Faded Memories - "Έκλυτη Πολιτεία" (Διήγημα 13ο-Μέρος Δ)

*Πέντε μήνες αργότερα*

«Μείνε μαζί μου! Προσπάθησε να αναπνεύσεις, σε παρακαλώ» τον άκουσα να ουρλιάζει. Ήθελα να κάνω αυτό που μου ζητούσε, όμως το σώμα μου αρνούταν να υπακούσει. Πίεσα τους πνεύμονές μου να επιτρέψουν στον αέρα να με απελευθερώσει από την κρίση πανικού, στην οποία βρισκόμουν. Τα αναφιλητά μου διέκοψαν τη νεκρική σιγή της βραδιάς.
«Οι γονείς μου…» κατάφερα να ψελλίσω με δυσκολία. Τα μάτια του πλανήθηκαν λυπημένα πάνω μου. Μου είχε σώσει τη ζωή.
«Οι γονείς σου είναι νεκροί, ο αδελφός σου είναι ένας προδότης και τώρα έχουμε απομείνει οι δυο μας. Εγώ θα είμαι η οικογένειά σου, με ακούς;»
Ένευσα προσπαθώντας να σταματήσω το τρέμουλο που είχε καταλάβει το κορμί μου. Μία σκέψη τριγύριζε στο μυαλό μου.
«Θα με κυνηγήσει».
«Θα το κάνει. Αλλά δε θα σε πειράξει. Ποτέ. Το υπόσχομαι στην τιμή των γονιών σου. Θα σε προστατεύσω με την ίδια μου τη ζωή, αν χρειαστεί. Αυτός όμως δε θα σε ακουμπήσει ποτέ ξανά».
Τα χέρια του βρέθηκαν στους ώμους μου και με σήκωσε όρθια. Τα πόδια μου παρέλυσαν, αλλά λίγο πριν βρεθώ πάλι στο έδαφος,  με έπιασε και με σήκωσε στην αγκαλιά του. Άρχισε να περπατάει με αποφασιστικότητα παρά το επιπρόσθετο βάρος. Τα μάτια του ήταν αγριεμένα, δεν έμοιαζαν με αυτά άλλων δωδεκάχρονων. Έσφιξα τα χέρια μου πιο πολύ στον λαιμό του κι έκλεισα τα μάτια μου, προσπαθώντας να ξεχάσω πως για μια ζωή πλέον θα ήμουν κυνηγημένη.


«Συνεχίζεις να τη σκέφτεσαι».
 Η φωνή του με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Γύρισα να τον κοιτάξω μπερδεμένη κι εκείνος μου έριξε το γνωστό του ύφος.
 «Τη νύχτα» εξήγησε. «Τον τελευταίο καιρό τη σκέφτεσαι συνέχεια. Όλα αυτά τα χρόνια που κρυβόμασταν είχες καταφέρει να την απωθήσεις, έστω και λίγο, από το μυαλό σου. Όμως δεν είμαι χαζός. Τελευταία είσαι συνέχεια αφηρημένη. Μπορεί οι άλλοι να μην το παρατηρούν, όμως εγώ σε ξέρω καλύτερα από τον καθένα».
Δεν είχε νόημα να το αρνηθώ. Άλλωστε ήταν η αλήθεια. Από την ημέρα που είχε αποκαλυφθεί και πάλι η ταυτότητά μου, ο φόβος είχε αρχίσει και πάλι να κατακλύζει το μυαλό μου. Ήξερε ότι υπήρχα. Ήξερε ότι κρυβόμουν κάπου και θα έκανε τα πάντα για να με βρει. Ίσως τόσο καιρό να είχαμε καταφέρει να τον ξεγελάσουμε, όμως τα παιχνίδια είχαν πλέον τελειώσει. Τα τσιράκια του του είχαν φέρει την είδηση της ημέρας. Η αδερφή του ζούσε. Δεν είχε πεθάνει από την πείνα, δεν την είχαν σκοτώσει ληστές, δεν είχε αυτοκαταστραφεί προσπαθώντας να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις της.
«Δε θα σε πειράξει. Θυμάσαι τι σου είπα εκείνη τη νύχτα;»
Είχαν περάσει τόσα χρόνια από τότε, όμως τα λόγια του ηχούσαν ακόμα ξεκάθαρα στο μυαλό μου.
