Η ωραία κοιμωμένη (Μετά το Happy End) της Νάντιας Κίσκα

 Η Αυγή χαιρετούσε τον πρίγκιπα της κρατώντας τον πρωτότοκο γιο τους στην αγκαλιά της.  Η ζωή της είχε φερθεί πολύ όμορφα αφ’ ότου είχε ξυπνήσει από τον αιώνιο λήθαργο της. Ο πρίγκιπας Φίλιππος ήταν γλυκός, καλοσυνάτος και ευγενής. Την πρόσεχε σαν κόρη οφθαλμού και, μετά τον ονειρεμένο γάμο τους, δεν υπήρχε μέρα που η Αυγή να μην χαμογελά. Το βασίλειο τους ολοένα άνθιζε, πλούτιζε και ομόρφαινε. Οι υπήκοοι της γέμισαν το παλάτι με δώρα όταν ανακοινώθηκε η εγκυμοσύνη της πολύτιμης πριγκίπισσας τους. Όλοι ανυπομονούσαν για την γέννηση του διαδόχου και, όταν το πρώτο κλάμα του γιου της ήχησε στους ήχους του παλατιού, ο ουρανός γέμισε όμορφα πυροτεχνήματα καλωσορίζοντας την νέα ζωή στον κόσμο τους. Ο πρίγκιπας Φίλιππος, πάντα στο πλάι της κρατώντας της το χέρι, χαμογελούσε και την ευχαριστούσε για το θείο δώρο που εκείνη του είχε κάνει.
             Η μέρα για τις πρώτες ευχές από τις καλές νεράιδες στον νεογέννητο γιο της είχε επιτέλους φτάσει. Η αίθουσα του θρόνου είχε στολιστεί με μεγάλα, γαλάζια λουλούδια, γιρλάντες, όμορφα στολίδια και ένας μεγάλος μπουφές με κάθε λογής νόστιμες λιχουδιές είχε στηθεί. Όλο το βασίλειο είχε καταφτάσει, ραίνοντας τον πρωτότοκο πρίγκιπα με ευχές, δώρα, χρυσάφι και καλούδια. Η Αυγή δεν άφηνε στιγμή το γιο της, χαμογελώντας εγκάρδια στους καλεσμένους που είχαν έρθει να ομορφύνουν μια τόσο ιδιαίτερη μέρα για εκείνη. Οι καλές νεράιδες κατέφθασαν στολισμένες με νεραϊδόσκονη, κάνοντας τον κόσμο να ζητωκραυγάσει χαρούμενος. Όμως η Αυγή δεν είχε δώσει την άδεια να ξεκινήσουν ακόμα. Περίμενε με αγωνία και κοιτούσε την πόρτα ανυπόμονα. Έπρεπε να έρθει. Ήθελε να είναι εδώ.
            Όταν η πόρτα άνοιξε και το μαύρο φόρεμα της σύρθηκε στο μαρμάρινο πάτωμα του δωματίου οι καλεσμένοι σώπασαν. Η γριά, η ίδια μάγισσα που είχε καταραστεί την Αυγή, περπατούσε τώρα αργά προς το κοιμισμένο αγγελούδι της. Η Αυγή βλέποντας την χαμογέλασε.
            Από την πρώτη στιγμή που η Αυγή είχε μείνει έγκυος, σκοτεινές σκέψεις την κατέκλυζαν. Ο πρίγκιπας της όλο πύκνωνε τα ταξίδια του σε γειτονικά βασίλεια, αφήνοντας την ολοένα και πιο μόνη. Η Αυγή δεν μπορούσε να σταματήσει τις κακές σκέψεις που εισβάλλανε στο μυαλό της. Ίσως να είχε βρει κάτι άλλο. Ίσως, όπως είχε έρθει να βρει εκείνη, να έψαχνε και για άλλες χαμένες πριγκίπισσες που αδημονούσαν για ένα φιλί να αναγεννήσει τα βασίλεια τους. Αυτά σκεφτόταν η Αυγή και ολοένα βυθιζόταν στη θλίψη. Περνούσε όλο της τον χρόνο στην σοφίτα του παλατιού, ράβοντας και πλέκοντας, μην αφήνοντας ούτε τις καλές της νεράιδες να εισέλθουν στο δώμα της. Τότε ήταν που το μαύρο, μακρύ της φόρεμα είχε συρθεί πάλι στο παλάτι της. Επισκέφθηκε την κλίνη της, απομακρύνοντας μια νωπή τούφα χρυσών μαλλιών από το ιδρωμένο μέτωπο της. Η Αυγή ξύπνησε αγκομαχώντας στο μεγάλο κρεβάτι της, προσπαθώντας να συνέλθει από άλλον έναν εφιάλτη. Εκείνη στα πόδια του άντρα της, ικετεύοντας τον να μείνει, ενώ εκείνος έπαιρνε τον γιό τους και έτρεχε καλπάζοντας μακριά. Το βασίλειο της μαράζωσε ολοένα ώσπου είχε μείνει μόνη της σε ένα ερείπιο, με άγρια τριαντάφυλλα γεμάτα αγκάθια να σφίγγονται στο κορμί της πνίγοντας της. Κοίταξε την γριά μάγισσα με μάτια που γυάλιζαν από δάκρυα που δεν είχαν τρέξει.
