Η νύχτα που ο παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 28/Μέρος 1) - "Giving In"




Damian's POV
Ρουθούνισα έντονα. Τι είναι αυτή η μυρωδιά; Άνοιξα το ένα μου μάτι και σκάναρα τον χώρο. Η κρεβατοκάμαρα που είχα κλειστεί, με το που γυρίσαμε από το Ντέστινι, για να αποφύγω το βλέμμα της, ήταν απόλυτα σκοτεινή αλλά τα μάτια μου είχαν συνηθίσει. Ανακάθισα στο στρώμα και πήρα μια βαθιά ανάσα. Χλωρίνη; Σηκώθηκα συνοφρυωμένος και άνοιξα την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Γούρλωσα τα μάτια μου και κατάπια το σάλιο που μαζεύτηκε στον λαιμό μου.
Η Λιλιάνα ήταν πεσμένη στα τέσσερα στο πάτωμα της κουζίνας, τρίβοντας το δάπεδο με ένα παχύ σφουγγάρι και γυμνά χέρια. Πήγα να της πω ότι η χλωρίνη θα έβλαπτε τα χέρια της, όταν θυμήθηκα τη φύση της. Σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος και έμεινα να την κοιτάζω. Είχε τα μακριά μαλλιά της σε μια ψηλή αλογοουρά, που έπεφτε στα πλάγια του προσώπου της, μπλοκάροντας μου την οπτική επαφή με το πρόσωπο της.
Φορούσε ένα μικροσκοπικό τζιν σορτσάκι, που μετά βίας κάλυπτε τα απαραίτητα, και ένα ξεθωριασμένο από την χλωρίνη, γαλάζιο μπλουζάκι. Τα πόδια της ήταν γυμνά πάνω στο κρύο δάπεδο.
«Θα με κοιτάζεις πολύ ώρα;» Γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος μου, χωρίς να μετακινείται στο ελάχιστο, και με κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν στο φως του πρωινού.
«Με ενοχλεί η μυρωδιά της χλωρίνης».
«Και εμένα η μυρωδιά από το θειάφι». Γύρισε το κεφάλι της  πίσω στο σφουγγάρι.
 Έσφιξα τα δόντια μου. Μια πρόταση. Τόσο της είχε πάρει για να με τσαντίσει πάλι. Χαμογέλασα πλατιά και φύσηξα δυνατά. Το θειάφι που εξέπεμπε η ανάσα μου, γέμισε τον χώρο, καλύπτοντας τη μυρωδιά της χλωρίνης και ρουθούνισε ενοχλημένη.
Έστυψε το σφουγγάρι της σε έναν κουβά και σηκώθηκε αργά. Στράφηκε προς το μέρος μου με το γεμάτο μπουκάλι της χλωρίνης στο χέρι της. Με κοίταξε στα μάτια, χαμογέλασε επικίνδυνα και το αναποδογύρισε. Άδειασε όλο το περιεχόμενο του μπουκαλιού στο πάτωμα μπροστά της και το πέταξε στην άκρη. Πνίγηκα και έβηξα με την μυρωδιά να εισβάλλει στα ρουθούνια μου. Χαμογέλασε αυτάρεσκα και τίναξε τα μαλλιά της.
Ξεροκατάπια. Η μυρωδιά του θειαφιού και της χλωρίνης εξαφανίστηκαν τελείως από την όσφρηση μου. Η μυρωδιά της φρέζιας και του λίλιουμ γέμισε τις αισθήσεις μου, όπως εκείνη την πρώτη μέρα, που την είδα στο Ντέστινι. Είδε την σοβαρή μου έκφραση και έκανε να έρθει προς το μέρος μου. Την στιγμή που το πόδι της άγγιξε το παχύρευστο υγρό μπροστά της, βούτηξα μπροστά. Γλίστρησε απότομα και πρόλαβα να την πιάσω, μερικά εκατοστά πριν το κεφάλι της χτυπήσει το γρανιτένιο πάτωμα. Άνοιξε τα μάτια της φοβισμένη και με κοίταξε με ένα βλέμμα, που νόμιζα ότι έφτανε μέχρι την ψυχή μου. Αν είχα φυσικά.
