Έπεσα για σένα» συνέχιζα να τον χτυπάω με μανία ενώ εκείνος ούτε καν προσπαθούσε να αντεπιτεθεί. «Σε ακολούθησα σε αυτόν το διαολεμένο τόπο χωρίς να πω λέξη. Σε ακολούθησα όταν αποφάσισες να φύγεις. Πολέμησα στο πλάι σου. Πολέμησα για σένα και τώρα είναι η ώρα να μου το ξεπληρώσεις». Άφησα το ματωμένο του πρόσωπο και έφερα τα δόντια μου σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπο του. «Σε άφησα να πάρεις κεφάλι. Μην την αγγίξεις ξανά αν δεν θες να σου δείξω ποιο από τα δίδυμα μπορεί να διοικεί την Κόλαση».
Επέστρεψα στο δωμάτιο. Η Λιλιάνα δεν είχε κουνηθεί από τη θέση της. Πήγα στο διαλυμένο μου γραφείο και έβγαλα ένα κουτάκι από το συρτάρι. Το άνοιξα και έβαλα λίγο οξυζενέ σε ένα κομμάτι βαμβάκι. Γονάτισα δίπλα της και καθάρισα την πληγή της. Απέφευγε το βλέμμα μου κάθε φορά που προσπαθούσα να την κοιτάξω στα μάτια. Έβρεξα και μια πετσέτα και καθάρισα τα χέρια και το στόμα της από το φαγητό. Της χάιδεψα το μάγουλο απαλά και με κοίταξε με τα μεγάλα γαλάζια μάτια της. «Δεν θα σε αγγίξει ξανά. Έχεις τον λόγο μου». Κοίταξε την σακούλα που είχα αφήσει στο πάτωμα.
«Αυτό…» έδειξε με το δάχτυλο της την σακούλα.
«Ναι».
 Δεν χρειάστηκε κανένας από τους δυο μας να διατυπώσει την ερώτηση. Ήξερα τι ήθελε να ρωτήσει.
«Ωραία» είπε απλά και έγειρε στο άγγιγμα μου. Τα φτερά της τεντώθηκαν και χαμογέλασα.
«Θα μάθεις να πετάς;» χαμογέλασε και με κοίταξε.

«Θα με μάθεις;»

Nadia