«Θυμάμαι. Κι αυτό είναι που με φοβίζει πιο πολύ» ψιθύρισα κι ένιωσα το βλέμμα του να με καίει. Με πλησίασε και γονάτισε δίπλα μου. Στην αρχή απέφυγα τη ματιά του, όμως επειδή μαζί του κανείς δεν μπορούσε να βγάλει άκρη, τον κοίταξα απρόθυμα. Το βλέμμα του ήταν σοβαρό, έμοιαζε τόσο πολύ με εκείνο το δωδεκάχρονο αγόρι που είχε σώσει τη φίλη του από βέβαιο θάνατο.
«Τι ακριβώς φοβάσαι;» με ρώτησε παίρνοντας τα χέρια μου στα δικά του.
«Ότι θα σε σκοτώσει. Ότι θα σε χάσω και θα μείνω μόνη» είπα προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Τις τελευταίες μέρες η ευσυγκινησία μου είχε βαρέσει κόκκινο. Με εκνεύριζε τόσο πολύ, όμως δεν ήταν κάτι που μπορούσα να ελέγξω. Όσο πιο πολύ εξασκούσα τη δύναμή μου τόσο πιο ανοιχτή και ευάλωτη γινόμουν σε συναισθήματα.
«Μάλλον έχεις ξεχάσει ότι δεν είμαι πλέον παιδί, αλλά ένας από τους καλύτερους εκπαιδευμένους στρατιώτες που υπάρχουν» προσπάθησε να αστειευτεί, αλλά το χαμόγελο δεν άγγιξε τα μάτια του.
            «Ίσως. Αλλά κι αυτός έχει αλλάξει από τότε. Πήρε την αρχηγία. Τότε ήταν απλός υπηρέτης τους. Τώρα τους διοικεί. Είναι παντοδύναμος. Άλλαξε την πόλη μας, κατέστρεψε σχεδόν όλες τις υπόλοιπες κι όσες έχουν απομείνει βρίσκονται σε κατάσταση υψίστου κινδύνου».
            «Επίσης, ξέρεις να χειρίζεσαι τις δυνάμεις σου» είπε κάνοντας πως δεν άκουσε όσα είπα πριν. Όσο αντίθετος ήταν στην αρχή στο να εξασκήσω τις δυνάμεις μου, τόσο πιο πολύ επικαλούνταν την ικανότητά μου αυτή τον τελευταίο καιρό.
Τρεις μήνες συνεχόμενων τσακωμών… Τόσο του είχε πάρει να το συνηθίσει. Μέχρι να γίνει η πρώτη επίθεση στο Ειρηνικό βασίλειο και να καταφέρω να σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια τον Ακόλαστο που πήγε να μου επιτεθεί.
Είχα καταφέρει να ξεφύγω από τον Σεθ και όλους τους υπόλοιπους φρουρούς μου σε μια έκρηξη θυμού, όταν τα κατακόκκινα μάτια του τέρατος μπροστά μου με αιφνιδίασαν. Και προς έκπληξη και των δύο μας, δεν έχασα λεπτό. Του επιτέθηκα χωρίς δεύτερη σκέψη… Με βρήκαν λίγα λεπτά αργότερα πεσμένη στο έδαφος, βαριανασαίνοντας. Μαύρη στάχτη ήταν σκορπισμένη γύρω μου.
Τρία πράγματα έμαθα από τότε. Ότι επιτέλους μπορούσα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, ότι οι δυνάμεις μου αυξάνονταν με ταχύτατους ρυθμούς κι ότι όταν ήμουν θυμωμένη μπορούσα να γίνω πολύ επικίνδυνη…
Η φωνή του Σεθ με επανέφερε στην πραγματικότητα.
 «Οπότε ας δούμε πώς έχουν τα πράγματα. Είμαι δυνατός, ξέρω να μάχομαι κι έχω σκοτώσει καμιά εκατοσταριά από δαύτους. Εσύ ξέρεις να τους αφανίζεις από προσώπου γης με ένα χτύπημα του χεριού σου. Τέλειο δίδυμο. Η νίκη είναι με το μέρος μας» σήκωσε τους ώμους χαρωπά. Δεν του μίλησα. Ήξερα πως δε θα δεχόταν μια απαισιόδοξη απάντηση, μιας και συνήθως αυτό έκανα.
