Μέσα από μια σύγχρονη ιστορία παρουσιάζονται οι διαφορετικοί χαρακτήρες δύο παιδιών. Η Αννέτα είναι ένα μαύρο κορίτσι, υιοθετημένο από λευκούς γονείς. Με αυτούς αλλά και την υπόλοιπη οικογένειά της –παππού, γιαγιάδες και νονά– συζητά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Αν και δεν βρίσκει πάντα λύσεις στις συμβουλές ή τις διδακτικές ιστορίες τους, αναγνωρίζει την αγάπη και την κατανόηση που της δείχνουν. Ο Βασίλης είναι ο συμμαθητής που την κακομεταχειριζόταν κρυφά και φανερά, αλλά γίνεται τελικά –χάρη στον έξυπνο και καλοσυνάτο τρόπο της– ένας πιστός φίλος. Έχει όμως κι αυτός τα δικά του προβλήματα, με το διαζύγιο των γονιών του.
Η φιλία τους θα ανθίσει από την έκτη δημοτικού ως το τέλος του λυκείου, αλλά και θα δοκιμαστεί. Οι σκέψεις και η συμπεριφορά των παιδιών αλλάζουν μέσα από διάφορες εμπειρίες –όπως τα ταξίδια τους και η επαφή με άλλους πολιτισμούς και ανθρώπους, οι εφηβικοί τους έρωτες, οι αρρώστιες, που αγγίζουν ακόμα και τη νεαρή ηλικία– και επηρεάζονται από τη στάση των ενηλίκων. Φυσικά αλλάζουν κι αυτοί μαζί με τα παιδιά κι έτσι τίποτα (σχέσεις, φιλίες και έρωτες) δεν εξελίσσεται όπως αρχικά φαινόταν. Στο βιβλίο αυτό η συγγραφέας κάνει ένα… παιχνίδι γύρω από τον τρόπο που σκέφτονται οι ενήλικες και τα παιδιά, καθώς αναπτύσσονται παράλληλα οι ζωές τους. Ο τρόπος γραφής της αλλάζει και στις δύο περιπτώσεις, όπως και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ακολουθώντας με τρυφερότητα το πέρασμα των πρωταγωνιστών της στην ενηλικίωση.
Η φιλία τους θα ανθίσει από την έκτη δημοτικού ως το τέλος του λυκείου, αλλά και θα δοκιμαστεί. Οι σκέψεις και η συμπεριφορά των παιδιών αλλάζουν μέσα από διάφορες εμπειρίες –όπως τα ταξίδια τους και η επαφή με άλλους πολιτισμούς και ανθρώπους, οι εφηβικοί τους έρωτες, οι αρρώστιες, που αγγίζουν ακόμα και τη νεαρή ηλικία– και επηρεάζονται από τη στάση των ενηλίκων. Φυσικά αλλάζουν κι αυτοί μαζί με τα παιδιά κι έτσι τίποτα (σχέσεις, φιλίες και έρωτες) δεν εξελίσσεται όπως αρχικά φαινόταν. Στο βιβλίο αυτό η συγγραφέας κάνει ένα… παιχνίδι γύρω από τον τρόπο που σκέφτονται οι ενήλικες και τα παιδιά, καθώς αναπτύσσονται παράλληλα οι ζωές τους. Ο τρόπος γραφής της αλλάζει και στις δύο περιπτώσεις, όπως και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ακολουθώντας με τρυφερότητα το πέρασμα των πρωταγωνιστών της στην ενηλικίωση.
Η Χρυσούλα Μελισσά-Χαλικιοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ψυχολογία και μετά την εκπόνηση του διδακτορικού της στο ΕΚΠΑ, με υποτροφία του Ιδρύματος «Α. Ωνάσης», εργάστηκε ως ψυχολόγος στην ΕΛΕΠΑΑΠ και στο Κέντρο Παιδοψυχικής Υγιεινής του ΙΚΑ Θεσσαλονίκης. Παράλληλα δίδασκε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (ΤΕΦΑΑ), τη Σχολή Νηπιαγωγών και την Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Από το 1991 ήταν Καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Τμήμα Νοσηλευτικής του ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, απ’ όπου πρόσφατα αφυπηρέτησε. Ζει στη Θεσσαλονίκη με τον άντρα της και τα δυο τους παιδιά.
