Κίεβο, Νοέμβριος 1021
Ο χρόνος έχει πάψει να κυλά για μένα. Όλα έχουν
παγώσει. Έχει παγώσει ο φόβος, η χαρά, η λύπη, οποιοδήποτε συναίσθημα.
Έχω χάσει. Είναι το μόνο που έχει σημασία.
Ο Μιστισλάβ πήρε το Κίεβο και βάλθηκε να εδραιώσει
την κυριαρχία του. και νομίζω πως τα καταφέρνει περίφημα. Ο λαός τον δέχτηκε ως
λυτρωτή, όπως και οι βογιάροι, άλλοι ως κατακτητή, άλλοι ως νόμιμο κυβερνήτη. Κανείς
δεν αντιτάχθηκε στην στέψη του, στην κατάληψη του θρόνου του Καταραμένου.
Βέβαια, αυτό συνέβη στο Κίεβο. Στις υπόλοιπες
ηγεμονίες είναι αμφίβολο το αν η αποδοχή του θα είναι το ίδιο ομόφωνη. Αλλά
αυτό είναι αυριανό πρόβλημα. Σήμερα είναι ο αναμφισβήτητος μονοκράτορας.
Όχι ότι εγώ έχω καμιά ιδέα σχετικά με το πώς
διαχειρίζεται τη νεοαποκτηθείσα εξουσία του. Βρίσκομαι κλεισμένη στα έγκατα του
κάστρου. Σε ένα κελί.
Έχω χάσει.
Ο Μιστισλάβ φάνηκε γρηγορότερος και εξυπνότερος από
εμένα. Όταν εγώ περίμενα να παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία, εκείνος τη
δημιούργησε.
Κι εγώ κατέληξα παγιδευμένη, έτι μία φορά.
Ξύπνησα έγκλειστη εδώ μέσα. Πρέπει να έχασα τις
αισθήσεις μου μετά τα αλλεπάλληλα χτυπήματά του, γιατί δε θυμάμαι να με
μετέφεραν εδώ. Οι μύες τα κόκαλά μου, κάθε εκατοστό του σώματος μου φλεγόταν
από τον πόνο. Ωστόσο, με τα χέρια ακόμα δεμένα, κατέβαλα τεράστια προσπάθεια να
βγάλω το μαχαίρι από την μπότα μου και να το κρύψω ανάμεσα στα άχυρα που με
είχαν πετάξει. Ευτυχώς γιατί, όταν αργότερα κάποιος άνοιξε τη σιδερένια
καγκελόπορτα και μπήκε μέσα στο τρισάθλιο κελί μου, έκοψε τα δεσμά μου και με
ανάγκασε να σηκωθώ όρθια και να βγάλω όλα τα ρούχα, εκτός από το μεσοφόρι καθώς
και τα παπούτσια μου. Αν το στιλέτο βρισκόταν ακόμα στην μπότα όχι μόνο θα το
έβλεπε και θα με τιμωρούσε, μα θα μου το έπαιρνε. Μου πέταξε ένα κομμάτι
μπαγιάτικο ψωμί και γέμισε μια πήλινη κανάτα με νερό. Με ενημέρωσε ότι μια νέα
μέρα είχε ξημερώσει για το Κίεβο και ολόκληρη τη Ρωσία. Στο εξής όλοι θα
ζούσαμε στην παραδεισένια χώρα που θα δημιουργούσε ο Μιστισλάβ. Με συμβούλευσε
να δεχτώ τη νέα κατάσταση, γιατί μέχρι να υποταχτώ στον εκλαμπρότατο Μιστισλάβ
Βλαντιμίροβιτς, θα μείνω εδώ. Διαταγή
του Πρίγκιπα.
Κι έκτοτε τίποτα. Κενό.
