Οι Ψιθυριστές (Κεφάλαιο 7)


ΆΣΕΡ

Κάθομαι μόνος μου στην πίσω πλευρά του σπιτιού και παρατηρώ τους μικρότερους μαθητές του Ίστγουντ να παίζουν. Τόσο ανέμελοι, δίχως να σκοτίζουν από τώρα το μυαλουδάκι τους για την απειλή των Αβυσσαίων και της Μοργκάνα, σκέφτομαι. Ακούω βήματα να με πλησιάζουν, αλλά δεν δίνω σημασία. Η Ντάρια θα θέλει να μου ζητήσει τον λόγο της απόφασής μου και παρόλο που θα έχει δίκιο σε ό,τι και αν πει… απλά δεν νιώθω έτοιμος, να αντιμετωπίσω το πρόβλημα της αδελφής μου. Ίσως είμαι δειλός, ίσως είμαι αναίσθητος. Θα αποδεχτώ όποιο επίθετο κι αν αποφασίσει να με στολίσει.

       «Η άποψή μου δεν άλλαξε, Ντάρια». Λέω δίχως πολλές περιστροφές.
       «Εγώ είμαι». Απαντά η Βασάλτη και με πλησιάζει. «Να σου κάνω παρέα;»
       «Κάνε ό,τι θες». Αποκρίνομαι νιώθοντας την ένταση, να εγκαταλείπει το κορμί μου. Η Βασάλτη είναι ότι πιο ακίνδυνο τώρα.
       «Είσαι ακόμα θυμωμένος μαζί μου; Για όσα συνέβησαν με την Ρέιβεν;» ρωτά στεναχωρημένη. «Δεν ήθελα να το πω, αλλά όταν η Ντάρια σου αποκάλυψε ότι ήταν αδερφή σου, τα έχασα και…».
       Στρέφω το βλέμμα μου πάνω της. Είναι άδειο και σκοτεινό. Τι θέλει και τα σκέφτεται τώρα αυτά; Ποτέ μου δε θα φανταζόμουν, ότι η Ρέιβεν θα μπορούσε έστω και στο ελάχιστο να είναι η αδερφή μου. Αυτό που με πονάει, όμως περισσότερο είναι τα συναισθήματά μου για εκείνη. Όσο και αν το παλέψω, δεν καταφέρνω να την σκέφτομαι μόνο σαν αδελφή μου. Είμαι ερωτευμένος μαζί της.
«Δεν έχει νόημα πλέον. Ξέχασέ το!» λέω απότομα και πάω να φύγω, όμως η Βασάλτη απλώνει το χέρι της και με σταματά.
       «Η Φλόγα δε με θέλει. Δε μου μιλάει, όμως και οι λίγες φορές που το κάνει, είναι διότι έχει να πει κάτι για την πολυαγαπημένη της Ρέιβεν. Τίποτα άλλο. Φοβάμαι ότι θα με σκοτώσει». Κλαψουρίζει.
       «Η Φλόγα δε θα σε σκοτώσει. Ξέρει ότι τη φροντίζεις. Κάνε υπομονή. Μόλις βρούμε έναν τρόπο να ξεφύγουμε από τους Αβυσσαίους και ένα κατάλληλο μέρος για να την κρύψουμε, εσύ θα ξαναγίνεις η φυσιολογική Βασάλτη και η Ντάρια θα σου επιτρέψει να επιστρέψεις στην ομάδα. Εκεί όπου πραγματικά ανήκεις». Αποκρίνομαι καθησυχαστικά και την τρίβω απαλά στην πλάτη. Νιώθω τα κόκαλά της κάτω από το δέρμα της. Πετάγονται τόσο έντονα, που αναρωτιέμαι, αν υπάρχει καθόλου κρέας πάνω της.
       Η Φύλακας της Γης των Ζοφερών κολλά πάνω μου και με αγκαλιάζει κρύβοντας το κεφάλι της στον λαιμό μου. Ξεροκαταπίνω σε άβολη θέση. Γιατί μου το κάνει αυτό, ενώ της έχω εξηγήσει την κατάσταση; Δεν ενδιαφέρομαι πλέον με αυτόν τον τρόπο για εκείνη. Είμαστε στην ίδια ομάδα και πολεμάμε πλάι πλάι, αλλά μέχρι εκεί.
