Άβατο: Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 6/Μέρος Ε) - "Οι τέσσερις δυνάμεις"

Τα βήματά του ήταν αργά και βαριά. Στο χέρι του κρατούσε σφιχτά το βιβλίο της Γένεσης. Για την ακρίβεια το κακέκτυπό του, καθώς μία δυνατή κατάρα το είχε τυλίξει. Εκείνος είχε προσπαθήσει να αποκρυπτογραφήσει όλα του τα μυστικά και όφειλε να ομολογήσει πως είχε κάνει μεγάλες προόδους. Τα πράγματα φάνταζαν ευκολότερα απ’ όσο πίστευε, καθώς το να συμμαχήσεις με τους ανθρώπους ήταν παιχνιδάκι, αρκεί να εφάρμοζες από την αρχή μία καλή στρατηγική. Ονομαζόταν δωροδοκία και ήταν κάτι που του είχαν διδάξει οι Νόρμες, οι οποίες είχαν μελετήσει ενδελεχώς την ανθρώπινη συμπεριφορά σε ετούτη την πλευρά της διάστασης.  
Ακόμη κι ο Αντιπρόεδρος, που άθελά του είχε γίνει μάρτυρας της φρικτής δολοφονίας της Οφέλιας, είχε συμφωνήσει να ξεχάσει τα πάντα έπειτα από ένα γενναιόδωρο φιλοδώρημα. Ο ίδιος είχε στο πλευρό του τουλάχιστον δύο χιλιάδες στρατιώτες να φυλούν τον χώρο γύρω από τον Λευκό Οίκο, ενώ είχε απολύσει όλο το προσωπικό που δούλευε για τον Εμίλ. Όσο για το εσωτερικό του είχε δημιουργήσει μερικές μικρές αλλαγές. Μία από αυτές ήταν οι αμέτρητοι καθρέπτες στους τοίχους, που του επέτρεπαν την επικοινωνία με τη δική του διάσταση ανά πάσα στιγμή. Ωστόσο πέρα από αυτό, οι καθρέπτες εκείνοι έκρυβαν πολλά ένοχα μυστικά. Αρκεί μονάχα να βρισκόταν εκείνος που θα τους χρησιμοποιούσε κατάλληλα.
Ένα χτύπημα στην πόρτα τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Τρεις Αμερικανοί στρατιώτες στέκονταν στο κατώφλι βαστώντας τον Παναγιώτη. Ο Πρόεδρος τούς έκανε ένα κοφτό σήμα να τον αφήσουν. Εκείνοι πήραν αμέσως τα χέρια τους από πάνω του κι αποχώρησαν. 
«Σε ακούω» πήρε αμέσως τον λόγο ο Παναγιώτης.
            «Έχεις μεγάλο θράσος, ωστόσο για την ώρα θα το ανεχτώ. Αν μου απαντήσεις απλά στην ερώτηση του πού βρίσκεται ο πρίγκιπας, είσαι ελεύθερος να φύγεις. Αλλά μόνο εσύ» του είπε σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος και περιμένοντας την απάντηση.
            Ο Παναγιώτης γέλασε δυνατά.
 «Δε μου αρέσουν οι διαταγές. Μέχρι τώρα άλλοι όριζαν την τύχη μου, ωστόσο όλο αυτό το καθεστώς το άφησα πίσω μου εδώ και πολλούς μήνες. Αν νομίζεις πως είσαι ο μόνος που ‘χει μαύρη ψυχή, τότε κάνεις λάθος. Η δική μου είναι ακόμη πιο μαύρη. Δε φοβάμαι τίποτε. Έχω αντικρίσει τον θάνατο κατάματα και δεν τον φοβάμαι. Δεν έχω καμία απολύτως απάντηση στην ερώτησή σου».