«Μπορείς να είσαι πιο προσεχτική;» Στεκόμουν στα γόνατα, αφήνοντας την φόρμα μου να ποτίσει από το υγρό, με τη Λιλιάνα στην αγκαλιά μου. Το άρωμα της με τρέλαινε. Ήθελα να τρέξω μακριά, αλλά το βλέμμα της με κρατούσε καρφωμένο στην θέση μου. Ακόμα και η φωνή μου ακουγόταν ξέπνοη, ενώ προσπάθησα να ακουστώ αυστηρός και ενοχλημένος.
«Συγνώμη...» μουρμούρισε αθόρυβα, ενώ ένιωσα το σώμα της σφίγγεται κάτω από το άγγιγμα μου. Το χέρι της απλώθηκε αργά πάνω από τον ώμο μου πιάνοντας κάτι αόρατο. Είδα τα μάτια της να επικεντρώνονται εκεί. Στο τίποτα για τα θνητά μάτια. Όμως στην πραγματικότητα, κοιτούσε την αύρα μου. «Τόσο όμορφο...» ψιθύρισε εντυπωσιασμένη, ενώ ένιωθα την ουσία μου να καίει κάτω από τα δάχτυλα της.
Την σήκωσα με μια απότομη κίνηση στα πόδια της και απομακρύνθηκα από κοντά της.
«Ντάμιαν;»
Της είχα γυρισμένη την πλάτη προσπαθώντας να συνέλθω από το άγγιγμά της. Πως γίνεται να άγγιξε την αύρα μου; Δεν είχα γνωρίσει κανέναν που να μπορούσε να το κάνει αυτό.
«Μμμ...» μουρμούρισα χαμένος στην σκέψη μου.
«Τι είπες με την Ζόι;» Η ερώτηση της με σόκαρε. Πού ξέρει εκείνη για τη συζήτηση μου με την αφεντικίνα της; Δεν ήταν καν μπροστά όταν είχε ζητήσει να μου μιλήσει.
 «Πώς;»
 «Μου το είπε η Ζέλντα, πριν φύγουμε. Μείνατε στο γραφείο της δέκα λεπτά. Τι...;»
«Δεν χρειάζεται να σου δίνω αναφορά, Λιλιάνα, για το τι κάνω. Το αντίθετο ισχύει στην περίπτωση μας. Μην ξεχνάς ότι εσύ είσαι αυτή, που είναι υπό την παρακολούθηση μου. Είσαι ακόμα αιχμάλωτη μου». Είδα τα μάγουλα της να κοκκινίζουν από θυμό και ήξερα ότι είχα κάνει βλακεία. Μόλις την είχα αναστατώσει.
«Χαρά στην αιχμαλωσία. Ό,τι θέλω σε κάνω!» μου φώναξε, ενώ άρπαξε τον ώμο μου να με γυρίσει προς το μέρος της. Τι στο καλό;
«Α, έτσι νομίζεις;» γρύλισα μέσα από τα δόντια μου.
«Περίμενα κάτι παραπάνω από τον Μάμμωνα, τον Πρίγκιπα της Κόλασης». Ένιωσα το αίμα μου να βράζει και μόνο που την άκουσα να χρησιμοποιεί το όνομα μου στην Κόλαση. Πώς σκατά έμαθε τόσες πληροφορίες για εμένα; Ηλίθια Στέφανι!
«Τι περίμενες δηλαδή; Βασανιστήρια και καυτά σίδερα; Δεν σου έφτασαν αυτά, που σου έκαναν οι μπαμπάδες σου;»
 Μετάνιωσα τα λόγια μου την στιγμή που τα ξεστόμισα. Καταραμένη δαιμονική γλώσσα.