1. Το βιβλίο σας θίγει θέματα που είναι επίκαιρα στην Ελλάδα του 2017 λόγω των προσφύγων που βρίσκουν καταφύγιο στη χώρα μας. Εσείς, μέσα από την επαγγελματικής σας ιδιότητα, έχετε αντιμετωπίσει καταστάσεις που περιγράφονται στο βιβλίο;
Η αλήθεια είναι ότι η ιδέα για το «Πού ανήκω επιτέλους;» (εκδόσεις Μ. Σιδέρη) γεννήθηκε το 2007-2008, εποχή δηλαδή που η πλειοψηφία των μεταναστών είχε ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία, αν και πάντα σιγόβραζε ένα μίσος προς αυτούς, υποκινούμενο κυρίως από πολιτικές σκοπιμότητες. Επειδή όμως άργησα τόσο στην ολοκλήρωση της συγγραφής του όσο και στην έκδοσή του (Σεπτέμβρης, 2016), ήταν φυσικό να αναφερθώ τελικά και στο θέμα των προσφύγων που κατέκλυζαν τα νησιά μας, πολλές φορές με τραγική κατάληξη. Όλοι μας, αλλά κι εγώ ως ψυχολόγος και μέλος μιας εκπαιδευτικής κοινότητας με φοιτητές από διάφορα μέρη του κόσμου, έχουμε αντιμετωπίσει παρόμοιες καταστάσεις. Προσωπικά, με συγκινεί η θετική προσαρμογή των νέων παιδιών, παρ’ όλες τις αντιξοότητες που αντιμετώπισαν ή εξακολουθούν να βιώνουν, η ικανότητά τους να αντισταθμίζουν τα αρνητικά και τις δυσκολίες με αγώνα, όπως η καλλιέργεια των προσωπικών τους δυνατοτήτων και η αξιοποίηση των επιτευγμάτων τους.
2. Ο ρατσισμός και ο κοινωνικός εκφοβισμός είναι από τα κύρια θέματα του βιβλίου σας. Πιστεύετε πως ως λαός είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε το διαφορετικό;
Δεν θα ήθελα να απαντήσω γενικά, επειδή η γενίκευση είναι η ρίζα κάθε προκατάληψης. Μπορώ όμως να πω ότι έγραψα το βιβλίο αυτό, γιατί είναι πεποίθησή μου ότι ο άνθρωπος αλλάζει και θέλω να πιστεύω πως αλλάζει προς το καλύτερο. Μπορούμε δηλαδή, όπως μάθαμε κάποιες αρνητικές συμπεριφορές να τις… ξεμάθουμε και να υιοθετήσουμε μια πιο θετική στάση ζωής. Ο ρατσισμός, ο σχολικός εκφοβισμός, οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπά μας είναι αποτέλεσμα μιας πολύπλοκης αλληλεπίδρασης προσωπικών στάσεων, κοινωνικών και πολιτικών αξιών, πρακτικής των διαφόρων θεσμών. Γι’ αυτό και ως εκπαιδευτικοί έχουμε ευθύνη να στηρίξουμε από τη μια το παιδί που κακοποιείται και από την άλλη, αυτό που το έχει τραυματίσει, σωματικά ή ψυχικά. Έτσι βοηθούμε αρκετά παιδιά -αλλά και τους γονείς τους- να αφήσουν κατά μέρος την υπεροπτική στάση που αποκλείει αυθαίρετα κάποιους ανθρώπους. Αν εμείς, οι μεγαλύτεροι, κάνουμε πράξη τις αξίες της αγάπης, της κατανόησης και του σεβασμού στη διαφορετικότητα, θα βοηθήσουμε κι άλλους να κατανοήσουν τη χαρά της αλληλεγγύης και της ειρηνικής συνύπαρξης, μέσα από τις οποίες καταλαβαίνουμε καλύτερα τους συνανθρώπους μας.