Ο Σούλφους ξαφνιάστηκε. Αυτό έδειχνε το σκοτεινό μα συνάμα μπερδεμένο του βλέμμα. Ο νεαρός που στεκόταν απέναντί του, ήταν το ίδιο αδίστακτος με εκείνον. Το έβλεπε και το ένιωθε. Το σκληρό, διαποτισμένο με μίσος και αγανάκτηση βλέμμα τού ήταν οικείο. Του θύμιζε τον εαυτό του, όταν ήταν νέος και έβλεπε τα όνειρά του να καταρρέουν το ένα μετά το άλλο και τον ίδιο να αποτελεί απλώς έναν θεατή της ίδιας του της ζωής. Τότε ένιωσε τη διεστραμμένη ανάγκη να κάμψει την άμυνα του νεαρού. Να τον δει να λυγίζει. Να πάψει να έχει αυτό το βλέμμα της αλαζονείας. Να τον δει να ικετεύει για τη ζωή του. Με το ένα του χέρι τον άρπαξε από τον λαιμό και τον πέταξε με φόρα σε ένα γυάλινο τραπέζι. Το γυαλί έγινε θρύψαλα κι ο Παναγιώτης γέμισε πληγές από τα σπασμένα γυαλιά που κομμάτιασαν το δέρμα του. Μετά βίας στάθηκε στα πόδια του, κοιτώντας μέσα στα μάτια τον εχθρό του. Άρπαξε ένα γυαλί από το πάτωμα και σήκωσε ψηλά το χέρι του, έτοιμος να του το καρφώσει, όπου έβρισκε. Εντούτοις, η δύναμη του Θεού ήταν τόσο μεγάλη, που τη στιγμή που το χέρι του Παναγιώτη πλησίασε το σώμα του κραδαίνοντας το σπασμένο κομμάτι, εκείνος το άρπαξε κι άρχισε να το πιέζει. Το αίμα του Παναγιώτη μούσκεψε όλο του το μανίκι, καθώς το γυαλί χωνόταν όλο και πιο βαθιά στην παλάμη του. Ο πόνος ήταν αφόρητος, σε σημείο που μια γκριμάτσα παραμόρφωσε το πρόσωπό του. Τότε ένα σαρδόνιο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του «Προέδρου». 
«Θα μιλήσεις;» τον ρώτησε σιγανά.
 Ο Παναγιώτης τον κοίταξε με μίσος. 
«Ποτέ» του απάντησε.
Τότε δέχτηκε ένα τόσο δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο, που έχασε την ισορροπία του και σωριάστηκε αναίσθητος στο πάτωμα.




Το σκοτάδι είχε γίνει για μένα μία δεύτερη ζωή. Είχα χάσει το μέτρημα των ημερών, ενώ ήμουν σχεδόν βέβαιη πως οι δύο φίλοι μου ήταν νεκροί. Ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε από την καταπακτή που άνοιγε. Ένας στρατιώτης κουβαλούσε τον αναίσθητο Παναγιώτη πίσω στο κελί του. Τα ρούχα του ήταν λεκιασμένα με αίμα και το πρόσωπό του γεμάτο χτυπήματα. Στη θέα του, δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια μου. Στην προσπάθειά του να με προστατέψει, γύρισε πίσω σακάτης. Η δύναμη της ψυχής του τον έκανε να παραμείνει αλύγιστος. Αυτή η δύναμη που υπέβοσκε τόσα χρόνια μέσα του.
Ευτυχώς οι κραυγές του μου ξύπνησαν μία απρόσμενη αίσθηση ευτυχίας και αγαλλίασης, ήταν τουλάχιστον ζωντανός κι ας έβλεπε εφιάλτες. Καθημερινά τον βασάνιζαν, αλλά από την ημέρα που τον είχαν πετάξει σε αυτό το μπουντρούμι μετά τον βασανισμό του, δεν είχα ακούσει ούτε έναν ήχο από τη φωνή του. Ίσως τα βαριά χτυπήματα τον είχαν φέρει σε ετούτη την απελπιστική κατάσταση...
«Παναγιώτη! Μίλα μου, σε παρακαλώ!» ούρλιαξα. 
Ήχοι από αλυσίδες που σέρνονταν ακούστηκαν και μετά η φωνή του φίλου μου από το βάθος του υπογείου.
«Είσαι καλά;» μου είπε. «Ο Θοδωρής έχει σηκώσει πυρετό νομίζω. Είναι μούσκεμα στον ιδρώτα, τρέμει όλη μέρα κι από χθες έχω χάσει κάθε επικοινωνία μαζί του. Δεν μου απαντά, απλώς μουγκρίζει. Αν δε βρούμε σύντομα μία λύση, νομίζω πως θα πεθάνει».