            «Σώπασε, κόρη μου.» πρόφερε η μάγισσα, σέρνοντας αργά ένα μακρύ, μαύρο νύχι στο μάγουλο της. Η Αυγή ένιωσε την ανάσα της να ημερεύει και κοίταξε την μαυροντυμένη μάγισσα μπροστά της. «Σώπασε. Εγώ είμαι τώρα εδώ.» Και η Αυγή την πίστεψε. Και μέχρι την ημέρα που γεννήθηκε ο γιος της, δεν είχε υπάρξει μια μέρα που να μην είχε περάσει με την μάγισσα.
Το εργαστήρι της Αυγής δεν υπήρχε πια. Η ρόκα της είχε αποσυρθεί στα άδυτα του δωματίου μαζί με τα χαρούμενα υφάσματα και την όρεξη της για φως. Η μάγισσα είχε μετατρέψει το εργαστήρι της Αυγής σε δωμάτιο μαύρης μαγείας. Με την υπόσχεση ότι θα μπορούσε να δέσει τον πρίγκιπα μαζί της αιώνια και ότι θα μπορούσε να παρέχει στο αγέννητο παιδί της όλη την ευτυχία του κόσμου, η Αυγή παράτησε το αδράχτι της και ξεκίνησε την μελέτη πάνω στην μαύρη μαγεία. Όσο μεγάλωνε το έμβρυο στην κοιλιά της, τόσο μεγάλωνε και η αφοσίωση της Αυγής στις σκοτεινές πλευρές της μαγείας. Φορώντας ένα ψεύτικο χαμόγελο και πάντα πρόθυμη να κατέβει στην αγορά για προμήθειες, οι γονείς της δεν μπορούσαν να φανταστούν την αλήθεια για την κόρη τους. Και τώρα την κοιτούσαν τρομοκρατημένοι καθώς χαμογελούσε πιο αληθινά από ποτέ στην όψη της Μαύρης Μάγισσας.
             Η Μάγισσα είχε διδάξει την Αυγή όλα τα μυστικά της. Κάθε φίλτρο, κάθε ξόρκι και, παρόλο που η Αυγή δεν είχε την μαγεία στο αίμα της, τα είχε καταφέρει περίφημα μέχρι τώρα. Τα δώρα από τις νεράιδες στην γέννηση της κυλούσαν πιο βαθιά στο αίμα της από όσο μπορούσε να διαπιστώσει. Η Αυγή είχε δείξει αξιοσημείωτη προσοχή και ενδιαφέρον για τα ξόρκια αγάπης και δεσίματος καθώς και για τις ευχές στην γέννηση των νεογνών. Με κάθε φίλτρο που τελειοποιούσε ένιωθε την δύναμη να ρέει μέσα της και την έκανε να νιώθει ζωντανή. Η Μάγισσα δεν άφηνε το πλάι της ούτε τα βράδια. Καθόταν δίπλα της στο άδειο κρεβάτι της και της διάβαζε για τα επικίνδυνα βοτάνια και τα σπάνια υλικά μαγείας. Η Αυγή την άκουγε με προσοχή ώσπου τα βλέφαρα της βάραιναν και κοιμόταν στην ποδιά της Μάγισσας. Τότε εκείνη χάιδευε την φουσκωμένη κοιλιά της Αυγής και χαμογελούσε μέσα στο σκοτάδι με μάτια που έλαμπαν από ευχαρίστηση.
