Η Αναζήτηση (Κεφάλαιο 21)

Η ώρα περνούσε γρήγορα, είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και διάθεση όλων πλέον δεν ήταν και η καλύτερη. Μονάχα ο Άγγελος, που προχωρούσε μπροστά, αδιαμαρτύρητα και με πείσμα σφίγγοντας τα δόντια δεν φαινόταν να επηρεάζεται από το γενικότερο κλίμα. Ίδρωνε και ξεφυσούσε μα δεν έλεγε τίποτα, βιαζόταν να φτάσει, να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα.
Σε κάποια στιγμή, η Ζωή γύρισε και κοίταξε πίσω της. Είχε έντονη την αίσθηση ότι κάποιος την ακολουθούσε. Στάθηκε μια στιγμή και το πρόσωπό της χλόμιασε. Γύρισε πάλι προς τα εμπρός και τάχυνε το βήμα της. Μετά από λίγο, η Αγνή στάθηκε ασθμαίνοντας.
─Να κάνουμε μια στάση, σας παρακαλώ, είπε αποκαμωμένη. Δεν μπορώ άλλο.
─Λίγο ακόμα, είπε με αγωνία ο Άγγελος. Λίγο ακόμα μόνο.

Κανείς δεν τον άκουσε. Όλοι σταθήκανε σε ένα ανάχωμα ενώ εκείνος παρέμεινε όρθιος κοιτώντας γύρω νευρικά.
─Σταμάτα να ξεφυσάς σε παρακαλώ, είπε Σωτήρης. Μου φτάνει αυτή η καταραμένη υγρασία.
─Έτσι όπως πάμε, δεν θα φτάσουμε ποτέ, απάντησε μουτρωμένος.
─Δεν πειράζει, είπε η Ζωή. Πες ότι ήρθαμε εκδρομή.
─Για σένα, όλο αυτό ίσως, να είναι απλά ένα αστείο, της είπε θυμωμένος. Δεν ισχύει για όλους όμως.
─Αλήθεια Άγγελε, τι πιστεύεις ότι θα βρεις εκεί που πάμε; Αν ποτέ φτάσουμε εκεί δηλαδή.
Δεν της απάντησε.
─Ειλικρινά, πες μου. Θαρρείς ότι θα βρεις το ελιξίριο της ζωής; Το αθάνατο νερό; Και; Τι νομίζεις ότι θα πετύχεις;
─Το ξέρεις πολύ καλά τι προσπαθώ να κάνω, είπε σχεδόν μουρμουριστά.
─Και αν σωθεί, και αν γλυτώσει από αυτήν τη αρρώστια, τότε τι; Κάποια στιγμή θα έρθουν τα γηρατειά, ίσως και κάποια άλλη αρρώστια. Τι θα κάνεις τότε; Θα παίρνεις πάλι τα όρη τα βουνά;
─Σταμάτα, είπε άγρια.
─Και αν αυτό το νερό χάριζε την αιώνια ζωή; Και αν δεν πεθαίναμε ποτέ;
─Σταμάτα επιτέλους!
─Όλο αυτό που προσπαθείς να κάνεις, έρχεται σε αντίθεση με ότι πιστεύεις, με όσα διακηρύττεις. Που είναι ο παράδεισος; Η μετά θάνατον ζωή; Αυτό δεν είναι που περιμένετε; Η δικαίωση μετά;
─Ο Νίτσε λέει, είπε ο Σωτήρης, πως η μόνη ανταμοιβή των νεκρών, είναι ότι δεν ξαναπεθαίνουν.
─Τι νόημα θα είχε να σώσουμε το σώμα, αν δεν σώσουμε την ψυχή μας; είπε ξάφνου η Αγνή που τόση ώρα καθόταν αμίλητη.
Γύρισαν και την κοίταξαν ξαφνιασμένοι.
─Δεν θέλω να ζήσω για πάντα. Να ζω με τις αναμνήσεις εκείνων που πέθαναν και να πονάω. Βαρέθηκα να πονάω. Έχασα όλους αυτούς που αγαπούσα. Δεν θέλω να ζω μόνο με την σκέψη τους, θέλω να ξέρω ότι κάποια στιγμή θα τους ανταμώσω ξανά.
Έκανε μια μικρή παύση.
─Μήπως ο θάνατος είναι αυτός που μας κάνει τελικά ανθρώπους, συνέχισε, και στον πανικό μας να ζήσουμε για πάντα, μας κάνει να χάσουμε την ανθρωπιά μας;
─Αυτό είναι το πρόβλημά σου, της είπε ο Σωτήρης. Βλέπεις τα πράγματα από τη ρομαντική τους πλευρά. Οι άνθρωποι αρνούνται να δεχτούν πως ο θάνατος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής. Πέθανα σημαίνει ότι έζησα.
─Δηλαδή για σένα, ποιο είναι το νόημα της ζωής; ρώτησε ο Άγγελος. Ο θάνατος;
─Για σένα;
─Ωραία, τι θες να σου πω; Ότι τον φοβάμαι; Εντάξει λοιπόν.
