Το μολυβένιο στρατιωτάκι (Μετά το Happy End) του Ηλία Στεργίου

Κι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Ή μήπως όχι;
Η πόρτα του χάρτινου κάστρου έκλεισε πίσω του. Έμεινε εκεί δίπλα στην είσοδο χωρίς να κουνιέται. Η καρδιά του χτυπούσε τρελά, τι κι αν ήταν από μολύβι, κόντευε να σπάσει. Στο εσωτερικό επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι και ησυχία. Δεν μπορούσε να δει την μπαλαρίνα, μα ούτε και τόλμησε να την αναζητήσει.
«Λοιπόν;» ακούστηκε η φωνή της από το βάθος.
Εκείνος δεν αποκρίθηκε. Άκουσε τα χάρτινα βήματά της να πλησιάζουν, ώσπου ένιωσε την ανάσα της στο πρόσωπό του.
«Τι προσπαθείς να κάνεις;» τον ρώτησε και η φωνή της είχε μια τρομακτική χροιά.
«Τίποτα» ψέλλισε εκείνος. «Έγιναν πολλά, δεν έφταιγα εγώ…» Ένα χαμηλόφωνο  τρομακτικό γέλιο τον έκανε να παγώσει ολόκληρος. «Τι θέλεις επιτέλους από μένα; Γιατί μου το κάνεις αυτό;»
Του χάιδεψε το πρόσωπο.
«Δε μ’ αγαπάς» της είπε.
«Είσαι για λύπηση, καημένε» τον χλεύασε. «Μα τίποτα δεν καταλαβαίνεις;»
Ξεφύσησε αργά κι ένιωσε τη ματιά της να τον διαπερνάει πέρα ως πέρα. «Πώς θα μπορούσα ποτέ εγώ, μια μπαλαρίνα, να αγαπήσω εσένα; Τι νομίζεις ότι είσαι; Ε; Ένα κατασκευαστικό ελάττωμα, ένας μονοπόδαρος στρατιώτης! Χα!»
«Τότε γιατί;» και τα μάτια του γέμισαν με δάκρυα.
Η μπαλαρίνα πήγε κι άνοιξε το χαρτονένιο παράθυρο. Ένα αδύναμο φως από το τζάκι που έκαιγε πλημύρισε τον χώρο. Το πρόσωπό της διαγράφηκε μοχθηρό έτσι όπως χαμογελούσε.
«Τι πιο ρομαντικό, πιο αληθινό από τον έρωτα μιας πανέμορφης μπαλαρίνας με έναν σακάτη;»
Το μολυβένιο του πρόσωπο ζάρωσε.
«Όλα είναι σχεδόν έτοιμα» συνέχισε. «Ήδη όλοι οι στρατιώτες είναι υπό τις διαταγές μου, έτοιμοι να κάνουν την κίνηση τους…»
«Μα τι λες;»
«Οι άνθρωποι πρέπει να πεθάνουν!» είπε και το βλέμμα της έγινε σκοτεινό, γεμάτο μίσος. «Φτάνει πια!» Γύρισε προς το μέρος του. Η όψη της είχε γίνει φοβερή. «Ήσουν το πιο κατάλληλο μέσο για να κερδίσω τη συμπάθεια των συναδέλφων σου. Οι άνθρωποι σε κακομεταχειρίστηκαν, σε άφησαν κουτσό και τώρα ήρθε η ώρα να πληρώσουν…»
«Όχι» ψέλλισε εκείνος. «Όχι ο μικρός Ντάνιελ. Αυτός δεν φταίει σε τίποτα…»
«Είναι άνθρωπος κι αυτός» είπε και η φωνή της έβγαινε άγρια, αδυσώπητη. «Μας κρατούν φυλακισμένους, μας συμπεριφέρονται βάναυσα. Όταν μας βαρεθούν, θα καταλήξουμε στα σκουπίδια ή στην καλύτερη περίπτωση μέσα σε κάποιο κουτί σε ένα σκοτεινό πατάρι…»
«Δεν είναι δυνατόν» της είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν. «Αυτά δεν είναι δικά σου λόγια…»
Το βλέμμα του πλανήθηκε έξω από το ανοιχτό παράθυρο, πάνω στο ράφι στον απέναντι τοίχο. Ο Αρλεκίνος, έξω από το κουτί του, ταλαντευόταν αργά με ένα τρομακτικό χαμόγελο στο βαμμένο του στόμα.
«Ναι» του είπε με σαρδόνιο ύφος. «Ο Αρλεκίνος. Πόσο δίκιο είχε τελικά! Μου άνοιξε τα μάτια, με έκανε να δω την αλήθεια. Όταν το μεγάλο ρολόι σημάνει δώδεκα, με εντολή μου θα επιτεθούν και δε θα αφήσουν κανέναν ζωντανό. Έκανα το παν να σε ξεφορτωθώ κι όταν είδα σήμερα ότι ξαναγύρισες, φοβήθηκα ότι θα χαλούσαν τα σχέδια μου. Ευτυχώς όμως συνέβη το αντίθεο. Το φρόνημα των στρατιωτών αναπτερώθηκε. Σε θεωρούν ήρωα και είναι έτοιμοι να θυσιαστούν…»
Ένα υποχθόνιο γέλιο έσκισε το σκοτάδι σαν λεπίδα. Ο μολυβένιος στρατιώτης είχε μαρμαρώσει από τον φόβο του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι εκείνη που αγαπούσε τόσον καιρό, ήταν εκείνη που στεκότανε μπροστά του. Κι εκείνο το γέλιο, αυτό  το τρομερό γέλιο του τρυπούσε τα αυτιά. Έσφιξε τη γροθιά του. Όλη αυτή η αγάπη έγινε απόγνωση, η απόγνωση έγινε θυμός, ο θυμός μίσος.
«Δε θα σε αφήσω» είπε με σφιγμένα δόντια.
«Και τι θα κάνεις για να με εμποδίσεις; Ε; Δεν είσαι παρά μόνο ένα αδύναμο κουτσό στρατιωτάκι! Γελοίε!»
Όρμησε πάνω της με λύσσα. Πέσανε με δύναμη πάνω στον χάρτινο τοίχο, ο οποίος υποχώρησε μεμιάς. Στροβιλιστήκαν ως την άκρη του τραπεζιού.
Τον κοίταξε με ένα βλέμμα ικεσίας.
«Αγάπη μου» του είπε με τρεμάμενη φωνή. «Λυπήσου με, τι πας να κάνεις;»
Η καρδιά του σκίστηκε  από τη ματιά της. Ω, γλυκιά μου μπαλαρίνα, να με αγαπά στα αλήθεια; Πάνω στο ράφι, ο Αρλεκίνος, άρχισε να τεντώνεται σαν τρελός στη σούστα του φωνάζοντας και βρίζοντας. Ο μολυβένιος στρατιώτης γύρισε και κοίταξε τα κλαμένα μάτια της αγαπημένης του.
«Συγχώρα με» της είπε και με ένα σάλτο πήδηξε μαζί της στο τζάκι που έκαιγε….

Τέλος

Ηλίας Στεργίου