Τη στιγμή εκείνη τα δάχτυλά μου έσφιξαν με απόγνωση τα σκουριασμένα κάγκελα του κελιού μου. Η μόνη μας ελπίδα ήταν ο Εμίλ Μπρόξτον. Έπρεπε με κάθε τρόπο να τον πείσω να συνεργαστεί μαζί μας, καθώς εκείνος γνώριζε όλα τα μυστικά του Λευκού Οίκου. Ωστόσο η εικόνα του διόλου θύμιζε τον εξωστρεφή και δυναμικό ηγέτη που υπήρξε στο παρελθόν. Μέρα με την ημέρα βυθιζόταν όλο και περισσότερο στην κατάθλιψη, καθώς η τωρινή του κατάσταση ερχόταν να του υπενθυμίσει σαν ενοχλητική σειρήνα όλες τις απώλειες της ζωής του. Η αλήθεια, ήταν πολλές και σημαντικές. Για την απώλεια της κόρης του και της γυναίκας του γνώριζε σχεδόν όλος ο πλανήτης, ενώ για τη δολοφονία της Οφέλιας δεν είχαμε ιδέα. Αρκετές φορές αναρωτήθηκα κατά πόσο ήταν εύκολο να ζεις καθημερινά μέσα στο διεστραμμένο μυαλό του Σκοτεινού αυτού Άρχοντα και να βιώνεις κάθε του συναίσθημα και κάθε του σκέψη. Ζούσε σαν υποχείριος κλώνος του και αυτό τον τσάκιζε. Έπρεπε λοιπόν με κάθε τρόπο να τον τραβήξω μακριά από ετούτον τον απειλητικό λήθαργο που τον είχε κυριεύσει και που απειλούσε ώρες ώρες να κυριεύσει κι μένα, καθώς το γεγονός πως η ταυτότητα και το πρόσωπο του εχθρού παρέμεναν άγνωστα, μου δημιουργούσε ένα συνεχές άγχος που πάλευα να εσωτερικεύω για το καλό όλων μας. Είχα ακούσει πολλά για την απόκοσμη μορφή του κι έτρεμα στην ιδέα πως θα έφτανε η στιγμή να τον αντικρίσω. Κάτι τέτοιες ώρες παρακαλούσα σιωπηλά να ήταν δίπλα μου ο Ορλάντο. Η ψυχραιμία του έδινε λύσεις στα περισσότερα προβλήματα και η σοφία του ήταν ο καλύτερος σύμμαχος για να προχωρά στις απαραίτητες ενέργειες. Ωστόσο δεν ήμουν πλέον σίγουρη, αν το μόνο που γύρευα από εκείνον ήταν οι αναμφίβολα καλές συμβουλές του.  Αυτός ο… άντρας είχε κάτι το μαγικά παράξενο πάνω του και το οποίο δε σχετιζόταν μονάχα με την εξωτερική του εμφάνιση. Οι τρόποι του ήταν ευγενικοί και μετρημένοι, μα ταυτόχρονα και δυναμικοί όπου το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Ο ίδιος δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ το γαλάζιο αίμα του για να κάνει επίδειξη ανωτερότητας,  χαρακτηριστικό πρωτοφανές για πριγκιπικής καταγωγής πλάσμα. Αυτή η ποικιλία μοναδικότητας και συνάμα το λαμπερό του πρόσωπο τη στιγμή που χαμογελούσε, τον έκαναν απίστευτα ελκυστικό στα μάτια μου. Ωστόσο η εικόνα αυτή φάνταζε τρομακτικά μακρινή και η θέα των σκουριασμένων κάγκελων ήταν εκεί για να μου το υπενθυμίζει κάθε λεπτό. Τη στιγμή εκείνη που τελείωσα την τελευταία μου σκέψη, ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Έπρεπε να γεμίσω το μυαλό και την καρδιά του Εμίλ με όμορφες εικόνες και αναμνήσεις. Μονάχα έτσι θα κατάφερνα να τον ενδυναμώσω, ώστε να μπορέσει να αντισταθεί στην κατάθλιψη που τον είχε βυθίσει ο Σούλφους. Ήταν το στοίχημα που είχα βάλει με τον εαυτό μου και η μόνη μας ελπίδα.