─Γάμα τον θάνατο ρε Άγγελε! Εδώ εσύ φοβάσαι να ζήσεις!
─Τι εννοείς; ρώτησε θιγμένος.
Γύρισε και κοίταξε την Αγνή. Εκείνη χαμήλωσε το κεφάλι της ντροπιασμένη.
─Όλη μας τη ζωή, τριγυρίζουμε γύρω από έναν ανοιχτό τάφο, συνέχισε. Αν δεν ζήσεις πραγματικά τη ζωή, τότε έχεις πεθάνει προ πολλού. Και πίστεψέ με, αυτός είναι ο πιο άσχημος θάνατος που υπάρχει!
─Τα βάζετε όλοι μαζί μου, αλλά κοιτάξτε πρώτα τους εαυτούς σας! ξέσπασε. Δεν σας ζήτησε κανείς να κάνετε αυτό το ταξίδι, παρόλα αυτά, με ακολουθήσατε. Για ποιο λόγο; Ε;
Γύρισε προς τη Ζωή.
─Σε κυνηγάει ακόμα το φάντασμα από το κορίτσι που δεν μπόρεσες να σώσεις; Τι νομίζεις ότι θα καταφέρεις; Ε; Να μην ξαναβάψεις τα χέρια σου με το αίμα εκείνων που δεν κατάφερες να γλυτώσεις; Και εσύ, είπε γυρνώντας προς τον Σωτήρη, σε κυνηγάνε ακόμα οι τύψεις; Προσπαθείς να κάνεις τις φωνές της μάνας σου, εκείνες που σε ικέτευσαν, να πάψουν;
Τα μάτια του Σωτήρη γούρλωσαν. Με μια κίνηση, τον άρπαξε από τον λαιμό και τον κόλλησε στο δέντρο. Έσφιξε το δεξί του χέρι σε γροθιά και ετοιμάστηκε να τον χτυπήσει. Ήταν οι τσιρίδες της Ζωής που τον έκαναν να σταματήσει.
Τα χέρια του χαλάρωσαν και ο Άγγελος έπεσε βήχοντας στο χώμα. Κοίταξε ξαφνιασμένος, σαν να μην πίστευε αυτό που μόλις είχε κάνει. Έσκυψε το κεφάλι και χάθηκε τρέχοντας στο δάσος. Ξοπίσω του πήγε η Ζωή. Τον πρόλαβε λίγο πιο κάτω, ακουμπισμένο σε έναν κορμό να κοιτάει με βλέμμα απόγνωσης τα χέρια του. Χιλιάδες επώδυνες αναμνήσεις του τρυπούσαν το κεφάλι σαν καρφίτσες. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν αλλοιωθεί τόσο, που σχεδόν δεν τον αναγνώριζε. Κάθισε απέναντι του σιωπηλή, κοιτώντας τον τρομοκρατημένη.
─Εκείνο το βράδυ, άρχισε να λέει και η φωνή του σάμπως και έβγαινε από βαθύ πηγάδι, η κατάσταση της ήταν χειρότερη από κάθε άλλη φορά. Ο πατέρας μου εξαφανισμένος όπως πάντα και εγώ, ένα παιδί δώδεκα χρονών, μόνος μαζί της, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο.
Έπιασε το κεφάλι του βυθισμένος σε μια τρομερή απελπισία.
─Άλλοτε γελούσε υστερικά, τρομακτικά, και άλλοτε έβριζε, ούρλιαζε και καταριόταν. Έλεγε πράγματα, που ακόμα και τώρα δεν μπορώ να επαναλάβω. Και εγώ σε μια γωνιά να έχω φρικάρει, να κάθομαι κουλουριασμένος και να κλείνω τα αυτιά μου με τις παλάμες μου.
Η ματιά του χάθηκε στο κενό.
─Γύρισε και με κοίταξε. Η έκφραση της είχε κάτι το τρομακτικό, το μακάβριο. Μου είπε μόνο δύο λέξεις. «Λύτρωσέ με!». Και ύστερα ένα απαίσιο ουρλιαχτό που έσκισε τη νύχτα. Το μικρό ποτήρι με το αναμμένο καντήλι ήταν δίπλα της. Δεν χρειάστηκε παρά απλά να το σπρώξω επάνω της.
Η Ζωή έκλεισε το στόμα της με φρίκη. Ο Σωτήρης την κοίταξε, μα δεν την έβλεπε.
─Ήμουν δώδεκα χρονών! Ξέρεις τι στίγμα, τι βάρος είναι να έχεις μια μάνα τρελή; Να σε κοιτάνε όλοι στον δρόμο λοξά; Να αναρωτιούνται αν έχεις το μικρόβιο, να σε αποφεύγουν σαν λεπρό;
Σώπασε για μια στιγμή και έπιασε το παλιό του έγκαυμα.