«Μπορείς να με αγκαλιάσεις; Το θέλω». Ζητάει ικετευτικά. Μπορώ;
       Ανταποκρίνομαι, παρόλο δε μου αρέσει. Την θεωρούσα πιο δυνατή. Είναι λογικό, να φοβάται μια δύναμη τόσο δυνατή όσο η Φλόγα, αλλά και πάλι η συμπεριφορά της με απογοητεύει, εκτός και αν νομίζει, ότι κάνοντάς με να την λυπηθώ, θα με γυρίσει πίσω σε εκείνη. Με την Βασάλτη χωρίσαμε, διότι με απάτησε με τον Μπρόουν. Αν και μερικές φορές την απεχθάνομαι γι’ αυτό που έκανε, τα συναισθήματά μου είναι μόνο φιλικά απέναντί της. Η καρδιά μου πλέον ανήκει στην Ρέιβεν. Και θα ανήκει για πολύ καιρό, τουλάχιστον  ωσότου καταφέρω να ξεπεράσω τον χαμό της οριστικά. Νιώθω πολλά πράγματα για εκείνη, παρόλο που ήταν η αδερφή μου, η συνδέσμιά μου. Την οποία ο Μπρόουν φρόντισε πάλι να μου πάρει, σημαδεύοντάς την με το Ιερό Φιλί.
       «Βασάλτη, δεν νομίζω ότι…»
       «Σ’ αγαπώ Άσερ». Ψιθυρίζει πάνω στο μάγουλό μου. «Και ξέρω, ότι και εσύ έχεις ακόμα κάποια αισθήματα για εμένα. Ξέρω ότι σε πλήγωσα πολύ με αυτό που έκανα με τον Μπρόουν, αλλά σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με».
       Τα χείλη της σέρνονται έως το στόμα μου και με φιλά. Απαλά στην αρχή όλο και πιο επίμονα όταν καταλαβαίνει ότι δεν της φέρνω αντίρρηση. Με την ελάχιστη δύναμη που έχει, με σφίγγει πάνω της.
       «Ο Μπρόουν δεν αφήνει ποτέ ό,τι πέφτει στα χέρια του. Κι εσύ ανήκεις σ’ εκείνον». Λέω πικρά και τραβιέμαι ελαφρά. Ότι υπήρξε αναμεσά μας, χάθηκε.
       «Όχι! Δεν είμαι δεμένη μαζί του ούτε και του ανήκω. Δεν έχουμε καμία σχέση και πλέον δε μου αρέσει καθόλου. Γι’ αυτό…»
       «Ούτε κι εσύ σ’ εμένα!» απαντάω απότομα αποσβολώνοντάς την. «Σου το λέω για να ξέρεις και να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις. Ότι συνέβη ανάμεσά μας ήταν όμορφο, όμως τώρα τελείωσε και δεν επιθυμώ να το ξαναζήσω μαζί σου. Η Ρέιβεν είναι αυτή που θέλω πραγματικά. Δεν θα την βγάλω από το μυαλό μου, επειδή αποφάσισες να επιστρέψεις σ’ εμένα».
       «Μα είναι νεκρή! Γιατί ασχολείστε όλοι σας τόσο πολύ μαζί της; Τόσο σημαντική είναι πια; Αυτή που έχει τη Φλόγα τώρα είμαι εγώ και…»
       «Η Ρέιβεν ήταν αυτό που ήταν Βασάλτη. Κι εσύ είσαι αυτό που είσαι. Ποτέ δεν θα σας αντιμετωπίσουμε το ίδιο. Η Ρέιβεν έκανε μια θυσία για να μας προστατέψει όλους και πρέπει να ανταμειφθεί γι’ αυτό. Τουλάχιστον αυτό θεωρεί η Ντάρια, πως πρέπει να γίνει».
       «Έ, παιδιά. Πρέπει να έρθετε να δείτε κάτι». Μας διακόπτει ο Αζούρα φωνάζοντας από τη βεράντα. Το πρόσωπο του Φύλακα του Αέρα είναι ακόμα πιο χλομό από το κανονικό των βρικολάκων. «Βιαστείτε, είναι σημαντικό».