Ζω την απόλυτη εξαθλίωση. Τρέφομαι αποκλειστικά με
νερό και ξερό ψωμί τρεις φορές την ημέρα. Είμαι Ντυμένη με ένα λεπτό ένδυμα που
ελάχιστα με προστατεύει από το ψύχος και αναγκασμένη να χρησιμοποιώ ως το
δοχείο νυκτός την κανάτα που προηγουμένως περιείχε το νερό μου. Δεν με έχουν βασανίσει πέρα από τότε, έξω από
το Κίεβο, και ο πόνος από τα τραύματά μου σταδιακά γίνεται υποφερτός. Δεν
πρόκειται για τίποτα παραπάνω από πολύ άσχημες μελανιές, οι οποίες θα
επουλώνονταν πολύ γρηγορότερα αν μπορούσα να απλώσω πάνω τους καταπλάσματα. Θα
φύγουν κάποια στιγμή, αλλά με τα ανεξίτηλα σημάδια της ταπείνωσης τι θα γίνει;
Αυτό είναι ο απώτερος σκοπός του ετεροθαλούς αδερφού
μου. Να με φέρει στο κατώτερο σημείο, να με διαλύσει ψυχικά και σωματικά και να
μου στερήσει κάθε ίχνος ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Αφού όμως ξέρει ότι τίποτα δεν είναι ικανό να με
λυγίσει και να με κάνει γονατίσω μπροστά του, γιατί δε με σκοτώνει να
τελειώνουμε;
Δεν αντέχω το σκοτάδι, την πείνα, την ακινησία,
σαφώς. Έχω χάσει τα πάντα, κάθε ελπίδα ότι θα φύγω ποτέ από εδώ, είμαι
πεπεισμένη ότι εδώ θα γίνει ο τάφος μου. μα, δεν πρόκειται να λυγίσω. Η
περηφάνια είναι το μόνο, το τελευταίο πράγμα που μου έχει απομείνει και δεν
πρόκειται να το αποποιηθώ ελαφρά τη καρδία.
Ας με σκοτώσει όμως! Γιατί αυτή δεν είναι ζωή και
φοβάμαι ότι κάποια στιγμή η ατσάλινη θέλησή μου θα με εγκαταλείψει. Τέτοιες
στιγμές πρέπει να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι ούτε η ζωή υπό το ζυγό του
Μιστισλάβ είναι μια ζωή που αξίζει να ζήσω.
Μόνο η έννοια μου για την Αναστασία θα με ωθούσε σε
όρκο αφοσίωσης, κι αυτή δεν υφίσταται πια, χάρη στη χαιρεκακία του Μιστισλάβ
που τον ώθησε να έρθει εδώ και να πανηγυρίσει για τη νίκη του.
Ήρθε εδώ την ημέρα της στέψης του, με μια ενδυμασία
τόσο πολυτελή, φορτωμένη με πολύτιμους λίθους και δουλεμένη χρυσό, που
αναρωτήθηκα πώς και δε λύγιζε κάτω από το βάρος της. Προσπαθεί πολύ σκληρά να
φαίνεται ηγεμόνας, με ένα τρόπο που αρμόζει μόνο σε κάποιον που ξέρει ότι δεν
αξίζει το στέμμα, και που πιστεύει ότι με το να θαμπώσει τους πολίτες όλοι θα
παραβλέψουν την ανικανότητά του.
Ξεκίνησε λέγοντας ότι ανησυχούσε για τη μικρή αδερφή
του και θέλησε να δει πώς προσαρμόζομαι στο νέο μου περιβάλλον. Με πομπώδες
ύφος με παρακίνησε να έρθω και να συμμετάσχω στη χαρμόσυνη ημέρα του θριάμβου
του. Με διαβεβαίωσε ότι θα δείξει έλεος, θα ξεχάσει την προδοσία μου αρκεί να
δείξω σε όλο το Κίεβο ότι του χρωστούσα την αθάνατη αφοσίωσή μου. Πρέπει πια να
αποδεχτώ την ήττα μου, το πείσμα μου έχει καταντήσει βαρετό, είπε. Ακόμα και η
κόρη της Άννας η Αναστασία είχε φανεί εξυπνότερη από εμένα και αποδεχτεί την
εξουσία του. Κι αυτό της κέρδισε ένα κομψό καινούργιο φόρεμα, λαμπρά κοσμήματα
και μια τιμητική θέση στο πλευρό της συζύγου του. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύσει και για μένα.
Στο κάτω κάτω της γραφής, μου υπενθύμισε, όλοι μια οικογένεια είμαστε.