─Καθόμουν κοκαλωμένος να κοιτάω, μουδιασμένος, ανήμπορος να κάνω το οτιδήποτε. Οι φλόγες την είχανε τυλίξει, ούρλιαζε. Ο καπνός και η μυρωδιά της καμένης σάρκας είχαν γεμίσει το δωμάτιο. Τότε ήταν που ένα χέρι με τράβηξε και με έσωσε. Ήταν ο Άγγελος.
Η Ζωή έμεινε να τον κοιτά αποσβολωμένη.
─Δεν ήξερα, ψέλλισε. Γιατί δεν μου είπες ποτέ τίποτα;
Δεν της απάντησε, συνέχισε να κοιτά το κενό μπροστά του. Έκανε να τον αγκαλιάσει μα την απέφυγε.
─Πρέπει να συνεχίσουμε, είπε ξερά. Σε λίγο νυχτώνει.
Συναντήθηκαν με τους υπόλοιπους. Πρώτος μίλησε ο Άγγελος.
─Συγγνώμη, του είπε απολογητικά. Παραφέρθηκα, δεν ξέρω τι με έπιασε.
Ο Σωτήρης αρκέστηκε να κουνήσει το κεφάλι του.
─Μήπως θα έπρεπε να τα παρατήσουμε; είπε η Αγνή. Το βλέπετε όλοι, αυτό το ταξίδι μας διαλύει.
─Όχι τώρα, είπε αποφασιστικά ο Σωτήρης. Είμαστε μόλις ένα βήμα για να το τελειώσουμε και θα το τελειώσουμε.
Όλοι συμφώνησαν σιωπηλά.
─Ωραία λοιπόν, από ότι υπολογίζω, η κορυφή δεν πρέπει να απέχει πολύ. Κάντε ένα κουράγιο.
Ξαναπήρανε τον ανήφορο. Η καταραμένη ομίχλη, σε συνδυασμό με το περασμένο της ώρας τους δυσκόλευε κατά πολύ. Ξάφνου, με έναν μαγικό τρόπο θαρρείς, η ομίχλη εξαφανίστηκε και βρεθήκανε σε ένα μεγάλο πέτρινο πλάτωμα με ξέφωτο. Και εκεί μπροστά τους, στα διακόσια μέτρα περίπου, ήταν η εκκλησία. Μια παμπάλαια από ότι φαινότανε, πέτρινη εκκλησία. Όχι μεγάλη, από ότι υπολόγιζαν ήταν γύρω στα έξι μέτρα επί πέντε. Μπροστά κι δεξιά, κρεμασμένη σε μία υπεραιωνόβια βελανιδιά, μια μικρή μπρούτζινη καμπάνα.
Λίγο το τοπίο, λίγο τα γεγονότα και η κούραση και όλοι καθότανε εκστασιασμένοι και κοιτούσαν. Ο Άγγελος, έπεσε στα γόνατα, έκανε τον σταυρό του και προσευχήθηκε.
«Σε ευχαριστώ Θεέ μου που με αξίωσες και έφτασα ως εδώ».
Ο Σωτήρης με έναν μορφασμό, τον προσπέρασε. Από πίσω του ακολούθησαν οι γυναίκες. Στάθηκε διστακτικά μπροστά στην βαριά ξύλινη πόρτα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και την έσπρωξε.
Το πρώτο σοκ ήταν όταν διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχαν εικόνες πουθενά. Το μόνο που υπήρχε, ήταν ένα παλιό σαρακοφαγωμένο ξύλινο τραπέζι που χρησίμευε ως Αγία Τράπεζα. Ο Άγγελος που μπήκε τελευταίος, κοίταζε τριγύρω χωρίς να πιστεύει στα μάτια του, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη. Και οι υπόλοιποι δεν πήγαιναν πίσω.
Ξαφνικά, η Ζωή έβαλε τα γέλια.
─Διασχίσαμε την μισή Ελλάδα για μια άδεια εκκλησία; Είσαστε γελοίοι και εγώ ηλίθια που σας πίστεψα! Είσαστε απίστευτοι!
Και λέγοντας αυτά, βγήκε από τον ναό.
─Δεν το πιστεύω, έλεγε θρηνώντας ο Άγγελος. Τόσο δρόμο για το τίποτα…
─Δεν μπορεί, είπε ο Σωτήρης κοιτώντας και αυτός γύρω. Κάπου θα είναι κρυμμένη.
Ο Άγγελος βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση.
─Πάνε όλα, μουρμούρισε. Χάθηκαν...
Ο Σωτήρης έκανε να τον πλησιάσει, μα αυτός τινάχτηκε πέρα. Τον κοίταξε με μίσος και τον σημάδεψε με το δάχτυλο. Έπειτα στράφηκε προς την πόρτα και έφυγε τρέχοντας.
Το δεύτερο σοκ, που το παρατήρησε μονάχα η Αγνή, ήταν πως όλα τα καντήλια ήταν αναμμένα.

Ηλίας Στεργίου