Έχοντας καλύψει το πρόσωπό του ο Βελφεγκόρ άρχισε να τρέχει στους έρημους δρόμους της Αγγλικής επαρχίας. Η βροχή ήταν καταρρακτώδης κι αυτό αποτελούσε έναν αποτρεπτικό παράγοντα για την κυκλοφορία στους δρόμους. Η κανονική του μορφή είχε αρχίσει να επανέρχεται, καθώς πολλά σημεία του κορμιού του είχαν μία φολιδωτή πλέον υφή. Ωστόσο ένιωθε αποφασισμένος. Θα επικοινωνούσε με τον Ορλάντο μέσω της δύναμης της τηλεπάθειας, καθώς σε αντίθεση με τα ξωτικά, οι δαίμονες επικοινωνούσαν από απόσταση χωρίς να φέρουν το μυαλό τους σε κατάσταση ύπνωσης και θα πήγαινε ο ίδιος να συναντήσει τον Μαύρο Άρχοντα, προτού να είναι αργά για όλους. Καθώς απομακρυνόταν από το σπίτι των παππούδων τού Θοδωρή, είδε για ακόμη μια φορά την αστυνομία να τους χτυπά την πόρτα, καθώς δεν είχαν πειστεί πως δεν έκρυβαν κανέναν. Απορροφημένος από το θέαμα, δεν πρόσεξε πως ένα όπλο τον σημάδευε μέσα από τις φυλλωσιές. Πάραυτα ο ήχος από το άγγιγμα της σκανδάλης τον έκανε να αναπηδήσει. Η σφαίρα έσκισε τον αέρα γδέρνοντας ελαφρώς το δέρμα του. Ο ήχος του όπλου προκάλεσε γενική αναστάτωση και στρατιώτες άρχισαν να κάνουν από παντού την εμφάνισή τους. Ο δαίμονας σε κατάσταση σοκ προσπαθούσε να θυμηθεί τον τρόπο για να επικαλεστεί τη συμπαντική Πύλη. Δίχως να του απομένει πολύς χρόνος και με τις σφαίρες να πέφτουν βροχή γύρω του, προσπάθησε να συγκεντρώσει τη σκέψη του στο πρόσωπο, το οποίο ήθελε να επισκεφτεί, καθώς η τοποθεσία του ήταν παντελώς άγνωστη. Το πρόσωπο του Σούλφους κατέλαβε ευθύς το μυαλό του, ενώ τα χείλη του σχημάτισαν τις λέξεις του ξορκιού ενεργοποίησης της Πύλης. Ωστόσο ένα πράγμα δεν είχε υπολογίσει. Πως ο Σκοτεινός Άρχοντας δε βρισκόταν απλά στη σκέψη του. Την εξουσίαζε. Όταν η Πύλη εμφανίστηκε και ο δαίμονας πέρασε μέσα της, στην άλλη άκρη του κόσμου τον περίμενε το σκοτεινό πρόσωπο του Σούλφους. Ήταν ακόμη μία παγίδα, στην οποία είχε πέσει σχεδόν οικειοθελώς. 


Ξύπνησε ιδρωμένος από τον εφιάλτη. Ο Ορλάντο βγήκε τρέχοντας από το κρησφύγετο της τρομοκρατικής οργάνωσης στην απεραντοσύνη της ερήμου. Το βράδυ έκανε αρκετή ψύχρα. Ο άνεμος ήταν ιδιαίτερα αναζωογονητικός και τα ουράνια σώματα διαγράφονταν με απίστευτη ευκρίνεια. Κοίταξε τα άστρα. Σαν μικρές λαμπερές καρφίτσες στο ουράνιο στερέωμα, κοσμούσαν το μαύρο πέπλο της νύχτας. Ωστόσο τρία από αυτά, τα πιο λαμπερά, βρίσκονταν σε απόλυτη ευθυγράμμιση. Το ξωτικό συνοφρυώθηκε. Στο μυαλό του κλωθογυρνούσε εκείνη η κουβέντα για τα ουράνια σώματα. Θυμήθηκε πως την είχε αναφέρει ο πατέρας του, που την είχε δει γραμμένη στο βιβλίο της Γένεσης. Κατόπιν κοίταξε το φεγγάρι. Ήταν σχεδόν γεμάτο. Ίσως να είχε έρθει η ώρα, συλλογίστηκε μα άξαφνα του φάνηκε πως είχε βρει τη λύση για να γνωρίζουν απόλυτα πότε το φαινόμενο της συνύπαρξης των τεσσάρων εποχών θα λάμβανε χώρα. Ο θείος του Θοδωρή ήταν κάτοχος πολλών γνώσεων γύρω από τα ουράνια φαινόμενα. Έπρεπε να επικοινωνήσουν μαζί του μέσω του Μιχάλη. Εξάλλου είχε δει πολλές φορές τους ανθρώπους να μιλούν σε μία μικρή συσκευή, την οποία κρατούσαν σφιχτά κοντά στο αφτί τους προκειμένου να ακούσουν τον συνομιλητή τους. Θα έπειθε λοιπόν τον Μιχάλη να χρησιμοποιήσει αυτό το μαραφέτι προκειμένου να τους λυθούν όλες οι απορίες. 
