M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 4) - "ミnnocence's lοst" (μέρος 12ο)

Ο Γκρίφιν Σέιγουορθ πιάνει να διασχίσει την αχανή πίστα, ξεγλιστρώντας μέσα από τους μεθυσμένους θαμώνες, κι εγώ, η πέρα για πέρα μεθυσμένη Αντριάννα, τον ακολουθώ χοροπηδώντας χαρωπά, όπως ο Λαγός του Πάσχα.
Ο θόρυβος της μουσικής διαπερνά το κορμί μου, κάνοντας τα κόκαλά μου να τρίζουν, σφυροκοπώντας ανελέητα το κρανίο μου, με ζαλίζει. Ωστόσο, το χέρι του Γκρίφιν κρατάει γερά το δικό μου και δεν με αφήνει, μου δείχνει τον δρόμο. Κι έτσι, δεν αργούμε να αφήσουμε όλα αυτά τα κόκκινα, μπλε και μωβ φώτα, την μουσική, τον καπνό και τα άγνωστα κορμιά που γλιστράνε το ένα στο άλλο πίσω μας. 

Βγαίνουμε σε έναν αδειανό διάδρομο και κινούμαστε κατά μήκος του, ύστερα ο Γκρίφιν ανοίγει μια καφέ πόρτα και λίγα βήματα παραπέρα στρίβουμε δεξιά και μετά πάλι δεξιά ή μήπως είναι αριστερά; Πφφ. Είμαι υπερβολικά ζαλισμένη για να ξεχωρίσω τις δύο κατευθύνσεις. Τουλάχιστον, μπορώ να καταλάβω ότι η σκιώδης γωνία στην οποία φτάνουμε κρύβει σκαλιά.
Κατεβαίνουμε.
Στάσου, παγώνω επί τόπου, γιατί κατεβαίνουμε; Η διαδρομή έως τον κοιτώνα 41 δεν περιλαμβάνει τόσες πολλές στροφές και σίγουρα δεν υπάρχουν σκαλιά. Θα τα θυμόμουν.
Τι τρέχει εδώ πέρα; Απορώ θορυβημένη, κι αρχίζω να βάζω με το νου μου ότι ίσως ο Γκρίφιν δεν με οδηγεί στον κοιτώνα μου. Και τότε που με πηγαίνει; Γιατί ψεύδεται;
«Γκ-Γκρίφιν;», ψελλίζω, στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.
Το συναίσθημα που με κυριεύει είναι μια σφοδρή, ακαθόριστη ανησυχία. «Γκρίφιν;», επιμένω.
Δεν μου απαντά, αλλά συνεχίζει να με παρασύρει μαζί του στην κάθοδο.
«Σου μιλάω!», του λέω λίγο πιο επιτακτικά. 
Αν και τα πάντα μέσα μου ουρλιάζουν πως κάτι δεν πάει καλά, προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι μπορεί να παραλογίζομαι. Δεν με παίρνει να πανικοβληθώ, πρέπει να μείνω ήρεμη, ήρεμη, ήρεμη.
Κι όμως, τυφλός πανικός καλύπτει τα μάτια μου, τυφλώνοντάς με. Δεν βλέπω πια που βρίσκονται τα πόδια μου, αν είναι κεντραρισμένα ή εάν κοντεύω να πέσω από το επόμενο σκαλοπάτι.
Κι έτσι στραβοπατάω και βρίσκομαι ξανά μετέωρη.
Με πιάνει.
«Πρόσεχε», με παρακαλεί, ενώ με στηρίζει στον πλαϊνό τραχύ, πέτρινο τοίχο.
Α, ναι. Αυτό βοηθάει, σαρκάζω νοερά, δεν το 'χα σκεφτεί.
«Γκρίφιν», ταλανίζομαι. «Γιατί στεκόμαστε σε ετούτην εδώ την υπόγεια σκάλα; Οι κοιτώνες δεν είναι υπόγειοι. Τι συμβαίνει και δεν μου το λες; Με τρομάζει να μην ξέρω!»
«Έι, έι!», κάνει απαλά. Πισωπατάει, ώστε να τον βλέπω καλύτερα και σηκώνει τα χέρια του πάνω απ' το κεφάλι του σαν να παραδίνεται. 
Μου δείχνει ότι δεν έχει κρυμμένους άσσους στο μανίκι του.
«Συγγνώμη εάν σε τρόμαξα», απολογείται συνεσταλμένα. «Δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου. Απλά σκέφτηκα να πάμε μια βόλτα πριν πούμε αντίο, να περάσουμε λίγο περισσότερο χρόνο μαζί. Εάν θέλεις, γυρνάμε τώρα αμέσως πίσω από εκεί όπου ήρθαμε», μου δείχνει τα προηγούμενα σκαλοπάτια. «Αλλά υπόσχομαι πως αν με αφήσεις να σου δείξω αυτό που θέλω, δεν θα το μετανιώσεις. Απλά έχε μου λίγη εμπιστοσύνη. Είμαι ένας από τους καλούς τύπους, θυμάσαι; Από αυτούς που βρίσκουν το φως σου σπάνια ακαταμάχητο και θέλουν να το κρατήσουν αναμμένο».