Εγώ τον κοίταξα με απαράμιλλη ηρεμία, συγκροτημένη
και αξιοπρεπής. Άντλησα δύναμη από το γεγονός ότι η αδερφή μου ήταν καλά
–παγιδευμένη, αλλά καλά– και του χάρισα ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο. Έπειτα του είπα να πάει να γαμηθεί.
Κι έφυγε.
Μπορεί να μην έχω πλέον στον ήλιο μοίρα, μα αρνούμαι
κατηγορηματικά να του δώσω την ικανοποίηση να με δει υπάκουη και υποταγμένη. Θα
αντέξω. Θα βρω δύναμη μέσα μου και θα παλέψω για όσο χρειαστεί. Για δέκα,
χρόνια, πενήντα ή εκατό. Μέχρι να πεθάνει εκείνος ή εγώ. Ανάθεμα, αν του δώσω
την ικανοποίηση!
Αυτές τις σκοτεινές μέρες, μην έχοντας άλλη ασχολία
από το να σκέφτομαι και να αναπολώ με μελαγχολία το παρελθόν, ανακάλυψα ότι θα
έδινα τα πάντα για να δω τον Στεφάν άλλη μια φορά.
Πλέον είμαι σε θέση να αναγνωρίσω όλα μου τα λάθη.
Ήμουν ανάλγητη και αδικαιολόγητη. Τον αδίκησα πολύ. Δεν έπρεπε να εμμείνω στα
λάθη του παρελθόντος, όχι όταν έβλεπα, όταν ένιωθα ότι ήθελε να επανορθώσει.
Ήμουν τυφλή, μα τώρα βλέπω καθαρά ότι ποτέ δεν έχω νιώσει τόσο ζωντανή, όσο
όταν ήμουν μαζί του, σε πεδία μάχης, σε σκοτεινά δωμάτια, στην αγκαλιά του.
Δεν μπορώ να του επισύρω πια καμιά ευθύνη. Δεν μπορώ
να τον κακολογήσω που έφυγε και με άφησε μόνη. Δεν είναι υπαίτια η αφοσίωσή του
στην οικογένεια του για την κατάντια και τα προβλήματά μου.
Ίσως να πρέπει πια να το παραδεχτώ. Όταν είπε πως
είναι ερωτευμένος μαζί μου έχασα τον κόσμο. ο μόνος τρόπος, για να το
διαχειριστώ ήταν να πιστέψω πως ήταν λόγια του αέρα. Μα τώρα το βλέπω καθαρά.
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μου έχει σταθεί περισσότερο από τον Στεφάν, χωρίς
να ζητά τίποτα σε αντάλλαγμα. Με αγαπάει… όπως τον αγαπώ κι εγώ. Ναι, τον
αγαπώ. Σ’ αυτό το καταθλιπτικό κελί, μπορώ να είμαι επιτέλους ειλικρινής με τον
εαυτό μου.
Όμως, με τα λόγια και τις πράξεις μου, ίσως
κατέστρεψα κάθε πιθανότητα να ζήσουμε μαζί ευτυχισμένοι. Με την ξεροκεφαλιά και
το πείσμα μου, τον πλήγωσα ανεπανόρθωτα, το ξέρω. Τον έκανα να με μισήσει.
Δε θα τον ξαναδώ λοιπόν, ποτέ πια; Είπαμε ήδη το
τελευταίο αντίο και το σπαταλήσαμε με γελοίους διαπληκτισμούς; Δε θα έχουμε ποτέ
άλλη μια ευκαιρία;
Ήρθε το τέλος;
Οι μέρες
περνούσαν και ο Μιστισλάβ παρέμενε μονοκράτορας. Ο Αλεξάντερ περπατούσε στητός,
ευχαριστημένος που είχε διαδραματίσει κομβικό ρόλο στην άνοδο του θείου του.
και οι δυο μαζί επιδίδονταν στο δύσκολο έργο της εδραίωσης της κυριαρχίας τους.