Σαν να είχε μαντέψει τη σκέψη του, από το βάθος φάνηκε να έρχεται τρέχοντας ο Μιχάλης κρατώντας εκείνη τη μικρή συσκευή. Ο Ορλάντο την κοίταξε με δέος. 
«Κινητό τηλέφωνο το ονομάζουμε» του είπε ο Μιχάλης έχοντας καταλάβει την κρυφή ματιά του Ορλάντο στο κινητό του.  «Δεν έχω σχεδόν καθόλου μπαταρία, ενώ κάθε μου προσπάθεια να επικοινωνήσω με τα παιδιά ήταν μάταιη. Φοβάμαι πολύ για εκείνους».
Το ξωτικό παρέμεινε σιωπηλό, καθώς προσπαθούσε να δώσει μία λογική εξήγηση στο πώς ο Σούλφους γνώριζε τόσο καλά πού θα τους έβρισκε. Άξαφνα αναφώνησε:
            «Oι καθρέπτες!»
Ο Μιχάλης τον κοίταξε πιο μπερδεμένος από ποτέ. 
«Δεν αντιλαμβάνομαι τον συλλογισμό σου...» του απάντησε νιώθοντας ουσιαστικά καλύτερα με την άγνοιά του.
Το ξωτικό άρχισε να βηματίζει αργά μπροστά του και έπειτα του είπε:
«Οι καθρέπτες τόσο στους θρύλους και τις παραδόσεις μας όσο και στην πραγματική μας ζωή έχουν μία διττή σημασία και χρήση. Ανάλογα με τα χέρια που τους χρησιμοποιούν. Αν πέσουν στα σωστά, μπορούν να σε βοηθήσουν να επικοινωνήσεις με ζώντες και νεκρούς, καθώς οι ψυχές τους παραμένουν αθάνατες στη μακρινή Γη του Πέρατου ή στην τελική να ικανοποιήσουν τη ματαιοδοξία σου. Αν όμως πέσουν στα λάθος χέρια, κινδυνεύεις να γίνεις υποχείριο του Κυρίου του καθρέπτη. Υποψιάζομαι πως ο Σούλφους έχει κάνει ετούτα τα ξόρκια για να μπορεί να μας εντοπίζει ή ακόμη χειρότερα να διαβάζει την κάθε μας σκέψη, μία ιδιότητα που ανήκει σχεδόν αποκλειστικά στη φυλή των ξωτικών. Ωστόσο με τον Πρόεδρό σας συμβαίνει κάτι άλλο. Έχει δανειστεί τη μορφή του, πράγμα που σημαίνει πως εξουσιάζει σχεδόν πλήρως το μυαλό και το σώμα του. Πρέπει λοιπόν να καταστραφούν όλοι οι καθρέπτες που πιθανόν να βρίσκονται γύρω του και μάλιστα άμεσα!» τελείωσε το ξωτικό.
Τη στιγμή εκείνη εμφανίστηκε ο Κάτα κρατώντας στο χέρι του ένα μικρό στικάκι. Προσπερνώντας τον Ορλάντο, στου οποίου το πρόσωπο υπήρχε μία μόνιμη απορία για την εξελιγμένη ανθρώπινη τεχνολογία, απευθύνθηκε στον Μιχάλη:
            «Θα καταγράψω μία σύντομη ομιλία του Ξωτικού στην κάμερα, καθώς θα χρειαστούμε αποδείξεις για τα λεγόμενά μας. Ο Τζόνα, ο νεαρός που βοήθησα, δέχτηκε να μου ανταποδώσει την τότε καλή μου πράξη υπό τον όρο να του φέρω αποδείξεις για την αλήθεια των όσων συμβαίνουν. Σκέφτηκα πως αυτός θα ήταν ένας τρόπος. Κατόπιν θα αποθηκεύσω το βίντεο σε ετούτο εδώ το μαραφέτι και θα γίνει δημόσια προβολή από τον Τζόνα στον αμερικανικό στρατό που βρίσκεται εδώ. Ετούτο ενέχει έναν σημαντικό κίνδυνο. Δε γνωρίζουμε ποιοι από αυτούς που θα το παρακολουθήσουν είναι με το μέρος μας και ποιοι είναι πιθανότατα κρυφοί κατάσκοποι του εχθρού. Εδώ που φτάσαμε δεν ξέρεις ποιον να εμπιστευθείς» τόνισε ο Αφγανός.