3. Το διαζύγιο είναι ένα μεγάλο πλήγμα στη ζωή ενός παιδιού και όμως στο βιβλίο σας δείχνετε πως όλα μπορούν να αλλάξουν. Τι θα συμβουλεύατε τους αναγνώστες που βιώνουν παρόμοιες καταστάσεις;
Το διαζύγιο είναι όντως ένα πλήγμα, τόσο για τα παιδιά όσο και για τους ενήλικες. Το πώς όμως θα βιώσουν αυτά την όλη εμπειρία εξαρτάται από πολλά πράγματα, όπως την ηλικία του παιδιού, τη σχέση που είχε με τους γονείς του πριν από αυτό, το αν αυτοί το εμπλέκουν στην επίλυση των δικών τους προβλημάτων ακόμη και μετά το διαζύγιο, το ρόλο του ευρύτερου οικογενειακού/κοινωνικού περιβάλλοντος στη στήριξη του παιδιού κλπ. Δύσκολο να δώσει κανείς μια συμβουλή-συνταγή, καθώς μάλιστα το κάθε διαζύγιο έχει το δικό του προφίλ. Αν όμως οι γονείς δουλέψουν τα προσωπικά τους τραύματα και αναγνωρίσει ο ένας στον άλλο την καλή διάθεση για την ανατροφή του παιδιού τους, τότε μπορούν να του προσφέρουν αμέριστα την αγάπη τους, την οποία αυτό έχει ανάγκη σε όλη του τη ζωή. Προφανώς υπονοώ ότι και σε ένα διαζύγιο χρειάζεται ο καθένας να ξεπεράσει με επιτυχία τις προκαταλήψεις(!) του για τον άλλο ώστε να βρουν τον καλύτερο τρόπο συνεννόησης, όχι μόνον προς όφελος του παιδιού τους, αλλά και για τη δική τους ψυχική υγεία.
4. Η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, η Αννέτα, κατάφερε να γίνει ένα υγιές άτομο με ολοκληρωμένη προσωπικότητα λόγω της αγάπης που την περιέβαλε. Αυτό, πιστεύετε, συμβαίνει στην πραγματικότητα και ειδικά σε υιοθετημένα παιδιά;
Και πάλι ανοίγουμε ένα μεγάλο θέμα! Γιατί επιθυμεί κανείς την απόκτηση ενός παιδιού, είτε θα είναι βιολογικό είτε υιοθετημένο; Προφανώς το δεύτερο είναι πιο εύκολο να μπει στο… μικροσκόπιο και να αποδίδουμε αυθαίρετα κάθε καλή ή κακή του συμπεριφορά στην υιοθεσία. Το θέμα δεν είναι να την παραβλέψουμε, αλλά να εξετάσουμε το πώς την έχει επεξεργαστεί τόσο η οικογένεια γενικά όσο και το παιδί ειδικά. Και προφανώς η πολυδιάστατη προσωπικότητα ενός ανθρώπου δεν μπορεί να «στιγματίζεται» από ένα μόνο γεγονός. Στο βιβλίο προσπάθησα να δείξω ότι όλα τα θέματα της διαφορετικότητας, συμπεριλαμβανομένης και της υιοθεσίας, τα παιδιά -αλλά και οι ενήλικες σε μικρότερο βαθμό- τα επεξεργάζονται σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους, ανάλογα με τη νοητική και τη συναισθηματική τους ωριμότητα στο κάθε στάδιο ανάπτυξης, με τη στήριξη που έχουν από το κοινωνικό τους περιβάλλον, αλλά και μέσα από κάποιες συγκυρίες. Η αγάπη προς ένα παιδί και η αποδοχή του από γονείς και συγγενείς είναι τα πιο σημαντικά κατά την άποψή μου για την ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας. Η ζωή όμως δεν χαρίζεται σε κανέναν και παρόλη την αγάπη που μπορεί να έχει δεχτεί κανείς, θα χρειαστεί να δώσει το δικό του αγώνα, για να επιβεβαιώσει τον εαυτό του. Καμιά φορά κόντρα και σε αντιξοότητες ή αδικίες, όπως το να μην έχει τους γονείς που ονειρεύεται, είτε αυτοί είναι οι φυσικοί του είτε οι θετοί του γονείς.