Κύριο μέλημα τους να παραχωρήσουν μερίδιο από τη δύναμή τους, δηλαδή τίτλους
και εκτάσεις, στους ευνοούμενους τους. Ισχυροποιώντας τις θέσεις τους, ασφάλιζαν τη δική τους, αφού με την
καινούργια τους δύναμη οι υποστηρικτές τους θα τους υπερασπίζονταν
αποτελεσματικότερα. Παράλληλα, έστειλαν επιστολές σε όλους τους διοικητές
ηγεμονιών σε ολόκληρη την επικράτεια, καλώντας τους να παραστούν στο Κίεβο και
να ορκιστούν πίστη και υποταγή. Διατυμπάνιζαν ότι ο Μιστισλάβ ως ο μεγαλύτερος
εν ζωή γιος του Βλαντιμίρ του Μεγάλου, ήταν ο δικαιωματικός διάδοχος του
θρόνου. Μα, συγχρόνως δεν έπαυαν να προετοιμάζονται για πόλεμο εναντίον των
άλλων ηγεμονιών, σε περίπτωση που κάποιες αρνούνταν την εξουσία του. Θα ήταν
αφέλεια να μην οχυρώσουν το Κίεβο, ώστε να αντέξει ενδεχόμενη πολιορκία. Και
φυσικά, παρέθεταν διαρκώς πολυτελή συμπόσια και δεξιώσεις για να διατρανώσουν
τον πλούτο και τη χάρη της αυλής τους.
Όλοι στο Κίεβο
ήταν ευχαριστημένοι. Οι πολίτες είχαν εναποθέσει όλες τις ελπίδες τους για μια
καλύτερη, άνετη ζωή, δίχως φόβο στον Μιστισλάβ, κι εκείνος δεν τις είχε
διαψεύσει ακόμα.
Όλοι εκτός από
την Αναστασία, η οποία έβλεπε τη ζωή της να κομματιάζεται ξανά.
Έπρεπε να
παραδεχτεί, ήταν πανευτυχής που ο δεσμοφύλακας της είχε πια πεθάνει. μα φοβόταν
εξίσου τον Μιστισλάβ. Άλλωστε, εκείνη ουδέποτε πίστεψε ότι ο θάνατος του
Καταραμένου ήταν θέλημα Θεού. Η Ναντέζντα την είχε ενημερώσει για την πονηριά
και τη δολιότητα του ετεροθαλούς αδερφού της, κι η Αναστασία εμπιστευόταν την
κρίση της απόλυτα. Ήταν βέβαιη πως αν η αδερφή της ήταν εκεί, θα επιβεβαίωνε
την υποψία της για το δηλητηρίαση του γιου του Γιαροπόλκ.
Το είδε εξάλλου
καθαρά στα καστανά του μάτια, όταν μετά την κατάληψη της πόλης, την είχε
καλέσει στην αίθουσα του θρόνου, στον οποίο είχε τολμήσει να καθίσει προτού καν
στεφθεί. Στον θρόνο του πατέρα της!
Ο Μιστισλάβ
λακωνικά της εξήγησε πως ο θετός αδερφός της ήταν νεκρός, πως εκείνος θα
γινόταν Μεγάλος Πρίγκιπας τώρα, και πως απαιτούσε από εκείνη την υπακοή που μια
μικρή αδελφή οφείλει στον αδελφό της, τον ηγέτη της χώρας. Ο τόνος του
απότομος, και η νεαρή Αναστασία διέκρινε μια θανάσιμη απειλή πίσω από τα λόγια
του. Ήξερε ότι δεν είχε κανένα νόημα να τον προκαλέσει. Υποκλίθηκε με σεβασμό,
ορκίστηκε να τον υπηρετεί παντοτινά με μεγάλη ζέση. Προσέθεσε ότι ο θάνατος του
Καταραμένου ήταν για εκείνη λύτρωση, και πως με μεγάλη της χαρά θα έβλεπε
εκείνον στη θέση του. Είχε μάθει πότε να κρατά το στόμα κλειστό και πότε να
χρησιμοποιεί φιλοφρονήσεις για το καλό της.
Έτσι, ο
Μιστισλάβ ανακουφισμένος της ανακοίνωσε πως θα είχε μια θέση στην ακολουθία της
συζύγου του, της Μιλοσλάβα και θα διατηρούσε τα δικά της διαμερίσματα, και πως
η αδερφή της, η Κατερίνα της θα μοιραζόταν τα διαμερίσματα των δικών του
θυγατέρων καθώς και την εκπαίδευσή τους. Της ζήτησε να εξηγήσει στη μικρή
αρχόντισσα τις αλλαγές που είχαν συντελεστεί. Η Αναστασία υποκλίθηκε ξανά, και
τον ευχαρίστησε θερμά για τη γενναιοδωρία του.