Οι τρεις τους ξεφυσώντας με δυσκολία ξεκίνησαν να θέτουν σε εφαρμογή το σχέδιο, με το ξωτικό να μη συνεργάζεται απόλυτα, καθώς τη σκέψη του απορροφούσαν τα επιτεύγματα της τεχνολογίας μας. Tις απανωτές αναποδιές ήρθε να συμπληρώσει ο δύστροπος χαρακτήρας του Κιουσέ, ο οποίος κρατώντας το τσιγάρο του στο χέρι, τους πλησίασε αργά με ένα βλέμμα που καθρέπτιζε οργή.
«Αν σκοπεύετε να γυρίσετε κάποιου είδους ντοκιμαντέρ, σας ενημερώνω πως δεν είναι το κατάλληλο μέρος. Απαιτώ εξηγήσεις και μάλιστα σύντομα». 
Τότε ο Ορλάντο, ο οποίος στην κυριολεξία απεχθανόταν από τα βάθη της καρδιάς του τον συγκεκριμένο άνθρωπο, κολλώντας το πρόσωπό του στου Κιουσέ του είπε:
«Άλλη μία κουβέντα να ξεστομίσεις και δε θα διστάσω να σε στείλω να συναντήσεις τους προγόνους σου. Δε θα υπάρξει καμία εξήγηση. Φτιάχνουμε έναν στρατό συμμάχων. Είσαι ευπρόσδεκτος μονάχα, αν πραγματικά έχεις την αγνή θέληση να βοηθήσεις» σχεδόν φώναξε το ξωτικό.
Ο Κιουσέ τράβηξε απότομα το χέρι του Ορλάντο από πάνω του. Πρώτη φορά στη ζωή του ανεχόταν μία τέτοια ταπεινωτική συμπεριφορά. Θα τον σκότωνε. Μόλις έπεφτε για τα καλά η νύχτα και τη στιγμή που όλοι τους θα κοιμόντουσαν, θα του ξερίζωνε την καρωτίδα. Έπειτα θα σκότωνε και τον νεαρό δυτικό που κουβαλούσε μαζί του κι έτσι όλα θα επέστρεφαν στην καθημερινή τους ροή. Μονάχα ένα πρόσωπο τον προβλημάτιζε ιδιαίτερα κι αυτός δεν ήταν άλλος από τον Κάτα. Ο Κιουσέ γνώριζε πολύ καλά πως παρά το γεγονός πως ο Κάτα είχε γαλουχηθεί με μίσος για τον δυτικό πολιτισμό, ήταν πολύ επιρρεπής απέναντι στα συναισθήματά του. Ποτέ του δε συμπεριφέρθηκε σαν ψυχρός δολοφόνος. Αυτό αποδεικνυόταν και από τις φορές που ο ίδιος του είχε ζητήσει να εκτελέσει δυτικούς εχθρούς κι ο Κάτα λίγο πριν πατήσει τη σκανδάλη του όπλου του, έκλεινε τα μάτια του για να μη βλέπει την αγωνία και τον φόβο στα μάτια του μελλοθάνατου. Ίσως λοιπόν η παρουσία του στην οργάνωση να ήταν ζημιογόνα κι επικίνδυνη για όλους, καθώς από την ημέρα που εστάλη στο Λονδίνο προκειμένου να ανατιναχτεί στον αερολιμένα του, είχε γυρίσει τελείως διαφορετικός και μάλιστα ακολουθούμενος από τα πιο περίεργα πλάσματα που είχε δει ποτέ του.
Οι αποφάσεις του τον βάραιναν αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Κατευθυνόμενος στην καρδιά του κρησφύγετου βαθιά μέσα στον βράχο, βρήκε τον Κάτα καθισμένο σε μία παλιά, βρώμικη πολυθρόνα να διαβάζει ένα βιβλίο με ιδιαίτερη αφοσίωση. 