Σε κλάσματα δευτερολέπτου το πρόσωπό μου ήταν κοντά στο δικό του, κόβοντάς μου την ανάσα. Η εγγύτητά του έκανε την καρδιά μου να αρχίσει να χτυπάει δυνατά.
«Δεν…» πήγα να πω, όμως το δάχτυλό του βρέθηκε στα χείλη μου.
«Σσσς, θέλω να με ακούσεις προσεχτικά» η φωνή του είχε γίνει ένας ψίθυρος. «Είσαι ότι πιο σημαντικό έχω στη ζωή μου κι αυτό έγινε από την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα. Ήξερα πως το ξεροκέφαλο κοριτσάκι του βασιλιά, που προτιμούσε να τσαλαβουτάει στις λάσπες με το καλό του φόρεμα, θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία μου. Ξεκίνησε αθώα και μετά μου έγινες απαραίτητη. Δεν ήθελα να περνάω λεπτό μακριά σου. Κι έπειτα ο αδερφός σου σκότωσε τους γονείς σου και προσπάθησε να κάνει το ίδιο με εσένα. Τρελάθηκα, όταν σε είδα ξαπλωμένη στο πάτωμα. Νόμιζα ότι τα είχε καταφέρει».
Είχα μείνει άναυδη. Ήταν η πρώτη φορά που μου μιλούσε για τον εαυτό του. Τόσα χρόνια αναλύαμε τη δική μου εκδοχή, τον δικό μου πόνο και τώρα όλα τα συναισθήματα, οι δικές του αναμνήσεις, είχαν βγει προς τα έξω.
«Ήταν πολύ γενναίο που μπήκες σε εκείνο το δωμάτιο. Θα μπορούσε να σε είχε σκοτώσει κι εσένα επιτόπου».
«Ήμουν πολύ τυχερός. Όμως έπρεπε να το κάνω. Δεν μπορούσα να σε αφήσω εκεί. Δεν έφταιγε ο όρκος στους γονείς σου ή η αίσθηση καθήκοντος προς την κόρη του βασιλιά. Ήσουν εσύ. Δεν μπορούσα να σε χάσω. Τα καταφέραμε όμως. Δυσκολευτήκαμε, αλλά τα καταφέραμε. Κι όσο μεγαλώναμε τόσο αλλάζαμε. Εγώ γινόμουν πιο δυνατός και πιο σίγουρος για τον εαυτό μου, εσύ ομόρφαινες επικίνδυνα με αποτέλεσμα να χρειάζεται να απειλώ καμιά δεκαριά συναδέλφους μου κάθε φορά που έκανες την εμφάνισή σου στον χώρο».
«Γι’ αυτό με κρατούσες εσώκλειστη συνέχεια;» τον πείραξα και μου χάρισε ένα όμορφο χαμόγελο.
«Γι’ αυτό αλλά και για την ασφάλειά σου. Το ξέρεις αυτό. Όμως ήσουν τόσο δύστροπη τότε − ακόμα είσαι − αλλά τότε ήσουν το κάτι άλλο. Είχες κουραστεί να κρύβεσαι και το καταλάβαινα. Έτσι προσπαθούσα να σε διασκεδάσω όσο μπορούσα. Ακόμα δεν ξέρω, αν ήταν αρκετό».
«Η ζωή μαζί σου ήταν ένα από τα πιο όμορφα πράγματα. Μέσα σε όλη αυτήν την καταστροφή και το σκοτάδι, ήσουν το δυνατότερο φως που με έβγαζε από τη δυστυχία μου».
«Κι έπειτα έγινε η επίθεση. Φοβήθηκα τόσο πολύ, όταν χρειάστηκε να σε αφήσω μόνη σου. Έπρεπε να σκοτώσω δύο τέρατα και το τίμημα ήταν να σε εγκαταλείψω. Ήταν η πρώτη φορά που αθέτησα τον λόγο μου και δεν έμεινα μαζί σου».