Σωστά.
Ο Γκρίφιν είναι καλός.
Του αρέσει το φως μου.
Ως αυτήν τη στιγμή δε είχα συνειδητοποιήσει πόσο απομονωμένο και ήσυχο ήταν αυτό το μέρος, ούτε πως ο Γκρίφιν άρχιζε να με πλησιάζει πάλι. Όμως το κάνει. Βλέποντάς με να ηρεμώ και να τον εμπιστεύομαι ξανά, σκύβει προς το μέρος μου. Δεν κουνιέμαι διόλου.
Μονάχα απομένω σιωπηλή, καρτερική να κοιτάζω μέσα στα χρυσαφένια μάτια του που λάμπουν στο σκοτάδι σαν στραφταλιστή σαμπάνια. Νομίζω πως όσο τ' ατενίζω, τόσο πιο πολύ μεθάω.
Σαν σε αργή κίνηση, το στήθος του αγγίζει το δικό μου, τα μέτωπά μας ενώνονται, κι οι ανάσες μας αναμειγνύονται. Μισοκλείνω τα μάτια μου και βλέπω το στόμα του να ανοίγει ελαφρά, να βρίσκει το δικό μου και να με φιλάει.
Αυτό το φιλί είναι τόσο διαφορετικό από όλα τα άλλα που δόθηκαν απόψε!
Τα χείλη του είναι μαλακά στο πρόσωπό μου και τα ζεστά του χέρια είναι απαλά, απροσδόκητα διστακτικά επάνω μου. Είναι σύντομο και πολύ, πολύ γλυκό...
Το φιλί μας τελειώνει κι εγώ γέρνω το κεφάλι μου προς τα πίσω και του χαμογελάω.
Νιώθω σαν να ονειρεύομαι.
«Ουάου», λέω ασθμαίνοντας. «Αυτό... ήταν... καταπληκτικό».
«Το ξέρω», αποκρίνεται. «Και που να δεις τι άλλο σκοπεύω να σου κάνω».
Ξαφνικά, σκύβει ξανά, βρίσκοντας τον λαιμό μου. Αρχίζει να διατρέχει με τα χείλη του το περίγραμμα του σαγονιού μου, με την αναπνοή του να μοιάζει με μικρούς αναστεναγμούς. Αναριγώ και γαντζώνομαι απ' τους ώμους του.
«Γκ-Γκρίφιν», ψιθυρίζω με κόπο το όνομά του. «Σε... σε παρακαλώ, σταμάτ...»
Οι γοφοί του πιέζουν τους δικούς μου, στριμώχνοντας με ανάμεσα στο κορμί του και τον τοίχο. Παράλληλα, τα χέρια του γλιστράνε κάτω απ' το ύφασμα της μπλούζας μου και ανεβοκατεβαίνουν στα πλευρά μου, διαγράφοντάς τα. Το αποκορύφωμα είναι ότι νιώθω κάτι σκληρό να πιέζει το στομάχι μου και μέσα στην απειρία μου, χρειάζομαι αρκετά λεπτά για να συνειδητοποιήσω τι είναι.
Ο Γκρίφιν με θέλει.
Εδώ .
Και.
Τώρα.
«Ό-όχι», λέω τραυλίζοντας. «Όχι, Γκρίφιν. Σε παρακαλώ, σταμάτα. Δεν το θέλω αυτό. Δεν... δεν είμαι έτοιμη. Όχι απόψε. Σταμάτα. Σταμάτα!»
Επιστρατεύω όλη την δύναμή μου και τον σπρώχνω από πάνω μου.
Με αφήνει, και γελώντας πέφτει με την πλάτη του στον απέναντι τοίχο.
Τι διάβολο έχει πάθει; Αυτός δεν είναι ο Γκρίφιν που με φίλησε πριν. Δεν είναι ο Γκρίφιν που προσφέρθηκε να με πάει ασφαλή στον κοιτώνα μου. Δεν είναι ο Γκρίφιν που έβαλε φρένο στις καζούρες των άλλων Αθληταράδων.
Μοιάζει σαν να μεταλλάχθηκε σε ένα τελείως διαφορετικό άτομο.
Άλλαξε ή μήπως άλλαξα εγώ κι ο τρόπος που τον βλέπω;
Ίσως απλώς να εθελοτυφλούσα, σκέφτομαι και θυμάμαι την Γκουέν εκείνη την πρώτη φορά στην τραπεζαρία να τον αποκαλεί σκάρτο και να με συμβουλεύει να μείνω μακριά του.