«Τι ακριβώς κάνεις εκεί;» τον ρώτησε ψυχρά ο Κιουσέ.
            Ο Κάτα γύρισε αργά το κεφάλι του προς το μέρος του.
«Προσπαθώ να βρω όσες πιο πολλές πληροφορίες μπορώ για τον Λευκό Οίκο. Φημολογείται πως στο δυτικό τμήμα του περιβόλου του, υπάρχει κάτι σαν μυστική καταπακτή έτσι ώστε να μπορεί να καταφύγει εκεί ο Πρόεδρος σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Δεν έχει εξακριβωθεί μέχρι και σήμερα, αν όντως ισχύει κάτι τέτοιο, για ευνόητους πάντοτε λόγους. Αν όμως αληθεύει η πληροφορία, τότε είμαστε ένα βήμα πιο κοντά στο πού μπορεί να κρατούνται αιχμάλωτοι οι υπόλοιποι» τελείωσε ο Κάτα με πρόσωπο που έλαμπε μπρος σε τούτη τη σπουδαία ανακάλυψη.
Ο Κιουσέ τον κάρφωσε με βλέμμα που καθρέπτιζε μέσα του την πλήρη αδιαφορία. Κατόπιν βηματίζοντας αργά μπροστά του του είπε.
«Κάτα…για μένα αποτελούσες πάντοτε ένα ιδιαίτερο μέλος της οργάνωσης. Η διδασκαλία σου ήταν πολύ αυστηρή και συγκεκριμένη ως προς τη σχέση μας με τον δυτικό πολιτισμό. Σε έστειλα ως αρχηγό μίας από τις πιο σημαντικές αποστολές στο Λονδίνο, για να επιστρέψεις όχι απλώς άπραγος αλλά κουβαλώντας στην πλάτη σου τη σύλληψη των συμπατριωτών αδελφών μας και μελών της οργάνωσης. Φοβήθηκες για τη ζωή σου, την οποία θεώρησες πολυτιμότερη από τις αρχές μας. Αυτό μονάχα ένα χαρακτηρισμό μπορεί να σηκώσει. Έσχατη προδοσία. Ωστόσο επειδή σε μεγάλωσα από παιδί στο συγχώρεσα, αλλά ως εδώ. Η ιδέα του να συμμαχήσω με τον εχθρό μου προκειμένου να σώσω μια χούφτα έφηβους μού φαίνεται γελοία για να μην τη χαρακτηρίσω αυτοκτονία. Μείνε έξω από όλο αυτό. Απόψε το βράδυ η ιστορία αυτή θα τελειώσει. Τα πτώματά τους θα τα πετάξουμε σε μία χαράδρα και κανείς ποτέ δε θα τους βρει. Το Αφγανιστάν αποτελεί εμπόλεμη ζώνη και όλοι απλά θα νομίσουν πως πρόκειται για θύματα βομβαρδισμών. Κανείς δε θα ασχοληθεί μαζί τους. Επαναλαμβάνω, μείνε έξω από ετούτη την ιστορία προτού να είναι αργά και για εσένα τον ίδιο» του είπε ο Κιουσέ έχοντας τεντωμένο το δάχτυλό του προς το μέρος του.
Τη στιγμή που ο Κιουσέ αποχωρούσε, ο Κάτα ένιωσε τον θυμό να τον πνίγει. Πόσο σκληρός και αδυσώπητος θα μπορούσε να ήταν ο χαρακτήρας αυτού του ανθρώπου που τόσο χρόνια αποκαλούσε σωτήρα του; Καθώς η καρδιά και η λογική του αντιμάχονταν για το ποια από τις δύο θα επικρατούσε, αποφάσισε να πάει μία βόλτα μακριά από όλους. 
Η φύση έριχνε το ροδαλό πέπλο της δύσης ίσια μπροστά του κι εκείνος μετρούσε τον χρόνο αντίστροφα για τη στιγμή που ο Κιουσέ θα επιχειρούσε τη δολοφονία των φίλων του. Φίλων; Η σκέψη και μόνο της ετυμολογίας ετούτης της μικρής λέξης, τον έκανε να χαμογελάσει αχνά. Ποτέ του έως τώρα δεν είχε αποκαλέσει κάποιον φίλο του και ήταν η πρώτη φορά που θα έπρεπε να αποφασίσει, αν και ποιον θα υπερασπιζόταν.  


Ιφιγένεια Μπακογιάννη