Είδα το μίσος να εμφανίζεται στα μάτια της και τα χείλη της να σχηματίζουν μια βρισιά, την ίδια στιγμή που το χέρι της χτύπησε με όλη της την δύναμη το μάγουλο μου. Ένιωσα το δέρμα μου να καίει στο σημείο που με είχε χαστουκίσει. Έκανε να φύγει. Την άρπαξα από τον πήχη, ενώ  έφερε το άλλο της χέρι στην κοιλιά μου, να με χτυπήσει ξανά.  Αλλά το έπιασα και τα έφερα πάνω από το κεφάλι της. Το πρόσωπο της έκαιγε από μίσος και τα μάγουλα της είχαν βαφτεί κόκκινα. Τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα, καθώς ανέπνεε βαριά, και τα μάτια της, δυο πράσινες φωτιές πάλευαν να τρυπήσουν τα δικά μου.
Τα αρώματα του Παραδείσου με τύλιξαν ξανά, κάνοντας με να κλείσω τα μάτια, ώστε να ανακτήσω τον έλεγχο και να μην την χτυπήσω. Το επόμενο δευτερόλεπτο όμως, και ενώ πάλευα να κρατήσω την φωτιά μέσα μου, το σώμα μου κινήθηκε χωρίς τις εντολές μου. Τα χείλη μου πιέστηκαν με βία στα δικά της, κλέβοντάς της την ανάσα. Ένιωσα τα μάτια της να γουρλώνουν από έκπληξη, την ίδια στιγμή που τα χέρια της πάλευαν να ελευθερωθούν από τα δικά μου.
Δεν ήξερα, γιατί το έκανα. Ίσως έφταιγε το ότι ο αδερφός μου είχε διακόψει την τελευταία ερωτική επαφή μου. Ίσως, γιατί ήταν στρίπερ, οπότε το άξιζε. Ή ίσως... Ίσως να μην μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου την πρώτη φορά που τα χείλη της άγγιξαν τα δικά μου. Η καυτή της ανάσα να στοίχειωνε τα όνειρα και τις φαντασιώσεις μου. Ίσως αυτός ο άγγελος να ήταν όντως εκείνος που θα με θεμελίωνε σαν τον δαίμονα της λαγνείας.
 Τράβηξα το ένα χέρι μου από τα δικά της και το έφερα πίσω από το κεφάλι της, γέρνοντας το αρκετά, ώστε να μπορέσει η γλώσσα μου να διατρέξει τα χείλη της. Έβγαλε ένα επιφώνημα έκπληξης και βρήκα την ευκαιρία να εξερευνήσω το στόμα της. Η γλώσσα της ήταν τόσο απαλή. Το στόμα της τόσο υγρό.
Αυτή η γυναίκα θα με στείλει στο Καθαρτήριο και θα το απολαύσω. Σίγουρα πράγματα.
Δε γινόταν να είναι τόσο αγγελική και συνάμα τόσο κολασμένη. Κάτι έτρεχε μαζί της. Πέρα του γεγονότος ότι ήταν Νέφελιμ. Κάτι έτρεχε, που δεν είχα ούτε τον χρόνο, ούτε την αντοχή να το επεξεργαστώ τώρα. Τώρα ήθελα να τη νιώσω. Να την κατακτήσω. Να την κάνω να θυμάται μονάχα το όνομα μου, για το υπόλοιπο της αιωνιότητας. Η κτητικότητα του δαίμονα κυρίευσε κάθε κύτταρο μου. Ήθελα κάθε φορά που θα με σκεφτόταν, να με συνέδεε με την πιο ερωτική εμπειρία της ζωής της.
Ένιωσα τα χέρια της να τυλίγονται γύρω από τον λαιμό μου και τα νύχια της να μπήγονται στους ώμους μου, και κάπου εκεί έχασα το τελευταίο κομμάτι αυτοσυγκράτησης μου...

NADIA