       Μπαίνοντας μέσα στο σπίτι όπως μας ζήτησαν, βλέπουμε όλους τους Φύλακες συγκεντρωμένους γύρω από την τηλεόραση, να παρακολουθούν μια ταινία ή μάλλον… μια πολύ κακής ποιότητας ταινία.
       «Τι συμβαίνει;» ρωτάω προβληματισμένος πλησιάζοντας την Ντάρια. Εκείνη δαγκώνει τα χείλη της καταβεβλημένη.
       «Ήρθε μια μαθήτρια του Ίστγουντ και είπε ότι κάποιος άφησε έναν φάκελο για εμάς στην Ακαδημία. Περιείχε ένα DVD με την Μοργκάνα και…» κοιτά γύρω της τα σφιγμένα πρόσωπα όλων. «την Ρέιβεν».
       Η Ντάρια γυρίζει την ταινία προς τα πίσω ακριβώς στο σημείο, όπου η βασίλισσα των Αβυσσαίων ποζάρει στον φακό της κάμερας μαζί με την νεκρή πριγκίπισσα. Νομίζω, ότι χάνω το έδαφος κάτω από τα πόδια μου βλέποντας την αδερφή μου, να κρέμεται ανάποδα σαν σφαγμένο ζώο από έναν πάσαλο. Οι Αβυσσαίοι την έχουν γυμνώσει εκτός από ένα περίζωμα γύρω από τα γεννητικά της όργανα και τη χτυπούν. Το αίμα της στάζει στο πάτωμα από τα πληγωμένα της πόδια, τα χέρια, τον κορμό και το κεφάλι της, δημιουργώντας μια λίμνη αίματος. Φαίνεται κατακόκκινο και ζεστό, καθώς αχνίζει στο πάτωμα, σαν να είναι φρέσκο. Τα μαλλιά της ένα μπερδεμένο κουβάρι από τούφες ζωγραφίζουν στο πάτωμα με το αίμα της καθώς το κορμί της ταλαντεύεται από τη βιαιότητα των Αβυσσαίων.
       Σφίγγω τις γροθιές μου μην μπορώντας να αποφασίσω, αν είμαι θυμωμένος ή πνίγομαι στην ίδια μου την οργή. Η Μοργκάνα πέρασε ένα πολύ σημαντικό σημείο στην αυτοκυριαρχία μου. Τι νομίζει πως κάνει παίζοντας με αυτόν τον τρόπο; Ποια νομίζει πως είναι και θα τη γλιτώσει; Η Ρέιβεν δεν είναι ένα απλό κορίτσι. Είναι η κόρη του Άρχοντα των Φωτοφόρων και η αδελφή του Φύλακα της Φωτιάς. Αν πριν ήθελα να την καταστρέψω γι’ αυτά που έκανε, τώρα ορκίζομαι, ότι θα την εξαλείψω από προσώπου γης. Θα την εξαφανίσω, ώστε κανείς άλλος να μην μάθει ποτέ για εκείνη.
       «Φέρτε μου την Φλόγα της Ζωής, αλλιώς όλοι σας θα έχετε την ίδια κατάληξη». Λέει ένα ξανθόμαλλο αγόρι με κεχριμπαρένια μάτια, και το βίντεο σταματά στο σημείο, όπου η Ρέιβεν αρχίζει να τρεμοπαίζει τα βλέφαρά της και να μορφάζει από πόνο.
       «Είναι ζωντανή» ξεφωνίζω έκπληκτος και η Ντάρια γνέφει καταφατικά. Η θλίψη και ο φόβος τρεμοπαίζουν στα χείλη της.
«Είναι ζωντανή» συμφωνεί και η ίδια. Μα πως είναι δυνατόν; Την θεωρήσαμε εσφαλμένα νεκρή; Και αυτά τα σημάδια… μοιάζουν με τα τιμητικά των Καχίνλερ έπειτα από κάποια μάχη. Γιατί υπάρχουν στο δικό της κορμί;
       «Ποιος ήταν αυτός;» ρωτά η Βασάλτη δείχνοντας με το δάχτυλό της το αγόρι, που έχει παγώσει στην τηλεόραση, όταν σταμάτησε η ταινία.
       «Ο Μισέρις. Ο δίδυμος αδερφός μου». Απαντά ο Μπρόουν ξέπνοα. «Ο συνδέσμιός μου».

Ηλιάνα Κλεφτάκη