«Ήσουν αδικαιολόγητος» του είπα κι εκείνος γύρισε τα μάτια του προς τα πάνω.
«Ήμουν. Σκαρφάλωσα τα τείχη σαν αφηνιασμένο τέρας. Αν δε με είχες αναγνωρίσει, ίσως να ήμουν ακόμα σε κανένα μπουντρούμι».
«Υπήρχε περίπτωση να μη σε γνωρίσω;»
«Όχι, αλλά και πάλι. Είχα πεθάνει από την αγωνία μου. Κι αν σε είχαν πιάσει; Κι αν ήσουν νεκρή; Δε θα μπορούσα ποτέ να το συγχωρέσω στον εαυτό μου. Κι έπειτα σε είδα. Τόσο όμορφη στο μακρύ σου φόρεμα, φτιαγμένη για αυτήν τη θέση. Έλειπες χρόνια από τα βασιλικά καθήκοντα, όμως είχες ενταχθεί τόσο ομαλά. Και κατά κύριο λόγο, ήσουν ζωντανή».
«Λίγο ακόμα να με έσφιγγες και θα είχα πεθάνει από ασφυξία» παρατήρησα και γέλασε. «Όμως κι εγώ ήμουν τόσο τρομοκρατημένη, που μόλις σε είδα έχασα τον κόσμο γύρω μου».
«Βλέπεις; Έχουμε αλλάξει. Δεν είμαστε πια τα παιδιά που πετάνε χώμα το ένα στο άλλο − εκτός από χθες βέβαια».
Γέλασα δυνατά, ενώ τα χέρια του κρατούσαν ακόμα τα δικά μου. Συνάντησα και πάλι τη ματιά του. Ήταν η πρώτη φορά που με κοιτούσε έτσι. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο κοντά ήμασταν. Τα χείλη του βρίσκονταν λίγα εκατοστά μακριά από τα δικά μου.
Το χτύπημα στην πόρτα μας τάραξε και τους δύο.
«Υψηλοτάτη, σε μία ώρα έχετε τη συνάντηση με τους αρχηγούς, το θυμάστε;» άκουσα τη φωνή της υπηρέτριάς μου. Δίχως να πάρω το βλέμμα μου από το δικό του, της φώναξα να περάσει αργότερα. Σιωπή γέμισε το δωμάτιο. Ένιωθα έτοιμη να εκραγώ.
Και τότε με φίλησε. Τα χείλη του βρέθηκαν με τόση μανία στα δικά μου που μου έκοψαν την ανάσα. Τα γεροδεμένα του χέρια τυλίχτηκαν γύρω μου. Ταίριαζα απόλυτα στην αγκαλιά του. Δεν ήξερα πόση ώρα είχε περάσει, όμως η ανάγκη για αέρα με πίεσε να απομακρυνθώ ελάχιστα. Άνοιξα τα μάτια μου για να τον βρω να χαμογελάει πλατιά. Με έκανε να βάλω κι εγώ τα γέλια κι έπειτα να σκύψω πάλι να του κλέψω ένα φιλί.
«Τι έγινε; Πέρασε ο φόβος;» είπε κοροϊδευτικά κάνοντάς με να τον χτυπήσω στο μπράτσο.
Είχαμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Έπρεπε να αντιμετωπίσουμε έναν ολόκληρο στρατό Ακόλαστων, έναν εκδικητικό αδερφό, να πάρουμε πίσω την Πόλη του Φωτός και να εξαλείψουμε την ύπαρξη της Έκλυτης Πολιτείας. Έπρεπε να χτίσουμε τη ζωή μας από την αρχή. Έπρεπε να διοικήσω στη θέση και προς τιμήν του πατέρα μου και να πολεμήσω μέχρι τελικής πτώσης. Ένας απέραντος Γολγοθάς. Όμως δίπλα του φαίνονταν όλα τόσο εύκολα. Με τη δική του βοήθεια, αλλά και των συμμάχων μου, θα τα κατάφερνα. Είχα τη δύναμη και την πίστη. Μα πάνω απ’ όλα, είχα μέσα μου το Φως.
«Πέρασε» ψιθύρισα και βυθίστηκα και πάλι στην αγκαλιά του.


ΤΕΛΟΣ

Θεοδώρα Σέρβου