Τότε μόνο
αισθάνθηκε αρκετά ασφαλής ώστε να ρωτήσει αυτό που την έκαιγε, «Και η
ετεροθαλής αδερφή μου; Η πριγκίπισσα Ναντέζντα Βλαντιμίροβα; Θα είναι κι εκείνη
ακόλουθος της μεγαλειοτάτης;» Η καρδιά της χτυπούσε ξέφρενα, μα η φωνή της ήταν
σταθερή. Μόνο το βλέμμα της πρόδιδε τον φόβο της.
Μεμιάς, το πρόσωπο του Μιστισλάβ πέτρωσε. Μια απειλή
χαράχτηκε στο βλέμμα του. «Η αδερφή σου βρίσκεται εκεί που της αρμόζει, μέχρι
να μάθει να φέρεται και να εκτιμά όσα της προσφέρονται», αποκρίθηκε στεγνά. Η
Αναστασία δεν τόλμησε να ρωτήσει περισσότερα. «Δεν θα με ξαναρωτήσεις για κείνη»,
προειδοποίησε. «Δε θα σου αρέσουν οι συνέπειες».
Η απειλή ήταν
ξεκάθαρη. Και το ότι η Αναστασία παρέμενε αιχμάλωτη, ότι τίποτα δεν είχε
αλλάξει σε σχέση με πριν, επίσης ξεκάθαρο.
Φοβήθηκε ότι
είχε χάσει την αδερφή της για πάντα. Φοβήθηκε ότι δε θα μπορούσε ποτέ να
αποκτήσει τον έλεγχο της ζωής της, αλλά θα κρατούταν φυλακισμένη σαν τρόπαιο,
όπως και πριν, μέχρι να πεθάνει.
Μολαταύτα,
χαμογέλασε πλατιά, όπως τόσες φορές είχε δει τη Ναντέζντα να κάνει. «Φυσικά,
μεγαλειότατε», αποκρίθηκε με γλυκύτητα. «Η επιθυμία σας διαταγή μου».
Και υποκλίθηκε
με χάρη, άλλη μια φορά.
Όμως, αυτό που
δε γνώριζαν οι δυο αδελφές, ήταν πως τίποτα δεν είχε χαθεί ακόμα. Κι αυτό το
έμαθε η Ναντέζντα, όταν άκουσε ξαφνικά ένα διαπεραστικό ήχο. Κάποιος χτυπούσε
τα κάγκελα της πόρτας.
Παρόλο που δεν
μπορούσε να μετρήσει με ακρίβεια το χρόνο που περνούσε, οι πυρσοί που ήταν
αναμμένοι στο διάδρομο έξω από το κελί της, υποδήλωναν πως είχε πέσει η νύχτα.
Θορυβημένη λοιπόν, σηκώθηκε από το αχυρένιο στρώμα της, και με κατάπληξη είδε
να στέκεται στην πόρτα μια υπηρέτρια. Δεν είχε έρθει να της φέρει φαγητό. Ποιος
ο σκοπός της λοιπόν;
Η κοπέλα
ταράχτηκε για λίγο, βλέποντας τα βαθουλωμένα μάγουλα της Ναντέζντα, την κάτωχρη
όψη της, τη μεγάλη μελανιά που κάλυπτε το αριστερό της μάγουλο και τα ξερά
σκισμένα χείλη της. Η ματιά της πλανήθηκε στο υπόλοιπο σώμα της Ναντέζντα,
παρατηρώντας τα σημάδια από τα χτυπήματά της. γρήγορα όμως συνήλθε.
«Πριγκίπισσα,
δεν έχω πολύ χρόνο ο φρουρός θα επιστρέψει. Σας φέρνω μήνυμα από τον άρχοντα Ραντοσλάβιτς. Επέστρεψε στο
Κίεβο και σας ζητά να κάνετε υπομονή. Θα προσπαθήσει να σας ελευθερώσει».
Η Ναντέζντα δεν πίστευε στ’ αυτιά της.
«Είναι εδώ, στο
Κίεβο;»
«Ναι, πριγκίπισσα».
Γύρισε πίσω! Γύρισε πίσω, για μένα!