Γιατί δεν την άκουσα;
«Τι τρέχει;», με ρωτάει μόρτικα. «Φοβάσαι μη σου ριχτώ;»
Ορίστε;
«Το έχουμε ξεπεράσει προ πολλού αυτό!», διαφωνώ. Η καρδιά μου πιάνει να καλπάζει σαν τρελή μέσα στο στήθος μου. Φοβάμαι πως θα σπάσει. «Ήδη μου ρίχτηκες. Να πάρει και να σηκώσει, είμαι τόσο ηλίθια! Δεν περίμενα ότι θα ήσουν τέτοιος καιροσκόπος, αλλά είσαι! Πρόδωσες την εμπιστοσύνη μου, την καλοπιστία μου και δεν θέλω να σε ξαναδώ. Φεύγω!», του φωνάζω τελεσίδικα.
Θολωμένη όπως είμαι, κάνω μεταβολή και αρχίζω ν' ανηφορίζω στην σκάλα. Παρόλα αυτά, είμαι αργή, ζαλισμένη και ανίκανη να αμυνθώ, το ξέρω.
Κι εκείνος το ξέρει, κι έτσι δεν διστάζει.
Αρπάζει το χέρι μου από τον αγκώνα, με συγκρατεί, δεν με αφήνει να το σκάσω.
Αντίθετα, με πετάει βίαια επάνω στις κρύες πέτρες.
«Δεν θα 'ταν κι άσχημα αν σου ριχνόμουν ολοκληρωτικά, όμως», η ιδέα μοιάζει να τον συναρπάζει. «Παρά τα με!», τσιρίζω, και προσπαθώ ν' απελευθερωθώ από την λαβή του. Μάταιος κόπος.
«Δεν το νομίζω», αρνείται. «Γουστάρεις αγριάδες, ε; Ωραία, γιατί οι διαθέσεις μου είναι άγριες».
Τον παρατηρώ σιωπηλή, μαρμαρωμένη, ζαρωμένη επάνω στον τοίχο σαν πολυκαιρισμένη αφίσα, και νιώθω να μου λύνονται τα γόνατα. «Σε παρακαλώ...», κλαψουρίζω. «Σε εκλιπαρώ, Γκρίφιν, άσε με να φύγω».
«Όχι», λέει κοφτά.
Μ' ένα ζωώδες γρύλισμα, σκύβει και με σηκώνει στον ώμου του. Στριγκλίζω δυνατά από το σοκ και την έκπληξη και ο παρακλητικός τόνος μου εξαφανίζεται αυτοστιγμεί. Τον προστάζω να με αφήσει κάτω. «Άσε με κάτω! Άσε με! ΑΣΕ ΜΕ!», βάζω τις φωνές. «Άφησέ με, αχρείε!»
Ο Γκρίφιν δεν σκοτίζεται καθόλου με την πάλη μου, με την σθεναρή αντίστασή μου. Αρχίζει να κατεβαίνει τις πηγμένες στο σκοτάδι σκάλες, οδηγώντας με εν τέλει εκεί που σκόπευε να με πάει εξαρχής.
Πού είναι όμως αυτό το καταραμένο μέρος;
Σε τι οδηγούν αυτά τα ξεχασμένα σκαλοπάτια;
Και τι με περιμένει, τέλος πάντων, εκεί κάτω;
Κρεμασμένη ανάποδα καθώς είμαι, κρατιέμαι απ' τους γοφούς του, όσο εκείνος καταβαίνει αποφασιστικά προς το άγνωστο. «Δεν έχεις κανένα δικαίωμα!», του λέω υστερώντας. «Άσε με!»
Μα ο Γκρίφιν, ο αρχηγός των Αθληταράδων, δεν με αφήνει. Ασφαλώς.
«Βοήθεια», προσπαθώ να ουρλιάξω, αλλά αντίθετα ακούγομαι λαχανιασμένη έτσι που αναπηδώ επάνω στον ώμο του. «ΒΟΉΘΕΙΑ!»
Τα μπάσα της μουσικής που ακούγονται από το επάνω πάτωμα καταβροχθίζουν τον ήχο, και ξέρω ότι κανείς δεν πρόκειται να ακούσει την απελπισμένη μου έκκλησή. «Σας παρακαλώ, βοηθήστε με! Κάι! Νιβ! Κάποιος!»
Ο Γκρίφιν μου δίνει ένα ηχηρό χτύπημα στα πισινά.
«Χαμήλωσε τη φωνή σου...», μουγγρίζει. «Άσε τα νάζια. Κανείς δεν θα έρθει να σε σώσει, Βάλενταϊν. Είμαστε μόνο εγώ κι εσύ τώρα. Εγώ κι εσύ, το κακό και το σκοτάδι».

Σβετλιν