            Κάθε φορά που ο πρίγκιπας επέστρεφε πάλι κοντά της η Αυγή τον περιποιόταν φροντίζοντας να ανακατεύει τα πολύτιμα ερωτικά της φίλτρα στα ροφήματα του. Ο πρίγκιπας Φίλιππος, αγνοώντας την αλήθεια, λάτρευε την προσοχή της αγαπημένης του, κάνοντας τον ολοένα και πιο αδύναμο να αφήσει την αγκαλιά της. Η Αυγή επέμενε όμως εκείνος να ακολουθεί τον δρόμο του, λέγοντας του ότι ήθελε ο γιος τους να γίνει ένας τόσο άξιος πρίγκιπας μια μέρα όσο ο σύζυγος της. Εκείνος χαμογελαστός έφευγε, νιώθοντας ένα βάρος στο στήθος του κάθε φορά που τα όμορφα γαλάζια μάτια της χανόντουσαν από το οπτικό του πεδίο. Και κάθε φορά επέστρεφε ολοένα και πιο γρήγορα κοντά της. Ώσπου, το βράδυ εκείνο που οι πόνοι της Αυγής είχαν σκίσει την σιγαλιά της νύχτας και το πρώτο κλάμα του γιου τους είχε αντηχήσει στα αυτιά του, είχε πάρει απόφαση να μην ξαναφύγει.
            Τώρα η μαύρη μάγισσα στεκόταν πάνω από την κούνια του νεογέννητου, έτοιμη να δώσει την ευχή της. Χάιδεψε το προσωπάκι του αγοριού που χαμογέλασε στο άγγιγμα της. Σήκωσε το ραβδί της στο μικρό αγόρι και ευχήθηκε μέσα από την καρδιά της…


            Η Αυγή χαιρετούσε τον πρίγκιπα της κρατώντας τον πρωτότοκο γιο τους στην αγκαλιά της. Το αγόρι κόντευε τα πέντε πια ενώ η μικρή του αδερφή έκλεινε τα δυο την ερχόμενη άνοιξη.
Η Αυγή χαμογέλασε βλέποντας τον άντρα της να χάνεται από το οπτικό της πεδίο και η μεγάλη βαριά πόρτα έκλεισε μπροστά της. Προχώρησε αργά στο σκουριασμένο μάρμαρο. Ο γιος της, Πρίγκιπας Φίλιππος ο Δεύτερος, την ακολούθησε ενώ η μικρή της κόρη αναδεύτηκε στην αγκαλιά της. Ανέβηκε αργά την μισοκατεστραμμένη σκάλα. Η διαφθορά στο μυαλό της Αυγής είχε κυριεύσει το παλάτι που όλο μεγάλωνε και θησαύριζε. Τα ξόρκια της Μαύρης Μάγισσας κρατούσαν γερά την ψευδαίσθηση ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει μετά τον θάνατο του βασιλιά και της βασίλισσας. Η Αυγή κρατούσε σφιχτά περασμένο στο λαιμό της το δηλητήριο που είχε χρησιμοποιήσει στα ποτά των γονέων της εκείνη της νύχτα, χαρίζοντας τους έναν αργό και ανεξήγητο θάνατο βυθίζοντας στο πένθος το βασίλειο. Όμως το πένθος δεν είχε κρατήσει πολύ, αφού η δεύτερη εγκυμοσύνη της Αυγής είχε φέρει πάλι τα χαμόγελα στους υπηκόους της.
 Βασίλισσα πια η Αυγή, πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε την κόρη της στην κούνια της χαϊδεύοντας το προσωπάκι της μ’ ένα μακρύ, μαύρο νύχι. Η μικρή χαμογέλασε και έκλεισε τα μάτια της. Η Αυγή χαμογέλασε επίσης και άφησε το μακρύ μαύρο φόρεμα να διπλώσει από κάτω της, ενώ κοιτούσε στα μάτια τον γιο της. Του χάιδεψε τα μαλλιά ενώ τα γαλάζια μάτια του, τα δικά της γαλάζια μάτια, την κοιτούσαν γεμάτα αγάπη. Φίλησε την κορυφή του κεφαλιού του ενώ εκείνος ανέβαινε στο κρεβάτι και πάνω από την κούνια της μικρής του αδερφής. Η Μαύρη μάγισσα συντρόφευε το πλάι της Αυγής ακουμπώντας τον ώμο της με την παλάμη της και χαμογελούσε. Η Αυγή ακούμπησε την δική της παλάμη πάνω από της μάγισσας. Ο γιος της σήκωσε το ραβδί του, ένα δώρο από την πρώτη του νονά, και στόχευσε την μικρή του αδερφή.
            Μπορεί η νονά του να του είχε μεταφέρει το χάρισμα της Νεκρομαντικής, αλλά τώρα ήταν η σειρά του πεντάχρονου Φίλιππου να αποφασίσει πια σκοτεινή τέχνη θα μετέφερε στο αγγελικό πρόσωπο της αδερφής του, ενώ απέξω η αυγή χάρισε τα πρώτα πορτοκάλι χρώματα…

 Τέλος

Νάντια Κίσκα