5. Η αποδοχή του ξένου και του διαφορετικού έρχεται μέσα από τις επιρροές της οικογένειας και του σχολικού περιβάλλοντος. Τι συμβουλές θα δίνατε στους αναγνώστες σας που ανήκουν στον εκπαιδευτικό κλάδο;
Η ζωή -από τη φύση ως εμάς τους ανθρώπους- είναι μια συνεχής αλλαγή. Το καθετί μπορεί στην αρχή να μας φανεί ξένο και διαφορετικό. Στην ιστορία του λαού μας, του έθνους μας, έχουμε βρεθεί να είμαστε ξένοι στην ίδια μας τη χώρα ή να ζούμε ειρηνικά με ανθρώπους από άλλες θρησκείες, φυλές, μέρη. Μπορούμε, λοιπόν, να αξιοποιήσουμε ιστορίες και βιώματα του παρελθόντος μας, συχνά οικογενειακές εμπειρίες και αναμνήσεις, για να σκεφτούμε και να προβληματιστούμε λίγο βαθύτερα για κάποια θέματα. Με αυτό δεν αποκλείω την ευθύνη της πολιτείας και την ανάληψη πολιτικών αποφάσεων και δράσεων. Ο καθένας όμως από μας μπορεί να βάλει το δικό του λιθαράκι για να γίνει πιο ανθρώπινη η κοινωνία μας. Έχοντας στην οικογένειά μου αρκετούς εκπαιδευτικούς, θεωρώ ότι παίζουν έναν εξίσου σημαντικό ρόλο με τους γονείς. Οι ισορροπίες που κρατούν στο σχολείο, ως σύμμαχοι των παιδιών, είναι λεπτές και δύσκολες. Για παράδειγμα, χρειάζεται να δείξουν την αγάπη και την κατανόησή τους και στο θύτη και στο θύμα, όταν μιλάμε για περιπτώσεις ρατσισμού και σχολικού εκφοβισμού. Προφανώς θα πρέπει να τεθούν όρια. Είμαι όμως εναντίον των αρνητικών παρεμβάσεων τιμωρίας ή άλλων ποινών, που συνήθως επιβεβαιώνουν τον κακό χαρακτήρα ενός παιδιού και το γεμίζουν μνησικακία γι’ αυτόν που το τιμωρεί και το κάνουν να νιώθει εξοστρακισμένο από τους συνομηλίκους του. Αντίθετα, μια πιο ομαδική και συνεργατική αντιμετώπιση, με τη συμμετοχή και των άλλων μαθητών, οι θετικοί (ακούγοντας πχ τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους) αλλά και οι δημιουργικοί τρόποι προσέγγισης (επιλογή βιβλίων για συζήτηση με σχετικά θέματα, η αξιοποίηση της τέχνης μέσα από ζωγραφική, φωτογραφία, θέατρο κλπ) θα βοηθήσουν τα παιδιά να αποκτήσουν μια πιο θετική στάση για τους άλλους, παρά τις όποιες διαφορές τους.
6. Να περιμένουμε νέο πόνημα σας; Και αν ναι, πότε και τι;
Πρόσφατα (Φεβρουάριος, 2017) κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δωδώνη, το βιβλίο «Μη μου λες το γιατί», που έγραψα με άλλους δέκα φίλους. Όπως καταλαβαίνετε είναι ένα μυθιστόρημα με πληθώρα χαρακτήρων, οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από έναν ιδιαίτερο ήρωα, με σκοτεινή δράση στον υπόκοσμο της Θεσσαλονίκης και όχι μόνο. Το βιβλίο κινείται μεταξύ θρίλερ και αστυνομικού, ενώ εγώ έχω το ρόλο μιας… ψυχολόγου! Το νέο μου πόνημα είναι ένα μυθιστόρημα για ενήλικες, που το δουλεύω τα τελευταία πέντε χρόνια. Είναι η ιστορία πέντε οικογενειών που ανήκουν σε ένα ευρύ κοινωνικό φάσμα. Καθώς ξεδιπλώνουν τις μνήμες τους και συνδέονται οι ζωές τους, εναλλάσσεται το παρόν με το παρελθόν και παρουσιάζεται το πορτραίτο της Θεσσαλονίκης, από τη μικρασιατική καταστροφή ως τη σύγχρονη οικονομική κρίση. Τα προβλήματά τους εκτυλίσσονται μέσα από τρεις γενεές, αναδεικνύοντας την αλληλεξάρτηση των πρωταγωνιστών, αλλά και το νόημα του αγώνα τους στο πέρασμα του χρόνου. Το πότε θα φτάσει όμως στα χέρια σας το ξέρει ο… Θεός και ο εκδότης του!
Ευχαριστούμε πολύ τη Χρυσούλα Μελισσά-Χαλικιοπούλου για τη συνέντευξη που μας παραχώρησε και της ευχόμαστε τα καλύτερα για το μέλλον.
Αν το βιβλίο της σας κίνησε το ενδιαφέρον, πάρτε μέρος στην κλήρωση του Moonlight Tales και κερδίστε 1 αντίτυπο του «Πού ανήκω επιτέλους;», πατώντας εδώ.